Wednesday, December 08, 2010

Καρό


Κάπου γίνεται ανταλλαγή, στα νήματα ανάμεσα στη μια ζωή και στην άλλη, ανάμεσα στη μέσα και την έξω ζωή, ανάμεσα στη δική σου και τη δική μου ζωή, τη φορεμένη και τη γυμνή, την πλυμένη και την άπλυτη, τη ζωή που νιώθεις και θες να βγάζεις στη φόρα, ανάμεσα στα χρώματα και τα συναισθήματα. Εύκολο θα ήταν να δίνουμε ονομασίες στα συναισθήματα με βάση το χρώμα. Θα είχε πολιτικό λόγο, θα είχε κοινωνικό αποτέλεσμα; Τα συναισθήματα των χρωμάτων να είναι συνάθροιση των συναισθημάτων. Όχι σα δημοσκοπήσεις σε γκάλοπ γιατί είναι απλοϊκό είτε να μένεις προσκολλημένος είτε να σου ξεφεύγουν οι αποχρώσεις.

Κάποτε το μπλε αγαπούσα κι ήταν ακόμα περίοδος μπλε όταν ξεκίνησα να γράφω τα πάντα με κόκκινο κι ήταν αυτό μια συνειδητή επιλογή, από μια μπλε εγκεφαλική επιλογή ήταν που ξεκίνησα να γράφω στα κόκκινα, ήταν μπλε απόφαση να εξαναγκάσω την επιλογή να μπω στην κόκκινη περίοδο και να την εκβιάζω, ένα ολόκληρο κόκκινο χρονικό διάστημα που παλεύω γι' αυτό να το τρέφω για να ζω - όχι να ξύνω τις πληγές μου - και έγινε το κόκκινο επιλογή και όλα τα συναισθήματα θέλω να είναι κόκκινο από κόκκινο, παράφορο και εγκληματικό, κόκκινο ολοζώντανο.

Είναι τώρα πάλι λίγος καιρός που έχει επιστρέψει και με πολιορκεί πάλι το μπλε. Στεναχωριέμαι βαθιά με την αδυναμία μου αυτή να θητεύσω αβλεπεί στο κόκκινο μα δε θέλω να τζογάρω πάλι στο μπλε. Κάποτε το μπλε αγαπούσα γιατί ήταν το χρώμα της μνήμης και της φαντασίας, τώρα λατρεύω το κόκκινο γιατί είναι το χρώμα της παραφοράς και της εκπλήρωσης. Κάποτε πίστευα ότι πρέπει να θυμάμαι και τώρα θέλω να ξεχνάω. Επιδιώκω να ξεχνάω επειδή δε μπορώ να ξεχνάω ότι δεν πρέπει να ξεχνάω. Έτσι πορεύεται η χρόνια διαθεσιμότητά μου. Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι ότι θέλω να αγοράσω ένα πουκάμισο, τετράγωνα καρό, κόκκινο, μπλε και μοβ.

Μου άρεσε ο Τόκος του Δημητριάδη και του Βογιατζή γιατί όλοι έχουμε χαθεί σ' ένα κτήμα. Καιρός να σκοτώσουμε και κανένα παιδί. Εμένα με έπαιρναν βόλτα τα Σάββατα στην Κηφισιά. Ακόμα και τώρα τα Σάββατα το πρωί θέλω να πάω στην Κηφισιά. Υπάρχει μέσα στο μυαλό μου εκεί ένα ιδανικό σπίτι που δεν το είδα ποτέ κι ένα κτήμα, είναι καλοκαίρι, έχουν μαζευτεί όλο νεκροί εκεί, όποιος πεθαίνει πηγαίνει εκεί - είναι περίεργο πώς γίνονται όλοι καλοί αμέσως μόλις πεθαίνουν, μόλις πεθαίνουν όλοι γίνονται ήρωες καρτουν και ήρωες παιδικοί κι ακίνδυνοι, παραμυθένιοι και χάρτινοι, ακόμα και οι κακοί γίνονται χάρτινοι γιατί είναι πιά αναγνωρίσιμα κακοί και γίνονται άκακοι. Θα πάω κι εγώ μια μέρα εκεί, όσο περνάνε οι μέρες τόσο περισσότερο το νοσταλγώ κι αυτή η νοσταλγία στο παρόν, αυτή η μνήμη του μέλλοντος που δεν έχω ζήσει με ακυρώνει, με κάνει επίσης να φοβάμαι, δεν ξέρω αν είναι ο παράδεισος ή η κόλαση εκεί, είναι καλοκαίρι, αλλά κι αυτό ακόμα δεν ξέρω πιά αν μ' αρέσει. Υπάρχει ομολογουμένως μια σύγχυση στην εποχή, όπως υπάρχει σύγχυση μέσα μας για το παρόν και το μέλλον του χρόνου, σαν την έκφραση που λέμε 'του χρόνου' και τη σύγχυση αυτή τη βλέπεις στα ίδια τα καιρικά φαινόμενα αποδεδειγμένα. Πόσο αργεί να χειμωνιάσει. Δεδομένης της ελληνικής πραγματικότητας εγώ ώρες ώρες σκέφτομαι ότι έτσι όπως συμβαίνει αυτό το παρατεταμένο φθινόπωρο - καλοκαίρι επιδεινώνει την κατάσταση. Την επιβεβαιώνει. Είσαι στη χαρακτηριστική χώρα που έχει το πρόβλημα. Και πρέπει να σκοτώσει μια ακόμα γενιά, ένα ακόμα παιδί.

