Monday, October 30, 2017

Επέτεια


Απόψε στ' όνειρο είχε γίνει ανακατάταξη στο πρώτο και δε μπορούσα να βγαλω άκρη με τους τάφους. Με αιφνιδίαζε κάθετί, κασελάκια με κόκκαλα βγαλμένα στη μέση των δρόμων ιερά, δαιδαλώδεις περίπατοι δεν έβγαζαν άκρη στο πριν χαρτογράφημα, από πουθενά, και οπωσδήποτε κάποιοι επιδειξίες συνείδησης, κόπρανα σκυλιών, αποτσίγαρα, μουλιασμένα φύλλα και κρανία, αξίες σταθερές, αναλλοίωτες, στο λαβυρινθώδες συναίσθημα του Μιχαήλ φόβου που γενναίος με τη ρομφαία του καιροπειρατούσε.
Η καρδιά μου έτρεμε μήπως τυχόν δε βρει τη θέση της μια ανθοδέσμη με πλαστικά λουλούδια που κρατούσα και όλο μαδιόταν, ώσπου απέμεινε ένα ροζ αληθινό γαρύφαλλο με ένα κλαδάκι μπέημπις μπρεθ στο χέρι. Μια όχι τόσο πεθαμένη γιαγιά ξαναζωντάνεψε, όταν μέσα στο μοιρολόι της είπαν ότι την προλαβε και πέθανε νωρίτερα μια πιο ξιπασμένη γριά και γύριζε πάνω κάτω στο νεκροθάλαμο σα ξεδοντιασμένη κουδουνίστρα, σκορπίζοντας στον αέρα την αποφορά ξαναζεσταμένης μωρουδίλας.
Με τα πολλά βρηκα τον τάφο της Αλίκης σε μια κατάσταση ακόμα ασύλητου μεγαλείου, κάπως σαν το τζάκι της οικογένειας Φον Τραπ, σε άβαφο καπλαμά σκηνικό από την Μελωδία της Ευτυχίας. Την ίδια ώρα που ξάπλωνε μια κοπέλα πάνω στον ύπνο της δίκαιης Λαμπέτη. Αναβοσβηνε μια μαρκίζα νέον ηθοποιών πάνω από το οστεοφυλάκιο καθρέπτη, δίπλα η Βλαχοπούλου χυπστερικά εκταφιασμένη ήθελε να χωθεί κι εκείνη στη διαβολοπαρέα.
Η Καρέζη πουθενά, μέσα σε μια πηγή δακρύων Κουν και Λογοθετίδης πρόχειρα σφιχταγκαλιασμένοι, τα μάρμαρά από τον τάφο σε πλάνα σήκουελ της τρελής σαραντάρας είχαν τωρα παραδοθεί για τη συντήρηση του τάφου του Φιλοποίμενος κι ωρίμαζαν πλέον σε στόφα γρανίτη λίγο πιο πάνω.
Έσκυψα το στηθαίο σε ένα εξώστη, που πώς στο καλό βρέθηκε και πάλι ανάμεσα στην ωραία μου κυρία κι εμένα, ορίζοντας σιγά σιγά γνώριμες αποστάσεις σε ένα πρότυπο μιζανπλας Ρωμαίου Ιουλιέτας κι απίθωσα το ροζ - φούξια πια γαρύφαλλο με το κλαράκι μπεημπις μπρεθ ανάμεσα στο αφρόντιστο καντήλι και μια ξεθωριασμένη φωτογραφία ενός άλλου θαυμαστή που τα χε καταφέρει ο κερατάς πριν από μένα.