Monday, June 15, 2009

Που, που, που...



Λένε πως όσο πιό πολύ απομακρύνεσαι από ένα γεγονός μπορείς με μεγαλύτερη ψυχραιμία να το δεις, να το κοιτάξεις. Υπάρχουν νομίζω όμως κι εκείνες οι σπάνιες φορές και των περιπτώσεων οι εξαιρέσεις που η απομάκρυνση από το μοιραίο ταμείο δεν ξεχρεώνει με τίποτα τη σούμα κι απομένεις μονίμως έτσι αγράμματος, άμουσος και αδαής να ψάχνεις και να καταμετράς τελικά πράγματα να λείπουν παραπάνω από χίλια. 1.101.101.10 και βάλε.

Στέκομαι λοιπόν σήμερα εδώ καθισμένος σε ένα παγκάκι αδειανό στην οδό των δικών μου ονείρων ένα βαλσάκι σχεδόν αθώο παίζει κάπου μακριά βράδυ Ιουνίου 15 με μια ψύχρα ομολογουμένως για πρώιμο καλοκαίρι. Θυμάμαι ότι πάνε κιόλας χρόνια 15 κι αυτά ακριβώς από τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του σε ένα άλλο, ίσως κατάδικό του, πάντως λίγο πιό μακρυνό αστέρι -η ίδια η γη βλέπεις είναι κι αυτή εκεί στο βάθος το πιό μοναχικό αστέρι, κι ας έχουμε την τάση να το ξεχνάμε- και υπάρχουν τελικά οι περιπτώσεις εκείνες που η απομάκρυνση από το συγκεκριμένο γεγονός δεν λειτουργεί τελικά και ποτέ συμφιλιωτικά με την πάροδο του χρόνου αλλά αντιθέτως επενεργεί αντιστρόφως ανάλογα τελικά στις προσδοκώμενες, τις τακτοποιημένες, τις κοιμωμένες μας αισθήσεις.

Δεν είναι λύπη, δεν είναι άλλο ένα μνημόσυνο αυτό εδώ, είναι ζωή, δεν είναι μνήμη, είναι μέσα σε κάθε νότα και χτυπάει, εγώ δεν είμαι βέβαια κανένας ειδικός να μιλήσω για το Μάνο Χατζιδάκι, προσπαθώ ωστόσο ένα προσωπικό μου βίωμα από τη μουσική του να αποτυπώσω, ό,τι καταφέρνω κι όσο αισθάνομαι, κι ας ξέρω ότι μάλλον πρόκειται για φαλτσέτο, εγώ συνεχίζω, χωρίς να έχει καμία ιδιαίτερη σημασία συνεχίζω γιατί δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ όσο ακόμα ακούω το βαλς των χαμένων ονείρων και βουρκώνω, εξακολουθώ να πιστεύω παραδόξως -και μάλιστα έως και ακράδαντα εκείνες τις στιγμές- ότι έχω υποχρέωση να ελπίζω. Καληνύχτα, Κεμαλ, και δε βαριέσαι αυτός ο κόσμος δε πα και να μην αλλάξει ποτέ; Εσύ ό,τι είχες να κάνεις, το έχεις ήδη κάνει... Καληνύχτα...

Thursday, June 11, 2009



Και πάλι καλημέρα σας...

Δάκρυ



Άντε, καληνύχτα...
εκτονωθήκαμε πάλι σήμερα...

Sunday, June 07, 2009

Αποχή (?)



"Μη φοβηθείτε, μη δειλιάσετε, μη σαστίσετε που έτσι άγριμι έγινα, μόνο σπλαχνιστείτε με έτσι δυστυχισμένο, μόνο κι έρημο που στενάζω δίχως φίλο εδώ κι αν είστε φίλοι μου μιλήστε, πείτε κάτι"
Σοφοκλή, Φιλοκτήτης, στίχοι 225-230

Και το να μην πας σκέφτομαι είναι εκλογή. Μην αρχίσετε να βαράτε, δεν είναι προτροπή, δεν είναι παρότρυνση, δε αφαιρώ κανένα δικό σας δικαίωμα, δεν το προτείνω καν ως λύση. Αυτό που εκφράζω εδώ είναι μια απόλυτα δική μου προσωπική θέση, μπορεί σωστή, μπορεί και λαθεμένη, διατυπωμένη ευθαρσώς με βαθύτατο και πολιτικότατο κατά την ταπεινότατη μου γνώμη προβληματισμό.

Πάντως αν το καλοσκεφτείτε, αναφαίρετο το δικαίωμα στο λάθος, χρόνια τώρα αυτό επιβεβαιώνει στο χάος η τόση μας αντοχή. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν εγώ γιατί πρέπει κάθε τόσο να ψηφίζω. Γιατί πρέπει εγώ απλά και μόνο με μία ψήφο και καλά να επιβεβαιωθώ μέσα σε ένα ολόκληρο σύστημα που το φτιάξαμε τόσο ασφαλώς ώστε να παραπαίει.

Απλά όλο αυτό το ζήτημα περί της άλλης λεξούλας, της κακιάς, της αποχής από τις εκλογές σας λέω -και εδώ που τα λέμε από εδώ και πέρα της αποχής από τις εκλογές γενικώς-, αυτό το αναφαίρετο και καλά δικαίωμα του ευρώ- πολίτη (όπου ευρώ το νόμισμα και όχι η ήπειρος η γηραιά, αυτή γέρασε αρκετά μάλλον για να αυτοεξυπηρετείται και κουράρισμα πρέπει μόνο να πληρώνει) μου πιπιλίζει τα αυτιά και φαίνεται τόσο στην οθόνη -εκεί δηλαδή που όλοι μα όλοι έχετε μεταθέσει το παιχνίδι- ακόμα μια διαφημιστική καραμέλα παχιά, βουτύρου σα να λέμε ή μάλλον τσιχλόφουσκα big bubble, ναι, με την extra δόση ζάχαρη για να χρυσώνει εν ολίγοις το χάπι και να εκποιεί το ίδιο το αναφαίρετο δικαίωμα μου τελικά ως πολίτη.

Και γενικώς αυτή η τρομολαγνεία του ρήματος "απέχω" που θέλει να κάνει τη συνείδηση μου ακόμα ένα τηλεοπτικό προϊόν που ευχαριστώ αλλά δεν θέλω να το πάρω. Από ξένους η μαμά κι ο μπαμπάς είπαν να μην παίρνω τσίχλες, καραμέλες και τα συναφή οπότε εγώ δε θα πάω αυτούς τους άγνωστους να τους ψηφίσω κιόλας τσίχλα ξαναμασημένη. Άσε που όταν είμαι όχι δυσαρεστημένος απλώς, όταν είμαι βαθιά απογοητευμένος και θλιμένος, εγώ έμαθα να απέχω, να κοιτάζω μέσα μου να δω τι συμβαίνει και φταίει κι όχι να το κάνω προεκλογική καμπάνια. Να αποχωρώ. Σεμνά και ταπεινά μόνο αυτό στα ελληνικά πρέπει να σημαίνει.

Τέλοσπάντων, η αλήθεια είναι ότι έχω νομίζω προβλήματα και χαρίσματα αρκετά για να βάψω όπως όπως τη σκέψη μου ιδιαίτερα όταν τα χρώματα είναι τόσο θαμπά έως, κύριοι πράσινοι, κόκκινοι, βένετοι, έτσι που τα κάνατε σα τα μούτρα σας, συσκατένια. Δε θα κάνετε λοιπόν ιππόδρομο το δικό μου μαγαζάκι, παιδιά, όσο και να αποπατήσετε με τις παχηλές σας φοράδες εδώ μέσα. Όσο να πεις οιστρήλατος ξέρω τι σημαίνει.

Κάνω την τρέλα να μην ψηφίσω λοιπόν εγώ, αλλά έχετε κάνει κι εσείς μια τοσοδούλα μικρή τρέλα: η πραγματική κρίση δεν είναι οικονομική, η πραγματική κρίση είναι στα κεφάλια μας μέσα. Όταν αλλάξετε μυαλά δώστε πίσω την κάλπη για να ψηφίσω.

Wednesday, June 03, 2009

Μέχρι τη φλούδα

Χρώματα. Γεύσεις. Φρούτα. Πέντε σανίδια παραγεμισμένα. Μπορεί να είναι ακριβώς αυτό το φετινό καλοκαιρι; Μόλις έφαγα το πρώτο κομμάτι καρπούζι. Πήρα το μαχαίρι έπειτα και άρχισα να καθαρίζω ό,τι είχε απομείνει στη φλούδα. Στο καρπούζι το λιγότερο που μου αρέσει είναι η καρδιά. Η φλούδα με τρελαίνει. Λοιπόν: μέχρι τη φλούδα, παίδες, μέχρι τη φλούδα.


Sunday, May 31, 2009

Megapixel



Και; Τι έγινε; Τι έμεινε; Μια φωτογραφία ψηφιακή για να μπορεί κανείς να μετρά τώρα πια και σε 12, 1 megapixel τη νοσταλγία. Αυτό που λέμε "χειρουργική ακρίβεια". Εδώ εγώ, μόνος βέβαια, όμως βαθιά χαρούμενος που έφτασα επιτέλους σε τούτο εδώ το φόντο: ένα σπίτι, δε σε γνώρισα ποτέ, είναι σα να σε έχω δει σε όλα τα εξώφυλλα του κόσμου και τις εφημερίδες, σήμερα φτάνω εδώ και είναι -αυτό τουλάχιστον δε νομίζω να γίνει ποτέ πρώτη είδηση- σα να γινα σχεδόν ο ιππότης σε κάποιο άγνωστο και τελευταίο παραμύθι και δεν αντέχω άλλο να κρατήσω κρυφό αυτό το μυστικό του. Γιατί σήμερα δεν είσαι εσύ εδώ, σε έναν ιδιοκτήτη καινούργιο είπανε νομίζω ανήκει κιόλας αυτή εδώ η κλειδαμπαρωμένη σιδερένια πόρτα. Εγώ όμως ξέρω ότι υπάρχει το ίδιο σπίτι ορθάνοιχτο, χωμένο κάπου μέσα στα δέντρα, το γλείφει αχόρταγα μια ήρεμη καλοκαιρινή θάλασσα κι εμείς εκεί μέσα διπλωμένοι στα δυό δε χορταίνουμε απ' τα γέλια. Έτσι την είδα την ταινία. Από μικρό παιδί σε έψαχνα. Πίστεψα το παραμύθι. Ξεκίνησα από κάπου για να σε βρω, έφτασα ως εδώ, τόσο μπόρεσα. Μέσα από το φακό μου κι εγώ τώρα εσένα κοιτάζω. Κλικ πατάω, πότε θα έρθεις επιτέλους να συναντηθούμε;

Tuesday, May 26, 2009

Πρασινοκόκκινο



Χτες φόρεσα πρώτη μέρα το πρασινοκόκκινο καλοκαιρινό μου μπλουζάκι. Κρατάω πάντα μια επιφύλαξη μέχρι το τέλος της άνοιξης κάθε χρόνο μέχρι να σιγουρέψω ότι ήρθε και αργώ να βάλω τα καλοκαιρινά μου. Ο κόσμος με κοιτάζει ντυμένο βαριά, με ρωτάνε "δε σκας;", απαντάω ένα κακοπαιγμένο "είμαι κρυουλιάρης". Σήμερα μόλις έβγαλα την ομπρέλλα από την τσάντα, να τους κάνω λοιπόν το χατήρι κι εγώ, και φόρεσα το πρασινοκόκκινο μπλουζάκι. Βγήκα το βράδυ από το μαγαζί. Δούλευα και σήμερα οχτάωρο την πρασινοκόκκινη ψυχή μου. Με περίμενε η Αθήνα νωπή. Μια απρόβλεπτη βροχή, απρόβλεπτη, στεγνή και καθυστερημένη. Πρώτη μέρα καλοκαίρι. Δεν έδωσα σημασία στη ζέστη, στο νοτισμένο κάτουρο που μύριζε η ατμόσφαιρα στο κέντρο της Αθήνας, ούτε στις βρεμένες κουτσουλιές από τα περιστέρια που κάνουν τα παπούτσια στην άσφαλτο να γλιστράνε. Κόκκινα all star. Χαμογέλασα που σήμερα βρήκα κι έβγαλα την ομπρέλλα από την τσάντα, στηρίχτηκα απλά λίγο καλύτερα στα πόδια μου και άρχισα να τραγουδάω. Αφροδίτη: που είναι συνώνυμη με το καλοκαίρι όπως εγώ το έχω ανάγκη. Κάποιοι περαστικοί μπορεί και να άκουσαν, αλλά και τι με νοιάζει...

Friday, May 22, 2009

Το ταξίδι



Έμαθα ότι ο Τηλεθεατής κυκλοφορεί αυτή τη βδομάδα με δώρο αυτή την ταινία. Πάρτην, δες την Μαρίνα στη σκηνή με την αδελφή της κι αμα δεις την Αλίκη που ξέρεις σε εμένα τον αμετανόητο για την αγάπη που της είχα, έχω και θα έχω κλέφτικα να σφυρίξεις.

{ -Δεν είναι καιρός για όνειρα, Μαρίνα...
-Δεν ονειρεύομαι, Αθηνά... στο κάτω κάτω δε λογαριάζω να πάω στο φεγγάρι...
και λίγο παρακάτω... πότε έπαιξα, Αθηνά, πότε γέλασα;}
σεναριάκι: Βαγγέλης Γκούφας

Λοιπόν, αύριο πρωί πρωί... Προς το παρόν, καιρός για όνειρα...
Καληνύχτα

{ναι, δε φοβάμαι το μελό, πες με και μελό, να δω τι θα καταλάβεις}

Saturday, May 16, 2009

signs



No words today. Just show off.

words update:
Δεν έχει σημασία πως σε λένε, ποιός είσαι, τώρα μαθαίνω το όνομά σου. Με το όνομά σου μαθαίνω όλη την ανάγνωση μου και τη γραφή. Προχωράω σε έναν δρόμο ατελείωτο, ψελλίζω φωνήεντα, σύμφωνα, αδέξια μέχρι να πετύχω το μυστικό συνδυασμό σου, να με ακούσεις μα να μην ακουστείς. Και πάλι την τύφλα μου θα ξέρω, στο τέλος, να το δεις, αυτό είναι το μόνο σίγουρο που ξημερώματα τελικά με κοιμίζει. Γιατί, μη σε γελάσουν, δεν υπάρχουν συλλαβές ευανάγνωστες, η λύπη καμιά φορά τις αναγνώσεις με δάκρυα τις θαμπώνει -το ίδιο κι η χαρά, αλλά με μια άλλη ευθύνη, όταν καμια φορά καταφέρνω φευγαλέα μόνο να σε κοιτάξω. Και τότε ακόμα δεν βλέπουν τα μάτια μου, να σε αναγνωρίσουν. Κι ίσως αυτό μπορεί και να είναι κι η μεγαλύτερη λύπη μου κι η χαρά. Εσύ να με λες άγνωστο κι εγώ να σε λέω κανένα.