Κάποτε ήταν και το καλοκαίρι αγαπημένη μου εποχή ίσως επειδή γεννήθηκα καλοκαίρι ίσως γιατί το καλοκαίρι όλα τα προβλήματα φαίνεται να εκτίθενται σε πιό εύκολες συνθήκες, υπάρχει τότε από τα ίδια τα καιρικά φαινόμενα και τη γεωγραφική μας τοποθεσία πάντα μια διέξοδος πολύ πραγματική και σε προστατεύει, θέλω να πω δε σε νοιάζει, έχεις την ασφάλεια να κοιμηθείς ακόμα και κάτω από ένα πεύκο και μια ελία ή ένα κυπαρίσσι, η τραγωδία κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό είναι χαρακτηριστική μας διασκέδαση.

Στη δραματική σχολή στο μάθημα της σκηνογραφίας μας ζήτησαν να φτιάξουμε μια ματιέρα με τα χρώματα που θεωρούμε ότι ταιριάζουν στην κάθε εποχή κι εμένα μέσα από την άσκηση αποδείχτηκε ο χειμώνας αγαπημένη μου εποχή και συνειδητοποίησα τότε ότι είναι όντως η πιό παραγωγική μου εποχή, με αποκορύφωμα το χριστουγεννιάτικο μήνα Δεκέμβρη. Ίσως τα Χριστούγεννα μ'αρέσουν γιατί μπορώ να γεννήσω. Τα Χριστούγεννα είναι ίσως η πιο παρθένα θηλυκή μου στιγμή.

Επίσης μου άρεσε και η Χώρα προέλευσης γιατί παρουσιάζει το σύνδρομο μιας ακαθόριστης παιδικής ηλικίας στην οποία πάντα καταφεύγεις συνειδητά ή ασυνείδητα, ψυχαναλυτικά και μη ως αναφορά και παρουσιάζει με τον εξίσου αδιευκρίνιστο τρόπο ένα κοινωνικό και πολιτικό συνονθύλευμα μιας αιμομικτικής ιστορικότητας των τελευταίων τριάντα χρόνων. Τα τριάντα αυτά χρόνια είναι η ηλικία μου και τα συναισθήματά μου, το μπλε και το κόκκινο, μια αδικαιολόγητη και αδιευκρίνιστη αιμομιξία και ο παραλογισμός αυτής της χώρας είναι ένα πουκάμισο καρό, μπλε, κόκκινο και μωβ. Και μάλλον δεν πρέπει να το αγοράσω.

Και είδα και το Γλάρο του Τσέχωφ. Θέλω να παίξω το Γλάρο γιατί είμαι ηθοποιός. Κάνω παιδικό θέατρο. Κάνω την ήρεμη χήνα. Θέλει να πετάξει με ένα κοπάδι αγριόχηνες. Κάνω αυτή την ανάρτηση γιατί ποτέ δεν πίστεψα στην πολιτική. Δεν κάνω αυτή την ανάρτηση γιατί αρέσκομαι στο ριάλιτι σόου. Κάνω αυτή την ανάρτηση γιατί αν δε μιλήσω, θα σκάσω. Κι ίσως για να καταφέρω να ξεράσω όλο το κόκκινο, το μπλε και το μωβ.

Thursday, December 02, 2010

Ανθοδέσμη


Έχω μια ανθοδέσμη αφημένη, παρατημένη σχεδόν
απ' την άνοιξη, εδώ και καιρό
στη γωνιά του ντουλαπιού της κουζίνας
πάνω πάνω
ανοίγω κλείνω ντουλάπια βράζω νερό
οι υδρατμοί ολοένα περισσότερο την αποξηραίνουν
την ξεχνώ μέσα σε τόσες
αναθυμιάσεις κι επεξεργασίες
πλένω πιάτα γυρισμένος την πλάτη
χωμένος στο νεροχύτη
ύστερα ξαφνικά θυμάμαι
πισώπλατα
έξω από το καθημερινό
δε χρειάζεται να βλέπω
θυμάμαι
γυρίζω νευρικά και φευγαλέα
συστρέφομαι και γίνομαι φιόγκος
την κοιτάζω
αποστρέφομαι ξεγίνομαι φιόγκος
τρίβω μαχαιροπήρουνα
πώς να ζωντανέψω τα χρώματα
αυτό το κουφάρι τι το κρατάω εδώ
τρίβω πιάτα χορεύω στα χέρια
δε μου αρέσουν τα πεθαμένα χόρτα
κι άφησα μέρες λεκέδες
να ρθει στιγμή εντελώς θυμωμένα στα σκουπίδια
να παραχώσω
δε θα δείξω έλεος κανένα δε θα λυπηθώ
τα λουλούδια να ρίξω στα σκουπίδια
τα λουλούδια να ανακατέψω με σκουπίδια
διόλου δε θα λυπηθώ
δε θα με νοιάξει που θ' ακούσω καν τρίξιμο ξερό
λυτρωμένος
να πετάξω και
καθόλου δε θα με πειράξει
αν σπάσουν σκελετωμένα στα δυό
κάποτε όταν γίνει αυτό όταν δε θα με νοιάζει
η αναφορά που έχω στις αναμνήσεις
πώς απέκτησα αυτό το μάτσο λουλούδια
πώς το μετέφερα ένα βράδυ εδώ
πώς το συντήρησα
πώς αποξηράνθηκε
πώς έζησε μαζί μου σκοτωμένο εδώ
πώς το κοιτούσα ακόμα κι όταν δεν κοίταζα
πόσο θυμόμουν ακόμα κι όταν δεν κοιτούσα

κόπηκα

Y.Γ. Η φώτο τραβήχτηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών