Sunday, March 29, 2009

Ακόμα ένας θεατρινισμός



Το θέμα είναι ότι εσύ βλέπεις αυτό. Εγώ όμως παίζω αυτό που ακούγεται, όχι τη σαχλαμπούχλα που βλέπεις. Λοιπόν...

Κοίτα εγω, αν μου επιτρεπεις
Δεν ειμαι μονο αυτο που βλεπεις.
Κι ειναι φορες που αναρωτιεμαι
Πώς καταφερνω και κρατιεμαι...


Του το κραταω αυτου του κοσμου
Που δε μου ανηκει ο εαυτος μου
Γι’αυτο τα διχτυα που του ριχνω
Ειναι οσα θελω εγω να δειχνω.

Κοιτα εγω, αν θες να ξερεις
Ειμαι ολα αυτα που αναφερεις
Μονο που καπου, κατα βαθος
Οποιος με ξερει κανει λαθος...


Για λογαριασμό μου μίλησε (άλλη μια φορά): Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Α, κι ο Ρόμπερτ Ντενιρο (σε πρώτη παγκόσμια αποκλειστικότητα).

Και τώρα εγώ μπορώ να ξαναβγάλω φυσικά το σκασμό
Σουσάμι, κλείσε!

Thursday, March 26, 2009

Muteny



Ωραία, τώρα μπορώ να ξαναβγάλω το σκασμό.
Αλλά αν κατάλαβες καλά λέξη δε σταύρωσα από το τραγουδάκι.

Sunday, March 22, 2009

Λύκος


Να ταν αλλιώς, θα χα φωνή και θα έβρισκα την ευφράδεια που λένε οι άνθρωποι τα σύκα σύκα ή τον τρόπο να πλάθω άλλες εικόνες, έστω πλασματικές που γίνονται καμιά φορά και ολόκληρα συναρπαστικά παραμύθια ή ιστορίες που λένε γι' αγρίους. Εγώ πάντα χωλός. Νιώθω, όμως δεν αποκαλύπτω τίποτα κι ούτε κανένας συμμερίζεται τον οίκτο μου. Σε ένα στενό δωμάτιο κλεισμένος δεν θα βρω ποτέ το κουράγιο να αποδράσω. Όχι οι τοίχοι, αλλά το ίδιο το σώμα μου. Μπορεί και να μαι λύκος, ποτέ δε θα φανερωθώ. Ας πρόσεχα, μου πεσε βαριά η φόλα για δείπνο. Και τώρα αλυχτάω.

Monday, March 16, 2009

Willkommen, slumdog


Θα' ρθουνε στιγμές δάκρυα γεμάτες... μόνη σου θα κλαις σβήσανε θα λες της ζωής οι στράτες..
Ένιγουέη, ραδιόφωνή μου, σκάσε!... Η αλήθεια είναι ότι έρχονται στιγμές που οι άλλοι άνθρωποι ζητούν από εσένα μια υπέρβαση. Ναι, ακόμα και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που ξέρεις πως όταν θα έρθει η δική σου σειρά να ζητήσεις τη δικιά τους υπέρβαση δε θα σου τη χαρίσουν. Προφανώς επειδή απλά και μόνο είναι οι άνθρωποι -σε μερικά πράγματα δε χωράει καμία περαιτέρω δικαιολογία και δεν πρέπει τίποτα περισσότερο να προσάπτεις σε ένα σκέτο γεγονός. Αnd so the story goes... Ένα παζάρι γενναιοδωρίας ίσως και να λέγεται καθημερινότητα σε κάποια γλώσσα υποθέτω. Ο μεγαλύτερος πόνος δεν είναι το κουρασμένο σώμα, το κάψιμο στα πόδια κάθε βράδυ τέτοια ώρα που βγάζω τις κάλτσες και βλέπω τα πόδια της χήνας, ούτε το στραμπούληγμα, σβώλους σβώλους ολόκληρη η πλάτη τόπους τόπους απλωμένη στο κρεβάτι, ούτε καν το στομάχι στριμμένο από τον καφέ και την αφαγία ούτε καν το πρόβλημα ότι συμβιβάζεται κανείς άνευ λόγου και ουσιαστικής αιτίας, ούτε κι η μέρα που μοιράζεται σε κουτσουρεμένα οχτάωρα, ένα για τον ύπνο, ένα για το χαμαλίκι κι ένα τελευταίο πιό επώδυνο για το τίποτα που δεν προλαβαίνεις να κάνεις. 700 ευρώ πάνω κάτω: τόση γενναιοδωρία δε σου φτάνει; To πρόβλημα είναι το κεφάλι που αντιστέκεται. Και η μόνη παρηγοριά ότι ίσως κάπου μακριά σε έναν άλλο κόσμο στον οποίο μπορεί να γίνηκε κάποτε στ' αλήθεια και εκείνη του Σαχτούρη η άλλη αποκριά μπορεί ένας παλιάτσος να εκτελέσει κάποια στιγμή έστω φάλτσα -επειδή τραγουδάει μέσα στα σκατά- ένα τραγούδι από την όπερα των ζητιάνων.