Sunday, May 10, 2009

Πρώτο σώμα



Θα κρυφτώ πάλι μέσα σε σύνοψη ονείρου από ένα σπάνια εύφλεκτο υλικό, σίγουρα παιδιάστικο, που φαίνεται αιωνίως καλοκαιρινό προς τα έξω. Αν κι έτσι δεν κατάλαβες, τόσο ευαίσθητο εννοώ μ' ενού παιδιού που πληγώθηκε το φόβο.

Σκαλίζαμε επίμονα τα μικράτα μας σ' ένα δέντρο κοντά στη θάλασσα, μετράγαμε 5, 10, 15, 20, 25 χαραγματιές, συνήθως όχι παραπάνω από 100 "φτού και βγαίνω", χωρίς να ξέρουμε ότι θα σημαδευόταν κάπως έτσι μεθαύριο κι ο ίδιος ο δικός μας ο κορμός. Κάποιος τα φύλαγε, οι περισσότεροι κρύβονταν, παίζαμε (Ζαβολιά: με τον αδελφό μου είχαμε προκαθορίσει τις κρυψώνες μας, μην προδινόμαστε τουλάχιστον και μεταξύ μας).

Τώρα έβγαλα τα παιδικά παπούτσια, φοράω πια νούμερο 42, ξερίζωσα σχεδόν μονάχος τις ρίζες απ' το δέντρο ή μπορεί και να βαλα δυο πόδια σε ένα παπούτσι -έτσι κι αλλιώς δεν κατάλαβα ποτέ επακριβώς αυτό που μου συμβαίνει-, και ανάπτυξη είναι με μεγάλα πόδια γυμνά να πατάς πεταχτά στην καμμένη άμμο μπας και φτάσεις όπως όπως όσο μπορείς πιο γρήγορα τη θάλασσα. Η κάψα να γλυκάνει.

Άλλες φορές έτρεχα ομολογουμένως σπασμωδικά να βυθίσω στο δροσερό νερό τα ξεριζωμένα πόδια. Ποτέ δεν έφτανα μακριά, με όσο πάθος κι αν κολυμπούσα. Επί τόπου. Έπεφτα αδέξια -πάντα με την κοιλιά-, πονούσα, ατσούμπαλα όμως σαν το παπί κι εγώ όπως όπως τσαλαβουτούσα. Ξέχναγα την κάψα στα ζεματισμένα πόδια γρήγορα αλλά κάποια στιγμή σκέφτηκα, μάλλον δεν έχει και τόση αξία έτσι να κολυμπάω. Φτου και βγήκα. Δεν είμαι εξάλλου παπί -κατά τα φαινόμενα ούτε κύκνος.

Κάνω κουράγιο ετούτη τη φορά, στέκομαι εδώ άλλη μια πριν βουτήξω στη θάλασσα, το έχω πάρει πλέον απόφαση, δε θα βουτήξω, με τα καμμένα πόδια στην άμμο που μου αναλογεί και με ζεματάει στέκομαι, Μάιος ακόμα, θα' ναι μπούζι σκέφτομαι το νερό τι κι αν πρόλαβαν κιόλας να ζεματάνε τα πόδια. Δεν έχουν συνηθίσει ούτε στο κολύμπι ούτε στο περπάτημα οι κορμοί απ' τα δέντρα -κι ας τελειώνει έτσι ο γρουσούζης ο Μακμπέθ. Το βασίλειο, μια ολόκληρη ύπαρξη ξύλινη και το ταξίδι με ένα καράβι.

Κοιτάζω το κούτσουρο εγώ ένα καράβι πέρα στη θάλασσα. Σου προκαλεί πάντα μεγάλο δέος ένα σμαράγδι κι ας μην είναι παρά μόνο απέραντο χρώμα. Ένα άλλο δέντρο έγινε πρώτο σώμα για κείνο το καράβι. Μια οφθαλμαπάτη και το θαύμα μέσα στη θάλασσα. Το πρώτο σώμα έχει αντοχές, ανοχές, υπερευαίσθητες νευρικές απολήξεις. Τρίζει μέσα στη θάλασσα, κλυδωνίζεται το καράβι στον άνεμο, προχωράει στη νηνεμία. Εγώ επιμένω εκτός.

Τώρα επιτρέψτε μου ν' αποσυρθώ εκεί που ξεφύτρωσα, λίγο πιο πέρα, στην ίδια πάντα παραλία, λίγο πριν καταφτάσουν ορδές οι τουρίστες, πεινασμένοι για πικ νικ, διψασμένοι για θάλασσα. Ένα άλλο παιδί θα τα φυλάξει στον κορμό μου. Για δικό μου λογαριασμό. Ένα άλλο παιδί θα κρυφτεί κάποτε σε μια σκιά απ' του καλοκαιριού τα φώτα. Κι ίσως την ημέρα εκείνη ακόμα να μην είναι αργά και μπορεί και γω να χω καταφέρει να πέσω στη θάλασσα, να χω γίνει καράβι. Σ' ένα δεύτερο πλέον σώμα.

Υπενθύμιση από τη Μήδεια του Ευριπίδη σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά: "Μακάρι ποτέ να μην είχε κοπεί στα δάση του Πηλίου το πεύκο που γινε κουπί στα χέρια ανδρών σπουδαίων"

Thursday, May 07, 2009

Αναφορά παράδοσης


Όχι δε θα γράψω λόγια παραφουσκωμένα και πολλά. Καλύτερα το βράδυ αυτό σιωπηλά να το περάσω. Έστειλα ένα άτσαλο μήνυμα εκεί που έπρεπε να παραδοθεί. Απόψε ήρθε μόνο του το ασθενοφόρο. Η ευγνωμοσύνη δεν έχει ήχο τελικά. Κι η σειρήνα είναι στην προσωπική μου δόνηση. Καληνύχτα.

Tuesday, May 05, 2009

3... σχεδόν...



Σήμερα κομμένταρα άτσαλα στα δαιμόνιά μου περίπου αυτό: "Δεν ξέρω αν υπάρχουν, δαιμόνιε και αγαπητέ, διαθλάσεις στον καθρέπτη χρόνο. Απόδειξη: καμία ηλικία στην ουσία δεν μας επιβεβαιώνει. Μονάχα κάτι προσωπεία βαριά -σχεδόν ιστορία μυθική- βοηθάνε λιγάκι να προσδιορίσουμε καμιά φορά την αντίγωνη (ατυχής προσωπικός νεολογισμός) πλευρά των εσόπτρων. Και μπορεί προς το τέλος ή ακόμα και πιό μετά να αποδειχτούμε Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα, Ιππόλυτος... ποιός ξέρει;"

Το σουλούπωσα λίγο και το βάζω ανάρτηση, όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά επειδή μου θύμισε την πρώτη ανάρτηση σε αυτόν εδώ τον χώρο -έχει διαστάσεις, προσμετράται σε μήκος, ύψος, πλάτος, εμβαδόν ένα μπλογκ; Πού εκτείνεται; Πόσο κρατάει;

Ήταν μετά την παράσταση της Αντιγόνης του Λευτέρη Βογιατζή. Είχα γυρίσει από την Επίδαυρο. Ξημερώματα φυσικά. Και άρχισα να γράφω.

Χριστέ μου, είμαι σχεδόν 3 ολόκληρα χρόνια μετά. Αυτό όντως με τρομάζει έτσι όσο απρόσωπα με έναν αραβικό αριθμό προσμετράται.

Υ.Γ. Το γιουτουμπάκι που μπορεί να φαίνεται και άσχετο, είναι εμμονή, πες το και ζωή να σαι μέσα και τότε θα καταλάβεις πόσο είναι εν τέλει κι αυτό σχετικό. Σε μια τέταρτη διάσταση πιά βεβαίως βεβαίως.

Friday, May 01, 2009

Πεταλούδα



Χτες την είδα στη ζωή μου πρώτη φορά. Έχασκα από κάτω με ένα στόμα ορθάνοιχτο. Το κλεινα μη μπει μέσα μου η πεταλούδα Μπρένθις και με πνίξει. Την επόμενη κιόλας στιγμή την παρακαλούσα πίσω με φωνή απεγνωσμένη παιδιού απελπισμένου. Έλα, πλημμύρισέ με και πνίξε με, πεταλούδα Μπρένθις. Δάκρυζα και γελούσα στα μάτια μου και στο λαρύγγι. Είχα ξαφνικά μια ευκρίνεια τόση μέσα μου, τα αισθήματα και το σώμα μου σπαρταρούσε. Ταυτόχρονα. Και επιτέλους απόλυτα δικαιολογημένα. Μια πεταλούδα Μπρένθις. Για μια νύχτα. Ταυτόχρονα. Συντονισμός είναι: μέσα στο μυαλό έχω ένα σπασμένο πύργο ελέγχου και ένα ραντάρ μες την καρδιά. Το 'ξερα πάντα μα τώρα το' ζησα αλλιώς. Πονάει πιό βαθιά. Και μαζί όλο και πιό γλυκά πονάει. Ξεροκαταπίνω. Και δε θέλω να πω περισσότερα γιατί αυτή η νύχτα είναι δικιά της. Μόνο αυτό: χτες βράδυ ήταν σύμφωνα με το Φάουστ η Βαλπουργία νύχτα, νύχτα οργίων δηλαδή, νύχτα σπαρμένη μάγια και όσο περνούσε η ώρα ξημέρωνε Πρωτομαγιά.

{Μια μέρα θα φύγω, μ' ακούς; Για πάντα...}

Thursday, April 30, 2009

Ένα μυστικό



Ναι, έχω πιεί άφθονο. Άφθονο τώρα... μη φανταστείς και κανένα γερό ποτήρι. Ξέρεις, δεν είμαι κανάς τύπος του πίνω αρκετά. Γράφω αντικαπνιστικά, ζω αποστειρωμένα. Ε, λοιπόν απόψε κατέρριψα όλους τους πιθανούς μύθους για την ανώδυνη περίπτωση που λέγεται ζωή μου. Με δυό τρία ποτηράκια λευκό κρασί έγινα κιόλας λιάρδα -να ένας λόγος που δεν πίνω: όταν θελήσω να πιώ, γίνομαι εύκολα κομμάτια. Με πέντ' έξι τσιγάρα πιό βαριά έκλεισε γρήγορα η άμαθη στο σέρτικο φωνή μου. Μπήκα στο ταξί, είπα -τρόπος του λέγειν πάντα- βραχνά: "πήγαινε με στο σπίτι". Το χνώτο μου μυρίζει αρκετά, κουβέντα δεν είπε ο ταξιτζής. Εκεί πηγαίνεις, εντάξει, με πήγε. Με έφερε δηλαδή εδώ κι εγώ δεν ξέρω πού είμαι, γιατί μπήκα μέσα εδώ και δεν ξέρω αν αυτό εδώ μέσα είναι σπίτι μου και θέλω πάλι έξω να βγω στο δρόμο, να ουρλιάξω "πήγαινε με, ρε μπάσταρδε, στο σπίτι" σου λέω και να κλάψω που δε φτάνω στο σπίτι μου ποτέ. Περπατώ σ' ένα δρόμο όπως τον είδα παιδί στον πρώτο μου εφιάλτη. Ξωχώραφο. Λασκάρησα και περπατώ συνέχεια σ' αυτό τον ίδιο δρόμο. Ξωχώραφο. Κυπαρίσσια κι από τις δυό μεριές, στη μέση εγώ και παντού τριγύρω η μυρωδιά τους. Άνοιξη βράδυ. Σ' έναν εφιάλτη τόσο γνώριμο σου λέω από παιδί, που μάλλον ασφάλεια θα πρέπει πλέον η επανάληψη και τόσο κλάμα να μου προσφέρει. Κι ίσως ήρθε ο καιρός να σου εξομολογηθώ κι ένα μυστικό -ναι, σε εσένα που μονίμως τρομάζεις όταν σου απευθύνω το λόγο: Ξέρεις γιατί φοβάμαι να οδηγώ; έχω πάρει το δίπλωμα μα όλο διστάζω σε αυτό το παιχνίδι με το φρένο και το γκάζι. Κάνω λάθη διαρκώς. Όταν πατάω φρένο, μετανοώ. Και στο γκάζι καυλώνω. Αλλά ευτυχώς, είπαμε, απόψε πήρα πάλι ταξί κι έτσι θα φτάσουμε όλοι μας ασφαλώς στο σπίτι.

Monday, April 20, 2009

3:14



Σαν παιδί κι εγώ που ήθελα να γίνω ηθοποιός είχα τους δικούς μου μύθους. Δεν την καταλόγισα ποτέ μέσα σε αυτούς. Ώσπου στο τέλος των πτυχιακών εξετάσεων στο Υπόγειο με πλησίασε - μόνο εμένα από όλους τους συμμαθητές-, με αγκάλιασε και με δάκρυα στα μάτια μου είπε ένα από τα θερμότερα συγχαρητήρια που έχω ακούσει στη ζωή μου -και κάτι ακόμα ψιθυριστά παραλειπόμενα που θα μου επιτρέψετε να μείνουν για πάντα μεταξύ μας. Και είναι τόσο όμορφες κάτι τέτοιες στιγμές που σε αποδέχεται ένα σινάφι που με τη μεγαλύτερη ευκολία διαρκώς απορρίπτει και γίνονται μέρος μιας προσωπικής σου μυθολογίας γιατί είναι οι ώρες που σα μικρούλη παιδί κι εσύ κατορθώνεις και τρυπώνεις για μια φευγαλέα στιγμή στο αγαπημένο σου παραμύθι.

Διανομή:
Τραγούδι: Σοφία Βέμπο
Κάπου στο πλήθος: Μπεάτα Ασημακοπούλου

Wednesday, April 15, 2009

Το φυλαχτό



Έχω ένα μικρό χριστό φυλαγμένο στην τσέπη. Κάθε τέτοιες ημέρες του δίνω το ελεύθερο να αναπνεύσει πάνω στο μικρό του σταυρό έξω από το μικρό μου τσεπάκι: το παιχνίδι αυτό το λέμε ανάσταση.

