Tuesday, December 26, 2006

Μυστική συνταγή για Ευτυχισμένα Χριστούγεννα


Με συντρόφευαν πάντα αρώματα. Η όραση πάντα υπερτάτη αίσθηση του κορμιού μου, αλλά πάντα τα μεγάλα της ζωής μου έμεναν ακαθόριστα στη μνήμη μου από τις μυρωδιές. Διαβρώτικα συντηρούσαν, λυτρωτικά στήλωναν. Ημέρες και άνθρωποι... Η ζωή μου μυρίζει σαν την αγκαλιά της μάνας μου την ημέρα που ο πατέρας έφυγε για μια τελευταία φορά από το σπίτι κι εγώ δεν ήθελα να τον βλέπω στο μαύρο πουκαμισό της. Ήθελα να τον μυρίζω με τα χεράκια μου σφιχτά γύρω της και τα δακρυά και όλα μου τα αναφιλητά επάνω στην κοιλιά της. Εί δυνατόν και κάτω από το ίδιο αυτό μαύρο πουκαμισό που μου στέρησε τη χαρά της. Να βρώ εκείνον μέσα της. Μέσα στη μυρωδιά της να βρώ κι εμένα μέσα. Μαζί τους... Φάτνη...
Σήμερον ημέρα γενέθλιος και λαμπρηνθώμεν λαοί. Σήμερον γεννάται εν φάτνη άλλο παιδί. Κι εγώ μέσα στη χαρά αυτής της γιορτής ξημερώματα και δεν κοιμάμαι. Ποιμένες αγραυλούσι ακαταπαύστως εκεί... Βόσκω κι εγώ λοιπόν τα προβατά μου. Να τα μετρήσω για να κοιμηθώ; Μπά, δύσκολο... Η μυρωδία δεν μ' αφήνει από τα μανουσάκια. Πλαγιαστά μέσα στο βάζο της παραδοσιακά χριστουγεννιάτικης μου θείας που η μάζωξη μας κάθε χρόνο σαν οικογένεια μας τρέφει τις ελπίδες για ευτυχία αρωμάτιζαν το χώρο και φέτος. Φέτος κι εγώ κατάλαβα πώς τα Χριστούγεννα μου μυρίζουν κάθε χρόνο στο ίδιο σπίτι των ελπίδων να ευτυχήσω και ότι μανουσάκια είναι τα άγρια λουλούδια του μικρού Εμμανουήλ... του μικρούλη θεού μεθ' ημών... Κι αυτή η επίγνωση για τα άγια μοιάζει αστέρι λαμπερό... για φέτος έστω.
Υ.Γ. Μανουσάκι: Ανήκει στην οικογένεια των Αμαριλλιδών (Gramineae) και άλλες ονομασίες είναι τσαμπάκι, ζουμπούλι, μυρτολούλουδο.
Φυτρώνει στο τέλος του Φθινοπώρου σε λοφώδη χωράφια, στις πλαγιές των βουνών και σε μέρη βραχώδη. Υπάρχουν δύο είδη. Το άγριο και το ήμερο. Το άγριο είναι διάσπαρτο σε διάφορα σημεία στη Μάνη και στις αρχές Δεκέμβρη κυριαρχεί στη φύση, η οποία είναι κάτασπρη από τα χιονάτα λουλούδια και η ατμόσφαιρα γύρω μεθυστική από το άρωμα του. Είναι βολβόριζη χιτωνοφόρα πόα. Φτάνει τα 25 εκ. ύψος και έχει φύλλα παράριζα, στενά και μακρά με στέλεχος λεπτό και με λευκά άνθη που έχουν έξη ωοειδή ψευδοσέπαλα.
Την εποχή που είναι ανθισμένο, όσοι πηγαίνουν για να μαζέψουν λάχανα, φέρνουν και μια αγκαλιά μανουσάκια για το ανθοδοχείο τους. Εκτός όμως από το άγριο βγαίνει και ήμερο, που τα λουλούδια του είναι διπλά, αλλά λιγότερο εύοσμα από του άγριου. Οι γυναίκες που άναβαν το καντήλι σε κάποιον Άγιο, μάζευαν μανουσάκια και στόλιζαν τις εικόνες για να μυρίζει το εκκλησάκι.

Sunday, December 17, 2006

Takes 2 to Tango



- Χάθηκα...
- Έρχεσαι...

