Monday, January 28, 2013

Ο καμποτίνος

 

Ανεπαιγίσθως. Γιατί κάπως πρέπει να λέγεται κι η σιωπή ή ό,τι τελοσπάντων σε σιωπή καταπίνει. Μα και γιατί κι ο ρόλος του κομπάρσου ακόμα θα πρέπει φαντάζομαι να έχει σίγουρα τη δική του μέθοδο υποκριτικής στο δράμα όταν παίζει. Έφτασα λοιπόν στο σημείο για αυτό το εγχείρημα με τη επινόηση μιας και μόνο μικρής και ανεπαίσθητης λέξης που μπορεί έτσι στριφνή κι ακατανόητη στο κάτω κάτω της γραφής στο ντούκου να περάσει και τον καθένα να απαλλάξει τελικά από την οποιαδήποτε προσπάθεια να την σπουδαιολογήσει, να της προσδώσει μια κάποια περαιτέρω σημασία από το μια ακόμα λέξη του τρελού. Λόγια του αέρα μόνο ξέρω να φτιάχνω. Το μόνο μου ταλέντο είναι αέρας κοπανιστός. Έτσι και στη λέξη "ανεπαιγίσθως" κατέληξα από τον σιωπηλό ρόλο του Αιγίσθου. Την παρουσιάζω εδώ έτσι, σε ένα εκκύκλημα τραγικής επιρρηματοσύνης, αυθαιρετώντας και εγκληματώντας συνειδητά πάνω στη γλώσσα, εφευρίσκοντας και επιστρατεύοντας έναν νέο μεταξύ μας ανομολόγητο κώδικα επικοινωνίας, αν πετύχει, πιάνοντας από την αρχή το νήμα και τυλίγοντας γύρω από το λαιμό το ας το πούμε γλωσσάρι ετούτο, τραβώντας γερά και σφίγγοντας δυνατά ώστε καμπάνα έτσι εξηγημένος να αντιλαλήσω ως τον τελευταίο ρόγχο και την τελευταία τριχιά του σκοινιού και του παλουκιού μου, παραδίνοντας την πράξη μου αυτή ως εγχειρίδιο στου σπαθιού σας το θηκάρι, μια επεξήγηση γκροτεσκ προκειμένου να γίνει κατανοητό με την κάμποση μεγαλύτερη σαφήνεια που προσφέρει όλος ετούτος ο θεατράλε εντυπωσιασμος επιτέλους αυτό το μετέωρο απονενοημένο διάβημα που μεταξύ μας μπορεί ακόμα τολμηρά να εννοείται. Μιλώ για τη εσωτερική διαδικασία ενός συλλογισμού που προσπααθώ να σας μεταδώσω, για ένα επίρρημα που εξηγεί με όνομα άστοχο ενδεχομένως τον τρόπο για αυτό που πάντα απομένει και επικρέμαται μετέωρο σε κάθε απόπειρα ανάμεσά μας μέχρι το τέλος να εξηγηθούμε, μια απόπειρα που τις περισσότερες φορές πιστεύω (γιατί το νιώθω) ότι καταλήγει στο κενό. Κι αφού στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί, επαναλαμβάνω ότι πίσω από τούτη την ασήμαντη λέξη δε χρειάζεται να ψάξει κανείς κανένα απολύτως νόημα ψηλότερα κρεμασμένο ή βαθύτερα κρυμμένο. Γιατί δεν είναι φορέας νοημάτος ούτε το επίρρημα ούτε το σκοινί ούτε καν εγώ, ένας θλιβερός καμποτίνος.

Tuesday, January 15, 2013

Μικρές μέρες ΙΙ - Αρχιτεκτονική


Το απόγευμα είναι ένα κτήριο νεοκλασικό. Κελεπούρι σε αναστήλωση, πάμφτηνο. Διακρίνεις απέξω δίχτυα, παρατηρείς πού έχουν γατζωθεί πρόχειρα ασταρωμένες οι σκαλωσίες, πόσο σπαρταράνε στον ετοιμόρροπο αέρα τυλιγμένες κουφάρι σε μπαλκόνια οι αναμνήσεις. Πόσο φως περονιάζει βαθύτερα τις φθορές και αυτοκαταστρέφεται όσο βραδυάζει.

Wednesday, January 09, 2013

Το χιόνι - σκηνή ΙΓ'


Κατεβάζω την αυλαία της παράστασης τυλίγοντας την αφίσα και ανοίγοντας ένα παλιό ξεπερασμένο κεφάλαιο, μισοδιαβασμένο, στη σελίδα, στη σκηνή ΙΓ, στο ιατρείο, όπου όλα είναι άσπρα και τιτιβίζουν σαν νιφάδες από τρελό χιόνι - με πόση άχνα τιτιβίζει το χιόνι! Ένα φως έκθετο που θέλει κι αυτό να κρυφτεί, υπόλογο στα φτερά ενός αρχαγγέλου προστάτη της απειλής, στέκεται και παραφυλάει αόρατος σταυροφόρος, μια αόρατη φωτεινή εκκρεμότητα παραγεμισμένη ελπίδα, ελπίδα φτιασιδωμένη πούδρα από πίτουρο αλεσμένο. Δεν υπάρχει τίποτα μοντέρνο μέσα μου κι όμως αισθάνομαι ότι ζω στην ταχύτητα που επιβάλλει η εποχή μου θέλοντας και μη, με σιχασιά ή όχι. Κουρδίζομαι και προχωράω, υπαναχωρώ και ανθίσταμαι σε όλες τις εξετάσεις, τις επιβεβαιώσεις. Δεν θα μπορούσα να είμαι ωρολογοποιός, όμως θα μπορούσα να είμαι ρολόι ακριβείας τόσης, ώστε να με χρησιμοποιούν σαν πολυμήχανο σε βόμβες νετρονίου - πόσο παρωχημένα μιλάω! Μιλάω με επιστημοσύνη που δεν μου επιτρέπεται αλλά διαισθάνομαι. Μια ώρα αργότερα από την ώρα που βραδιάζει πάντα ωστέ να δικαιολογώ και να παραπλανώ για την βαθιά καθυστέρηση τόσο ώστε κανείς να μην στηρίζεται στο ημερολόγιό και το συλλογισμό μου. Μιλάω αρκετά αναίμακτα ώστε να μη στήνουν μπροστά μου καθρέπτη. Κανένα χρώμα, κανένα μολύβι, κανένα κραγιόν, καμια σκια, κανένα σημάδι, κανένα νόημα, κανένα συμπέρασμα, καμια σημασία. Δεν θα φαινόμουν. Ακόμα κι αν το έκαναν, αν έφερναν μπροστά μου καθρέπτη και διέταζαν βγάλε μια άχνα δε θα ενσάρκωνα καμία αντανάκλαση - με πόση άχνα τιτιβίζει το χιόνι!