Sunday, July 26, 2009

Ένας ακόμα μαρκαδόρος δραπέτης



Είμαι σε παύση. Δεν παρακολουθώ τη ζωή πιά, τώρα τη ζω ενδεχομένως, έγινα πρόσωπο, δεν είμαι πλέον θεατής -για να πιστέψετε αυτά που λέω θα σβήσω και φέτος κεράκια και θα γελάσω. Δεν υπάρχουν περιθώρια για σταθμούς, απόψε φεύγει ένας ακόμα μαρκαδόρος δραπέτης. Είμαι σε παύση, σταμάτησα να σκέφτομαι. Δεν έχω άλλο κουράγιο για σκέψη. Τώρα ζωή, μόνο ζωή, και περιπέτεια, και φόβος, αλλά κυρίως ζωή με όλο το πάθος της άγνοιας και της περιπέτειας το φόβο. Ζω, φοβάμαι, δε σκέφτομαι. Είναι σε καταστολή η λογική κι όλες οι νεκρογόνες μου αισθήσεις. Όλος ο εγκέφαλος κατέρρευσε, μόνο η καρδιά χτυπάει, η καρδιά που αν για ένα δευτερόλεπτο της πείτε να σκεφτεί μπορεί αυτή η μια μονάχα σκέψη να την καταλύσει. Θέλω απόψε που συμπληρώνονται 30 χρόνια ακριβώς να γίνω ένα καινούργιο υβρίδιο, να γίνω για πρώτη φορά ένα μπασταρδάκι, το αλητάκι που δεν υπήρξα ποτέ, να μην έχω άλλο χρόνο στο χρυσό μου κλουβί για περισσότερη σκέψη.

Θέλω να ξαναγίνω εκείνο το παιδί πριν απ' τα τέσσερα. Τότε, όταν άρχισα να θυμάμαι όλα αυτά που μέχρι σήμερα προσπαθώ να ξεχάσω. Όλα τα "σκέφτομαι", όλα τα "θυμάμαι", όλα τα "φοβάμαι περισσότερο". Θέλω να ξαναβρεθώ στα τέσσερα εκείνα πρώτα χρόνια της ζωής τετ α τετ με τις σκόρπιες εικόνες και τις σπασμένες αναμνήσεις και να ρωτήσω μία μία που έχουν χαθεί, πες μου που πηγαίνουν άραγε εκείνες οι πρώτες αναμνήσεις. Γιατί γίνονται όλες εκείνα τα δάκρυα που πέφτεις κάτω και αμέσως μετά παιδί γύρω στα τέσσερα δε συμβαίνει μέσα σου τίποτα -αρκεί βέβαια με ένα "έπεσες" να μη σε τρομάξουν- και απλώς ξανασηκώνεσαι και δε σε εμποδίζει τότε ακόμα τίποτα στη συνείδηση να ξαναπροσπαθήσεις.

Δε με ένοιαζε που όλο έχανα τότε τους μαρκαδόρους μου, έλεγα μέσα μου "πάει! χάθηκε!" κι αυτό ήταν, τελείωσε εκεί το δράαμα και τίποτα δεν επεξηγούσα. Στο χέρι κρατούσα μια ακόμα πολύχρωμη κι αλλόκοτη ζωγραφιά, μέσα στο κεφάλι την ευφάνταστη δικαιολογία ότι τους κατάπινε μια μυστική καταπακτή, πάντα αόρατη, ανάμεσα κάπου στο σοβαντεπί και στο κρύο μωσαϊκό κάτω από της γιαγιάς το ντιβάνι. Δεν την ανακάλυψα ποτέ. Ωστόσο αυτό, ό,τι κι αν έκανα, όσο κι αν κρύωνα ριγμένος στα μωσαϊκά για έναν ακόμα χαμένο μαρκαδόρο, δε με πείραζε, δε με τρόμαζε που δεν έβρισκα τίποτα στη σκιά κάτω από το ντιβάνι, συνέχιζα, ζωγράφιζα, δεν είχε καν σημασία που αργά ή γρήγορα θα έριχνα με μαθηματική ακρίβεια και τον επόμενο μαρκαδόρο κάτω. Στην κρυμμένη καταπακτή. Που τουλάχιστον για απόψε δεν πρέπει να τη σκέφτομαι, δεν πρέπει να με φοβίζει έστω κι αν μου καταπίνει 30 χρόνια τώρα τις καλύτερες μπογιές μου.

Thursday, July 09, 2009

Σκισμένα χαρτιά, μουτζουρωμένα



Σήμερα κάνω αποδελτίωση.