Δυό μέρες τώρα σκέφτομαι διπλά. Όχι, δεν συγκινήθηκα όπως έχω μάθει. Ορίζω αλλιώς πια τη λέξη "συγκινούμαι"... όπως ενδεχομένως είχα ξεχάσει. Μάλλον ορίζω ξανά και πάλι το ρήμα "συγκινούμαι". Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική μα τίποτα ελληνικό δεν μου μάθαν. Σημαίνει "είμαι ακόμα εδώ" όταν έχω εγκαταλείψει τα ιλουστρασιόν θέατρα της πόλης και τα πλήθη των μικροαστών με τα ευρουλάκια τους σε εισιτήρια πληρωμένα. Κι όταν λέγω "εδώ" έχω ένα "εκεί" στο νου μου και σε σκηνή επικληνή που δικαιώθηκαν οι μέρες στα ολυμπιακά αλώνια να έχω ακόμα να θυμάμαι. Και να μιλάω με όσα και όσους μου λείπουν. Είμαι μόνος; Φοβάμαι; Σε έχω ανάγκη; Λυπάμαι; Ποιόν άνθρωπο στα αλήθεια θέλω να ζητάω; Εμένα; Και η ελευθερία τότε τί σημαίνει; Ποιός άλλος; Αμφισβητώ ένα στίχο..."ή κανείς ή κι οι δυό μαζί" γιατί το είδα να συμβαίνει, να υπάρχει σαν τον αέρα ανάμεσα πλατείας και σκηνής. Πάρε ένα "ακόμα εδώ" για ευχαριστώ μου...

Wednesday, December 06, 2006

Ο Θείος...



Οι αναμνήσεις στα υπόγεια συχνάζουν

Σε ένα γίνονται και όνειρα

λέξεις δύο μυστικές να κρατήσω

σου χρωστάω.

Σωπαίνω

πάνω στο πάτωμα

πότισες το ξύλο με ιδρώτα.

Δε τα θυμάσαι πιά. Έχεις φύγει...

Κάπου στις θέσεις κάτω κοιτάζω

να δώ φωτιά και καπνό από ένα τελευταίο

κι ας μην είναι χειροκρότημα

ας είναι το τελευταίο σου τσιγάρο.

Sunday, December 03, 2006

Νατάσσα Μποφίλιου


Φωνές που οι ανάσες τους λυγάνε...
Την νύχτα χτες που μέτρησες φορές χίλιες

Thursday, November 23, 2006

Ένα όνειρο...


Ξύπνησα πάλι σε κόσμο φραγμένο ορίζοντα


-μια νύχτα φτάνει να χτιστεί το τείχος; -


και στο όνειρο κιόλας έβλεπα το βράδυ εκείνο να θέλω

να ξεφύγεις για να αναστήσεις

δάσος από φωτόδεντρα στην Καρδιά της πρωτεύουσας αθήνας κι έτσι κάπως

να πετύχεις η σοφία να ξεχαστεί κι η ομορφία παθιάρη έρωτα να σε ανθίσει, τώρα πιά Ανθηναίε...,

Ίσως στο ξημέρωμα να μη νίωσεις βαριά τη σκιά του θανάτου στο ανθρώπινο πετσί σου τότε

ή κάπως να ξανάβρεις τη δύναμη για να σώσει κι η ωραιότητα της λαγνείας σου μαζί με σένα τον κόσμο.





Στο μικρόκοσμο της σκηνής έβρισκα πάντα τη θέση μου στον κόσμο όταν δεν χανόμουν σε δαιδαλώδη κείμενα. Στην κλασικίζουσα μορφή έψαχνα πάντα να βρω την αγάπη και τη δύναμη να αντέχω τις μέρες που μου αναλογούν στον κόσμο. Γι' αυτό στην πρώτη ανάγνωση του Ονείρου καλοκαιρινής νυχτός επένδυσα εκατοντάδες αγρύπνιες μου -και του χειμώνα και της καλοκαιριάς- και διάλεξα να είμαι το ξωτικό του εαυτού μου και ένα παιδί να έχω την άνεση να βολοδέρνει την ψυχή μου χωρίς να το χαρίζω πουθενά και βασιλιάδες, και βασίλισσες, ανώτερους να τους περιφρονάω. Δεν ήμουνα σοφός, το ξέρω...Διάλεξα να γίνω τύραννος στο ίδιο το εγώ μου και μόνος, χωρίς έρωτα να βλέπω τον καιρό μου σαν του τρελλού καμώματα ή του παλιάτσου πλάνες.. μα δεν χαρίστηκα. Αυτό με συντροφεύει.

