Monday, July 15, 2013

Καρφιά


Αντώνη, Αντώνη, που χέζεις το σεντόνι

Έχει αρχίσει η φθορά. 
Κάθε μέρα προσπαθώ λίγο περισσότερο, ολοένα λίγο περισσότερο. 
Μια ανάστροφη ανυπομονοκινησία. 
Κάνω σχολαστικά τα πιο καθημερινά πράγματα ενώ πανικόβλητος μέσα μου ξέρω πως δεν θα τα καταφέρω, δε θα προλάβω να τελειώσω τίποτα τελικά. 
Απομακρύνομαι από αυτόν τον έλεγχο, 
όσο περνάει ο καιρός νοσταλγώ ολοένα περισσότερο μια αθώα ηλικία 
ή τελοσπάντων όπως μπορεί να ονομάσει κανείς αυτό το ακαθόριστο χρονικό διάστημα 
γιατί ίσως να μην είναι και αυτό που πραγματικά έζησα 
ή μήπως φαντάζομαι εξιδανικευμένα ό,τι προηγήθηκε;
- να εξαργυρώνεις σε παρελθόν τη φαντασία; Γίνεται να λάμπει πίσω ο φάρος; 
Έλεος πια αυτή η αντιπαράθεση χρονικών επιρρημάτων, 
 - χρονικών επιρρημάτων που ορίζουν τόπο; 
/εδώταν/
Μια τακτική, μια τεχνική, να βρίσκεις πάντα την κατάλληλη λέξη για να γίνεις εντελώς σαφής, πόσο σαφής μπορείς επιτέλους να γίνεις, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε, όποιος είναι πραγματικά ή ιδανικά πλασμένος από χρόνο. 
Μπορεί απλώς να υπάρχει μια εκδοχή που βγαίνει νικήτρια στην πάλη με κάθε στιγμή παρόντος 
τόσο 
όσο άλλο τόσο μπορεί και να μην υπάρχει
και βρίσκει πάντα μια αιτία το είναι να λυπάσαι· γι' αυτό που θα μπορούσε να ήταν. 
Εδώ είναι 
και ήταν 
η ιδιαίτερή μου πατρίδα. 
Εδώταν στάθηκα 
δεν εκδόθηκε ποτέ καμία σημαία ώστε να κατοχυρώνω ανά πάσα στιγμή την πατέντα. 
Το είναι και το ήταν και το θα μπορούσε να είναι με το θα μπορούσε να ήταν. 
Εγώ σε ένα τόπο και παίζω συχνά με τους χρόνους λες κι είναι επιχειρήματα. 
Βλέπεις; δεν καταφέρνω να γράφω επινίκιους πια, είναι μια ένδειξη ακόμα και τούτο, ένα σημείο φθοράς των χρόνων και των καιρών. 
Κάποιες φορές έρχεται ολοένα περισσότερο στο μυαλό μου η εικόνα, 
- ψάχνω ένα σφυράκι, μισό λεπτό
θα προσπαθήσω να στην κρεμάσω βαθύτερα
να εξηγήσω την αίσθηση περισσότερο 
- δεν ξέρω κατά πόσο γίνομαι αντιληπτός, σημείο τρωτό από πάντα ετούτο
δε βρίσκω σφυρί, να σου κάνω τα χτυπήματα με τη φτέρνα; 
θα γλιτώσουμε και τα αίματα, 
μπορεί να είπε πριν τον Πινόκιο ο Τζεπέτο.
Ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, 
δεν είναι καν κρεβάτι, είναι μια τάβλα ξύλο καπλανισμένο, καθαρό 
για να μπορεί να καρφώνεται πιο εύκολα, 
χωρίς στρώμα, 
για να μπορεί να καρφώνεται απευθείας 
χωρίς μεσολάβηση, 
ενδεχομένως χωρίς να υπάρχει θεός 
ώστε να μην υπάρχει και αντιπρόσωπός του
και όλη αυτή η εγκατάσταση είναι μέσα σε ένα λευκό, άσπρο δωμάτιο 
εγκαταλελειμμένο 
και δεν υπάρχει κάτι άλλο μέσα, 
είναι μια τάβλα που στηρίζεται στο ύψος ενός κρεβατιού σε ένα υποτυπώδες ολοκάθαρο κάτασπρο δωμάτιο 
που λούζει ένα ακτινογραφικό, διαπεραστικό φως - όχι ενοχλητικό, 
μάλλον ένα απέραντο φως που συν τω χρόνω έχω συνηθίσει, 
ένα φως που έχεις επίγνωση ότι πάσχεις αλλά και εμπιστοσύνη ότι είναι το μόνο που μπορεί να σε θεραπεύσει. 
Ούτε φάρμακα. 
Ούτε γιατρός. 
Ούτε ακτίνες χι. 
Ούτε θεός. 
Μόνο φως. 
Και εσύ 
μόνος σου σε αυτό το δωμάτιο 
είσαι 
γιατί το εγώ μπορεί τώρα να γίνει μέχρι κι εσύ 
χωρίς πλέον απαραίτητα την παρουσία κάποιου
το εγώ μπορεί να γίνει πλέον εσύ 
χωρίς να χρειάζεται πλέον να αποκαλυφθεί και μια άλλη του ιδιότητα. 
Ξαπλωμένος εδώ μέσα 
από κάτω 
από πάνω
ένα σεντόνι 
όλο καρφιά πεταμένα γύρω 
που φτιάχνουν ένα τρισδιάστατο περίγραμμα 
για να μπορώ να δουλεύω κάπως ελεύθερα μέσα στο σεντόνι.
Στη θέση μου
είναι στιγμές που με πιάνει μια περίεργη ασφυξία και 
λέω πρέπει να απεγκλωβιστώ εντελώς, 
μόνο που τότε νιώθω τα καρφιά βαθύτερα μέσα στη σάρκα, 
μικρές ακκίδες σκουριάζουν στις φλέβες το αίμα 
και τότε 
είναι 
που αντιστρέφεται εντελώς το αίσθημα 
και ούτε να χαλαρώσω τα μέλη πρέπει 
γιατί υπάρχει κίνδυνος να σκιστώ 
και χαλαρώνω το αίμα χτυπώντας ανάσες καρφία μέσα στις φλέβες 
ώστε μένω ανέπαφος 
εγώ 
μόνος μου 
εδώ και τώρα 
μες στο δωμάτιο 
κάτω από ένα σεντόνι
καρφωμένος.

Tuesday, July 09, 2013

70 κιλά

 
Πρέπει να τα αποδεχτώ όλα κι αυτό το καλοκαίρι. Καταρχάς πρέπει να αποδεχτώ ότι πέρασε ήδη το μισό καλοκαίρι και εγώ δεν το κατάλαβα και πρέπει να αποδεχτώ ότι πρόπερσι ήμουν εξηνταέξι περσι εξηνταοχτώ και φέτος το καλοκαίρι θα είμαι τελικά εβδομήντα κιλά και ίσως πρέπει να δοκιμάσω όλες τις γεύσεις παγωτό από όλα τα ζαχαροπλαστεία της γειτονιάς γιατί ίσως δεν πρέπει πια να φοβάμαι ότι θα παχύνω κι άλλο και γιατί ίσως χρειαστεί να αλλάξω σπίτι και γιατί ίσως σταδιακά μεταμορφώνομαι σε αερόστατο ή μπαλόνι και πρέπει να αποδεχτώ ότι φουσκώνω μπάλες παγωτό. Και θα σφουγγαρίζω κάθε τρεις μέρες στο διαμέρισμα και θα θυμάμαι ότι η γιαγιά σφουγγάριζε και δεν έπρεπε να πατήσω για λίγη ώρα μετά για να μην λερώσω ώσπου να στεγνώσει και στάξουν παντού οι μπάλες παγωτό. Γιατί κάθε καλοκαίρι η Κλυταιμνήστρα στρώνει το κόκκινο χαλί στον Αγαμέμνονα και εκείνος ο ηλίθιος δεν πρέπει να πατήσει για να μπει μέσα γιατί μετά θα πρέπει να πεθάνει και η Κασσάνδρα. Ετσι, λοιπόν, πρέπει να δω και φέτος το καλοκαίρι σε επανάληψη όλες τις τραγωδίες, πρωτοποριακές και μη σκηνοθεσίες, και καμία δε θα με περιλαμβάνει γιατί μάλλον δεν είμαι καθόλου καλός και ικανός ηθοποιός ούτε για τους συντηρητικούς ούτε για τους πρωτοπόρους επειδή τρώω πολύ παγωτό και βλέπω σε επανάληψη και όλα τα ελληνικά σήριαλ που γυρίζονταν άλλοτε για να αναζητήσω τις αιτίες της ανόδου της χρυσής αυγής στο μεγάλο θυμό και στην ενδοοικογενειακή βία και αποφεύγω να συναντάω μέλη της δικής μου οικογενείας γιατί τα μπερδεύω με τους πρωταγωνιστές και τις ανάλογες καταστάσεις μυθοπλασίας που ουδεμία σχέση έχουν οπωσδήποτε με την πραγματικότητα. Και θα μαλώνω με τους φίλους μου για την κρίση γιατί εκείνοι βρίσκουν μια ασυνέχεια στην απόγνωσή μου και δεν καταλαβαίνουν γιατί στα σημάδια της κρίσης εγώ πεισματικά επιμένω και καρφιτσώνω συνέχεια τα ανθάκια γιασεμί που κρατούσε στο Δόλωμα η Αλίκη γιατί όλα αυτά είναι σκέρτσα είναι μια πόζα και είναι επίπλαστα και πρέπει να είμαστε αληθινά αισιόδοξοι και δεν πρέπει να δοκιμάσουμε ό,τι μας πλασάρουν, ακόμα και το παγωτό πεπόνι!