Thursday, December 31, 2009


Καλή χρονιά
Επιβιβαστείτε

Tuesday, December 29, 2009

2009: μια χριστουγεννιάτικη ιστορία



Κάποια στιγμή σκέφτηκα να καθήσω και να καταγράψω όλα τα ρήματα των φετινών Χριστουγέννων, όσα ρήματα με επισκέφτηκαν, όσες ενέργειες ορίζουν και περιγράφουν, έτσι σκέτες και αδρανείς, απογυμνωμένες, όπως περιγράφονται οι ενέργειες όταν απομένουν μόνο λέξεις πάνω σε ένα λευκό χαρτί ή πόσο μάλλον στη σελίδα ενός ιστολογίου. Εγώ όμως έζησα μόνος όλη αυτή την παρέλαση από ενέργειες, αρίστευσα μπαίνοντας στο πετσί του πιό παράξενου σημαιοφόρου, έπραξα κι ένιωσα πώς είναι από μέσα να ξεστομίζω ένα ένα όλα αυτά τα ρήματα τη στιγμή κιόλας που σε κατοικούν και συμβαίνουν. Και ξέρεις είναι πολύ περίεργο να νιώθεις μέσα σου τσιμπήματα, τριξίματα, ακκίδες από λέξεις γιατί τα Χριστούγεννα δεν είναι μύθος και τελικά βγαίνουν ελεύθεροι μπόλικοι καλικάντζαροι.

Ύστερα έχασα το μέτρημα και είπα να δεις που όλα αυτά τα ρήματα κατάφεραν και έγιναν αστέρια τελικά γι' αυτό έχασα το λογαριασμό ανάμεσα στο παρελθόν μου, το παρόν και το μέλλον, κύμβαλο αλλαλάζον απέμεινα τώρα ν' αντιλαλώ και γι' αυτό λέξη δε μπορώ να κατονομάσω. Δεν πειράζει, ντιν νταν ντον καλύτερα έτσι, μερικά πράγματα ίσως είναι καλύτερα να μένουν ρήματα ανομολόγητα.

Το κύμα αφήνει πάντα κάτι ανεπίδοτο στη στεριά απ' τη θάλασσα. Γι' αυτό βάλε σημάδια να χτίσουμε όπως όπως στην άμμο.

Ύστερα μου ρθε φυσική αντίδραση σε όλα αυτά η φράση "μικρές πελώριες αναμονές" και η φράση "κανονική επαναληπτικότητα". Κι ύστερα πάντρεψα με τις φράσεις αυτές και λέξεις άλλες όπως "ελλειπτικότητα", "επαναληπτική καραμπίνα" και τη λέξη "κύμα" και έμαθα ότι ο πιό στυγνός θύτης είναι το παραπονεμένο θύμα, όπως αλλάζουν τα χρόνια, από τον προηγούμενο βρίσκεσαι στον επόμενο, εντελώς ξαφνικά, εντελώς κυκλικά, χωρίς ελλειπτικότητα φαινομενικά, ένας (άφευκτος) κύκλος, με μαθηματική ακρίβεια, χωρίς διαπιστευτήρια, χωρίς διαβουλεύσεις, μόνος σε αυτή την κανονική επαναληπτικότητα, μόνος στις μικρές αιώνιες αναμονές σου για λόγια, ρήματα, λέξεις που θα πάρει το κύμα.

Και θυμήθηκα κάτι φαινομενικά άσχετο που ποτέ μου φυσικά δεν είχα ξεχάσει: στη γιορτή των Χριστουγέννων στο Νηπιαγωγείο όλα τα παιδάκια είχαν βρει να κάνουν άλλος ένα αγγελάκι, άλλος ένα αστεράκι, ο πρώτος μου έρωτας την Παναγία. Πόσο είχα συγκινηθεί τότε που εκείνη ήθελε να κάνω τον Ιωσήφ.

Δεν άλλαξε ποτέ η διανομή. Εγώ έπαιξα τον παλιό χρόνο.

Wednesday, December 23, 2009

Γυάλινος



Ξεκίνησαν όλα σε ένα λούνα παρκ, η πόλη με τα μικρά φωτάκια χριστουγεννιάτικα δε διακρινόταν, ήταν σκέτη, το φόντο, προχωρούσε και γινόταν το λουνα παρκ φυσικό σκηνικό, αποκλειστικός χώρος, δρόμοι άδειοι, παλιοί, ίδιοι, δε φοβόταν, δρόμοι που δε βγάζουν πουθενά, συνέχιζε την αδιακρισία, περπατούσε αυτός όπως μια άγια νύχτα πριν χρόνια πολλά, χρόνια χίλια, ένιωθε αναμάρτητος με ένα περίεργο τρόπο, πόσο λίγο θα κρατούσε αυτό, έτσι ξαναγεννημένος, χρήσιμος μια στιγμή, σκέφτηκε, λες έτσι να περπάτησε κάποτε τη Βηθλεέμ ο μικρός χριστός πριν μπει στην κοιλιά της μαρίας και βγήκε αστέρι στον ουρανό να φυλάξει τον κόσμο, δεν του φάνηκε παράλογη σκέψη, ερώτηση υβριστική, μικρός θεός ή τελοσπάντων προς στιγμήν θεϊκός γόνος για τόσο μόνο μπορούσε να διεκδικεί το δικαίωμα στο αλάθητο, γι' αυτό προχωρούσε, να παρατείνει της ζωής το δικαίωμα.