Γι' αυτό δηλώνω πως υποκλίνομαι με αρέσκεια λατρευτική, σχεδόν με αυταρέσκεια στο ύψος του μεγάλου συνθέτη και την αξία του έργου του αναγνωρίζω σε μια πολυεπίπεδη βάση γιατί μέσα στο έργο αυτό δοκιμάζω τις δικές μου απαντήσεις σε κατάδικα ερωτήματα της ζωής μου, τη ροπή μου και την τάση μου για τη μοναξιά, την αμφισβήτηση του Έρωτα θεού μου, την ανισορροπιά μου ανάμεσα στην τέχνη του ανεμπόδιστα κωμικού και του ανθρώπινα τραγικού μου, και της μέσης οδού, της αξιοπρεπούς και πάνω από όλα του Τύραννου Θανάτου... σ' αυτόν δεν τα κατάφερα ακόμα να μην λογοδοτώ. Συμβαίνει όμως σε πολλούς και το καταλαβαίνω. Ίσως κι αύτό να είναι πάντοτε μια δεύτερη συντροφισσά μου.

Τελειώνω. Οι ερωμένες μου πολλές κι η νύχτα μία μόνο, δεν είναι και για χόρταση η λαγνεία με τις λέξεις. Καταδικάζουν αφειδώς θανάσιμα αμαρτήματα οι θανατοποινίτες συντροφοί μου κι εγώ τους αγαπάω λέμε...

Για μια σκηνοθεσία σας μιλώ παγκόσμια που αρχίζει και τελειώνει στα δωμάτιά μας νύχτα κι αργά, πότε καθένας μόνος, πότε και με παρέα, βρίσκει τον τρόπο να ανοίξει την πόρτα την κρυφή και μέσα στην οδύνη χίλια και βάλε χρώματα να τα αφήσει να ξεχυθούν κι από της νύχτας τους ιριδισμούς που σκάνε πάνω στους καθρέπτες κι από τους χίλιους τους αντικατοπτρισμούς να συναντήσει μες στη παραπεταμένη σάρκα τη γυμνή που τα ρούχα αφήνει κάτω να πέσουν και τη σημαδεμένη από τις κακουχιές του κορμιού που έψαξαν και βρήκαν τρόπο να τρυπώσουν στο κορμί του -σαν το σκουλίκι της ταπείνωσης και του δημόσιου εξευτελισμού μιας κηδείας- το κηδευονεύομενο παιδί του και τ' άλλο του εγώ που φωνάζει τον στίχο ενός άλλου κλασικού παιδιού της απροσκύνητης ειμαρμένης : "κακούς δέ θνητών εξέφην' όταν τύχηι, προθείς κάτοπτρον ώστε παρθένωι νέαι, χρόνος" και μ' άλλα λόγια "έρχεται η ώρα που όλοι γινόμαστε καλοί"... Αναρωτιέμαι τί κι αυτό μπορεί να σημαίνει κι απάντηση μόνη και σαφή ο Ιππόλυτος και ένας πρόσχαρος γυρολόγος της νυχτός μου τη δίνει...

Sunday, November 19, 2006

Εν αναμονεί...




2 είναι ο καημός της ένωσης. Το ένα να γίνει δύο. Και επίσης η συμφιλίωση με τις δυο μας φύσεις. Σκληρότητα - ευθραυστότητα, αρσενικό - θηλυκό, υλικό και πνευματικό μας μέρος κ.ο.κ. Ταυτόχρονα είναι κι ένα παιχνίδι με τις σωματικές ταχυδακτυλουργίες, αφού τα περισσότερα απ' όσα συμβαίνουν στην παράσταση γίνονται με δύο. Αλλά κυρίως είναι ο μεγάλος καημός της ένωσης, του συσχετισμού μ' ένα συνάνθρωπο. Ο καημός του Αριστοφάνη δηλαδή στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος.
(Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Δημήτρη Παπαϊωάννου στον Βασίλη Αγγελικόπουλο, εφ. Καθημερινή 19/11/2006)

Sunday, November 12, 2006

Κατευθείαν


Οίστρος και μανία διονυσιακή πάλαι ποτέ κυρίευσε τα βράδια

νύχτες αγρύπνιας μοναχά απόμειναν να στέκουν τώρα

σα κάτι γέρικους ξερακιανούς που ξόφλησαν τον ύπνο, ξύπνησα

για την υπόλοιπη ζωή στις τέσσερεις το χαραμά τους εγώ

και την ώρα αυτή νομίζω πως κοιμάμαι,

κλείνω μάτια κι ακολουθώ ένα τούνελ μυστικό και κούφιο

κατευθείαν στο πιό βαθύ, το πιό πυκνό σκοτάδι της ημέρας,

λίγο πριν την αρχή, στο τέλος μιάς ακόμη αξημέρωτης νύχτας: γίνομαι
βερμπαλιστής.

Σημαίνει πώς φοβάμαι.

Κι αυτό σημαίνει πιό βαριά το ρήμα πώς γερνάω.

Sunday, November 05, 2006

Μυρτιώτισσα


Έρωτας να ' ναι ή συμφορά
που κάποιου αγγέλου
τα φτερά έχει φορέσει
κι έρχεται ακόμα μια φορά
με τέτοια δώρα
τρυφερά να με πλανέσει
Έρωτας να ' ναι ή σιωπή
που όταν σε βλέπω
μου το κλει γλυκά το στόμα
και όταν μένω μοναχή
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα
Μα ό,τι και να' ναι το ποθώ
και καλώς να 'ρθει το κακό
που είναι από σένα
θα γίνει υπέρτατο αγαθό
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ' αγαπημένα

Sunday, October 29, 2006

Μαρία Καλουτά


Βίρα τις άγκυρες για νέους τόπους... Καλό ταξίδι...

Friday, October 27, 2006

Όταν το trendy...σφυρίξει τρεις φορές


Όχι, εδώ δε θα σταματήσει το τραίνο απόψε... 'Ισως φοβάται την ταχύτητα του μετρό... Μονάχα ο χρόνος λίγο ας επισκιάσει το παρόν, αν μπορέσει... Υπεύθυνοι όντα του παρόντος, ηθοποιοί να αιχμαλωτίσουν τη στιγμή τους και κατά κόσμον θεατρίνοι να παλέψουν για μία ακόμα ιστορική -με την έννοια του παροδικού- πνοή τους. Μια κοινωνία χρειάζεται ανάσες, πόσο μάλλον μια κοινωνία νευρωτική σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να χαρακτηριστεί νεοελληνίζουσα της ειμαρμένης. Αυτή την πορεία της μοίρας θα ανατρέψει το... trendy απόψε και το χρόνο θα κάνει πρωταγωνιστή για να αναστήσει όσα πέρασαν και να μιλήσει για όσα έχουν φτάσει μπας και ξορκίσει το κακό, μπας κι έναν μύθο ακόμα αναστήσει, μπας κι αφήσει μια πνοή θεατρίνου στον κόσμο να κάνει παρέα ο γελωτοποιός στον κυβερνήτη Άμλετ, τον όποιο κυβερνήτη... γιατί υπάρχουν πολλοί -κυρίως ο εαυτός κι ό,τι ο ίδιος αυτός πρωταγωνιστής χρειάζεται να απεκδυθεί για να φορέσει τη λευκή στολή του άγγελου με την αρχαίαν έννοια θεατρίνου.

Για να μιλήσω πιό απλά και χωρίς υπεκφυγές μιάς και ο κόμπος ώρες ώρες φτάνει στο χτένι σε μία κοινωνία όπως η ελληνική της συγχρονίας μας η δοσμένη... Μια κοινωνία ως έχει αυτή, την επιθεώρηση έχει ανάγκη, αυτό το κοίταγμα εκ των έσω και αφ' υψηλού μπας και τον Έλληνα μπορέσεις να τον πιάσεις κι από κάπου -ειδικά με το αφ' υψηλού βάσιμες οι ελπίδες να σου πετύχει ο άθλος... Ο Φασουλής λοιπόν πέτυχε στο εγχείρημά του να επιστρέψει στην επιθεώρηση, ένα είδος έτσι κι αλλιώς κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τα δικά του όπως του πρέπει και χωρίς υπεκφυγές σε εύκολα τερτίπια. Έγραψε και έπαιξε μαζί με τους συνεργάτες του κείμενα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο σπαρταριστά για να εξυμνήσει την εποχή του αμετροσέξουαλ, του ονείρου της νύχτας στα μπουζούκια, της νεόπλουτης φρεσκοκλαμμένης σαν τα γαρύφαλλα αυταπατώμενης ελληνικής μεταολυμπιακής εν τέλει πραγματικότητας αλλά και την εποχή που δεν έχει ξεπεράσει την μαλακία ως υπέρτατη εθνική αξία και εύσημο, που βρίσκεται ακόμα στον απόηχο μιας κάποιας εποχής του 80' νομίζοντας στην καλύτερη ότι την έχει ξεπεράσει. Ορίστε, λοιπόν εδώ πεδίον δόξης λαμπρόν μας θύμισε ο Φασουλής εχτές το βράδυ γιατί αμ, δε που τον πιάνεις τον Έλληνα -ούτε και μέσα σε αίθουσα θεατρική όπως μου επιβεβαίωνε κάθε τόσο μια κυρία στην πίσω σειρά που εν μέσω πυρετώδους ρυθμού παράστασης μιλούσε αναπόσπαστη στο κινητό της να κανονίσει δεν ξέρω τί της επέβαλε το άγχος της στιγμής της, την ίδια ώρα που μια άλλη δίπλα μου χάριζε ελπίδες όταν συνεπαρμένη από το κέφι της παράστασης σοκαριζόταν σύγκορμη σε κάθε βωμολοχικό αστείο με πρόσχημα εύθυμο "τραβάτε με κι ας κλαίω"...