Thursday, March 12, 2009



Il y a longtemps que je t'aime
Jamais je ne t'oublierai

Friday, March 06, 2009

Clock in


Το παράδοξον σου της φωνής δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται.
Α' χαιρετισμοί


Έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου; Εσύ κοιμάσαι. Ξυπνάω νωρίτερα απ' ό,τι πρέπει το πρωί. Από το άγχος μήπως έχει χτυπήσει το ξυπνητήρι, εγώ ατάραχος μέσα στον ύπνο δεν το έχω ακούσει ή το έχω ακούσει, το έχω κλείσει και έχω ξανά κοιμηθεί. Φοβάμαι. Μην καθυστερήσω.

Σχεδόν μια ώρα νωρίτερα: Ξαφνιάζω μες τον ύπνο, πιστεύω αδικαιολόγητα ότι κοιμήθηκα πολύ -άσχετο που και χτες βράδυ πήγε τρεις για να κλείσω μάτι και σήμερα ήταν 7 και κάτι το πρωί όταν άνοιξα το μάτι που έκλεισα χτες βράδυ, τέσσερις ώρες είναι λέω πολύ με έναν πρώτο πρόχειρο υπολογισμό μέσα στο αγουροξυπνημένο μυαλό μου-. Ευτυχώς ακόμα είναι εφτά και κάτι. Έχω ακόμα μια ώρα ύπνο. Είναι λύτρωση αυτό το περιθώριο που μου παρέχει αυτή η ώρα. Μόνο αυτή την ώρα ο ύπνος είναι πραγματικά η λύτρωση. Γιατί πολύ απλά αποκτά η στιγμή την προοπτική για μια ώρα ακόμα. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Τόσο κρατά η λύτρωση.

Έχω υπολογίσει την ώρα της διαδρομής και κατά συνέπεια την ώρα που το ξυπνητήρι χτυπάει, μισή ώρα νωρίτερα απ' το χρόνο που αντικειμενικά χρειάζομαι για να φτάσω στη δουλειά. Δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στα τρένα και τα λεωφορεία. Φτάνω τελικά μισή ώρα νωρίτερα. Τα τρένα έγιναν πιό συνεπή -μπορεί κι ο ψυχαναγκασμός μου. Θα κάνω τετράγωνα τριγύρω απ' τη δουλειά μέχρι να φτάσει η ώρα να χτυπήσω στο μηχάνημα την κάρτα.

Ψάχνω παγκάκι. Δε βρίσκω. Τελικά παίρνω απόφαση και κάθομαι στο παγκάκι μιας στάσης κάποιου λεωφορείου. Βγάζω το βιβλίο, αρχίζω να διαβάζω. Ραγδαία επιδείνωση του Θανάση Χειμωνά, τελευταίες σελίδες. Μια κυρία καθισμένη δίπλα μου γυρίζει και κοιτάει το βιβλίο. Προσπαθεί να διαβάσει τον τίτλο του μυθιστορήματος. Την βοηθώ να το δει χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Με ξανακοιτάζει. Νιώθω τα μάτια της στο πρόσωπο μου ετούτη τη φορά. Για τον ίδιο λόγο που είμαι ανασφαλής προσπαθώ να βρω τώρα μέσα στον κόσμο την ασφάλεια μου. "Δεν είναι περίεργος ο νεαρός, διαβάζει περιμένοντας απλά το επόμενο λεωφορείο", διαβάζω τη σκέψη της, όπως εκείνη το βιβλίο. Μόνο που εγώ έχω ήδη φτάσει. Πιο ραγδαία δε γίνεται. Βάζω μέσα το βιβλίο.