Δεν είναι θεός, ούτε υπεράνθρωπος, είναι ένας μικρός άνθρωπος, μινιατούρα, ωστόσο κυκλοφορεί στους δρόμους, δίνει ελεημοσύνη στους περαστικούς, πιάνει κουβέντα με κάτι φίλες πόρνες στην Καποδιστρίου, στενάζει στη μυρωδία μιας και μόνο φρεσκοκομμένης βιολέττας -γι' αυτό δεν θέλει να πατάει επουδενί τέτοιες μέρες σε εκκλησία το πόδι του, χειρότερα κι από τη θάλασσα τη φοβάται-.

Σφίγγει με παιδική ανασφάλεια το χέρι μου μέσα στον κόσμο σαν κάτι να θυμάται, αμέσως τραβιέται, ίσως πονάει -το σταυρωμένο χέρι του μου χει γίνει δεύτερη χούφτα (άστον, καθένας στην ώρα του, θέλει δυό βδομάδες ο δύσπιστος Θωμάς, θα καταλάβει).

Στο άλλο χέρι κρατά φαναράκι κινέζικο, φως άπλετο σε όλα τα σκοτάδια, περιμένει καρτερικά να γίνει και το φανάρι του δρόμου πράσινο σαν αυτό που κρατά στο χέρι για να πάει μαζί μου ένα μεγάλο ταξίδι, όχι μακρινό, μια περιφορά το πολύ πολύ στα δρομάκια του κέντρου.

Κάτι σα τζίνι απλά δεν καταδέχεται ευχές, ιπτάμενα χαλιά και μπακιρένια λυχνάρια.

Δεν ξέρω αν είναι ορθόδοξη η σχέση που έχουμε, αν θα φτάσουμε μαζί μ' αυτή την πίστη κάπως κάπου κάποτε, ας πούμε οι δυό μας στη Βηρυττό ένα βράδυ, αλλά δε βαριέσαι, τι να σου κάνει κι η Βηρυττός η άφταστη όταν έχεις καταφέρει και περπατάς τόσα χρόνια χέρι χέρι μαζί με έναν ανθρώπινο χριστό ολόκληρη την Αθήνα...

Sunday, April 12, 2009

Αυλαία



Έκανα κουίζ στο facebook από εκείνα τα βλαμμένα. Ένα με μεγάλες ηθοποιούς. Έφτιαξα μια πεντάδα και δε σε έβαλα μέσα εκ παραδρομής. Λες και περισσέυουνε ποτέ και πουθενά πέντε μονάχα θέσεις για τα αγαπημένα. Κι έτσι σε έκανα πρωταγωνίστρια ημέρας. Σήμερα που τα θέατρα τα ψεύτικα ρίχνουν τη βελούδινη, ξεφτισμένη τους αυλαία, είναι όμορφο να βρίσκεις κάτι μπροστά σου τόσο αυθεντικό.

Tuesday, April 07, 2009

Ιχνηλασία


Κάθησα να γράψω και ζωγράφισα το σκίτσο που συνήθως κάναμε στο νηπιαγωγείο ή πρώτες τάξεις στο δημοτικό.

Το πρώτο γράμμα πλαγιαστό παραλληλόγραμμο δήλωσε θέλω να μαι στέγη. Υπάκουσα και κάτω από τα κεραμίδια έριξα με μελάνι τα μπετά και στην εξοχή έγινε τότε σπίτι. Με πόρτα ξύλινη, ένα παράθυρο φωταγωγό, μια μπαλκονόπορτα να βλέπει ακάλυπτο κήπο. Ένας φράχτης πίσω ορίζοντας, ένα μόνο πουλί να πετά για τη μοναξιά μας, ένα γαϊδούρι να βόσκει κάπου τα σανά. Βότσαλα από τη θάλασσα για το δρόμο και στο παρτέρι ένα δέντρο μεγαλωμένο - μια υποψία λεύκας, αλλά κάπως ακόμα κοντόχοντρη.

Ένα δέντρο τελοσπάντων λιγάκι αφύσικο σε σχέση με το σπίτι -απέδωσα στην προοπτική την αδυναμία-, όμορφα πέτυχα ωστόσο τα κλαδιά, σχεδόν νευρικά υποστηρίζουν τα φύλλα και τa φύλλα πέφτουν αχλή πάνω από τα υποστυλώματα, τα κλαριά, υπενθυμίζουν τα βότσαλα και τη θάλασσα στη ρίζα γύρω απ' το παρτέρι. Είναι γενικώς ένα δέντρο περίεργο, θέλω να πω μοιάζει και λίγο φυτρωμένο στη θάλασσα.

Η πρόχειρη ματιά όλα θα τα διάβαζε παιδική φωτογραφία. Ίσως το ευτύχημα που λέει δε μεγάλωσα. Είναι όμως κι αυτός ο ήλιος. Κύκλος φωτίζει μελανός βελονιές της αράχνης πάνω από το σπίτι, το πουλί, το φράχτη, το δέντρο, τα μπετά, το σανό, το γαϊδούρι, τη στέγη, την εξοχή, το παιδί, τη θάλασσα, το ίδιο το φύλλο post it που με απαράμιλλη μαθητική επιμέλεια τώρα ζωγραφίζω.

Wednesday, April 01, 2009

Fool for April



Ολίβια: (απευθυνόμενη στο Φέστα) - Έλα, έλα, είσαι κρύος τρελός, δε σε θέλω πιά. Κι άρχισες κιόλα να γίνεσαι και παλιάνθρωπος. Δωδέκατη νύχτα, πράξη Α', σκηνή 5. Μετάφραση Βασίλης Ρώτας

Καλά θα ήταν τώρα που με διώχνεις να μπορούσα να γράφω κιόλας, βασιλιά μου. Έστω ένα ψέμα μέσα σε δυό γραμμές. Λόγω της ημέρας. Πώς έλεγα κάποτε τα χωρατά κι εσύ γελούσες; Κοντολογίς κάπως έτσι. Μάλλον όμως συνήθισα να παραμιλώ και ξέχασα πως είμ' αγράμματος και δεν μπορώ να γράφω.

Καταπιεσμένα και ταυτόχρονα ξεθυμασμένα, όλα τα έχω στοιβάξει μέσα μου - αυτά τα δύο μόνον εγώ, ο τρελός, μπορώ να τα συνδυάζω, κανείς λογικός μην επιχειρήσει το πείραμά μου-. Οπότε και οι λέξεις, ακόμα κι οι προφορικές, κι οι γραμμένες κι οι άγραφες, υποχθόνια όλες οι λέξεις τώρα σα ν' αντιστέκονται, μα εμένα το ίδιο μου κάνει -ή μάλλον μου κάνει και το αντίθετο ακριβώς, αυτά τα άγραφα που ποτέ δεν κατάφερα να σου πω, είναι μια τυραννία ανώτερη κι απ' τη δικιά σου, άρχοντά μου! Όχι τόσο για να τα πω σε σένα αλλά για να τα πω στον κόσμο και να λυτρωθώ, να μπορέσω επιτέλους να χαρίσω πέντε ψιλοπράγματα από τη μικρότητά μου, για μια στιγμή μονάχα να καταλάβει, μόνο για μια στιγμή και ύστερα πάλι ελεύθερα η πάσα μεγαλειότης ας με αμφισβητήσει με τη μεγαλειώδη της αμφιβολία και τη δύναμη που ποθεί, με την πιό βαθιά χαρακιά ένα σκήπτρο όλες αυτές τις λέξεις να τις σπάσει -πόσο άστοχες παρομοιώσεις κάνω, πόσα αστεία άκυρα, πόσο είμαι μελό, πόσο γκρινιάρης, πόσο, πόσο, πόσο, άχρηστο τρελό με μια λέξη -ούτε καν διαταγή- να με βγάλει.

Όλα αυτά είμαι εγώ, τόσο εντελώς και απροκάλυπτα εγώ και όλα τα επίθετα που θα βάλεις, δέσποτά μου, δικά σου. Βγήκα στο δρόμο, στέκομαι σ' ένα φανάρι να ανάψει το πράσινο, όλο κάποιος θα περάσει κι απο δώ, μονίμως χάνω το πράσινο επειδή παρακολουθώ εμένα σε σχέση με αυτόν τον τρίτο που θα περάσει, αυτόν τον άγνωστο απέναντι, κι όλο κάποιο κατόρθωμα θα μου θυμίσει το βασιλικό πέρασμα του, αυτός ο άλλος θα καταφέρει κάτι κι εγώ προς ώρας έχω τόσο ξεχαστεί -νομίζω δεν έχω ξεχαστεί περισσότερο στη ζωή μου- και στέκομαι έτσι χάνος, ούτε καν όπως άλλοτε δίπλα σου ευπροσήγορος και κοιτώ και θέλω να σταματήσω αυτόν της ώρας τον ολόφρεσκο που θα περάσει βασιλιά να του πω μονάχα μια λέξη κι εκείνος να καταλάβει ότι τουλάχιστον αυτή τη φορά εγώ ο τρελός δεν λέω για χωρατό ούτε ένα ψέμα κρύο.

Sunday, March 29, 2009

Ακόμα ένας θεατρινισμός



Το θέμα είναι ότι εσύ βλέπεις αυτό. Εγώ όμως παίζω αυτό που ακούγεται, όχι τη σαχλαμπούχλα που βλέπεις. Λοιπόν...

Κοίτα εγω, αν μου επιτρεπεις
Δεν ειμαι μονο αυτο που βλεπεις.
Κι ειναι φορες που αναρωτιεμαι
Πώς καταφερνω και κρατιεμαι...


Του το κραταω αυτου του κοσμου
Που δε μου ανηκει ο εαυτος μου
Γι’αυτο τα διχτυα που του ριχνω
Ειναι οσα θελω εγω να δειχνω.

Κοιτα εγω, αν θες να ξερεις
Ειμαι ολα αυτα που αναφερεις
Μονο που καπου, κατα βαθος
Οποιος με ξερει κανει λαθος...


Για λογαριασμό μου μίλησε (άλλη μια φορά): Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Α, κι ο Ρόμπερτ Ντενιρο (σε πρώτη παγκόσμια αποκλειστικότητα).

Και τώρα εγώ μπορώ να ξαναβγάλω φυσικά το σκασμό
Σουσάμι, κλείσε!

Thursday, March 26, 2009

Muteny



Ωραία, τώρα μπορώ να ξαναβγάλω το σκασμό.
Αλλά αν κατάλαβες καλά λέξη δε σταύρωσα από το τραγουδάκι.

Sunday, March 22, 2009

Λύκος


Να ταν αλλιώς, θα χα φωνή και θα έβρισκα την ευφράδεια που λένε οι άνθρωποι τα σύκα σύκα ή τον τρόπο να πλάθω άλλες εικόνες, έστω πλασματικές που γίνονται καμιά φορά και ολόκληρα συναρπαστικά παραμύθια ή ιστορίες που λένε γι' αγρίους. Εγώ πάντα χωλός. Νιώθω, όμως δεν αποκαλύπτω τίποτα κι ούτε κανένας συμμερίζεται τον οίκτο μου. Σε ένα στενό δωμάτιο κλεισμένος δεν θα βρω ποτέ το κουράγιο να αποδράσω. Όχι οι τοίχοι, αλλά το ίδιο το σώμα μου. Μπορεί και να μαι λύκος, ποτέ δε θα φανερωθώ. Ας πρόσεχα, μου πεσε βαριά η φόλα για δείπνο. Και τώρα αλυχτάω.

Monday, March 16, 2009

Willkommen, slumdog


Θα' ρθουνε στιγμές δάκρυα γεμάτες... μόνη σου θα κλαις σβήσανε θα λες της ζωής οι στράτες..
Ένιγουέη, ραδιόφωνή μου, σκάσε!... Η αλήθεια είναι ότι έρχονται στιγμές που οι άλλοι άνθρωποι ζητούν από εσένα μια υπέρβαση. Ναι, ακόμα και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που ξέρεις πως όταν θα έρθει η δική σου σειρά να ζητήσεις τη δικιά τους υπέρβαση δε θα σου τη χαρίσουν. Προφανώς επειδή απλά και μόνο είναι οι άνθρωποι -σε μερικά πράγματα δε χωράει καμία περαιτέρω δικαιολογία και δεν πρέπει τίποτα περισσότερο να προσάπτεις σε ένα σκέτο γεγονός. Αnd so the story goes... Ένα παζάρι γενναιοδωρίας ίσως και να λέγεται καθημερινότητα σε κάποια γλώσσα υποθέτω. Ο μεγαλύτερος πόνος δεν είναι το κουρασμένο σώμα, το κάψιμο στα πόδια κάθε βράδυ τέτοια ώρα που βγάζω τις κάλτσες και βλέπω τα πόδια της χήνας, ούτε το στραμπούληγμα, σβώλους σβώλους ολόκληρη η πλάτη τόπους τόπους απλωμένη στο κρεβάτι, ούτε καν το στομάχι στριμμένο από τον καφέ και την αφαγία ούτε καν το πρόβλημα ότι συμβιβάζεται κανείς άνευ λόγου και ουσιαστικής αιτίας, ούτε κι η μέρα που μοιράζεται σε κουτσουρεμένα οχτάωρα, ένα για τον ύπνο, ένα για το χαμαλίκι κι ένα τελευταίο πιό επώδυνο για το τίποτα που δεν προλαβαίνεις να κάνεις. 700 ευρώ πάνω κάτω: τόση γενναιοδωρία δε σου φτάνει; To πρόβλημα είναι το κεφάλι που αντιστέκεται. Και η μόνη παρηγοριά ότι ίσως κάπου μακριά σε έναν άλλο κόσμο στον οποίο μπορεί να γίνηκε κάποτε στ' αλήθεια και εκείνη του Σαχτούρη η άλλη αποκριά μπορεί ένας παλιάτσος να εκτελέσει κάποια στιγμή έστω φάλτσα -επειδή τραγουδάει μέσα στα σκατά- ένα τραγούδι από την όπερα των ζητιάνων.

Thursday, March 12, 2009



Il y a longtemps que je t'aime
Jamais je ne t'oublierai

Friday, March 06, 2009

Clock in


Το παράδοξον σου της φωνής δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται.
Α' χαιρετισμοί


Έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου; Εσύ κοιμάσαι. Ξυπνάω νωρίτερα απ' ό,τι πρέπει το πρωί. Από το άγχος μήπως έχει χτυπήσει το ξυπνητήρι, εγώ ατάραχος μέσα στον ύπνο δεν το έχω ακούσει ή το έχω ακούσει, το έχω κλείσει και έχω ξανά κοιμηθεί. Φοβάμαι. Μην καθυστερήσω.