Κρατάω πρώτη τη δήλωση του κ. Σταμπολίδη, διευθυντή του μουσείου κυκλαδικής τέχνης -παλαιότερα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κι ας μην τον είχα παρακολουθήσει ούτε μια φορά ο αγράμματος- για την έκθεση που θα αρχίσει το Νοέμβρη του 2009 και θα κρατήσει ως τον Απρίλη του 2010 -φτάσαμε λοιπόν στο έτος της οδύσσειας του διαστήματος κρατάω υποσημείωση, με εξυπνακίστικα τσιτάτα λερώνω απλώς την πρώτη σκισμένη σελίδα. Λοιπόν είπε στην ερώτηση γιατί αυτή η έκθεση ο κ. Σταμπολίδης: "...δεν βλέπουμε τον έρωτα μέσα από την κλειδαρότρυπα. Θέλουμε να προσφέρουμε στον επισκέπτη τη δυνατότητα να κάνει την αντιπαραβολή με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Να διαπιστώσει πως εκείνη η θαυμαστή ισορροπία, που υπήρχε στη στάση ζωής και τη φιλοσοφία των αρχαίων, δεν υπάρχει πια. Το σώμα σήμερα είναι εμπορεύσιμο, δεν έχει την ερωτική και ηθική υπόσταση του τότε."

Σκέφτομαι την ατάκα που ακούω συχνά: "πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο τρόπο για τον έρωτα". Κρατάω υποσημείωση, πρέπει να εφεύρουμε το δικό μας τρόπο για τα πάντα. Βάζω στην άκρη την πρώτη μουτζουρωμένη σκισμένη σελίδα. Αμέσως μετά στα χέρια μου πέφτει ένα βιβλίο. Αλφαβητάρι για μικρά και μεγάλα παιδιά. Οι ζωγραφιές που περιέχει ανήκουν στον Εγγονόπουλο. Κοιτάω τους πίνακες και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και ευτυχώς δε θέλω κιόλας να καταλάβω. Η ζωγραφική είναι ευτυχώς ακόμα μια τέχνη με την οποία είμαι ελάχιστα εξοικειωμένος. Αυτό σημαίνει ότι ελάχιστα την κατανοώ, άρα μπορώ απέναντι σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου να νιώθω ακόμα εραστής ή παρ' ελπίδα ερωμένος. Παρηγοριέμαι, λέω "να, ίσως ένας τρόπος καινούργιος για τον έρωτα" κι έτσι μέσα σ' αυτή την άγνοια απέναντι σε ένα πίνακα επιλέγω να παρηγοριέμαι.

Χτες συναντήθηκα με παιδικούς φίλους. Η αίσθηση ήταν αυτή:
Είναι ωραίο να βρίσκεσαι με φίλους. Φίλους παιδικούς, της μικρής καρδιάς, της καρδιάς σου σε μέγεθος παιδάκι. Φίλους που οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν πιά να μοιραζόμαστε το ίδιο θρανίο. Που οι ζωές μας έχουν αλλάξει ριζικά. Που τίποτα κοινό δε μας συνδέει πιά ενδεχομένως πέρα από εκείνες τις άλλοτε έντονες και άλλοτε σύθαμπες εφηβικές μνήμες. Κι όπως το βλέπω κι όπως φαίνεται καμιά φορά ακόμα συμβαίνει να είμαστε στο ίδιο έργο θεατές, στην ίδια παράδοση συμμαθητές, εξεταζόμενοι στο ίδιο απαράλλαχτο θρανίο. Δεν έχει σημασία η διδακτέα ύλη. Ποτέ μα εντελώς ποτέ δεν είχε σημασία η διδακτέα ύλη. Πάντοτε μα εντελώς πάντοτε είναι διαφορετική για τον καθένα η διδακτέα ύλη. Κι η γνώση η αληθινή θρανίο και δε μοιράζεται -με κανένα, ακόμα και με το μεγάλο... έρωτα δεν υπάρχουν σκονάκια να ψιθυρίσεις, πρέπει απλώς να διαγωνιστείς. Κι όμως υπάρχει κάτι και σε κάνει και χαμογελάς τρανταχτά όσο το νερό στην πηγή κι όσο εσύ μέσα στην ψυχή σου, με ανεμελιά, με ευχαρίστηση και λαχτάρα, με ξεκούραση, μια αβίαστη αίσθηση κάτι τέτοιες ώρες ότι δε βγήκε στο τζάμπα αυτό το φτηνό κομμάτι κόντρα πλακέ. Κι ίσως αυτό να εξηγεί γιατί είναι ώρες ώρες τόσο καλό το ξύλο που βγήκε απ' τον παράδεισο.

