Monday, September 18, 2006

Οδυσσέα Ελύτη - ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ



Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας

Και η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο

Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να' ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά κι ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να δώσει μιάν αλήθεια

Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποιήμα.

Friday, September 08, 2006

Αύγουστος, φώτα... στην παραλία
τα πλοία φεύγουν για τα νησιά...
φεύγουν οι φίλοι... φεύγουν τα πλοία...
με γέλασες και είν' αργά...

Ήρθ' ο Σεπτέμβρης... ήρθ' ο χειμώνας
στην παραλία τη σκοτεινή...
χάθηκα μέσα στη ζωή μου...
χάθηκες μέσα στη βροχή...

Για τη ζωή που σκεπάζουν τα φύλλα στο ξεκίνημα του φθινοπώρου κι αρχίζουν να πέφτουν σιγά σιγά και για τον αέρα που κρυώνει μαζί τους όσο εκείνα κιτρινίζουν για να γίνουν πορτοκαλί ή κόκκινα στην ύπαιθρο χώρα το ταξίδι. Στην πόλη μέσα το φθινόπωρο το νιώθεις στα κυτταρά σου, είναι κι αυτό ιδιωτικό, σε δωμάτιο κατά μόνας ανατριχιάζεις με τα παράθυρα ακόμα ανοιχτά. Ρούχα ακόμα ακριβώς να αλλάξεις δεν μπορείς - άσε που τσινάς κιόλας γιατί δε θέλεις-, αλλά στην πλάτη νιώθεις το ελαφρύ αεράκι να περονιάζει το λεπτόφλουδο πουκάμισο που μέσα στον καύσωνα σου ερχόταν να το σκίσεις για να ελευθερωθείς απ' την καυτή σου σάρκα. ΄Οχι, δεν τέλειωσε έτσι εύκολα το αποσμητικό με άρωμα πεύκου, δέντρο ανδροπρεπές και αιχμηρό, αειθαλές... πουλάνε τα μπουκαλάκια αφειδώς στα σούπερ μάρκετ, άρα το καλοκαίρι θα ξανάρθει κι ο έρωτας μαζί σαν διαφήμιση από παγωτά έστω της Δέλτα σε κάποια γειτονιά της Νίκαιας στην Αθήνα. Ναι, δεν χαλαρώνεις τόσο εύκολα στο μπαλκόνι να δεις για πολλοστή φορά την Καρέζη να επιδίδεται σε κοκοράκια τρυφερότητας βραχνής γλυκαίνοντας τον ουρανίσκο σου με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι να λιώνει μπας και νιώσεις και εσύ τι θα πει στα ελληνικά κωμωδία του 60' μα το αλλοπαρμένο σαν φυλλαράκι στον άνεμο μυαλό σου φέρνει αυτό το τραγούδι το τελευταίο να σε προϊδεάζει για χειμώνα και να σκέφτεσαι την πρωταγωνίστρια που στη μικρή δυστυχώς οθόνη σε διασκεδάζει γλυκόπικρα καθώς χυμάει μες την καρκινική σου σκέψη, την ανάποδη, ένας χαμός το '92. Δεν είμαι νοσταλγός, ούτε αρκούδα να κάνω βήματα στη χειμερία νάρκη πιο νωχελικά, ούτε και φυλλαράκι για να πέσω, κρατάω κόκκινο νοτισμένο από βροχή και δυο μάτια μπλέ για πάντα με πείσμα να έχω να κοιτάζω.