Σχεδόν μια ώρα νωρίτερα: Ξαφνιάζω μες τον ύπνο, πιστεύω αδικαιολόγητα ότι κοιμήθηκα πολύ -άσχετο που και χτες βράδυ πήγε τρεις για να κλείσω μάτι και σήμερα ήταν 7 και κάτι το πρωί όταν άνοιξα το μάτι που έκλεισα χτες βράδυ, τέσσερις ώρες είναι λέω πολύ με έναν πρώτο πρόχειρο υπολογισμό μέσα στο αγουροξυπνημένο μυαλό μου-. Ευτυχώς ακόμα είναι εφτά και κάτι. Έχω ακόμα μια ώρα ύπνο. Είναι λύτρωση αυτό το περιθώριο που μου παρέχει αυτή η ώρα. Μόνο αυτή την ώρα ο ύπνος είναι πραγματικά η λύτρωση. Γιατί πολύ απλά αποκτά η στιγμή την προοπτική για μια ώρα ακόμα. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Τόσο κρατά η λύτρωση.

Έχω υπολογίσει την ώρα της διαδρομής και κατά συνέπεια την ώρα που το ξυπνητήρι χτυπάει, μισή ώρα νωρίτερα απ' το χρόνο που αντικειμενικά χρειάζομαι για να φτάσω στη δουλειά. Δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στα τρένα και τα λεωφορεία. Φτάνω τελικά μισή ώρα νωρίτερα. Τα τρένα έγιναν πιό συνεπή -μπορεί κι ο ψυχαναγκασμός μου. Θα κάνω τετράγωνα τριγύρω απ' τη δουλειά μέχρι να φτάσει η ώρα να χτυπήσω στο μηχάνημα την κάρτα.

Ψάχνω παγκάκι. Δε βρίσκω. Τελικά παίρνω απόφαση και κάθομαι στο παγκάκι μιας στάσης κάποιου λεωφορείου. Βγάζω το βιβλίο, αρχίζω να διαβάζω. Ραγδαία επιδείνωση του Θανάση Χειμωνά, τελευταίες σελίδες. Μια κυρία καθισμένη δίπλα μου γυρίζει και κοιτάει το βιβλίο. Προσπαθεί να διαβάσει τον τίτλο του μυθιστορήματος. Την βοηθώ να το δει χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Με ξανακοιτάζει. Νιώθω τα μάτια της στο πρόσωπο μου ετούτη τη φορά. Για τον ίδιο λόγο που είμαι ανασφαλής προσπαθώ να βρω τώρα μέσα στον κόσμο την ασφάλεια μου. "Δεν είναι περίεργος ο νεαρός, διαβάζει περιμένοντας απλά το επόμενο λεωφορείο", διαβάζω τη σκέψη της, όπως εκείνη το βιβλίο. Μόνο που εγώ έχω ήδη φτάσει. Πιο ραγδαία δε γίνεται. Βάζω μέσα το βιβλίο.

Σηκώνομαι, παίρνω δρόμο από τη στάση, από την κυρία που μου φάνηκε λίγο περίεργη -ίσως απλώς απ' την παραξενιά μου. Στο δρόμο συναντώ τυχαία τους ίδιους ανθρώπους που ήμασταν μαζί στον ηλεκτρικό, πηγαίνουν στη δουλειά τους, μπαίνουν σε διαδρόμους, μικρά γραφεία και στοές, οι ζωές μας γέμισαν και τακτοποιήθησαν σε κούτες. Να, κι εκείνη που μπαίνει στο φούρνο με κάτι λαχταριστές τυρόπιτες, μέσα στο τρένο την κάλεσαν στο κινητό, είπε "καλημέρα, ναι, είμαι καλά", μετά σταμάτησα ν' ακούω. Για μια στιγμή είδα τον Αχιλλέα από μακριά, πρώην γκόμενο μιας φίλης ηθοποιού -η Δανάη μακάρι να χε παράσταση χτες και τώρα να κοιμάται-, δε με είδε, δε μίλησα. Τώρα κοιτάζω μια άλλη γυναίκα, αυτή δεν ήταν στον ηλεκτρικό, είναι τώρα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δεν προσέξε, βρήκε σε μια κολώνα, πώς τραντάχτηκε προς τα πίσω ολόκληρη. Και απλώς συνέχισε. Τη θαυμάζω. Γιατί λένε ότι γελάς με το πάθημα του άλλου; Γελάει με τραύματα όποιος δεν πληγώθηκε ποτέ, πρώην γκόμενος κι ο Ρωμαίος.

Η μισή ώρα πέρασε. Κρατάω ήδη την κάρτα και κατευθύνομαι στο μηχάνημα. Σκέφτομαι την ερώτηση "έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου;" και την κατάφαση "εσύ κοιμάσαι". Αναρωτιέμαι πού απευθύνομαι. Απαντώ: "εγώ στον εαυτό μου". Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα κατάφερνα πριν τις 11 το πρωί. Τέτοιες ώρες είμαι εγώ, είμαι και ένας άλλος. Ευτυχώς πάντως υπάρχουν ξυπνητήρια και κάρτες να επιβεβαιώνουν τουλάχιστον την έγκαιρη προσέλευση μας στο χώρο.

Tuesday, March 03, 2009

Αρνητικό φωτογραφίας από την άνοιξη


Σταμάτα να μιλάς, πώς μπορείς έτσι αυθαίρετα να ξεστομίζεις λέξεις δικές σου στο μαύρο χαρτί, εδώ δεν κατάφερες καλά καλά να πεις δυό τρεις κουβέντες άλλων πάνω σε σανίδι, βρήκες το θράσος δικό σου λόγο τώρα κι αρθρώνεις. Ο Μάρτης ευτυχώς κρατά ακόμα γερά μέσα του χειμώνα τον καιρό, αλλιώς θα κινδύνευες να κατηγορηθείς: πρώιμη μυγδαλιά μέσα στην καταιγίδα. Τόσο φως άπλετο το σκοτάδι. Στα παρασκήνια κατέφτασε αντανάκλαση: ανθίζουν δειλά δειλά κι οι πέτρες ή τάχα επιβεβαιώνουν: η άνοιξη ένα απεγνωσμένο πείραμα είναι. Mε το θάνατο. Η ανάσταση άρχισε να θυμώνει. Κι η μέρα μεγαλώνει. Από τους κόπους μας. Μεγάλη η Τεσσαρακοστή.

Saturday, February 28, 2009

Happening


Σημασία δεν έχει πώς και τι. Σημασία έχει ό,τι γίνεται. Όπως συμβαίνουν όλα ανά πάσα στιγμή. Με μια δόση ανθρώπινη προαίρεση και με μπόλικη ή ελάχιστη πρέζα υπερκόσμια τύχη. Και δεν έχει νόημα τώρα να περιγράφει κανείς ακριβώς ένα και μόνο συγκεκριμένο γεγονός. Πώς ήταν η διαρρύθμιση στο δωμάτιο, πώς έχωσε το βλέμμα του την ώρα εκείνη ακόμα και ο ήλιος, ότι ήταν μεσημέρι Κυριακής και ήμασταν μαζεμένοι τριγύρω. Ωστόσο, ξέρω. Τα έζησα με λεπτομέρειες, τις θυμάμαι επακριβώς. Μπορεί να θέλω όλη αυτή την περισπούδαστη, τυραννική ακρίβεια κατά βάθος να ξεχάσω. Καρέ - καρέ. Δεν έχει σημασία. Αυτό που προσπαθώ να ζω είναι για τα μικρά λεπτά και τον τρόπο που ο χρόνος άλλοτε γενναιόδωρος και άλλοτε βασανιστικός χαρίζεται και στερείται. Πάντως συμβαίνει. Ο μήνας Φεβρουάριος από κατασκευής υπολείπεται, ο φετινός πέρα από μέρες βγάζει πολύ λιγότερους απ' τους δικούς μου στη σούμα, πάτησε γκάζι να τελειώνει και φεύγει από δω. Πάντως, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και το γεγονός ότι απόψε για τον ίδιο Φλεβάρη είναι το τελευταίο βράδυ μιας τρελής αποκριάς φουλαρισμένης στο κέφι...

Thursday, February 19, 2009

Αρχιτεκτονική ονείρου στην πόλη των Αθηνών


Μας επιβάλλονται τα κτήρια σε διάταξη ορθοπεδική
τo τσιμέντο στα μάτια και κάψιμο απ' τον ήλιο στα μάγουλα
ανάμεσά μας τόσο φως σε παρενδυσία

Αλκυονίδες ημέρες
τσικνοπέμπτη
οικόπεδο κέντρο Αθήνα

Οι καλύτερες Αποκριές φοράνε τα ίδια τα ρούχα μας
όλες αυτές οι σκάλες από κάπου έρχονται και
κάπου εξαφανίζονται ντύνονται καπνός και είναι κάφτρα μας
πάντως ανεβαίνουμε - κατεβαίνουμε όλο αυτό δε το λες
περπατάμε ωστόσο, σε αυτή την τόσο πραγματική πόλη εμείς απλά
κι ανισόπεδα
περπατάμε

Tuesday, February 17, 2009

Άνευ προς το παρόν


Σιγά σιγά γέρνω. Hμέρα στη δύση κι ώρες οχτώ καθυστέρηση. Πάντα η καθυστέρηση είναι γεγονός ατόφιο, οι οχτώ ώρες θα πειράξουν; Το μόνο που θέλω είναι να παραδοθώ άνευ όρων, μωρό μου, σ' εναν ύπνο συθέμελο κι εκεί μέσα στις ασπρόμαυρες σκιές και τις ώρες να κοιτάξω επιτέλους ξεκάθαρα τα περιγράμματα των πραγμάτων έτσι ώστε όταν ξημερώσει με το καλό ο θεός την πολύφωτη ημέρα να μπορώ να ξέρω και να διαλέγω αυτό που με κόπο θ' αντέχει μετά από χρόνια ακόμα. Κι αυτό δεν είναι μοιρολατρεία, ούτε θεοφάνεια. Είναι ο πόθος για τη σωστή επιλογή. Που εγώ την έχω κάνει...

Friday, February 13, 2009

Μεταφορά



Εχω δανείσει τόσο πολύ το σώμα μου. Κάθε βράδυ κοιμάμαι με άλλο. Μ’ αρέσει αυτή την ώρα ειδικά να απογράφω τα κατορθώματα της μέρας που πέρασε. Γιατί τώρα ακριβώς είναι η ώρα που δεν ελέγχω τη μέρα. Και το σώμα μου. Λίγο πριν κοιμηθεί. Που γίνεται κάτι άλλο. Κανείς ωστόσο μην κατηγορήσει ποτέ για έλλειψη αληθοφάνειας το σώμα ετούτες τις στιγμές μας. Με νάρκες απόψε κοιμάμαι. Μπορεί ποτέ κανείς να κατηγορήσει έναν στρατιώτη που διαμελίστηκε επειδή χύμηξε για το καθήκον και την τιμή του σε ναρκοπέδιο -ακόμα και παιχνίδι να ναι; Σε ναρκοπέδια όλοι, σοφοί κι ηλίθιοι, εν αγνοία κοιμόμαστε.

Πρώτος εγώ σήμερα στο λεωφορείο. Ο δρόμος ανοιχτός, τα σκυλιά δεμένα και νιώθω το λεωφορείο να τρέχει αύτανδρο πλην εσού ξαφνικά, όχι παράλογα, όχι επικίνδυνα, όχι σαν τρελλό αλλά με έναν ρυθμό πιό γρήγορο από κείνο τον οποίο εγώ με το σώμα μου μπορούσα την ώρα εκείνη να αφομοιώσω. Μεταφέρομαι. Επί κιλίβαντος τροχοφόρου όπλου: το λεωφορείο με τρέχει. Μαζί του κι εγώ. Στη θέση που εξασφάλισα να κάθομαι. Το θέαμα τούτο σαν όνειρο και ρεμβάζω: Όλα, οι χειρολαβές, οι θέσεις, οι άνθρωποι που κάθονται, οι άνθρωποι που στέκονται όρθιοι, ο οδηγός ισορροπούν και τρέμουν. Τα τζάμια τρίζουνε, νομίζω πως θα σπάσουν. Οι μηχανές δεν ξέρω τι κάνουνε, άλογα με πηγαίνουν. Μεταφέρομαι. Με λακούβες. Και το μόνο πράγμα που σκέφτομαι είναι ότι κάθε λεωφορείο το κινεί δυναμικά αυτή η αστάθεια όσο κι εμένα αδιέξοδα αυτής της μετακίνησης τότε και του ύπνου τώρα εντός ολίγου η ακινησία.

Καληνύχτα.

Η επιλογή του βίντεο σήμερα έχει να κάνει μάλλον με το τι έγινε μετά. Για κείνον που μπήκε μ' ενα σάλτο μες το λεωφορείο. Λίγο πριν από εσένα που έμεινες να κοιτάζεις πίσω. Σε άλλη οδό, αλλά στ' αλήθεια πόση σημασία έχει το ναρκοπέδιο αφού δεν κοιμάσαι στο κρεβάτι μου απόψε;

Tuesday, February 10, 2009

Νεφελοκοκκυγία


Χτες βράδυ μύρισα ξαφνικά μέσα μου κοτέτσι...

Στάθηκα εδώ και δεν έφτασα παρακάτω γιατί διακινδύνευσα στην ερώτηση πού πηγαίνω και ήξερα τί ήθελα μόνο που να με εμπιστευτώ δεν μπορούσα και τρόμαζα μέσα στα όνειρα από το χάος που θα είχε μια πτώση στο κυνήγι των ονείρων. Έχω υψοφοβία, τί είναι κυνήγι; Να πηδήξω από τα σύννεφα δεν θα ταν συντριβή στο έδαφος, θα ταν καταβύθιση στη θάλασσα κι όσο ψηλότερα σταθείς τόσο βαθύτερα βυθίζεσαι λένε. Δεν έχω υψοφοβία τελικά. Είμαι απλά προκατασκευασμένος κότα.

Sunday, February 08, 2009

Bitter way



Maybe I' m a dancer...

Άντε καληνύχτα τώρα χωρίς πολλά πολλά.
Μόνο το reflections του Χατζιδάκι άσε με να πάρω μαζί μου.