Έφευγαν μαζί και τα μπαλκόνια, κοιμόντουσαν ήρεμα στα κρεβάτια της πόλης μικρά χαμογελαστά και υποφωτισμένα μωρά, όλες οι μηχανικές κούκλες στα δωμάτια και τα τραινάκια στων μαγαζιών τις μακέττες επιτέλους είχαν σταματήσει, δε φοβόταν, προχωρούσε και πίσω του φώτα θαμπά καθώς άναβαν όλο και περισσότερο στο φόντο μπαλκόνια, δε χιόνιζε, είχε μόνο ένα δυνατό, τόσο γλυκό κρύο και έφευγε μαζί με το κρύο αυτός μες στον αέρα μισός κι ο αέρας απ' την άλλη μεριά μόνος, κανείς απ' τους δυό δεν πήγαινε κόντρα στο ηλεκτρικό ρεύμα του άλλου, αντίθετα και μέσα ο ένας από τον άλλο αυτός κι ο αέρας του προχωρούσαν, τραβούσαν καθένας το δρόμο του, μαζί κι αντίθετα.

Όχι στη χιονοθύελλα, σε μια σφαίρα γυάλινη ένα μικρόκοσμο σε πυρετώδεις ρυθμούς αγάπης, σιγουριάς κι ασφαλείας φέρτον βόλτα, κράτησέ τον στα χέρια σου να με ταρακουνήσεις, κινήσε με στα άγνωστα, λαμπερά στενά του. Για ν' ανάψει το σπίρτο δε χρειάζεται κανένας να ντυθεί κορίτσι, δεν πρέπει κανένας να κάνει τρεις ευχές, δεν πρέπει κανένας να μένει μέσα στον κόσμο μόνος.

Saturday, December 19, 2009

Escape



Είναι φορές που δε βγάζει πουθενά η μάχη με τη νύχτα. Στέκεσαι εκεί ανυπεράσπιστος και μόνος μπροστά σε όλα τα σώματα, αναμετριέσαι στο τέλος αποκλειστικά με τη νύστα. Είναι ένας ξεκούραστος εαυτός σε άλλη διάσταση, πολύ πιθανόν και σε άλλη διάθεση ενδεχομένως στο βάθος και περιμένει. Φαινομενικά τουλάχιστον τρισδιάστατος, υπερβατικός κατά βάση. Θέλω να πω ακίνητο το σώμα πάνω στο στρώμα σου, ευκίνητο το σώμα πέρα από το στρώμα.

Για την ώρα πάντως δεν ορίζεις ούτε του πραγματικού καλά καλά το σκόρπιο σου φάντασμα κι όμως ακόμα επιμένεις: δε θες να χαρίσεις στα όνειρα προοπτική ελαφράδας, άλλη μια νύχτα ύπνου δε θέλεις στο σώμα σου να παραδώσεις. Αλλόκοτο, παράξενο ακόμα μια φορά τόσο πείσμα.

Δεν έχει ισχύ το επιχείρημα ότι φοβάσαι τους εφιάλτες, όχι. Σε δοκιμάζουν βέβαια εκείνοι γενναία πότε πότε, αλλά ευτυχώς πετάγεσαι εγκαίρως, ξέφρενα έξω από το μαγαζί τους. Τόσο εύκολα παύεις να είσαι υπερήρωας;

Αλλά αν τυχόν και φύγουν τ' αστέρια. Όνειρο δίχως άστερια τι να το κάνεις, δε το θες. Μέσα στον πόλεμο των απαραίτητων και φωτορυθμικών σου αστεριών λοιπόν όσο προλαβαίνεις πέσε κι αποκοιμήσου. Χριστούγεννα είναι.

Εντάξει, είπαμε σουφρώνω τα μάτια να θαμπώνουν τα λαμπάκια μέσα στα μάτια μου, όμως γιατί αυτά τα Χριστούγεννα έτσι γιαπωνέζικα με κοιτάνε;

Wednesday, December 16, 2009

Το άπιαστο



Θα ήθελα να τέλειωνα με όλα τα πράγματα όταν είμαι επιτέλους μαζί σου. Θα ήθελα να τέλειωνα με τα ρούχα μου. Τι θα γινόταν αν ίσως κατορθώναμε ν' απογυμνώσουμε μια ολόκληρη από πάνω μας εποχή κι έτσι γυμνοί μέσα σε άδειους δρόμους μέσα στην ερημιά του κόσμου χαρίζαμε ο ένας τον άλλον ένα βράδυ χωρίς σταματημό κι εμπόδια, χωρίς αναλήψεις και όνειρα, χωρίς ακόμα ακόμα τη φτιαγμένη όπως όπως ομορφιά μας. Να έσβηναν οι επιγραφές στα μαγαζιά, να έκλειναν οι περαστικοί τα μάτια, να έκλειναν οι άψυχες κούκλες ακόμα τα μάτια στα καταστήματα, οι βιτρίνες τα στολισμένα τους φώτα, να σταματούσε η πιό ψιλή και η χοντρή βροχή και το σκισμένο κρύο του χειμώνα, να έλαμπαν μόνο τ' αστέρια. Αν με κυνήγαγες γυμνό μέσα στον κόσμο για να με πιάσεις και μ' έπιανες και τι δε θα γινόταν.

Thursday, December 10, 2009

Portrait


Νατάσσα Μποφίλιου
Σταυρός του Νότου - 9/12/2009

Friday, December 04, 2009

Λάθος



Το λάθος είναι η αρχή της προσπάθειας που θα στεφθεί με αποτυχία. Το λάθος είναι επάνοδος σε παράδεισο χαμένο. Χρέος νιώθεις ανεπαίσθητο, ανάγκη ξαφνική για ένα ακόμα παράλογο ταξίδι. Σε ένα τοπίο τόσο γνώριμο, ωστόσο χωρίς την παραμικρή νοσταλγία. Το λάθος είναι η μη Οδύσσεια, εσύ όμως μικρός όμηρος πάλι και πάλι. Με ορμή και λαχτάρα ανίερη για το αντίθετο ίσα - ίσα, την ευτυχία. Το λάθος μένει, επικρέμαται, εκκρεμεί με τρόπο ανεξιχνίαστο πάνω από κάθε κεφάλι. Το λάθος είναι ανεξιχνίαστη περιοχή. Κάπως κάπου αλλού άλλοτε, πριν κι από τα πιό παλιά χρόνια, γνώριμη, στιγμιαία περιοχή μα χώρα λησμονημένη. Κατά λάθος. Και λάθος είναι εδώ και τώρα τούτη η καταγραφή. Η αποθήκευση. Ο ανεξερεύνητος δρόμος, ο δρόμος που λες σε κάθε λαχανιασμένο σταθμό "ο περισσότερες φορές ταξιδεμένος". Όσο βαθύτερα μέσα μπαίνεις θα χάνεσαι: Το ίδιο και το ίδιο λάθος. Μέχρι ο θάνατος στιγμές στιγμές να ξεγελιέται, ξανακερδισμένος καιρός η ροπή για νερό και χιλιάδες τότε ομόκεντροι κύκλοι, λάθη χωρίς μοιρολατρεία καμιά, πολλά μικρά και απλά γεγονότα, αυτό που δεν κατάφερε να συμβεί σε συνάρτηση με αυτό που κατάφερε και συνέβη, πράξη πριν από την πράξη, τελικά όλα απόπειρες για ζωή πάλι και πάλι. Ταράζεις πότε πότε με την ίδια πέτρα τα νερά, ράθυμα και επαναληπτικά στέκεσαι με όλη τη σαστιμάρα και πετάς την πέτρα από την άκρη σου στο κέντρο της λίμνης.

Wednesday, December 02, 2009

Antoine



Lady of Spain, I adore you
right from the night I first saw you
my heart has been yearning for you
what else could any heart do?

Lady of Spain, I' m appealing
why should my lips be concealing
all that my eyes are revealing?
Lady of Spain, I love you

Αυτά δεν είναι λόγια από μια ακόμα διασκευή για την κυρία της Ισπανίας. Αυτά είναι τα τελευταία λόγια που σιγομουρμουρίζει ο μαθητευόμενος σερβιτόρος Antoine μέσα στο μπιστρό "Το μεγάλο βόδι". Παίζει πάντα το ίδιο μονότονο ακκορντεόν πάνω στη σκηνή. Απόψε για μια τελευταία παράσταση. Και είναι η πρώτη ίσως φορά που τραγουδώντας ένας κεκές θα τραυλίζει.

Δύο βασικές μελωδικές γραμμές έμαθα να παίζω ως τώρα αδέξια στη ζωή μου. Τη μελωδία της ευτυχίας στο πιάνο και την κυρία της Ισπανίας στο ακκορντεόν.

Απόψε εκεί γύρω στα μεσάνυχτα μετά την παράσταση θα πάρω αγκαλιά τον μικρό μου Antoine να πάμε - χορεύοντας μαζί - λιγάκι παρακάτω...

Αν μας πετύχετε στη διαδρομή, δε σας ζητάμε τίποτα περισσότερο από ένα παλαμάκι.

Δε θα τανε σωστό να χάσουμε το ρυθμό μας μέσα στον κόσμο ;)

Tuesday, December 01, 2009

Αδάμ



Είναι προχωρημένη νύχτα. Περίμενα ώρα πολλή να μην έχει αντιστάσεις το κορμί, το χέρι ελεύθερα να καταγράφει ό,τι πρώτο έρχεται στο κεφάλι. Ενός λεπτού απόδραση, έκπτωση από παράδεισου ύλη. Όμως δε θέλω άλλες παρομοιώσεις απόψε, κενά, ξέφωτα, κήπους. Πότε είχαν νόημα τα σκηνικά μπροστά στην ανθρώπινη γύμνια; Πόσο θέλω, αχ, ναι, πόσο πολύ στ' αλήθεια θα ήθελα -συγγνώμη, για προσευχές γεννήθηκα, για πράξεις ακατανόμαστες όχι- έτσι ατιμώρητα να σταθώ μια στιγμή οπουδήποτε με σύντροφο μόνο την έντιμη αποκοτιά κι ολόκληρη την ανθρώπινη γύμνια, να ντύσω το λειψό πλευρό χωρίς άλλες προσθήκες ή παρομοιώσεις, να κερδίσω ζεστασιά με ένα τίποτα που φόρεσα πρώτη φορά ρούχο. Να μη χρειάζεται ασυδοσία άλλη, να μην κουράσω ανθρώπους ξανά, να μην άκουγες, θεέ μου, κι εσύ ένα ακόμα βλάσφημο στόμα, από όλα ετούτα την παραμικρή να μην άκουγες λέξη. Κι αν έφτανα ποτέ στην ανθρώπινη λαλιά, έτσι ξεκάθαρα για καλό και κακό να μιλήσω, απροστάτευτα, χωρίς σταματημό και λογοκρισία καμιά, χωρίς ψυχαναγκασμό ή απολογία, χωρίς μήλο του Αδάμ στο λαρύγγι, να έλεγα ότι ανθρώπινο δεν είναι η μοναξιά. Πιό βαθύ ανθρώπινο κι απ' τη μοναξιά είναι η ενοχή μέσα σε τούτη την προχωρημένη νύχτα.

Thursday, November 26, 2009

Μικρές εικόνες ΙΙΙ



O Λυκαβηττός είναι το αναμμένο κεφάλι στο ξαπλωμένο σώμα της Αθήνας
εγώ κοιτάω έξω από το παράθυρο με ξαγρυπνισμένο μάτι μια ακόμη καλή νύχτα
μια ακόμα ευχή όμως πάει χαμένη

Wednesday, November 25, 2009

Μικρές εικόνες ΙΙ



Ξεκίνησα για να περάσω απέναντι
στη μέση δρόμος και αυτοκίνητα περαστικά, τρεχούμενο τόσο νερό
φθινοπωριάζει εντελώς όταν ένα κόκκινο ανθρωπάκι πάει να γίνει πράσινο
ένα αργό φανάρι πεισμώνει να βουρκώνει στα μάτια
βραδυάζει σιγά σιγά όσο φτάνεις στο ύψος της Κοράη και
άμαθος σε ετούτη τη νέα θα μπορούσε κανείς να πει εποχή
τυλίγεσαι πάλι το άγνωστο γνώριμο παλτό
καλοδεχούμενη συνήθεια στο ξαφνιασμένο κορμί
σαν ξανακερδισμένο βήμα ενώ προχωράς τώρα πάλι την ίδια πάνω - κάτω Σταδίου.
Απέναντι.

Monday, November 23, 2009

Μικρές εικόνες Ι



Περιστέρι μωβ γκρι τσαλαβουτάει στο δρόμο
το πόδι γλιστράει, άσπρο μάρμαρο
ανάμεσα στα βιαστικά πόδια περαστικών
τόσο περίεργο περιστέρι
δεν αποφεύγει τα πόδια δεν τρελαίνεται
δε ζητάει τον ουρανό πίσω πάλι.
Περιστέρι, τι θα γίνει με τα φτερά σου;

Friday, November 20, 2009

Εν αγνοία


Ξεκινάω να γράφω. Δειλά. Δεν θέλω να πω πολλά, τελευταία θέλω να λέω όσα λιγότερο γίνεται, δε με νοιάζει πιά, ούτε εγώ δεν τα πολύκαταλαβαίνω, ίσως και να συνήθισα, δεν ξέρω, μπορεί, δε θέλω να περιγράφω το δωμάτιο που βρίσκομαι, μόνο θα πω πέφτει στ' αριστερά λίγο φως, τη βρισκω κάπως (από δειλία κάργα, μετριάζω με επίρρηματα τη λέξη) ασφυκτικά, πόσο συνοπτικά πρέπει να γράψω, να μιλήσω, να πω και τι τρόπος είναι αυτός που πέφτει πάνω μου απόψε στα ξαφνικά ετούτο το φως. Φλας φωτογράφου, γράφω στιγμιαία, θέλω να βγάλω πέρα ολόκληρη τούτη την αχόρταγη σκιά. Θέλω να πω πεντακάθαρα την απλωμένη της προοπτική. Φοβάμαι, είναι νύχτα. Σιωπή, μια αίσθηση είναι, πρέπει να πέσω να κοιμηθώ. Μια πόζα είναι, δεν πρέπει να φοβαμαι. Αύριο μόνο πρέπει να σηκωθώ πρωί. Αυτό που θέλω όμως πάντα τώρα τελευταία να σηκωθώ και να ναι αύριο το πιό πρώτο πρωί, μπορείς να μου πεις πώς το λένε; Τσιμουδιά: Λέξη δε βρίσκω οπότε δε βγάζω μιλιά. Σκάσε, πώς το λένε, σκάσε.

Monday, November 16, 2009

Τρελός



Ο τρελός δεν κοιμάται ποτέ ο τρελός στέκεται στη γωνία με πολύχρωμα ξέφτια για την ώρα που θα τον έχω πάλι ανάγκη στέκεται εκεί σιωπηλός και φυλαγμένος στο σκοτάδι δεν πίνει κρασί, δεν κάνει ούτε άλλες καταχρήσεις, δε χαμογελάει κυρίως μόνος και χάσκει άψυχη κούκλα δίχως τα χέρια του βασιλιά μέσα του ο τρελός στην άκρη της σκηνής. Καληνύχτα, καλέ μου τρελέ, όσο θέλω καλη σου νύχτα. Κάνε παιχνίδι τώρα με τ' αλλα παιχνίδια. Για να κοιμηθώ.

Sunday, November 01, 2009

On/off


"Ρε, τι τραβάω η πουτάνα!", μια γυναίκα προσπαθούσε να κάνει με τον εαυτό της ένα αστείο, την άκουσα. Ένας εργάτης σ' ένα μπαλκόνι στον τρίτο πάνω σε μια σκάλα μετέωρος κάτι διόρθωνε, τον κοίταξα. Ένα πατζούρι κατέβαινε τρίζοντας φως απέξω, άκουσα και είδα. Σήμερα δεν ήθελα να βγω από το σπίτι.

Ήθελα μια μέρα εμένα. Πολύς καιρός, πολλή κούραση, πολλοί άνθρωποι. Έφυγαν, έμειναν, δε στέκονται, δεν έρχονται, με κάθε τρόπο πάση θυσία ο ένας τον άλλο προσπερνάμε. Κι όλα αυτά δε μου αρέσει έτσι που τα λέω γιατί μπορεί να μπερδευτείς και να νομίσεις ότι τα λέω κι από απλή μοναξιά. Κι εμένα αυτό λιγάκι ξέρεις θα με πλήγωνε, γιατί σήμερα να σου πω μονάχα την καθαρή αλήθεια μου άρεσε που περπάτησα στο χτισμένο κόσμο και μόνος.