Η επιθεώρηση λοιπόν εχτές μας πέτυχε και είχε αυτό να συμβεί χρόνια. Ήμουν μικρός και ευτυχής όταν πρόλαβα μια από τις τελευταίες έντιμες προσπάθειες επιθεωρησιακού θεάτρου, το "Costa Cola ζητάς", προβεβλημένο από έναν τηλεοπτικό δέκτη η ταυτότητα του οποίου διαφεύγει αυτή τη στιγμή στην ανάμνησή μου. Θυμάμαι πόσο θύμωνα επίσης όταν οι μεγάλοι συγγενείς της οικογένειας μας εμπιστεύονταν κάτι βράδια στις γιαγιάδες γιατί είχαν κανονίσει την έξοδο τους στο Βέμπο να δουν τον Λαζόπουλο ή τον Φασουλή, την Άννα Παναγιωτοπούλου ή την Υβόνη Μαλτέζου σε παλιές λαμπερές επιθεωρήσεις. Και πιο πολύ θύμωνα όταν οι γιαγιάδες που μας κρατούσαν εκείνα τα βράδια προσπαθούσαν να καταπραϋνουν το παιδικό μου μένος να δω και εγώ τους λαμπερούς πρωταγωνιστές, τα φώτα που από τότε ζήλευα να γίνω, με διηγήσεις από δικές τους επιθεωρησιακές παραστάσεις που είχαν δει και όπου σε ιστορικά πια νούμερα πρωταγωνιστούσε κάποια κυρία Ρένα Ντόρ, η Βασιλειάδου ή ο Αυλωνίτης.
Χτες το βράδυ λοιπόν κι εγώ πήρα την εκδικησή μου... Σε κάθε ατάκα της Καστάνη έκλεβα και λίγο απ' την πνοή μου, σε κάθε σκίρτημα του Φασουλή θυμόμουνα και πάλι την παιδική ψυχή μου και την ευχή μου μια μέρα να σταθώ κι εγώ κάτω από το φως, να βγάλω ένα ψάθινο καπέλο που θα φοράω και να υποκλιθώ έντιμα μπροστα στο απαστράπτον κοινό μου...το υλικό και το άϋλο... με τις γιαγιάδες και τους παππούδες, τη μαμά και πιο πολύ τον μπαμπά κι ας τον φωνάζω πατέρα και κάπου παραδίπλα τη Ρένα, τον Ορέστη, την Γεωργία, τον Λογοθετίδη να επικροτούν τα αστεία πιά της δικής μου εποχής, της δικής μου κακοδαιμονίας, με τα γέλια τους δικούς μου εφιάλτες να σκορπάνε... όπως τότε που περίμενα ως αργά τους δικούς μου να ρθουν μές τη νύχτα από ένα κατάφωτο θέατρο, μέσα στη σκοτεινιά ενός παιδικού δωματίου που όλα του τα φώτα άναβε τότε ακόμα μόνο η φαντασία μου...

Wednesday, October 04, 2006


Της καθημερινότητας εκδίκηση και του πραγματικού διεκδίκηση σε έναν πρώτο απολογισμό από τους πολλοστούς λέω την τέχνη του υποκριτικού... Όχι γυναίκα ερωμένη, ούτε γη της επαγγελίας χρυσή και ευτυχία όχι... Απλή διεκδίκηση, η μόνη πραγματική. Είναι ειρωνεία το απόλυτο των ορισμών; Την τόλμη συγχωρείστε... Και την έπαρση... Το παρόν αυτοσυντηρείται...