Έγραψα το κείμενο για ποστ. Το αποθήκευσα στην επεξεργασία, δε θα θελα να το δημοσιεύσω ποτέ. Μου φαίνεται τόσο άχαρο. Τόσο νοσταλγικό. Σα να βρέθηκα με παλιούς συμμαθητές και μου επιβλήθηκε να γράψω κάτι γλυκανάλατο στης τελευταίας τάξης την επετηρίδα. Δεν το ανέχομαι. Θέλω να κάνω το αντίθετο μα το δημοσιεύω. Είναι χάλια και το δημοσιεύω. Κάνω αποδελτίωση λένε το πρόσχημα σήμερα, αυτή είναι η άχαρη δικαιολογία σήμερα για τα λάθη. Έχω μαζέψει τόσα χαρτιά που σχεδόν δε με νοιάζει και να τα χάσω. Θέλω να μαζέψω κι άλλα χαρτιά αλλά θέλω να έχω ανάγκη να μη τα χάσω. Να κάνω αποδελτίωση όχι για σκότωμα αλλά από ανάγκη. Να μην κάνω αποδελτίωση.

Τελευταίο. Κράτησα σήμερα μια σημείωση από μια συνέντευξη της Αρλέτας στην Athens Voice της περασμένης βδομάδας. Τόση βαρεμάρα στη δουλειά. Δε μου αρέσει να διαβάζω free press, μου πιπιλάει το κεφάλι -ειδικά όταν έχει το βαρύγδουπο τίτλο της Αθήνας φωνή και ζωή(lifo) και όλο αυτό το "κεφάτο" περιεχόμενο που βρίσκει κανείς σε αυτές τις ντεμέκ "μεγαλοαστικές, μετα - μοντέρνες, αποψάτες" φυλλάδες. Λοιπόν δεν θα την παραθέσω τη δήλωση, είναι μεγάλη, δεν πρέπει να σας κουράσω άλλο -εγώ βέβαια τσέπωσα το σκισμένο χαρτί στα δύσκολα για σκονάκι. Θα βάλω μόνο την ατάκα που αντέγραψα status στο facebook κι εδώ το μικρομέγαλο θεματάκι μου για σήμερα το κλείνω: "'Εχω καρδιά καφενείο, που λέει κι ένας φίλος. Θέλεις άλλη μια μπύρα;"

Υ. Γ. Αύριο βράδυ φεύγω για τα Κύθηρα. Νομίζω -όπως μάλλον κι εσείς ύστερα από όλα αυτά-ότι το έχω ανάγκη. Υποσημείωση: Πότε θα καταφέρω να κόψω το τσιγάρο;

Saturday, July 04, 2009

Ιούλιος 09



Κάποτε θα έπρεπε να γράψω κάτι αισιόδοξο όμως εγώ σκέφτομαι πώς θα γίνει ο άθλος αυτός γιατί αισιόδοξος αισιόδοξος υπάρχω μόνο σε στιγμές. Απαισιόδοξο απαισιόδοξο πάλι επιμένεις να μη με λες. Άρα το πρόβλημά μου μεγάλο γιατί μόνο αβεβαιότητα μου προσφέρει να στέκω εδώ, στη μέση του δρόμου. (Αυτό αλήθεια τι είναι; Απαισιόδοξο, αισιόδοξο, πες μου ειλικρινά, τι το λες;)

Τέλοσπάντων, όλα αυτά τα γράφω σήμερα: κάνει ζέστη, είναι καλοκαίρι, Ιούλιος -τι τύχη του κληρώθηκε; Κι αυτός ο μήνας πάντα στη μέση- έχει υγρασία, έχει ήλιο, βρέχει γιατί έχει συννεφιά. Και όλα είναι ένα. Ταυτόχρονα, αχταρμάς, λαμπερά, υγρά και συννεφιασμένα.

Οι σταγόνες της βροχής ξεκινούσαν σήμερα από τα σύννεφα πριν πέσουνε όμως χάμω εντελώς, ο ήλιος τις κεντάγε και σπίθιζαν ελάχιστα. Κοιτούσα μέσα από το λεωφορείο πάλι αυτό το στιγμιότυπο, το φαινόμενο, δεν ξέρω πώς να το ονομάσω.

Ύστερα βγήκα, κατέβηκα στη στάση και περπάτησα. Δεν είχα προνοήσει, φορούσα σαγιονάρες. Και ευτυχώς ετούτη τη φορά στη μέση του δρόμου βράχηκα. Aπ' τον ήλιο.