Στο δρόμο τα κτήρια όπως πάντα, ίδια, σχεδόν τσιμεντένια, ψηλά, αλλά μαζί κι από ένα άλλο υλικό, μια αλλιώτικη λάμψη, κοίταζα τις λαμπερές κορυφές απόγευμα πιά όταν τα φώτιζε ο προτελευταίος φθινοπωρινός ήλιος. Και είπα πάλι "ανεξάντλητη και τρελή γοητεία αυτής της άσχημης πόλης".

Το κρύο τσουχτερό όμως τόσο οικείο, κατέληγε να γίνεται ό,τι πιο φιλικό ένιωθα μέσα στα κόκκαλά εκείνη την ώρα, περπάτησα όλο το δρόμο από κάτω προς τα πάνω ή κι αντίστροφα, στο δρόμο του αρχαίου νομοθέτη είπα τυχαία λες να ναι η αρίθμηση τούτη που την προοπτική της τώρα την έχω εντελώς χάσει κι ως πού θα με βγάλει τούτος ο νόμος που μέχρι κόκκαλο όλα τα έχει σκάψει. Δεν κατανοώ πιά πότε διέπραξα την ύβρη, δεν είμαι καλός σήμερα στις συνδέσεις για να την δικαιολογήσω.

Προχώρησα, περπάτησα, πάτησα. Απόψε που έμεινε μόνο το κρύο στο κόκκαλο μπορείς να με βγάλεις πάλι στον αναμμένο δρόμο;

Saturday, October 31, 2009

Τάνια + Γεράσιμος + Θέμης



[Όσο αλλάζω/ χρόνο χάνω]

Το cd αποκτήθηκε
Το play θα λιώσει
Εγώ επίσης

Thursday, October 29, 2009

Κοίτα με


Ετούτη η μάσκα η αγνή είναι κατάστικτη από σημάδια
δε σε αφήνω να τα δεις
πρεπει να είμαι ωραίος
πρέπει να είμαι αγαπητός
κι εύκολα επιρρεπής να ενδίδω
λες και με τα μάτια σου μπορώ να κάνω κάτι άλλο
προσεύχομαι
να σε λάβω
να σε κρατώ
ετούτη τη δική μου αγκαλιά εκμεταλλεύεσαι
τώρα που δεν κοιτάζεις
και περιπαθώς άθλιο με ξεκάνεις

Saturday, October 17, 2009

Η λέξη φθινόπωρο



Στην αρχή ήταν εποχή. Κι εγώ περπάταγα σε δρόμους που θα τους πω (πρόχειρα εντελώς) αόριστους γιατί τώρα αδυνατώ - ή μπορεί και να μη νιώθω καν την ανάγκη- να βρω περισσότερα επίθετα κατάλληλα να τους προσδιορίσω. Υγρός, βρεγμένος, γλιστερός, δε λένε τίποτα, τίποτα δε λένε από μόνες τους, είναι στεγνές μες τον παράδεισο οι λέξεις.

Τέλοσπάντων, ήταν σήμερα. Αν δοκιμάσατε να περπατήσετε σήμερα τον ίδιο δρόμο, θα καταλαβαίνετε τι είν' αυτό που θέλω και δεν ξέρω πώς να το πω -σίγουρα πάντως δεν ήταν σαν σήμερα, αυτή τη λέξη με σαν δε θέλω να την ακούω.

Κι ήταν σχεδόν απαγορευμένη μέσα μου η ανάγκη να εκφράσω με όσο το δυνατόν λιγότερα ένα σκέτο φαινόμενο, αυτή καθαυτή την ίδια τη συνθήκη που λένε βροχή, βροχή καθαρή και πρώτη. Κυρίως χωρίς συναισθήματα, μέσα στη σιωπή -επειδή και τα πιό βαθιά συναισθήματα τελικά δεν τα περιγράφουν ούτε κι οι λέξεις. Δεν είναι δυνατό να ορίσω τη διαφάνεια της σταγόνας σα λέξη.

Ύστερα φευγαλέα -όπως πάντα φευγαλέα, έτσι κι αλλιώς από παντού- περπάταγα τους ίδιους πάλι δρόμους κι είπα το ίδιο συμβαίνει πάντα, κάθε φορά όταν αλλάζω εποχή. Προσδοκώ ένα καλοκαίρι δροσερό κι ένα χειμώνα κάποτε λιγότερο κρύο.

Κι αγόρασα σοκολάτα. Κι έφαγα μισή. Κι η θερμοκρασία πιά κατέβηκε και η σοκολάτα έτσι όπως αλλάζει η εποχή σταμάτησε σιγά σιγά να λιώνει. Και πρέπει πάλι ν' αρχίσω να χώνω στην τσέπη την άλλη μισή. Για να 'χει να ζεσταίνει το άδειο το χέρι.

Τελικά άφησα τους δρόμους και μπήκα σπίτι. Στην κατάψυξη είχε μείνει ελάχιστο καϊμάκι παγωτό. Το άφησα να λιώσει κι έτσι θλιμμένο το έφαγα λαίμαργα όλο.

Κι έτσι κάπως κατάλαβα φέτος το προπατορικό αμάρτημα, την έκπτωση και τη φυγή κατάκαρδα μές στο φθινόπωρο σα να 'ταν η πρώτη απλή μα απαγορευμένη λέξη.

Wednesday, October 07, 2009

Ένα άδειο πιάτο στο Μπιστρο "Το μεγάλο βόδι"


ΕΝΑ ΑΔΕΙΟ ΠΙΑΤΟ ΣΤΟ ΜΠΙΣΤΡΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΟΔΙ
(An Empty Plate in the Cafe du Grand Boeuf)
του Michael Hollinger

Ένα παριζιανικό μπιστρό στήνεται στη σκηνή του 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης, με αναφορές στον Χέμινγουεϊ, τις ταυρομαχίες & την υψηλή γαστρονομία. Κλείστε τραπέζι στη νέα θεατρική παραγωγή της ομάδας ‘Οι Χρυσοθήρες’ από την Τρίτη 6 Οκτωβρίου.

Η θεατρική ομάδα 'ΟΙ ΧΡΥΣΟΘΗΡΕΣ' παρουσιάζουν το έργο του αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Michael Hollinger, 'Ένα Άδειο Πιάτο στο Μπιστρό Το Μεγάλο Βόδι', στο 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης των Εκδόσεων Καστανιώτη για λίγες μόνο παραστάσεις, από την Τρίτη 6 Οκτωβρίου έως και την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009.

Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1994 στη Φιλαδέλφεια (Pennsylvania, USA) από το Arden Theatre Company, ενώ στην Ελλάδα ανεβαίνει για πρώτη φορά, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Φραγκιόγλου.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Μια ζεστή νύχτα του Ιουλίου του 1961, στο Μπιστρό Το Μεγάλο Βόδι στο Παρίσι, λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Χέμινγουεϊ, ο μετρ Κλωντ, ο σεφ Γκαστόν, η σερβιτόρα Μιμή και ο μαθητευόμενος σερβιτόρος Αντουάν, περιμένουν από στιγμή σε στιγμή την άφιξη του Monsieur Βίκτωρ. Ο Βίκτωρ, ένας εκπατρισμένος Αμερικανός μεγιστάνας, θαυμαστής του Χέμινγουεϊ, είναι ιδιοκτήτης του Μπιστρό καθώς και αποκλειστικός πελάτης του. Όμως, όταν επιστρέφει από τη Μαδρίτη όπου είχε πάει για να δει τις ταυρομαχίες και να τιμήσει το ίνδαλμά του, είναι ατημέλητος, κακοδιάθετος και σε βαθιά κατάθλιψη για τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Mademoiselle Μπερζέρ. Ένα μόνο πράγμα επιθυμεί: να πεθάνει της πείνας στο τραπέζι του. Το προσωπικό πανικοβάλλεται, αφού η ζωή τους εξαρτάται από τις γαστριμαργικές διαθέσεις του 'Monsieur', και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πείσει να αλλάξει γνώμη, αλλά εκείνος παραμένει ανένδοτος. Το προσωπικό σε απόγνωση του ζητά μία τελευταία χάρη: να τους επιτρέψει να του ετοιμάσουν ένα τελευταίο δείπνο -ένα πλήρες μενού 7 πιάτων, από τη σούπα μέχρι τον καφέ- με την υπόσχεση ότι τα φαγητά θα παραμείνουν στην κουζίνα. Θα του περιγράψουν τα πιάτα ένα ένα, μπροστά σε μια σειρά από άδειες πιατέλες, χωρίς ποτέ να του τα σερβίρουν. Ο Βίκτωρ συμφωνεί κι ένα δείπνο επιθέτων, επιρρημάτων και τραγελαφικών καταστάσεων ξεκινά...

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Πρόκειται για μια ιλαροτραγωδία που κινείται μεταξύ ρεαλισμού, θεάτρου του παραλόγου και κωμικής όπερας. Ο Hollinger ερευνά τρία βασικά θέματα: τον ανεκπλήρωτο πόθο, την ταύτιση με τον ήρωα/πρότυπο, και την αιώνια προσπάθεια του ανθρώπου να ελέγξει το περιβάλλον του και να επιβληθεί σ'αυτό. Ο συγγραφέας, απεικονίζοντας και μεγεθύνοντας τον μικρόκοσμο του μπιστρό, ρίχνει μια διεισδυτική ματιά στην "ανθρώπινη φύση'.

Ο Βίκτωρ, η κωμικοτραγική φιγούρα που κινεί το έργο, είναι ένας ζάμπλουτος διανοούμενος που προσπαθεί να γεμίσει το υπαρξιακό του κενό δειπνώντας, ταξιδεύοντας και παρακολουθώντας ταυρομαχίες. Θέλει να μοιάσει στον Χέμινγουεϊ, τον "απόλυτο άνδρα" της αμερικανικής λογοτεχνίας, γι'αυτό επιζητά απεγνωσμένα τη συναλλαγή με τον κίνδυνο και το θάνατο, χρωματίζοντας τον κόσμο εντελώς υποκειμενικά και εγωιστικά. Ζει χωρίς να ζει. Αντιθέτως, το προσωπικό του μπιστρό, που δεν έχει αυτή την πολυτέλεια, παρά τα όποια προβλήματά τους (οικονομική ανασφάλεια, έριδες, έρωτες, πάθη κλπ), είναι αναγκασμένο να επιβιώσει και επιβιώνει.

Ο Michael Hollinger στήνει με μεγάλη μαεστρία μια «οπερατική τρέλα» (The New York Times), ένα «μενού πλήρες για σκέψη και για γέλιο» (Curtain Up), μια θεατρική μουσική σύνθεση, ένα παιχνίδι σκέψης παραγεμισμένο με λογοτεχνικές και ιστορικο-κοινωνικές αναφορές, με κοινό παρονομαστή τον ανθρώπινο ψυχισμό.

ΣΤΟΧΟΣ της παράστασης να αναδείξει τα υφολογικά στοιχεία του έργου, τα οποία φλερτάρουν ανάμεσα στο δράμα και τη φάρσα, τη σωματική κωμωδία του βωβού κινηματογράφου μέχρι την κωμική όπερα. Επίσης, φιλοδοξεί να αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα των παριζιάνικων μπιστρό που ήταν 'στέκια' των διανοούμενων στις αρχές της δεκαετίας του '60. Και τέλος να σκιαγραφήσει την επιρροή του Χέμινγουεϊ που με τα γραπτά και τη ζωή του συντέλεσε, διαμόρφωσε και καθρέφτισε τις αξίες μιας εποχής.


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Μετάφραση: Χριστίνα Παπαδάκη – Δημήτρης Φραγκιόγλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιόγλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Κέλλυ Βρεττού
Μουσική: Πλάτων Ανδριτσάκης
Χορογραφία–Επιμέλεια Κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Φωτογραφίες: Γιώργος Δρακόπουλος

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά):
Ευγενία Αποστόλου, Αντώνης Γκρίτσης, Χριστίνα Παπαδάκη,
Πέτρος Σταθακόπουλος, Χριστόδουλος Στυλιανού, Χάρης Φλέουρας

104 ΚΕΝΤΡΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
των Εκδόσεων Καστανιώτη

(Θεμιστοκλέους 104, Εξάρχεια - Τ: 210 3826185)

Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων: Κυριακή, 19:30 / Δευτέρα-Τρίτη-Τετάρτη, 21:30
Τιμές εισιτηρίων: 20 € (κανονικό) – 15 € (φοιτητικό)
Διάρκεια: 90’

Monday, October 05, 2009

Απόψε: όσο κρατάω μια σιωπή



Και έρχεται η ώρα της ημέρας που γίνομαι αδύναμος. Περνάνε της ημέρας όλα τα λεπτά έτσι, δεν τα καταλαβαίνω καλά καλά μόνο σαν έρχεται πάντα νύχτα βαθιά ξεμένω ανήμπορος εδώ απέναντι να χαζεύω. Δεν έχω πολυτέλεια να αντισταθώ. Ο χρόνος γίνεται ξαφνικά ένα ανεπαίσθητο παραμύθι, εγώ ακούω μυστικά και σωπαίνω, συναντάω μια βασιλοπούλα ντυμένη ακριβά και δεν μπορώ με τόσα κουρέλια να την ξεγελάσω. Και είναι τόσο αργά και δε θα μεταμορφωθεί ποτέ σε μικρή σταχτομπούτα η πριγκίπισσα που με άφησε με το γοβάκι στο χέρι.

Θα ήθελα πολύ να γράψω κάποια στιγμή μια ιστορία μεγάλη. Όχι μεγάλη γενικώς δηλαδή, μεγάλη επειδή θα μου τη λες εσύ, θα μου εμπιστεύεσαι και την παραμικρή λέξη. Εγώ καθισμένος στο ίδιο μπαλκόνι, χωμένος στα χαρτιά θα σημειώνω και θα σημειώνω αχόρταγα και άπληστα όλα εκείνα που δεν έχουν ειρμό, μα είναι τόσο δικά σου, λέξεις ακάλεστες, ακατάληπτες, αλάνθαστες, όλες εσύ κι εγώ ακριβώς να μην καταλαβαίνω, χρώματα πανέμορφα κι ολόλευκα από αυτά που θα γίνουν οι πιό ακριβές αναμνήσεις, αντιδράσεις και εκφράσεις που παίρνεις στο πρόσωπο καθώς με κοιτάς χαμογελαστά με τα θλιμμένα σου μάτια και μου εμπιστεύεσαι σιγανά και κρυφά τη σιωπή μέσα σε αυτή την ευκίνητη παραζάλη.

Θα έρχονται σιγά σιγά μια μια οι μορφές, θα αγκαλιάσουν τη μνήμη, ήσυχη η πιο δικιά σου φωνή θα έχει αγκαλιάσει εμένα και θα σε αφήνω να μιλάς συνέχεια σε αυτές τις πιό χαμηλές και παιχνιδιάρικες εντάσεις, είναι ικανές να προσφέρουν τόση ηδονή και ας φυσά τώρα ήρεμος ο σκοτεινός αέρας σε ετούτο το μπαλκόνι, να μη σωπάσεις ποτέ πιά, να μην το επιτρέπεις εσύ σε εσένα κι ούτε εγώ να σου το επιτρέπω, να είμαι εκεί για να μιλάς κι εγώ να ακούω με τα αυτιά μου και με τα μάτια αχόρταγα κάθε σου αναστεναγμό και κάθε μικρή σου λέξη.

Και να λες ένα παραμύθι που θα είναι δύσκολο το καλό απ' το κακό να ξεχωρίσει, το παραμύθι που συμβαίνει στ' αλήθεια κάθε στιγμή κάθε λεπτό εκεί μπροστά στο μπαλκόνι αρκεί να υπάρχει κάτι να κυλά τρεχούμενο ανάμεσά μας και να μην έχει σημασία που δεν είναι το παραμύθι το δικό μας η ιστορία της ωραίας κοιμωμένης, η μοίρα της σταχτομπούτας, το σπίτι το γερό από τα τρία γουρουνάκια. Σε όλα τα παραμύθια που άκουγα παιδί επέλεγα να αφήνω πάντα κάτι ανεξήγητο από μαγεία για τέλος. Απόψε μάλλον πρόδωσα. Εσένα και το μονάκριβο παιδί μου.