Monday, September 18, 2006

Οδυσσέα Ελύτη - ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ



Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας

Και η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο

Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να' ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά κι ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να δώσει μιάν αλήθεια

Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποιήμα.

Friday, September 08, 2006

Αύγουστος, φώτα... στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά...
φεύγουν οι φίλοι... φεύγουν τα πλοία...
με γέλασες και είν' αργά...

Ήρθ' ο Σεπτέμβρης... ήρθ' ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή...
χάθηκα μέσα στη ζωή μου...
χάθηκες μέσα στη βροχή...

Για τη ζωή που σκεπάζουν τα φύλλα στο ξεκίνημα του φθινοπώρου κι αρχίζουν να πέφτουν σιγά σιγά και για τον αέρα που κρυώνει μαζί τους όσο εκείνα κιτρινίζουν για να γίνουν πορτοκαλί ή κόκκινα στην ύπαιθρο χώρα το ταξίδι. Στην πόλη μέσα το φθινόπωρο το νιώθεις στα κυτταρά σου, είναι κι αυτό ιδιωτικό, σε δωμάτιο κατά μόνας ανατριχιάζεις με τα παράθυρα ακόμα ανοιχτά. Ρούχα ακόμα ακριβώς να αλλάξεις δεν μπορείς - άσε που τσινάς κιόλας γιατί δε θέλεις-, αλλά στην πλάτη νιώθεις το ελαφρύ αεράκι να περονιάζει το λεπτόφλουδο πουκάμισο που μέσα στον καύσωνα σου ερχόταν να το σκίσεις για να ελευθερωθείς απ' την καυτή σου σάρκα. ΄Οχι, δεν τέλειωσε έτσι εύκολα το αποσμητικό με άρωμα πεύκου, δέντρο ανδροπρεπές και αιχμηρό, αειθαλές... πουλάνε τα μπουκαλάκια αφειδώς στα σούπερ μάρκετ, άρα το καλοκαίρι θα ξανάρθει κι ο έρωτας μαζί σαν διαφήμιση από παγωτά έστω της Δέλτα σε κάποια γειτονιά της Νίκαιας στην Αθήνα. Ναι, δεν χαλαρώνεις τόσο εύκολα στο μπαλκόνι να δεις για πολλοστή φορά την Καρέζη να επιδίδεται σε κοκοράκια τρυφερότητας βραχνής γλυκαίνοντας τον ουρανίσκο σου με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι να λιώνει μπας και νιώσεις και εσύ τι θα πει στα ελληνικά κωμωδία του 60' μα το αλλοπαρμένο σαν φυλλαράκι στον άνεμο μυαλό σου φέρνει αυτό το τραγούδι το τελευταίο να σε προϊδεάζει για χειμώνα και να σκέφτεσαι την πρωταγωνίστρια που στη μικρή δυστυχώς οθόνη σε διασκεδάζει γλυκόπικρα καθώς χυμάει μες την καρκινική σου σκέψη, την ανάποδη, ένας χαμός το '92. Δεν είμαι νοσταλγός, ούτε αρκούδα να κάνω βήματα στη χειμερία νάρκη πιο νωχελικά, ούτε και φυλλαράκι για να πέσω, κρατάω κόκκινο νοτισμένο από βροχή και δυο μάτια μπλέ για πάντα με πείσμα να έχω να κοιτάζω.

Sunday, August 27, 2006

Ωραίες κοιμωμένες...