Tuesday, February 03, 2009

Β' διαλογής



Πόσο θα θελα να βγω απόψε στη σκηνή και να ουρλιάξω ένα τραγούδι! Έτσι κακότεχνα, όπως μπορώ, ας γδάρω το λαιμό μου εν ανάγκη, κανένας έτσι κι αλλιώς δε θα παρασταθεί -έστω μια halls με vaporaction που μαλακώνουν και γλυκαίνουν, ρε παίδες, το λαιμό- κι εξάλλου δε βλέπω να ωφέλησε και πουθενά η τεχνική στις συνθήκες ευρέσεως εργασίας...

Ναι, Χριστέ μου, μ' αρέσει όταν γίνομαι μελό και drama queen όταν γίνομαι μ' αρέσει, αλλά, δε βαριέσαι, το μελό είναι ένα πάθος εντελώς ακίνδυνο, καταγέλαστο εντέλει. Μεθάμε στη σκηνή η Νίνα του Τσέχωφ κι εγώ κι εσύ από κάτω στα κατ' ιδίαν show πάντα χειροκροτάς και διασκεδάζεις. Τόσες χαμένες σου' κανα προσευχές, δεν εξηγείται αλλιώς, σου αρέσουν κι εσένα προτάσεις επιφωνηματικές επάνω στο σταυρό, αυτό είναι όλο...

Επιφωνηματικές εκφράσεις: Μαρτυρούν ευχάριστη έκπληξη όταν είμαστε μικρά παιδιά και μας παίρνουν επιτέλους ο μπαμπας κι η μαμά το αγαπημένο μας δωράκι ή κάποιες άλλες απροχώρητες στιγμές όταν όλα έχουν φτάσει σε εκείνο που δεν έχει παραπέρα και γινόμαστε μεγάλοι. Παιδιά τα μεν, αποπαίδια τα δε. Τετέλεσται κι ακολουθεί θαυμαστικό εν πάσει περιπτώσει.

Έχω μείνει δίχως λέξεις τον τελευταίο καιρό κι αυτές που βρίσκω όλο κάπου και πάσχουν, αρνιά αλαφιασμένα τρέχουνε δεξιά αριστερά φιλότιμος ποιμένας εγώ μα κάπου όλο χάνω τ' αρνιά μου
Ακούω μόνο πότε πότε στα δειλά; στα κουφά; στα βουβά; -τύμπανο το σώμα έγινε ή μπορεί να έχω πνιγεί και να μην καταλαβαίνω- μια φωνή
σε κάτι απολήξεις νεύρων στα χείλια θυμίζει τη φωνή τη δικιά μου
άλλαξα μάρκα κι ωστόσο καπνίζω τώρα πιό βαριά τσιγάρα

η πόρτα τρίζει αλλά είναι απλά που γεμίζει το φόβο στο στόμα μου συνέχεια σιγά σιγά
τα βράδια ο καπνισμένος αέρας
ο Βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει λοιπόν
όλο λέξεις πατάει εδώ κι εκεί κι ακούω στις σάρκες μου ένα ρήμα σαν πιάνω,
ανοίκειες επιφωνηματικές προτάσεις για κάποιο πράσινο λιβάδι
όλο και πιό κεί κι όλο και πιό κει. Ως εδώ και μη παρέκει!
Κλείνω τα χέρια μου στα πλήκτρα. Και, χριστέ μου, πόσο πονάω!


Ο πόνος είναι από μόνος του πρόταση επιφωνηματική, απρόσκλητη κι αιφνιδιάζει. Χωρίς καλολογικά στοιχεία, χωρίς κάν ουσιαστικό, χωρίς ρήματα, υποκείμενο αγνώστων λοιπών στοιχείων χτυπιέται και σφαδάζει. Και αυτός ο ήχος ποτέ δεν καταλαβαίνεις από που πάει και βγαίνει ακριβώς, από ποιό υπόλλειμα της αρνίσιας, της σφαγμένης σου ψυχής έγινε πάλι απόψε χαλκός και ηχεί, κύμβαλο κι αλαλλάζει.

Sunday, February 01, 2009

Ωδή κορασίδος εις καιρόν Φλεβάρην


Ο πρώτος μήνας κύλησε νερό. Αυλάκι κρύο κύλησε το νερό, νότισε το Φλεβάρη. Γειά σου, μήνα. Δεύτερε. Γιατί σε λένε μήνα? Γιατί δε σε λένε λεύτερε? Γιατί δε σε λένε τουλάχιστον Βλεφάρη, θα είχε αν μη τι άλλο μιαν χάρην γούστου ετούτη η προσωνυμία... Είσαι σταθμός όλο διακόσμηση μπαρόκ, μένω ξωπίσω μπουκάλα εγώ, τύπου τρώω κοτσίδες πως λέμε... Κι έπειτα σε λένε και Φλεβάρη... Είναι όνομα αυτό για μήνα ολοκληρωμένο? Τι κάνεις δηλαδή, φλεβίζεις? Γεμίζεις αίμα τις αμυγδαλιές και, θαρρείς, ξεγελάς, ερωτύλε. Τι πασέ! Πρώτη φορά το τολμώ για τις ορμές ενός μήνα ακόλαστη εγώ έτσι όπως μιλάω. Ακαρδε χρόνε, χρόνε σκληρέ, εσύ μόνο μπορείς και κυλάς με μια δύναμη αλλοπρόσαλλη, διαρκώς μου φωνάζει "φτάνω". Αχ, εσύ ξεγελάς κι ανθίζω ανάπηρη εγώ. Πάντα ύστερα δεν έχω πού την κεφαλήν κλίναι. Και θα μαραθώ. Τα πέταλα θα τινάξω. Ω, πόσο ρομαντικό φινάλε, ω τι φινάλε δραματικό! Ταιριάζει ομολογουμένως γεναιόδωρα σε μένα και σε σε. Κουτσοφλέβαρο φινάλε. Και θα γελούν μαζί μας οι περαστικοί από δω. Οι ίδιοι που χάρηκαν ότι πέρασε καιρός και ο χειμώνας μαζί σου. Δε βαριέσαι, συνηθισμένα τα χιόνια στο βουνό, συνηθισμένη κι εγώ στην χωλή δούλεψή σου. Καλώς ήρθες, πρόλαβες ακόμα τα μαγαζιά ανοιχτά, ξεπουλάμε εκπτώσεις.

Thursday, January 29, 2009

Ανακλαστήρας



Μόνο μιά λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες Ο. Ελύτης

Μόνο μιά λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες Ο. Ελύτης
Μόνο μιά λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες Ο. Ελύτης
Μόνο μιά λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες Ο. Ελύτης
Μόνο μιά λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες Ο. Ελύτης

- Και τί είπαμε ότι είναι αυτό, Αντώνη; Πάνω στο δρόμο, μες το σκοτάδι; που λάμπει;...

- Ανακλαστήρας, θείε "Δρακουμέλ".... ανακλαστήρας....

Ο αγαπημένος σου μαέστρος απόψε για σένανε μόνο παίζει... άκους;....

Wednesday, January 21, 2009

Σφραγισμένα χείλη



Η πληγή σαν περάσει καιρός θα μείνει μόνο σημάδι. Τίποτα, τίποτα περισσότερο δε μένει από τον πόνο που νιώσαμε κάποτε, ούτε ίχνος καν απ' το άφθονο αίμα. Κι όπως άλλοτε αυτό το σημείο έτρεχε κόκκινο αχνιστό σε μια ανησυχητική αιμορραγία, τώρα το αίμα έγινε νερό. Σχεδόν αλλουνού ήτανε, όχι δικό μας. Κι όλα αυτά εν θερμώ ξένου τώρα ως προς εκείνο το πάθος, ξένο σώμα όλες οι πληγές, μόνο εκεί κατά τόπους σημάδια κόκκινα, φουσκωτά λιγάκι πιό πολύ απ΄ το κανονικό το δέρμα. Τί μένει στ' αλήθεια από τη ζωή; Τί καταφέρνουμε; Ζήσαμε ποτέ μόνοι ή δυό μας; Τί πονάει περισσότερο, ο πόνος που νιώσαμε εν βρασμώ του σφριγηλού ερωτικού σώματος και της αχόρταγης ψυχής ή η ανάμνηση του σιτεμένου πόνου που ζεματάει ακόμα και τώρα μέσα σ' ένα μοναχικό και γερασμένο κεφάλι; Γευτείτε, χείλη, όπως θα 'λεγε σε κάποιο ποίημα του ο Καβάφης. Ο πόνος που προκαλέσαμε, ο πόνος που δεχτήκαμε, ο πόνος που αφεθήκαμε να προκαλέσουμε, ο πόνος που αφήσαμε να μας προκαλέσουν. Λάθη ανθρώπινα που κάναμε και δεν συγχωρούνται, αδυναμίες που δεν τολμήσαμε ποτέ δημοσίως να ομολογήσουμε, στιγμές που σαν άνθρωποι βρήκαμε θάρρος να χαμογελάσουμε στους εραστές και αργότερα στα παιδιά μας -κι οι άλλες φορές που απλά γυρίσαμε την πλάτη και φύγαμε-, δευτερόλεπτα που δε δείξαμε την ελάχιστη δέουσα ψυχραιμία για μια μεγάλη απόφαση, εκ των υστέρων αποτιμημένη, ο θάνατος σ' ένα χαμένο δευτερόλεπτο τη ματαιοδοξία καραδοκεί, μια παράμετρος που δεν προλάβαμε να προσμετρήσουμε στα ελαφρυντικά μας από την κανονική ζωή και κοστολογήθηκε εις βάρος μας όχι μόνο στη δίκη μας, αλλά και στην μεγάλη Ιστορία...

Όλα αυτά τα ερωτηματικά αισθάνθηκα ότι διατυπώνει η νέα ταινία του Στήβεν Ντάλντρι. Και όπως τα διατυπώνει έτσι και παραμένουν. Ερωτηματικά. Χωρίς απαντήσεις. Απαισιόδοξα και μέσα από τη λογική του χάους. Που δεν έχει συναίσθημα, μόνο μιά λογική που απλά τη σέβεσαι ή συνεχίζεις να μην την καταλαβαίνεις. Ούτε κι εγώ ταυτίστηκα ακριβώς, αλλά δε γίνεται να ταυτιστείς ποτέ με την Ιστορία. Γιατί αυτό ένιωσα: ότι η πρωταγωνίστρια γίνεται ώρες ώρες η ίδια η Ιστορία... ένα έπος από ανθρώπινες, καθημερινές, μικρές, ανεπαίσθητες σχεδόν πράξεις που στο πλήρωμα του χρόνου αξιολογούνται -και έγκλημα μπορεί να περιλαμβάνει αυτό...

Υ. Γ. Δεν τρελλάθηκα με την Κέητ Γουίνσλετ - όχι ότι την υποκριτική της μπορώ να τη φτάσω στο μικρό μου δαχτυλάκι.

Sunday, January 18, 2009

Εμού του ιδίου


Δεν ξέρω με τί να με παρομοιάσω, πόσους ρόλους έπαιξα σήμερα -αλήθεια, έχετε ποτέ αναρωτηθεί τους ρόλους που παίζουμε κάθε μέρα που περνάει, με μεγάλη ή μικρή επιτυχία, δεν έχει σημασία αυτό. Ένας αυτοσχεδιασμός είναι πάντα αυτοσχεδιασμός, αυτό σημαίνει εξ ορισμού δεν θα χει ποτέ εκατό τοις εκατό επιτυχία. Τα λέω, μη νομίζεις, για να τ' ακούω πιό πολύ εγώ...

Περπατάμε στο δρόμο, φερ' ειπείν. Ώσπου να φτάσουμε από το Σύνταγμα στην πλατεία Ομονοίας έχουμε αλλάξει δεν ξέρω πόσες διαθέσεις, έχουμε βάλει τα δυνατά μας για πόσες μέσα μας φωνές, έχουμε κλάψει και γελάσει μέσα κιόλας στο ίδιο λεπτό τόσες και τόσες φορές κι όλα αυτά έχουν ζωγραφιστεί σε έναν αλάνθαστο καθρέπτη που πάντοτε μπροστά μας προσωπίδα επικρέμαται κι ωστόσο ελάχιστες φορές μπροστά στα μάτια μας την βλέπουμε να αιωρείται. Είναι τα μάτια μας, δε γίνεται να τα δούμε. Δεν είναι η προσαρμογή στο ορατό, είναι η αντίσταση στο υπ- άρχον. Τουτέστιν το άρχον.

Απόδειξη: Κοιτάζω τον ουρανό, έχει συννεφιά απόψε, ωστόσο ο καθρέπτης είναι ο μόνος που δείχνει την αλήθεια κατάφατσα, επομένως ο ουρανός είναι μα την πίστη μου ανέφελος απόψε. Κι ας μην είναι μπροστά μου ο καθρέπτης εκκρεμής. Εκεί μέσα, στον αόρατο καθρέπτη, ο μέγας Αντώνιος κάποιες αδιόρατες στιγμές συναντάει τον μικρό Αντώνη. Ουρανός με ξαστεριά. Χωρίς να δίνει λύσεις στα ερωτηματικά, απλά με τη βαθιά κατανόηση του ζωγράφου στην αλήθεια.

Είναι σάπιο το μήλο, το κάνεις σάπιο. Είναι κόκκινο το μήλο, το βάφεις σφριγηλό. Το ευτύχημα είναι πως κάτι τέτοιες στιγμές επ' ουδενί στο συγκεκριμένο μήλο δε χωράει κανένα σκουλίκι.

{Αλήθεια, πώς παίζεται ένας τρελός του Σαίξπηρ;}

Sunday, January 11, 2009

Σειρήνες


Να είσαι ειλικρινής και να πεις κάτι για μένα. Υπάρχει κάτι αδιόρατα σαφές στην ατμόσφαιρα. Σταγονίδια κυκλοθυμίας. Έλα, πες κάτι για μένα. Θες πάλι να μιλήσω για σενα. Χάιδεψε. Χαστούκισε. Πες πες με κατάφερες, σου λέω. Πάρε δώσε, τί θες, εμένα για σένανε λες, θα σου κλείσω τα μάτια, θα βάλω μιά άλλη συνθήκη να σε φανταστώ εδώ τώρα μα κάπως άλλοτε κι αλλιώς, έχω ανάγκη το ταξίδι γιατί έχεις ανάγκη εσύ το ταξίδι, με πας και με φέρνεις εκεί που έρχεσαι και πηγαίνεις, εγώ δεν ταξίδεψα ποτέ, δεν είδα τα πολλά κι ο νους μου δεν κατεβάζει, είμαι κλεισμένος χρόνια πολλά σε ένα δωμάτιο, χαραμάδα δεν περισσεύει καμιά και θες να μιλήσω για σένα εγώ αταξίδευτος κι αποκλεισμένος. Αυτό που είμαι αποκλεισμένος λες με κάνει ταξιδιάρη, έτσι θα γίνεις ταξιδιάρης κι εσύ, το πιστεύεις, φλυαρώ σωπαίνεις, φλυαρείς σωπαίνω, φλυαρούμε και σωπαίνουμε ταυτόχρονα κι οι δυό, κανένας δε θα νικήσει, να το μόνο ταξίδι που πάω κι έρχομαι κι εσύ μαρτύριο και προορισμός κι αν μιλήσω για σένα εσύ είναι για μένα που μιλάς, σε σώμα έχουν κλειστεί όλες οι φωνές, κι οι δικές σου φωνές χώρεσαν εδώ μέσα, δεν μπορούν να φωνάξουν, μουγγανίζω για να νιώθω έστω μουγγός, νιώθω κουτσός, νιώθω κουφός, κουλός και όλα τ' άλλα, με γλώσσα κοφτή ξυρισμένος άτσαλα στο κεφάλι, πώς κουρευεις τα φαντάρια σα γίδια για να ξεμπερδεύεις, η αφή δεν πιάνει τίποτα, και σόμπα να πιάσει κάστανο δεν καταλαβαίνει από την πυρά, κι η γεύση δε γεύεται, μόνο μιλάει μιλάει μιλάει, κυλά από τη γλώσσα βαθιά κάτι καμμένο σα μέλι, έχει μαλλιάσει να κυλά, ό,τι λέει είναι μια μαλακία μελάτη, η μύτη μυρίζει καυτά τ' απαυτά, έγινα σκύλα, τα αυτιά δικά μου είναι αυτά, πεσμένα άχρηστα, πιστά, σπάω ξυλάκια μέσα στα τύμπανα, ακούω ασύλληπτες τυμπανοκρουσίες στο λαβύρινθο των αυτιών μου, δεν θέλω ν' ακούω άλλο πιά, έχεις κλείσει μέχρι κι εσύ τα αυτιά σου για να αντέξεις, είναι όλα τόσο συρριστικά, δε βλέπω είναι κλειστή σου λέω η πόρτα, δε βλέπεις λες γιατί μου 'χουνε δέσει τα μάτια

Wednesday, January 07, 2009

Καρδερίνες



Υπάρχουν ανεξίτηλες στιγμές. Παιδικές. Μεγαλωμένες στην Αθήνα. Μια Αθήνα πεντάμορφη δε τη λες, ωστόσο παραμυθένια. Τέρας μαζί και κούκλα. Κάτι μίζερες γειτονιές που περίσσευε για τη διάπλαση των παίδων και μια αλάνα απλόχερη πότε πότε, εκεί κάπου στην άκρη.

Αιώνιο καλοκαίρι ακόμη τότε. Με παράθυρα ανοιχτά το στενάχωρον διαμέρισμα το κάνεις, Τασία μου, και καταργείται, όπως συνήθιζε την ώρα του καφέ θυμόσοφα να λέει στη θεία μου η κυρά - Ντίνα απέναντι (θεός σχωρέστην). Πριν τρέξω στην αλάνα εγώ. Κοιτάζω όχι πολύ μακριά, μέσα από παράθυρα ανοιχτά, τα άλλα παιδία παίζει. Τ΄αγόρια ποδόσφαιρο, λάστιχο τα κορίτσια. Συμπούρμπουλοι κρυφτό.

Παράθυρα ανοιχτά. Εκεί έξω. Τα παιδία φωνάζει. Να κατέβω στην αλάνα κι εγώ. Να πω την αλήθεια ξεκάθαρη, πάντα λιγάκι βαριέμαι αυτό που πρεπει εκεί κάτω να κατεβαίνω (τώρα ευτυχώς έγινε η αλάνα απλόχερο σούπερ μάρκετ. Εγώ πάντως βαριέμαι ακόμα και τώρα εκεί κάτω να κατεβαίνει). Το καναρίνι μέσα στο κλουβί κελαηδά. Εκεί έξω κι αυτό, μαζί με τα παιδία. Ωστόσο, όχι στην αλάνα, στο μπαλκόνι. Στο καρφί. Ώρες ώρες τούτο το καναρίνι ακόμα και σήμερα θα ήθελα να γινόταν να' μαι γω. Από μικρός το ζήλεψα αυτό το καναρίνι.

Εδώ μέσα. Κάτι περίεργες γυναίκες μου 'χουνε πάρει τη φωνή. Κάνουνε λέει δουλειές για το σπίτι. Στην πραγματικότητα έχουνε φέρει ολόκληρο το σπίτι άνω κάτω. Τηλεφωνούν η μιά στην άλλη, μαθαίνουνε τα μυστικά της γειτόνισσας, μια συνταγή, τις δουλειές που κάνουν τις λένε συνηθισμένες. Το καναρίνι κελαηδά (θα ψοφήσει από τσίμπημα σφίκας στο μάτι λίγες μέρες μετά). Εγώ κοιτάει.

Τα παιδία παίζει. Έξω. Τα γύναια μαγειρεύει. Μέσα. Άλλες εποχές. Δώσε σύνταξη στην Αττική που χει χρεωκοπήσει. Λιχουδιές που έκτοτε δεν ξανάφαγα στη ζωή μου. Μυρωδιές που δεν μύρισα στη ζωή μου ξανά. Οι ίδιες περίεργες γυναίκες μαγείρεψαν από τότε τόσες και τόσες φορές. Τις ίδιες πεντανόστιμες λιχουδιές πάλι και πάλι. Συνηθισμένες...

Ξέχασα το βασικότερο. Το ραδιόφωνο παίζει. Κι άλλες περίεργες φωνές. Κάτι περίεργα τραγούδια. Απέξω; Απομέσα; Καρδερίνες...

Thursday, January 01, 2009

Traces


Δεν είσαι συ γι' αυτά, τί σε φορτώνω;
Εσύ την ησυχία σου, το βλέμμα σου στα υπογραμμισμένα
να μη χαθεί εκατοστό
παρ' ολ' αυτά
παρ' όλ' αυτά
σ' ευχαριστώ
δεν είσαι για μεγάλες περιπέτειες, το σέβομαι
ένα περίπατο στο κέντρο το πολύ
καμιά φορά στη θάλασσα
ως εκεί
παρ'ολ'αυτά
παρ' όλ' αυτά
μου είν' αρκετό
προσπάθησες να είσαι κάτι άλλο κι ας μην πέτυχε
εγώ είναι σα να γύρισα τον κόσμο
κι ας μη σε κούνησα όσο θέλω απ' τη βολή σου
κι αν δε σε κούνησα όσο θέλω απ' τη βολή σου
με τα καράβια που με πήγαινες να δω
με τα καράβια που με πήγαινες να δω ταξίδευα...
ταξίδευα...
ταξίδευα...
Κι ας είδα τη ζωή στην τηλεόραση
κι ας διάβασα τα πάντα στα βιβλία
κι ας ήμουν και δεν ήμουνα στο πλάϊ σου
κι ας ήμουν και δεν ήμουνα στο πλάϊ σου ταξίδευα...
ταξίδευα...
ταξίδευα...


Νομίζω το τραγούδι αυτό βγήκε απευθείας από το 2008 και έχει βάλει πρόσω ολοταχώς κατά το 2009 που μόλις από χτες σε 364 πιά επαναλήψεις από σήμερα για τί σκαρί πρόκειται θα ΄χει το τράτο να αποδείξει. Για έναν περίεργο λόγο τα πολλά μικρά λογάκια που έχει μέσα του το καινούργιο τραγούδι του Γεράσιμου, της Νατάσσας και του Θέμη μου φαίνονται πιό ευθύβολα από ποτέ. "Κι ας μη σε κούνησα όσο θέλω απ΄τη βολή σου με τα καράβια που με πήγαινες να δω ταξίδευα" Όχι μόνο στη δική μου ζωή. Αλλά και στις ζωές μας. Που έφτασαν χτες ως εδώ και από σήμερα έβαλαν ρότα για παραπέρα. Οι ταξιδιάρες...

Προσπαθήστε να δείτε λιγάκι πέρα από το φαινόμενο εγώ και το φαινόμενο εσένα. Υπάρχει όντως σε αυτούς τους στίχους μια μικρή διαφορά. Προσπαθήστε να δείτε πέρα από τις λέξεις. Σε μια άλλη προοπτική. Την απέραντη θάλασσα. Ένα διάλογο του εγώ με το εσένα, ένα διάλογο του 9 με το 8 που δεν τα κατάφερε και παρήλθε. Κυρίως όμως έναν αφοπλιστικό διάλογο και ειλικρινή του εγώ, πάνω και πέρα από όλα αυτά, με το εμένα.

Προσπαθείστε, θα δείτε. Οι μόνοι πραγματικοί διάλογοι, όσα πρόσωπα κι αν παίξουν κάποια στιγμή στο εργάκι, τη ζωή μας, θα είναι στην ουσία φωνές εξαίσιες μα πάντα δανεικές από ένα και μονο αφοπλιστικό εσωτερικό μονολογάκι που εξαιρετικά λίγες φορές τολμάμε και επιτρέπουμε οι ίδιοι στην ψυχή μας να συντελείται.

Σε συνέχειες. Με ακατανοήτες επαναλήψεις η ζωή. Κάθε χρόνο. Τέτοια ημέρα. Ανανέωση και καθαρμός. Στη θάλασσα. Ως εκεί. Το ένα εκατοστό ώρες ώρες λιγάκι πιό πέρα που ποτέ δεν θα φτάσεις. Παρόλαυτά. Οι στιγμές που είμαστε και νιώθουμε το πλάϊ μας μαζί. Μόνο τότε μπορούμε να γίνουμε κι οι άλλες...

Ξεκάθαρο προσπαθώ να αποδώσω το συναίσθημα της φετινής Πρωτοχρονιάς. Την ώρα που άλλαξε πραγματικά σαν πρώτη φορά μέσα μου ο χρόνος. Το ένιωσα. Γιατί άκουσα αυτό το τραγούδι. Και αποτραβήχτηκα διακριτικά απ' την παρέα. Και δάκρυσα. Tρελλαμένα. Από μια σύγκορμη συγκίνηση. Γιατί ήμουν εκεί και ήμουνα λιγάκι και πλάϊ μου. Και ας μην ήσουνα στο πλάϊ μου πιά εσύ. Γέρε χρόνε, φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά, δειλά σου ψιθύρισα. Παρολαυτά. Με τραύματα, με σημάδια υπήρχες.

Καλή χρονιά, καλή χρονιά, χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά, είπα λίγο πιό θαρρετά. Παρολαυτά. Τότε αποφάσισα να διώξω απ' την Πρωτοχρονιά αυτή όλα τα περιττά στολίδια. Και ξαναδάκρυσα. Λυτρωμένα. Και έγραψα κι αυτά εδώ σήμερα τα περιττά για να πω και λιγάκι πως εκείνη την ώρα στο πλάϊ μου έγινε και ήρθες. Κι ας είχες φύγει μόλις λίγα λεπτά πριν... Κι αυτό εδώ είναι το ευχαριστώ που μ΄όλη τη επίγνώση της ήττας μου μπορώ ακόμα να τραγουδάω με τη φωνή καθαρή ότι μέσα σου και μέσα μου ταξιδεύω...

Monday, December 29, 2008

2008: Τελευταία έξοδος



Θα ήθελα πάρα πολύ μια που έφτασα τις εννιά να γίνουν οι αναρτήσεις μου δέκα. Έτσι μπας και τελείωσει κάπως άριστα, όπως όπως άριστα δηλαδή κι ετούτο το χρονάκι. Διακατέχομαι προφανέστατα από το σύνδρομο του καλού μαθητή ωρύεται ο μάρτυρας κατηγορίας. Τρεις τρεις εννιά, σύνολο ολοκληρωμένο ο δικηγόρος υπεράσπισης στωικά από την άλλη υποστηρίζει, φτάνουν για φέτος οι αναρτήσεις σας, αγαπητέ, σταματήστε. Για την ακρίβεια τα πάντα φτάνουν ήδη από πέρυσι λέω κατηγορούμενος με τη σειρά μου κι εγώ. Είναι πρό των πυλών το εννιά. Αντιστροφή αντίστροφης μέτρησης κάνω από το εφτά και θα εγκληματίσω φέτος όπως και δήποτε, αν φτάσω έτσι συγκαμμένος όπως πηγαίνω τώρα από δω κι ως το δέκα. Ομολόγησα. Κι έτσι ορίστηκε η δικάσιμος απόψε.

Ποιός θα σου δώσει εσένα στο κάτω κάτω σημασία επιμένει γνωστός άγνωστος δικολάβος. Δεν είναι και ακριβώς εντός της αιθούσης αυτός, πανταχού παρών ωστόσο την κοινή μου γνώμη διχάζει. Ένα χ ανάμεσα σε μένα, τον υπερασπιστή και τον επικριτή μου. Ορατά τα πάντα, κυρίως τα αόρατα: ευχή μου το 2009 να τα πιστέψω.

Ένα ακόμα σκαλί στην κακοτράχαλη σκάλα μιας αδυσώπητης μοίρας. Χαίρε βάθος αμέτρητον ανθρωπίνοις λογισμοίς, χαίρε ύψος δυσθεώρητον και αγγέλων οφθαλμοίς... Τί έγινε, αρχίσαμε από τώρα τους χαιρετισμούς στο 2009, πικρόχολε γνωστέ μου;;; Ώρες ώρες έτσι που τα λέγεις δραματικά κι εγώ ο κερατάς κάθομαι και τη γραφικότητα σου ετούτη στ αλήθεια κάνω κέφι. Δηλαδή έτσι που τα γράφεις θα πρέπει να φαίνομαι αφάνταστα γραφικός ώρες ώρες εκεί έξω -πείτε μου, θα το εκτιμούσα. Παλιάτσος, γελοίος, ουτιδανός! Το blogging απόψε δεν είναι καν αφορμή, η δέκατη ανάρτηση ούτε. Πόσο λίγη σημασία έχει κι αν γίνει κι α δε γίνει. Ηρεμήστε όμως, παλιάτσος εδώ, που σημαίνει μόνο αφελής ανεπανόρθωτα κι αθώα.

Πάντα με τη μαθηματική λογική το θεματάκι μου ιδεολογικά το είχα. Ευστροφία μηδέν ο αφελής. Όχι τόσο με τα νούμερα αυτά καθ' αυτά ούτε με τους αριθμούς - να, το 19,6 στο απολυτήριο κάπου θαμμένο τώρα παράφωνα καγχάζει: και τέλειωσα με άριστα αλλά δεν έχω ευχάριστα, μαμά, το 8 με τις καμπύλες του με έχει κατατρομάξει- . Αλλά επί του πρακτέου και επί του πιεστηρίου θαρρώ, δεν κατάλαβα ποτέ χριστουλάκι από τη συμφωνία που δίνουν χέρι χέρι δύο τυπικές χρονικές μονάδες που πρέπει να κατακτηθούν σε σειρά και οι οποίες κατά διαβολική σύμπτωση αποτελούν και ποσοτικά μεγέθη που αξιολογούν την επίδοση του κατακτητή τους συνάμα. Για να το κάνω και λιανά -σπούδασα και δάσκαλος εξάλλου -8,7 εκεί και άριστα πάλι το δέκα: Έχω χάσει τη μπάλα στο λογαριασμό πώς από το οχτώ το σκαλοπατάκι που ακολουθώ ευθύς αμέσως μας κάνει φέτος εννιά κι από εκεί σκαλοπατάκι παραπάνω και όπα ωσπού να πάρεις χαμπαράκι να σου το δέκα. Σε όλα αυτά φόντο μια πρόοδος γεωμετρική. Που μάλλον για να είναι γεωμετρική θα αξιολογεί σε τρεις διαστάσεις τους συντελεστές μιας κάποιας επιτυχίας. Ίδου το έγκλημά μου: ανεπιτυχής παρακολούθηση της γεωμετρικής προόδου αυτής. Και παλιατσική το επάγγελμά και οι κινήσεις μου στο χόρο. Αξιολόγηση: 8,3. Λίαν καλώς.

Και καλά στις εξισώσεις με άγνωστους χ στην άλγεβρα και στα μαθηματικά πάντα στο τέλος κάτι αποκαλύπτεις. Μα στραβά, μα κουτσά καταλήγεις, ρε διάνοια, κάπου, έστω και στην τετραγωνική ρίζα του 4759823,67. Ή στη χειρότερη σε ένα επαίσχυντο 18 στο τέλος της τριμηνιαίας απανταχούσας. Με την περίπτωσή μου όμως, κύριε της δικαιοσύνης δικαστά, που ξαφνικά έχω ξεμείνει μετεξεταστέος και στα 4 τρίμηνα ετούτης της χρονιάς όλο γκάφες μπορείτε να μου πείτε τί θα γίνει; Πόση γεωμετρική πρόοδο φέτος πρέπει να τρέξω να καλύψω;

Α, και δύο ακόμα αγωνιώδη ερωτηματικά ως είθισται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες: Μπορείτε να μου εμπιστευτείτε ποιά είναι η τετραγωνική ρίζα του 2009 μπας και αποκαλύψω το άγνωστο νόημα του, το χ; Επίσης, αν όπως λένε η αστρολογία έχει να κάνει με τα μαθηματικά ένας μικρός και καταφρονεμένος λέοντας ποιά μυστική εξίσωση καλείται φέτος να επιλύσει για να ακούσει πόσο ευτυχής θα είναι η χρονιά του;

Σωπαίνετε, στ' αλήθεια;; Ασχοληθείτε με τις εξισώσεις σας, παρακαλώ. Δικάστε με, όσο θέλετε, μόνον μη με απασχολείτε. "Να πληρώσουμε, Νίκο μου, και να φύγουμε, Νίκο μου, να φύγουμε" που θα λεγε κι η Σωφερίνα. Εγώ για το 2009 ζητώ ευθαρσώς και ξανά μέσα μου την αποφυλάκιση της ελπίδας

Να έχουμε όλοι μια καλή χρονιά. Ξεχάστε τους απολογισμούς και τους υπολογισμούς σας. Θυμηθείτε μέσα σας την ελπίδα. Όχι τη φιλοδοξία. Την βαθιά σας κι ανομολόγητη ελπίδα μόνο θυμηθείτε :)

Thursday, December 25, 2008

The birthday party


"I made a terrible mistake when I was young, I think, from which I 've never really recovered. I wrote the word "pause" in my first play"
Harold Pinter, Interview, October 1989


Εδώ που τα λέμε και τα Χριστούγεννα ένα καλοστημένο Πάρτυ γενεθλίων είναι. Κάποια πράγματα όμως δεν πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε μόνο και απλά ως τυχαία. Ακόμα κι όταν δείχνουν κάπως έτσι, υπάρχει πάντα το κάπως αλλιώς που δεν υπολογίσαμε επακριβώς. Γιατί από την καθημερινότητα πιό γενναιόδωρη μεταφυσική δεν υπάρχει. Παραμονή Χριστουγέννων 2008 πέθανε ο Χάρολντ Πίντερ.- (Τελεία είναι μια παύση, ένα γεγονός. Παύλα όμως είναι το μικρό σημαδάκι που προηγείται πριν ένα ολοζώντανο πρόσωπο αποκτήσει ξανά τη φωνή του)

Monday, December 22, 2008

Μολυβένιο στρατιωτάκι



Άσε με, σου λέω, ήσυχο, ρε παιδάκι μου, δεν έχω διάθεση. Ναι, εγώ που λαμπάκι έβλεπα να αναβοσβήνει και σου χαμογελούσα για πάντα, φέτος δεν έχω διάθεση, δεν έχω κέφι, βρ' αδελφέ, δεν έχω χριστουγεννιάτικο πνεύμα. Το δέντρο το αποφάσισα νωρίς, δεν θα στολίσουμε σπίτι φέτος. Στόλισα στου Θέμη και της Άννας.

Νιώθω κούφια την ανάγκη μέσα μου. Γιατί ανάγκη μέσα στην ψυχή μου είναι τέτοιες ημέρες η κάθε χρονιά, το ξέρεις και το σεβόσουν όταν παρανοϊκά σχεδόν τις άλλες, τις περασμένες χρονιές, σου έλεγα έλα να πάρουμε μια μπαλίτσα ακόμα, και τούτο εδώ τον αρκούδο, κοίτα τί όμορφος που είναι, και τα φωτάκια δεν είναι ποτέ αρκετά, ποτέ δε με φτάνουν τα φωτάκια κι εσύ έλεγες με τη μεγάλη σου φωνή πότε θα μεγαλώσεις, Χριστέ μου, μα τα Χριστούγεννα μόνο μικραίνεις απαντούσα με παιδική φωνή εγώ, άσε με ήσυχο να βγω παραέξω, να βγω πάνω από όλ' αυτά, αυτό είναι μια πρωτογενής ανάγκη, όχι πολυτέλεια, δεν το καταλαβαίνεις; Χρυσόσκονη ψεύτικη να τα σκεπάσεις όλα. Μ' ένα έλκηθρο μαγικό χωρίς βαρύτητα να περάσεις νιφάδα, δεν το νιωσες ποτέ σου; Κόκκινος κόκκινος από το κρύο. Με το σκούφο και με τα κασκόλ. Πάνω απ' τη μικρή ζωή μας, ζωούλα μου, να περάσεις. Χαμογελούσες. Χαμογελούσα κι εγώ. Τα βρίσκαμε.

Γυάλινες μπάλες για το δέντρο. Άνοιξα φέτος τα ντουλάπια στο σαλόνι. Κάθησα και κοίταζα. Φυλαγμένες, πολύχρωμες, σχεδόν μαγικές. Προσεχτικά τις έχω διαλέξει μία μία μέσα στα χρόνια. Τα χρόνια μου είναι μέσα σε αυτά τα κουτιά, μέσα σ' αυτές τις μπάλες τα έχω φυλάξει. Πιό πολύ κι από γενέθλια τα φυλάω αυτά τα κουτιά. Έχω στολίδια για το δέντρο μου από τότε που ήμουνα πέντε χρονών, ίσως και πιό παλιά. Αν κάποτε με παρασημοφορήσουν για κάτι, με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια μου να τους πεις να το κάνουν. Κάθε χρόνο κι ένα ολοκαίνουργιο. Ακόμα και τη χρονιά που πέθανε ο πατέρας στόλισα δέντρο μικρό. Στο παιδικό δωμάτιο, όχι στο σαλόνι βέβαια, τί σημασία έχει, είπαμε τα Χριστούγεννα δεν είναι χλιδή, είναι ανάγκη. Έτσι για το καλό. Φέτος όμως όχι. Φέτος ούτε στολίδι.

Απρόσεχτα, βιαστικά έκλεισα πίσω μου τα ντουλάπια, οι γυάλινες μπάλες και τα παιχνίδια έμειναν εκεί αζήτητα, μυστικά, κρυμμένα, τα αιχμαλώτισα, λες να σπασα, Χριστέ μου, καμιά; Τί σημασία έχει, μολυβένιο στρατιωτάκι, κάπου θα την έβαζα. Φοβάμαι μόνο μην έσπασαν όλα μαζί. Κάτσε, ευκαιρίας δοθείσης, θα πάω να ξανακοιτάξω...
.........................................................................................................................

Όλες αρτιμελείς... Τί έλεγα; Αρτιμελής... Α, ναι... Ποιός; Εγώ... Που τις κρέμαγα στο δέντρο και τους άλλαζα θέση κάθε τρεις και λίγο γιατί δεν άντεχα να μείνει καμιά παραπονεμένη. Λιγότερο προβεβλημένη. Προσβεβλημένη. Οι σταρ των ημερών καταχωνιασμένες εκεί μέσα στα ντουλάπια. Οι απαστράπτουσες αποσυρμένες.

Ποιός; Εγώ... που για δεκαπέντε μέρες έστω τις είχα (σαν) κόρες των οφθαλμών μου...

Friday, December 19, 2008

Τον έφαγα


Σιγή στον ουρανό, σιγή στη γη στα δέντρα
φύλλο δεν κουνιόταν, δεν άκουγες τίποτα, τα θηρία είχαν βουβαθεί

Ευριπίδης, Βάκχες 1084 -5


Ξεκίνησα να γράφω. Ήταν παράπονο. Τα έσβησα όλα. Είναι παράπονο. Ακόμα. "Είναι πάντα εκεί, ήταν πάντα εκεί και δεν μπορείς ν' απαρνηθείς τη ζωή που νιώθεις". Παίζουμε πάντα πάνω σε μιά σκηνή μια ιστορία που δεν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια της ολοκληρωμένη.

Με πιάνει αυτό που θέλω να τραγουδήσω ξαφνικά ωδή της φύγης από εκείνες που κάπου κάπου φυτρώνουν αριστοτεχνικά στα έργα κυρίως του Ευριπίδη. Στα χορικά αυτά οι γυναίκες θέλουν να πάρουνε δρόμο και δρομάκι και πηδούν το ποταμάκι για να φύγουν μακριά. Εκείνη που βρίσκονται, το νιώθουν, η γη δεν τις χωράει και να πάνε σαν άλλοτε πρόσωπα του μύθου εύχονται σε μέρη απίθανα, μαινάδες καβάλα σε κυπαρισσόδεντρα να φάνε τον Πενθέα. Ντύθηκε λοιπόν κι εκείνος γυναίκα. Μαινάδα. Καβάλα πάει στων γυναικών την εκκλησιά, καβάλα προσκυνάει. Βολοδέρνει στις πλαγιές των βουνών, πάνω απ' της θάλασσας το κύμα, με άλλες, μη συνάδουσες του κόσμιου μορφές. Συνάδουσες... Πολύ τραγούδι έπεσε, μανούλα μου, απόψε.

Πρόσωπο ίδιο. Προσωπείο άλλο. Τον Πενθέα -κακά τα ψέμματα, ο μύθος είναι μύθος- τον έφαγε Πενθέας. Πήρε απλά όνομα πιό δραματικό: κάτι σαν Ινώ, κάτι σαν Αγαύη, κυρία Βέναμπλ ίσως. Είναι πάντα Πενθέας. Ήταν πάντα Πενθέας. Και δεν μπορεί ν' απαρνηθεί το ρόλο που παίζει.

Μέσα στο έργο η κατάσταση στο απροχώρητο έχει φτάσει. Οι εξελίξεις τρέχουν δραματικά, τα πράματα χειροτερεύουν. Μέσα στο έργο. Ίσως καμιά φορά και έξω από αυτό. Δεν ξέρω. Παίζω πάνω σε μια σκηνή μια ιστορία που δε θα μάθω ποτέ την αλήθεια μέχρι το τέλος. Λοιπόν συνάδουν οι ωδές -διαπράττω αμάρτημα τρίτη φορά, είναι ορκίζομαι η τελευταία.

Πού καιρός μέσα σε όλα αυτά για ωδές της φυγής και ευρεσιτεχνίες καλλιτέχνη. Ωστόσο:
- Εδώ, κάτσε να φας.
- Είμαι παράφωνος στο τραγούδι, ξέρεις.
- Από τις δαγκωνιές θα ' ναι. Γι' αυτό: Σβήστα όλα. Κι όχι ευχαριστώ.
- Είμαι εγώ. Θα με φάω απόψε.

για τον Κώστα Ταχτσή

Sunday, December 14, 2008

Άνδρα μοι έννεπε...



Με αφορμή το "Ιδού εγώ... Ιδού... Εγώ... Εγώ... Here I am an old woman in a dry month... Εγώ...." από τον Ουρανό κατακόκκινο της Λούλας Αναγνωστάκη
. Εικόνισμα η Βέρα Ζαβιτσιάνου γι' απόψε.

Πέντε λέξεις προσπαθώ να πω, δεν είναι εύκολο το προοίμιο απόψε, ακολουθώ δύσκολα το τραινάκι των συνειρμών και σε τέτοιες άμουσες εποχές που να πετύχεις και Μούσα να σου καθήσει, τα ασυντόνιστα και τα δικά σου η δόλια από το χάος στο κάπως αλλιώς να τα συντονίσει.

