Sunday, August 27, 2006

Ωραίες κοιμωμένες...

Απόπειρες πέντε χτες για καταχώρηση τρίτη στο blog μου. Αν είναι ο άνθρωπος ψυχαναγκαστικός δεν κρύβεται ούτε στον κόσμο του διαδικτύου... Τρεις, πέντε, να συνθέσω σκέφτηκα έστω και λέξεις δεκαπέντε και όμως ανεπιτυχώς. Δεν τα κατάφερα. Από παιδί το ένιωθα. Το αδιέξοδο του δεκαπενταυγούστου με φτάνει πάντα κάπου, αλλά... ως εδώ και μή παρέκει... - χωρίς την επιθετικότητα του όρου. Πισώπλατα και στη μέση του μήνα του τρίτου δέχεται το καλοκαίρι το πλήγμα το πρώτο κι εμείς ονομάζουμε Μαρία και Παναγιώτη αγαπημένους μας για να βαφτίζουμε γιορτή ό,τι ωραίο σημαίνει "τελειώνω"...
Και χριστιανικά να το πάρεις, ημέρα όπως την χθεσινή τις χάνεις τις ελπίδες που τρέφεις για το θείο αφού και μια παρθένος αφιερωμένη κοιμάται ύπνο αξύπνητο, όπως τον θάνατο βαθύ. "Αλλά σωπαίνω... Τη γλώσσα όταν πατά μεγάλο βόδι" φέρνω την ομορφία του Άργους στην πόλη της Παλλάδας. Εκδίδει μέσα στον Αύγουστο άδεια περιπάτου για τυχερούς που μένουν πίσω. Για μια γυναίκα με τρία πρόσωπα -αρχαίο, χριστιανικό, νεοελληνικό: σε τρεις τοίχους κλεισμένη Ελλάδα- δανείζομαι τα λόγια αρχαίου φύλακα για να ντυθώ το δικό του προσωπείο τα βράδια που την πόλη άδεια γυρίζω. Προσθέτω: "Κοίμησις Θεοτόκου έφτασε να σημαίνει μετάστασις ονείρων"...
Ανακαινίζονται κι αυτά όπως και οι μύθοι μας, όπως το θέατρο στην οδό Αμερικής, στο τέσσερα συγκεκριμένα. Μας πήρε χρόνια δέκα όπως και στο αρχαίο χορικό για να αναστήσουμε το μύθο της Αλίκης. Πάντα καταπώς μας συνέφερε εκμεταλλεύομασταν την αθωότητα σ' αυτό τον τόπο. Για να πληρώνει μονάχα αυτή το πρόστιμο στο τέλος που λέει κι η Νικολακοπούλου. Ας περισώσουμε την αίγλη της με τη μαρκίζα γράμματα πέντε κόκκινα και λαμπερά για να κοσμήσει το όνομά της θέατρο κεντρικό της Αθήνας... Τί μας κοστίζει; Το πολύ κάμποσες εμπορικές επιτυχιές ακόμα, αν και μιά λάμψη λίγο πιό θαμπή, τη λάμψη που πάντα θα απολογείται σε εκείνης...

Με πανσέληνο είναι κακό να φτάνεις



Από την άλλη πλευρά του καθρέπτη λοιπόν. Αντιμιλώ. Είμαι ξένος και την φιλοξενία σας δοκιμάζω. “Περπάτα, περπάτα” μου είπαν “κι όπου σε βγάλει πες το πατρίδα εκεί που το γεμάτο φεγγάρι ασημώνει της ελιάς το φύλλωμα… να το θυμάσαι.. έτσι βρήκε και ο Ορέστης την Αθήνα..”
Ήξερα πως είχα τρεις μέρες καιρό. Ο τόπος πάντα βρίσκεται, ο χρόνος είναι θέμα, αν θα προλάβεις ή θα σε προλάβει, μη φανταστείτε δηλαδή και κανένα δίλημμα μαθηματικό. Οι αλγεβρικές εμπειρίες δεν ψάχνουν αριθμούς να καλύψουν τα άγνωστα χ τους. Ποιότητες ζωής ιχνηλατούν στους καθρέπτες και να ξέρεις να πατήσεις τους χάρτες ζητάνε. Σταδίου, Φιλελλήνων, Αρεοπαγίτου… αν βγεις στη Συγγρού άλλαξες δρόμο και πολιτισμό κι άντε να βρεις τον ευεργέτη…
Εγώ κι εσείς ας πούμε βρήκαμε τον σωστό, τον αρχαίο, τον κλασικά ελληνικό. Πεζόδρομος χωρίς αυτοκίνητα, επομένως και δίχως λακούβες, αλλά και δίχως φώτα, μαύρος και σκοτεινός. Ήταν και νύχτα δίχως ήλιο βλέπεις, όμως κατάλαβα πως έφτασα γιατί είδα το ολόγιομο φεγγάρι πως ασήμωνε της ελιάς τα φύλλα.
Όταν έφτασα κοιτούσατε ήδη το φεγγάρι. Δε σας αδικώ. Κι εγώ αυτό προσέχω. Ήταν ολόλαμπρο και φωτεινό, εντυπωσιακό….Ωραίο. Και είχατε ανάγκη κι από φως μέσα σε τέτοιο σκοτάδι και τόσα δέντρα. Γλεντήστε. Εγώ ξαπλώνω… κι ας ξέρω ότι απ’ την κραιπάλη σας αύριο πάλι μόνος θα’ μαι…

Saturday, August 26, 2006

Αγγελικό και μαύρο, φως...