Απόπειρες πέντε χτες για καταχώρηση τρίτη στο blog μου. Αν είναι ο άνθρωπος ψυχαναγκαστικός δεν κρύβεται ούτε στον κόσμο του διαδικτύου... Τρεις, πέντε, να συνθέσω σκέφτηκα έστω και λέξεις δεκαπέντε και όμως ανεπιτυχώς. Δεν τα κατάφερα. Από παιδί το ένιωθα. Το αδιέξοδο του δεκαπενταυγούστου με φτάνει πάντα κάπου, αλλά... ως εδώ και μή παρέκει... - χωρίς την επιθετικότητα του όρου. Πισώπλατα και στη μέση του μήνα του τρίτου δέχεται το καλοκαίρι το πλήγμα το πρώτο κι εμείς ονομάζουμε Μαρία και Παναγιώτη αγαπημένους μας για να βαφτίζουμε γιορτή ό,τι ωραίο σημαίνει "τελειώνω"...
Και χριστιανικά να το πάρεις, ημέρα όπως την χθεσινή τις χάνεις τις ελπίδες που τρέφεις για το θείο αφού και μια παρθένος αφιερωμένη κοιμάται ύπνο αξύπνητο, όπως τον θάνατο βαθύ. "Αλλά σωπαίνω... Τη γλώσσα όταν πατά μεγάλο βόδι" φέρνω την ομορφία του Άργους στην πόλη της Παλλάδας. Εκδίδει μέσα στον Αύγουστο άδεια περιπάτου για τυχερούς που μένουν πίσω. Για μια γυναίκα με τρία πρόσωπα -αρχαίο, χριστιανικό, νεοελληνικό: σε τρεις τοίχους κλεισμένη Ελλάδα- δανείζομαι τα λόγια αρχαίου φύλακα για να ντυθώ το δικό του προσωπείο τα βράδια που την πόλη άδεια γυρίζω. Προσθέτω: "Κοίμησις Θεοτόκου έφτασε να σημαίνει μετάστασις ονείρων"...
Ανακαινίζονται κι αυτά όπως και οι μύθοι μας, όπως το θέατρο στην οδό Αμερικής, στο τέσσερα συγκεκριμένα. Μας πήρε χρόνια δέκα όπως και στο αρχαίο χορικό για να αναστήσουμε το μύθο της Αλίκης. Πάντα καταπώς μας συνέφερε εκμεταλλεύομασταν την αθωότητα σ' αυτό τον τόπο. Για να πληρώνει μονάχα αυτή το πρόστιμο στο τέλος που λέει κι η Νικολακοπούλου. Ας περισώσουμε την αίγλη της με τη μαρκίζα γράμματα πέντε κόκκινα και λαμπερά για να κοσμήσει το όνομά της θέατρο κεντρικό της Αθήνας... Τί μας κοστίζει; Το πολύ κάμποσες εμπορικές επιτυχιές ακόμα, αν και μιά λάμψη λίγο πιό θαμπή, τη λάμψη που πάντα θα απολογείται σε εκείνης...

Με πανσέληνο είναι κακό να φτάνεις



Από την άλλη πλευρά του καθρέπτη λοιπόν. Αντιμιλώ. Είμαι ξένος και την φιλοξενία σας δοκιμάζω. “Περπάτα, περπάτα” μου είπαν “κι όπου σε βγάλει πες το πατρίδα εκεί που το γεμάτο φεγγάρι ασημώνει της ελιάς το φύλλωμα… να το θυμάσαι.. έτσι βρήκε και ο Ορέστης την Αθήνα..”
Ήξερα πως είχα τρεις μέρες καιρό. Ο τόπος πάντα βρίσκεται, ο χρόνος είναι θέμα, αν θα προλάβεις ή θα σε προλάβει, μη φανταστείτε δηλαδή και κανένα δίλημμα μαθηματικό. Οι αλγεβρικές εμπειρίες δεν ψάχνουν αριθμούς να καλύψουν τα άγνωστα χ τους. Ποιότητες ζωής ιχνηλατούν στους καθρέπτες και να ξέρεις να πατήσεις τους χάρτες ζητάνε. Σταδίου, Φιλελλήνων, Αρεοπαγίτου… αν βγεις στη Συγγρού άλλαξες δρόμο και πολιτισμό κι άντε να βρεις τον ευεργέτη…
Εγώ κι εσείς ας πούμε βρήκαμε τον σωστό, τον αρχαίο, τον κλασικά ελληνικό. Πεζόδρομος χωρίς αυτοκίνητα, επομένως και δίχως λακούβες, αλλά και δίχως φώτα, μαύρος και σκοτεινός. Ήταν και νύχτα δίχως ήλιο βλέπεις, όμως κατάλαβα πως έφτασα γιατί είδα το ολόγιομο φεγγάρι πως ασήμωνε της ελιάς τα φύλλα.
Όταν έφτασα κοιτούσατε ήδη το φεγγάρι. Δε σας αδικώ. Κι εγώ αυτό προσέχω. Ήταν ολόλαμπρο και φωτεινό, εντυπωσιακό….Ωραίο. Και είχατε ανάγκη κι από φως μέσα σε τέτοιο σκοτάδι και τόσα δέντρα. Γλεντήστε. Εγώ ξαπλώνω… κι ας ξέρω ότι απ’ την κραιπάλη σας αύριο πάλι μόνος θα’ μαι…

Saturday, August 26, 2006

Αγγελικό και μαύρο, φως...