Σηκώνομαι, παίρνω δρόμο από τη στάση, από την κυρία που μου φάνηκε λίγο περίεργη -ίσως απλώς απ' την παραξενιά μου. Στο δρόμο συναντώ τυχαία τους ίδιους ανθρώπους που ήμασταν μαζί στον ηλεκτρικό, πηγαίνουν στη δουλειά τους, μπαίνουν σε διαδρόμους, μικρά γραφεία και στοές, οι ζωές μας γέμισαν και τακτοποιήθησαν σε κούτες. Να, κι εκείνη που μπαίνει στο φούρνο με κάτι λαχταριστές τυρόπιτες, μέσα στο τρένο την κάλεσαν στο κινητό, είπε "καλημέρα, ναι, είμαι καλά", μετά σταμάτησα ν' ακούω. Για μια στιγμή είδα τον Αχιλλέα από μακριά, πρώην γκόμενο μιας φίλης ηθοποιού -η Δανάη μακάρι να χε παράσταση χτες και τώρα να κοιμάται-, δε με είδε, δε μίλησα. Τώρα κοιτάζω μια άλλη γυναίκα, αυτή δεν ήταν στον ηλεκτρικό, είναι τώρα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δεν προσέξε, βρήκε σε μια κολώνα, πώς τραντάχτηκε προς τα πίσω ολόκληρη. Και απλώς συνέχισε. Τη θαυμάζω. Γιατί λένε ότι γελάς με το πάθημα του άλλου; Γελάει με τραύματα όποιος δεν πληγώθηκε ποτέ, πρώην γκόμενος κι ο Ρωμαίος.

Η μισή ώρα πέρασε. Κρατάω ήδη την κάρτα και κατευθύνομαι στο μηχάνημα. Σκέφτομαι την ερώτηση "έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου;" και την κατάφαση "εσύ κοιμάσαι". Αναρωτιέμαι πού απευθύνομαι. Απαντώ: "εγώ στον εαυτό μου". Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα κατάφερνα πριν τις 11 το πρωί. Τέτοιες ώρες είμαι εγώ, είμαι και ένας άλλος. Ευτυχώς πάντως υπάρχουν ξυπνητήρια και κάρτες να επιβεβαιώνουν τουλάχιστον την έγκαιρη προσέλευση μας στο χώρο.

Tuesday, March 03, 2009

Αρνητικό φωτογραφίας από την άνοιξη


Σταμάτα να μιλάς, πώς μπορείς έτσι αυθαίρετα να ξεστομίζεις λέξεις δικές σου στο μαύρο χαρτί, εδώ δεν κατάφερες καλά καλά να πεις δυό τρεις κουβέντες άλλων πάνω σε σανίδι, βρήκες το θράσος δικό σου λόγο τώρα κι αρθρώνεις. Ο Μάρτης ευτυχώς κρατά ακόμα γερά μέσα του χειμώνα τον καιρό, αλλιώς θα κινδύνευες να κατηγορηθείς: πρώιμη μυγδαλιά μέσα στην καταιγίδα. Τόσο φως άπλετο το σκοτάδι. Στα παρασκήνια κατέφτασε αντανάκλαση: ανθίζουν δειλά δειλά κι οι πέτρες ή τάχα επιβεβαιώνουν: η άνοιξη ένα απεγνωσμένο πείραμα είναι. Mε το θάνατο. Η ανάσταση άρχισε να θυμώνει. Κι η μέρα μεγαλώνει. Από τους κόπους μας. Μεγάλη η Τεσσαρακοστή.