Thursday, November 26, 2009

Μικρές εικόνες ΙΙΙ



O Λυκαβηττός είναι το αναμμένο κεφάλι στο ξαπλωμένο σώμα της Αθήνας
εγώ κοιτάω έξω από το παράθυρο με ξαγρυπνισμένο μάτι μια ακόμη καλή νύχτα
μια ακόμα ευχή όμως πάει χαμένη

Wednesday, November 25, 2009

Μικρές εικόνες ΙΙ



Ξεκίνησα για να περάσω απέναντι
στη μέση δρόμος και αυτοκίνητα περαστικά, τρεχούμενο τόσο νερό
φθινοπωριάζει εντελώς όταν ένα κόκκινο ανθρωπάκι πάει να γίνει πράσινο
ένα αργό φανάρι πεισμώνει να βουρκώνει στα μάτια
βραδυάζει σιγά σιγά όσο φτάνεις στο ύψος της Κοράη και
άμαθος σε ετούτη τη νέα θα μπορούσε κανείς να πει εποχή
τυλίγεσαι πάλι το άγνωστο γνώριμο παλτό
καλοδεχούμενη συνήθεια στο ξαφνιασμένο κορμί
σαν ξανακερδισμένο βήμα ενώ προχωράς τώρα πάλι την ίδια πάνω - κάτω Σταδίου.
Απέναντι.

Monday, November 23, 2009

Μικρές εικόνες Ι



Περιστέρι μωβ γκρι τσαλαβουτάει στο δρόμο
το πόδι γλιστράει, άσπρο μάρμαρο
ανάμεσα στα βιαστικά πόδια περαστικών
τόσο περίεργο περιστέρι
δεν αποφεύγει τα πόδια δεν τρελαίνεται
δε ζητάει τον ουρανό πίσω πάλι.
Περιστέρι, τι θα γίνει με τα φτερά σου;

Friday, November 20, 2009

Εν αγνοία


Ξεκινάω να γράφω. Δειλά. Δεν θέλω να πω πολλά, τελευταία θέλω να λέω όσα λιγότερο γίνεται, δε με νοιάζει πιά, ούτε εγώ δεν τα πολύκαταλαβαίνω, ίσως και να συνήθισα, δεν ξέρω, μπορεί, δε θέλω να περιγράφω το δωμάτιο που βρίσκομαι, μόνο θα πω πέφτει στ' αριστερά λίγο φως, τη βρισκω κάπως (από δειλία κάργα, μετριάζω με επίρρηματα τη λέξη) ασφυκτικά, πόσο συνοπτικά πρέπει να γράψω, να μιλήσω, να πω και τι τρόπος είναι αυτός που πέφτει πάνω μου απόψε στα ξαφνικά ετούτο το φως. Φλας φωτογράφου, γράφω στιγμιαία, θέλω να βγάλω πέρα ολόκληρη τούτη την αχόρταγη σκιά. Θέλω να πω πεντακάθαρα την απλωμένη της προοπτική. Φοβάμαι, είναι νύχτα. Σιωπή, μια αίσθηση είναι, πρέπει να πέσω να κοιμηθώ. Μια πόζα είναι, δεν πρέπει να φοβαμαι. Αύριο μόνο πρέπει να σηκωθώ πρωί. Αυτό που θέλω όμως πάντα τώρα τελευταία να σηκωθώ και να ναι αύριο το πιό πρώτο πρωί, μπορείς να μου πεις πώς το λένε; Τσιμουδιά: Λέξη δε βρίσκω οπότε δε βγάζω μιλιά. Σκάσε, πώς το λένε, σκάσε.

Monday, November 16, 2009

Τρελός



Ο τρελός δεν κοιμάται ποτέ ο τρελός στέκεται στη γωνία με πολύχρωμα ξέφτια για την ώρα που θα τον έχω πάλι ανάγκη στέκεται εκεί σιωπηλός και φυλαγμένος στο σκοτάδι δεν πίνει κρασί, δεν κάνει ούτε άλλες καταχρήσεις, δε χαμογελάει κυρίως μόνος και χάσκει άψυχη κούκλα δίχως τα χέρια του βασιλιά μέσα του ο τρελός στην άκρη της σκηνής. Καληνύχτα, καλέ μου τρελέ, όσο θέλω καλη σου νύχτα. Κάνε παιχνίδι τώρα με τ' αλλα παιχνίδια. Για να κοιμηθώ.

Sunday, November 01, 2009

On/off


"Ρε, τι τραβάω η πουτάνα!", μια γυναίκα προσπαθούσε να κάνει με τον εαυτό της ένα αστείο, την άκουσα. Ένας εργάτης σ' ένα μπαλκόνι στον τρίτο πάνω σε μια σκάλα μετέωρος κάτι διόρθωνε, τον κοίταξα. Ένα πατζούρι κατέβαινε τρίζοντας φως απέξω, άκουσα και είδα. Σήμερα δεν ήθελα να βγω από το σπίτι.

Ήθελα μια μέρα εμένα. Πολύς καιρός, πολλή κούραση, πολλοί άνθρωποι. Έφυγαν, έμειναν, δε στέκονται, δεν έρχονται, με κάθε τρόπο πάση θυσία ο ένας τον άλλο προσπερνάμε. Κι όλα αυτά δε μου αρέσει έτσι που τα λέω γιατί μπορεί να μπερδευτείς και να νομίσεις ότι τα λέω κι από απλή μοναξιά. Κι εμένα αυτό λιγάκι ξέρεις θα με πλήγωνε, γιατί σήμερα να σου πω μονάχα την καθαρή αλήθεια μου άρεσε που περπάτησα στο χτισμένο κόσμο και μόνος.

Στο δρόμο τα κτήρια όπως πάντα, ίδια, σχεδόν τσιμεντένια, ψηλά, αλλά μαζί κι από ένα άλλο υλικό, μια αλλιώτικη λάμψη, κοίταζα τις λαμπερές κορυφές απόγευμα πιά όταν τα φώτιζε ο προτελευταίος φθινοπωρινός ήλιος. Και είπα πάλι "ανεξάντλητη και τρελή γοητεία αυτής της άσχημης πόλης".

Το κρύο τσουχτερό όμως τόσο οικείο, κατέληγε να γίνεται ό,τι πιο φιλικό ένιωθα μέσα στα κόκκαλά εκείνη την ώρα, περπάτησα όλο το δρόμο από κάτω προς τα πάνω ή κι αντίστροφα, στο δρόμο του αρχαίου νομοθέτη είπα τυχαία λες να ναι η αρίθμηση τούτη που την προοπτική της τώρα την έχω εντελώς χάσει κι ως πού θα με βγάλει τούτος ο νόμος που μέχρι κόκκαλο όλα τα έχει σκάψει. Δεν κατανοώ πιά πότε διέπραξα την ύβρη, δεν είμαι καλός σήμερα στις συνδέσεις για να την δικαιολογήσω.

Προχώρησα, περπάτησα, πάτησα. Απόψε που έμεινε μόνο το κρύο στο κόκκαλο μπορείς να με βγάλεις πάλι στον αναμμένο δρόμο;