Γιατί οι εικόνες δικαιώνουν μονάχα ποιητές που μοιάζουν λίγο με προφήτες... Είδαν ό, τι είδαν πριν καιρό κι εμείς ταξιδεύουμε πελαγωμένοι να αποτυπώσουμε, αν μπορέσουμε, εικόνες της ψυχής τους...

Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα.

Saturday, August 19, 2006




Τί σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα!

Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ! Αλλά φύγε!

Γιατί αν μπορούσα να σε σκοτώσω,

θα σε σαβάνωνα σε μιά κάσα

και θα κεντούσα το σάβανό σου

με μανουσάκια και με βιολέτες.

Sunday, August 06, 2006

Αντιγόνη

Με ποδιά ντυμένη
παιδούλα ξώφτερνη
αγοροκόριτσο από τα γεννοφάσκια
χωρίς ντροπή
φώναζες κλεισμένη στο κελί
αδύναμη να ξεσηκώσεις το θάνατο στα κεντίδια
όπως παλιές καλές αρχοντοπούλες συνήθισαν στον αργαλειό.

Ύφανες δικό σου μοιρολόι
ξέφευγαν οι λέξεις ξέφευγαν κι οι σκέψεις σου, πολλές
μεσα στα κλάμματα ονόματα που συγκρατούσες στην ψυχή σου
ο αδελφός, η αδελφή, ο ξάδελφος, το δικό σου
κι αγκάλιαζες ανθρώπους που βλεπες περαστικούς
για να λες μυστικά "αδελφέ μου" στ' αυτιά τους.

Με πόση χαρά γύρισες και μου είπες κάποτε:
"Ο πατέρας μου εμένα δε χάθηκε στο χώμα"[...]

Αντιγόνη του Σοφοκλή - Νέα Σκηνή - Επίδαυρος, 5 Αυγούστου 2006

Στέκομαι πάντα ενάντιος -για να αμυνθώ- και σκεπτικός απέναντι στην ελληνική φάρα. Την τάση να αποθεώνει και να καταδικάζει δεν αντέχω, "πριν από σας, για σας!" θα λέγανε οι προσφιλείς διαφημίσεις. 'Ετσι κι εδώ... Το πριν της αψίκορης ελληνικής καρδιάς κατέκλυσε το σύμπαν με διαφημίσεις και καταναλωτές ανταποκρίθηκαν για να αναλώσουν αυτή τη φορά θέαμα σε επιδαύριο αλώνι, καθότι και διακοπές...

Δεν διακόπτεται τίποτα στον Έλληνα, η νεύρωση δεν επιτρέπει παύσεις, μεταφέρει το αλληλοφάγωμα και σε θεατρική ορχήστρα. Την ίδια ώρα η τέχνη τον απασχολεί και όλα αυτά συλλήβδην τα καταδικάζει. Τα είσιτήρια εξαντλήθηκαν, Λευτέρη, κάνε κάτι...

Χωρίς διακοπή κι από τα πριν όλα ξεκίνησαν να μιμηθούν κινήσεις αστεριών που παρακολουθούσαν. Σα να θελαν κι αυτά ν' ακούσουν τα πρώτα λόγια τα γνωστά, του Σοφοκλεόυς βεβαίως βεβαίως, αντίλαλο βιβλίων μαθητικών για ένα γένος κοινόν, το γένος το αυτάδελφον, καθώς πάσχιζε εμφύλια μοίρα για να αλλάξει. Μας τα έμαθαν και παρελάσαμε γι' αυτά. Ζήτημα μεγάλο ένα να κάνει χωριό -ή και πόλη- με πολλά, να θάψει τα δικά του, ν' αποδεχτεί τον άλλο, να γίνουν δεκαπέντε ή δεκαεφτά όλοι μαζί κομμάτια...

Και πάντα ένα και μόνο σκηνικό: τόπος ξερακιανός μες τα σπαράγματα εποχών, πολιτισμών και τάφων. Στις πέτρες να πατάς κι αυτές να αντιβογγάνε βάρος δικό σου κι όσων πέρασαν βάρος να κλείνουν μέσα. Αθάνατο είναι σκέφτομαι μόνο το καλοκαίρι -η ειρωνεία μέσα σε τόσα προβλήματα τόσος ήλιος! Ίσως να δίνει φως όμως σε αυτή την αντίγωνη - επιτρέψτε μου, Έλληνες, τη λεξιπλασία- πλευρά του καθρέπτη...