Αναρωτιέμαι ωστόσο πώς γράφονται τα έπη, πώς γίνονται οι ήρωες και οι μεγάλες ιστορίες κι οι εποχές, εμένα πάντα η δραματική ποιήση περισσότερο με συγκινούσε, οι μάσκες με τις παγωμένες κεφαλές που δεν έχουν συγκεκριμένο χρόνο κι είναι δια παντός, τρόμος και χαρά αντάμα, και μια καρδιά χαίνουσα από μέσα ζωντανόν, λάβρον ύδωρ. Νίψον ανομήματα μη μονάν όψιν. Το μετερίζι το δικό μου. Ιδρώτας κι αίμα, ύδωρ ανάμεικτο επάνω σε σκηνή που ενίοτε και σχοινί εκ παραδρομής ορθογραφείται. Και δεν βρήκα άλλο τρόπο να μιλώ, παρεκτός πιό συχνά λέξεις που χάσκουν επάνω σε χαρτί, κι άλλοτε πάλι, σπανιότερα, μυαλό και καρδιά, το σώμα μου το άτσαλο επάνω σε σκηνή το ορίζω. Κι όχι πως βρήκα και τρόπο να καταλαβαίνω δηλαδή πώς να τα κάνω όλα αυτά πράξη επακριβώς, απλά πότε πότε το τίποτα μου παραχωρείται. Ούτε και μεθοδολογία. Ρόλος και ήρωας και κάθε φορά ένας καινούργιος απροσπέλαστος κλοιός. Καινούργια κόλλα άγραφο χαρτί. Πολυταξιδεμένος κι αειπάρθενος χάρτης η άδεια σκηνή μου. Ξενιτιά και πατρίδα.

Όμως το σκέφτομαι πιό ξεκάθαρα ίσως τώρα. Και οι ήρωες ανεξαρτήτως είδους, μορφών και λογικής απλοί άνθρωποι ξεκινήσαν, καθημερινοί, τυχαίοι που δεν είπαν τώρα θα γίνω ήρωας κι αμέσως μεταμορφώθηκαν σε προτομές και χρυσό της ιστορίας χαρτάκι. Ήταν εκείνοι που ήταν κι ήταν στην ώρα που έπρεπε εκεί. Γι αυτό και έγιναν οι επονομαζόμενοι ωραίοι. Γιατί εξέφρασαν βαθύτατα μια εποχή. Για την ακρίβεια την εποχή τους έσπρωξαν να τους ακολουθήσει.

Θαρρώ ποτέ τους δεν απέκτησαν συγκεκριμένη ιδεολογία με την έννοια τη σχηματική. Νομίζω δεν προσπάθησαν καν ν' αποκτήσουν πράγμα αποτέτοιο, περίγραμμα στην ουσία κι ο κορμός να' ναι κούφιος. Τί να την κάνεις θα μου πεις και την ιδεολογία όταν τη μεθοδολογία του ρήματος ζω σε ενδιαφέρει μονάχα και διαρκώς να σπουδάζεις σ΄όλους τους χρόνους και τις πιθανές εγκλίσεις; Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι και του ήρωος η υπέρτατη λογική. Αυτό το μόνο και το απλούστατο συστατικό της όποιας επιτυχίας. Κι οι Μήδειες κι οι Χριστοί κι οι Αντιγόνες κι οι Καραΐσκοι κι οι Κανάρηδες κι οι Κουν κι οι Καβάφηδες κι οι Γιάννηδες Σεβαστιανοί και Μπάχ και όσοι ακόμη έμειναν άγνωστοι κι ανώνυμοι στην ανάρτηση αυτή, αυτό μονάχα όλοι αυτοί απέκτησαν: τη δικιά τους ζωή. Ακόμα και οι ήρωες οι χάρτινοι στα βιβλία, ακόμα κι εκείνοι που έζησαν με πραγματικό ιδρώτα και αίμα στο φθαρτό κορμί τους, είχαν τη θέρμη της καρδιάς τους ζεστή και την ευθυκρισία του μυαλού τους τεταμένη ανά πάσα στιγμή τη ζωή που τους κλήρωσε να τη ζήσουν. Χωρίς έλεος και χωρίς σταματημό. Πέρα από αυτό που γενικόλογα ορίζει η λέξη πάθος. Κι έτσι κατόρθωσαν τη μούσα με το μέρος τους να πάρουν. Χωρίς διαδηλώσεις μιας αξίας που αδικήθηκε πέρα από την μόνη γενναία δήλωση της αξίας τους καθαυτής. Μέσα από τις πράξεις. Και κόντρα στις όποιες τριγύρω εποχές κι αν εζήσαν. Και κόντρα στις αντίξοες συνθήκες.

Κι ούτε που νοιάστηκαν -βάζω και στοίχημα- ποτέ για το τί έγινε μετά. Ακόμα κι όταν η υστεροφημία ήρθε, εκείνοι απλώς είχαν περάσει τα πάνδεινα και είτε εδώ είτε πιά και σε μια άλλη διάσταση, ακόμα κι εκεί, μπορούσαν να παρακολουθήσουν έναν και σε εκείνους άγνωστο άθλο που όμως αυτοί από μόνοι τους τον είχαν πετύχει, κι ό,τι και αν πούμε εμείς εδώ και τώρα, οι κατοπινοί, θα παρουσιάσουμε πάντα το μύθο το δικό τους τοσοδούλικο εργάκι. Σαν να μην έζησαν και ακριβώς εδώ την οργή τους τούτοι οι Αχιλλείς. Σα να μην έζησαν και ακριβώς ανάμεσα μας την αυτοθυσία τους οι Πάτροκλοι. Αν τους ρωτήσεις το πιθανότερο να σου πουν: "Δεν έκανα τίποτα για σας. Όλα τα έκανα για μένα. Μόνο για μένα." Όμως ήδη θα καταλάβατε πόσο μεγάλη γενναιοδωρία στάθηκε ο συγκεκριμένος εγωισμός τους.

Tuesday, December 09, 2008

Επιτρέψτε μου μια ειρηνική διαδήλωση


Απόψε σχολιάζοντας με μιά αγαπημένη φίλη μου την κατάσταση, είπα μεταξύ άλλων: "Απόψε ο τραμπουκισμός του αστυνομικού συνάντησε τον τραμπουκισμό του αναρχικού και όλοι - μα όλοι- όσοι υψηλά, δεξιόστροφα κι αριστερόστροφα, ιστάμενοι τόσα χρόνια απογοήτευσαν τον κοσμάκη, αγάπη μου, σπέρνοντας ανέμους, θερίζουν τώρα θύελλες. Το ζήτημα είναι τί φταίνε όλοι οι υπόλοιποι που τους σκοτώνουν από τα όνειρα μέχρι και τα παιδιά τους... "

Δεν με ενδιαφέρει η μικροπολιτική. Δεν κάνω γι' αυτό το λόγο αυτή την ανάρτηση. Κι ούτε είναι αυτός ο σκοπός του ιστολόγιου ετούτου -εσείς που με ακούτε, θα έχετε ενδεχομένως καταλάβει. Δεν θέλω να είμαι καν δεξιός, αριστερός ή κεντρώος. Δεν τρέφω καν την ελπίδα να γίνω τίποτα από όλα αυτά. Ειδικά αυτό το κεντρώος. Αλήθεια, πιστεύευτε, αυτό το τελευταίο υπάρχει στη σύγχρονη πολιτική σκηνή; Γιατί όλοι αυτή τη περιλάλητη μετριοπάθεια και τη χρυσή τομή έχουν λυσσάξει (;) και ψάχνουν. Προσπαθώ να απαλλαγώ ακόμα ακόμα και από την ηθική, ακόμα κι από κάθε επίκτητη ταμπέλα που σου κολλάει μια ταυτότητα σα ρετσινιά ελλειπής για να 'χεις, βρ'αδερφέ, να πορεύεσαι μέσα στην κενωνία που όλοι έρχονται και τα σπάνε γιατί στανικά κάθε τρείς και λίγο αυτή η κενωνία σου φωνάζει: "Δεν είσαι παρά ένα ανθρωπάριο μετρίου αναστήματος από τον τάδε πατέρα και τη δείνα μητέρα που συμπράξανε και γεννήθηκες εσύ, ατυχή, εκείνη την ημέρα στην καμμένη και λεηλατημένη σήμερα Αθήνα της Αττικής θρησκεύματος χριστιανικού και ορθόδοξου πότε πότε."

Ε, λοιπόν κι εγώ νιώθω ότι με καλουπώνουν θανάσιμα όλα τα ημίμετρα αυτά. Κι ο τρόπος ο δικός τους έτσι που φασιστικά και ο κατέχων την αρχή και ο αναρχικός απ' την άλλη προσπαθεί απόψε πάλι να μου τα φορέσει. Κέρατα. Της μικρής μας οθόνης κεραίες. Δε χωράω λοιπόν πουθενά. Κυρίως στης φτωχής λογικής τα δύφορα κερατάκια, Ελληνάρες. Οι κεραίες είναι μονάχα πάνω απ' το σπίτι μου. Μέσα όμως στο σπίτι μου εγώ, μέσα στο κεφάλι μου, μέσα στην καρδιά και την ψυχή που με τα σιδεράκια σας τρείς μέρες τώρα και σημαδεύετε και πυρπολείτε, εκείνο που προσπαθώ εγώ να είμαι και να παραμένω, είναι ένας αιωνίως και τυμπανίως νεάζων άνθρωπος, Έλληνας -καθαρά για τον τρόπο σκέψης πέντε δέκα ανθρώπων που από το συρφετό του Ελλαδιστάν μας έχω να εκτιμάω (όρα για παράδειγμα και Ελύτης, Λαμπέτη, Χατζιδάκις, Σολωμός) και το μόνο που στ' αλήθεια πασχίζω κατάπως με 'μαθαν ετούτοι οι δάσκαλοί είναι να προσπαθώ ελεύθερα να στοχάζομαι μέσα σε ένα κόσμο και μια πατρίδα που έτσι που όπως τα καταντήσατε, μια σκέψη ελεύθερη είναι το πιό δύσκολο ο απλός συμπατριώτης σας να την τολμάει. Γιατί αυτή η σκέψη είναι, κατά την αφελέστατη ενδεχομένως δική μου βούληση, και η μόνη ουσιαστικά πολιτική σκέψη.

Αυτό το πλιατσικολογείν σας όμως με τα δικά μου όνειρα, λεβέντες, αντάρτες, τραμπούκοι, δε σας το συγχωράω. Απόψε πάλι τα καταφέρατε και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κι όσο για τον ύπνο, ούτε που με νοιάζει, χέστηκα. Τα όνειρά που με περιμένουν σα νέο παιδί κι εμένα όμως είναι που λυπάμαι. Εσείς φυσικά τώρα λουφάξατε, ανέμελα κοιμάστε... Δεν πειράζει, όνειρα γλυκά... Κάποια μέρα το rest in peace ίσως αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι... Κοιμηθείτε εσείς τώρα λοιπόν την πλάνη σας, την παραχορτασμένη ερωμένη, ένας τη ρεμούλα του, ο άλλος τη μολότωφ. Όσο για μένα ο Παράδεισος που δεν έζησα κάπου περιμένει... εδώ κοντά... Επιβίβαση: πεζόδρομος Τζαβέλλα... Να το θυμάστε...

Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται στη μνήμη του δεκαπεντάχρονου Αλέξη στην συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του οποίου στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών φοβήθηκα απόψε να πάω.

Sunday, December 07, 2008

Live your (tragic) myth in Greece (of course)


Απόψε επί μιά ώρα και μισή πίστεψα ότι μπορεί επιτέλους να τα κατάφερα και να ζω σε μια άλλη πατρίδα. Μια χώρα κατάμεστη, έστω με κρεπαρισμένο μαλλί και κραγιοναρισμένα χείλια, που ψάχνει, ενδιαφέρεται και νοιάζεται να βρει τί σημαίνει ταυτόχρονα παγκόσμιο και Ελλάδα. Με τη διαύγεια που κατάφερνε κάποτε, άλλοτε, χωρίς μεγαλοστομία, μέσα από κάτι μύθους ξεπερασμένους, ξεχασμένους πιά, που στάζουν όμως ακόμα αίμα στ' αλήθεια. Σε θέατρο της Παλλάδος που κυβερνά με του Απόλλωνα το φως συγκυβερνήτη. Τόσα εγκλήματα κι ένας νεκρός δεν βρέθηκε ποτέ στου κόσμου τη σκηνή ετούτη. Στην αυλαία κι όλοι στη σειρά. Χειροκρότημα. Μία στάλα θεία δικαιοσύνη...

Κι όμως, μια ώρα και μισή μόλις μετά στην οθόνη εντελώς φυσικά η είδηση: ένα μόλις δεκαπεντάχρονο αγόρι σκοτωμένο. Στο ψαχνό και στη μέση του δρόμου. Εξαρχεία. Αθήνα μιλάμε. Πρωτεύουσα ευρωπαϊκή. Κούνια που μας κούναγε, νεκροκρέβατο που μας κουνάει. Κι έτσι απότομα κατάλαβα ο ονειρικός, ο αφελής ότι δε ζω παρά στην ίδια πεντάμορφη που μπορεί να γίνει και τέρας πατρίδα που λίγο πριν η παράσταση η υπέροχη με έκανε την τερατώδικη φύση της να έχω ξεχάσει.

Προβάλλει τελικά το ίδιο κακοπαιγμένο εργάκι, το φρικαλέο, ο σινεμάς απόψε. Ξέφραγοι μπάτσοι μέσα στην πόλη κυνηγάνε ένα παιδί, τα κατάφεραν, εν ψυχρώ το σκότωσαν και η κυβέρνηση δεν μπορεί ούτε ένα δεκαπεντάχρονο να υπερασπίσει. Η όποια κυβέρνηση. Βλέπεις, σε αυτή την πατρίδα δεν υπάρχουν και πολλές, φρουρούν οι μεν τους δε και σκοτώνουν αθώα παιδάκια... Και δεν έχει καν θάρρος σύσσωμη μιά τέτοια κυβέρνηση να παραιτηθεί. Σε πόση αφέλεια κατάντησε η πόλη σου, Παλλάδα...

Σκοτείνιασε. Πού πήγε και του Απόλλωνα το φως; Απόλλωνας: θεός έφηβος σε μια χώρα υπέργηρη που χάσκει. Άλλος ένας άγιος κι άλλη μια ανάληψη λοιπόν... Του αγοριού που στάθηκε απέναντι στον γνωστό άγνωστο μπάτσο... Πάρε μια γεύση κι από ανθρώπινη δικαιοσύνη... Νεοελλήνων βεβαίως βεβαίως....

Α, και κάτι ακόμα, συμπέρασμα πες απόψε από την περιδιάβαση σ' αυτή τη μικρούλα, θρασύδειλη, κουτοπόνηρη Ελλαδίτσα... Μεταξύ μας -μην ακουστώ και παραέξω και "εξοστρακιστεί" καμιά φιλόστοργη σφαίρα και κατά δώ μεριά- η Μήδεια είναι πιό ακίνδυνη τελικά μητέρα... Κι εγώ θα ήθελα, αν γινόταν έστω για απόψε, έστω για μια φορά, να κατάγομαι απ' την Κολχίδα.