Γιατί οι εικόνες δικαιώνουν μονάχα ποιητές που μοιάζουν λίγο με προφήτες... Είδαν ό, τι είδαν πριν καιρό κι εμείς ταξιδεύουμε πελαγωμένοι να αποτυπώσουμε, αν μπορέσουμε, εικόνες της ψυχής τους...

Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα.

Saturday, August 19, 2006




Τί σπασμένα γυαλιά μου τρυπάνε τη γλώσσα!

Σ' αγαπώ! Σ' αγαπώ! Αλλά φύγε!

Γιατί αν μπορούσα να σε σκοτώσω,

θα σε σαβάνωνα σε μιά κάσα

και θα κεντούσα το σάβανό σου

με μανουσάκια και με βιολέτες.

Sunday, August 06, 2006

Αντιγόνη

Με ποδιά ντυμένη
παιδούλα ξώφτερνη
αγοροκόριτσο από τα γεννοφάσκια
χωρίς ντροπή
φώναζες κλεισμένη στο κελί
αδύναμη να ξεσηκώσεις το θάνατο στα κεντίδια
όπως παλιές καλές αρχοντοπούλες συνήθισαν στον αργαλειό.

Ύφανες δικό σου μοιρολόι
ξέφευγαν οι λέξεις ξέφευγαν κι οι σκέψεις σου, πολλές
μεσα στα κλάμματα ονόματα που συγκρατούσες στην ψυχή σου
ο αδελφός, η αδελφή, ο ξάδελφος, το δικό σου
κι αγκάλιαζες ανθρώπους που βλεπες περαστικούς
για να λες μυστικά "αδελφέ μου" στ' αυτιά τους.

Με πόση χαρά γύρισες και μου είπες κάποτε:
"Ο πατέρας μου εμένα δε χάθηκε στο χώμα"[...]

Αντιγόνη του Σοφοκλή - Νέα Σκηνή - Επίδαυρος, 5 Αυγούστου 2006

Στέκομαι πάντα ενάντιος -για να αμυνθώ- και σκεπτικός απέναντι στην ελληνική φάρα. Την τάση να αποθεώνει και να καταδικάζει δεν αντέχω, "πριν από σας, για σας!" θα λέγανε οι προσφιλείς διαφημίσεις. 'Ετσι κι εδώ... Το πριν της αψίκορης ελληνικής καρδιάς κατέκλυσε το σύμπαν με διαφημίσεις και καταναλωτές ανταποκρίθηκαν για να αναλώσουν αυτή τη φορά θέαμα σε επιδαύριο αλώνι, καθότι και διακοπές...

Δεν διακόπτεται τίποτα στον Έλληνα, η νεύρωση δεν επιτρέπει παύσεις, μεταφέρει το αλληλοφάγωμα και σε θεατρική ορχήστρα. Την ίδια ώρα η τέχνη τον απασχολεί και όλα αυτά συλλήβδην τα καταδικάζει. Τα είσιτήρια εξαντλήθηκαν, Λευτέρη, κάνε κάτι...

Χωρίς διακοπή κι από τα πριν όλα ξεκίνησαν να μιμηθούν κινήσεις αστεριών που παρακολουθούσαν. Σα να θελαν κι αυτά ν' ακούσουν τα πρώτα λόγια τα γνωστά, του Σοφοκλεόυς βεβαίως βεβαίως, αντίλαλο βιβλίων μαθητικών για ένα γένος κοινόν, το γένος το αυτάδελφον, καθώς πάσχιζε εμφύλια μοίρα για να αλλάξει. Μας τα έμαθαν και παρελάσαμε γι' αυτά. Ζήτημα μεγάλο ένα να κάνει χωριό -ή και πόλη- με πολλά, να θάψει τα δικά του, ν' αποδεχτεί τον άλλο, να γίνουν δεκαπέντε ή δεκαεφτά όλοι μαζί κομμάτια...

Και πάντα ένα και μόνο σκηνικό: τόπος ξερακιανός μες τα σπαράγματα εποχών, πολιτισμών και τάφων. Στις πέτρες να πατάς κι αυτές να αντιβογγάνε βάρος δικό σου κι όσων πέρασαν βάρος να κλείνουν μέσα. Αθάνατο είναι σκέφτομαι μόνο το καλοκαίρι -η ειρωνεία μέσα σε τόσα προβλήματα τόσος ήλιος! Ίσως να δίνει φως όμως σε αυτή την αντίγωνη - επιτρέψτε μου, Έλληνες, τη λεξιπλασία- πλευρά του καθρέπτη...