Wednesday, September 30, 2009

αιαιεωααουει



Προσπάθησα να γράψω πέντε γράμματα. Θάλασσα πλατια σ' αγαπώ γιατί... είναι ώρες ώρες τόσο αδύνατο. Κάθε άλλο. Έχει κολλήσει το κεντρικό σύστημα επικοινωνίας της άχαρης εκφραστικότητάς μου. Κάνω αδέξιες κι άλλοτε πάλι εξαντλημένες κινήσεις με το σώμα μου, εκφέρω ακατάληπτα φωνήεντα, σε αποκομμένα σύμφωνα μπερδεύω τη μιλιά μου, δεν καταφέρνω τελικά ούτε να μιλώ, κάνω τούμπες για να σηκώνομαι και σηκώνομαι για να πέφτω, κάνω πρόβα το σώμα μου ολόκληρο και σύσσωμη τη φωνή μου. Μόνο τέσσερεις λέξεις μετά κόπων και βασάνων καταφέρνω να πω: Γέμισε ο κόσμος ανθρώπους. Παιδότοπος.

Και τότε στη στιγμή αρχίζουν να περνοδιαβαίνουν οι ξένοι -ποτέ δεν κατάλαβα γιατί στα αρχαία ελληνικά η λέξη ξένος μπορεί να σημαίνει προσφιλής. Πλησιάζουν και υπενθυμίζουν είμαστε κι εμείς εδώ, όλοι εκείνοι που δεν τολμάς να γνωρίσεις, ακόμα κι οι περαστικοί που προσπερνούν και δε τους δίνεις ποτέ σημασία και χάνω συνεχώς τα λόγια μου και τα μάτια μου καθώς γυρίζω επίμονα να κοιτάξω και τον παραμικρό περαστικό γιατί ακόμα κι οι άγνωστοι περαστικοί φαίνονται τόσο προσφιλείς πότε πότε κι όλο αυτό εγώ δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται όμως συμβαίνει απαράλλαχτα σε αυτή την πόλη από τ' αρχαία όπως σας είπα χρόνια και έρχονται εντελώς ξαφνικά στα μάτια μου τόσο απατηλά και τόσο γνώριμα κι αργοσβήνουνε κύματα τελευταία ημέρα του φετινού Σεπτέμβρη στη θάλασσα ενώ κάπου στο βάθος μύριζει καλοκαίρι και φωνή από αγαπημένη μου φιλενάδα.

Με απατά η μνήμη ή έχω εμπλακεί εκ νέου στη διαδικασία του προσφιλούς ονειρικού μου; Μετανιώνω τις περισσότερες φορές για κάθε πρόχειρη έκφραση και δεν ξέρω ποιος μ' ακούει όταν εξομολογούμαι. Μα γίνεται για μεγάλα διαστήματα σχεδόν παραισθητικό το αισθητό και με πιάνουν έντονα τόσες υπεύθυνες ενοχές γιατί κινούνται όλα τόσο προσοδοφόρα και ντουγρού κατά την αχανή τους θλίψη. Αλλά αυτή που περιγράφω η πραγματικότητα γίνεται τόσο ανεξήγητη ώρες ώρες. Κι εγώ απομένω να την παρακολουθώ τόσο ανίσχυρος και αποσβολωμένος ωστέ εξομολογούμαι άτσαλα μέσα στη γυάλα μου φωνές στον αποπνικτικό αέρα, ανάσες και ήχοι.

Όμως όχι, πρέπει να είμαι χαμογελαστός, να διατυπώνω ωραία τις εκφράσεις γιατί κάπως έτσι μπορώ να μην κλείνομαι στον εαυτό μου. Άλλο τρόπο δεν έχει να σε καταλάβουν οι άνθρωποι. Και μεταξύ μας δεν ξέρω αν έχουν κι άδικο που δε σου δίνουν συνέχεια χρόνο, δίκιο κι αέρα. Μόνο που συμβαίνει καμιά φορά ο κόσμος εδώ στο υπογάστριο κι άδειαζει τελείως από ανθρώπους, γέλιο, τελικά αέρα.

Αλλά όχι, έξω γίνεται μια προεκλογική συγκέντρωση. Έξω ο κόσμος τρώει, πανηγυρίζει, καπνίζει, δε λυπάται. Έξω ηχούν βεγγαλικά. Όλα μόνο στο σώμα το δικό μου και τη φωνή. βρέθηκε να σκοντάφτουν. Η λύση είναι εκεί έξω. Αορίστως πως αλλά με παραδείγματα και συμβάντα. Ο αδελφός μου είδε στον ύπνο του μια ροδιά και με ρωτούσε σήμερα στο τηλέφωνο αν ξέρω τι σημαίνει. Χαμογέλασα. Στο μπαλκόνι πρασίνισε το γιασεμί που νόμισα ξεραμένο. Χαμογέλασα.

Προσπάθησα να γράψω αυτά τα πέντε πράγματα. Τίποτα δε συντηρεί την ανάγκη. Τίποτα δεν καλύπτει επίσης την ανάγκη αυτή. Δε θα τα καταφέρω ποτέ: ορίστε πέντε λέξεις, πάρε να έχεις για τις δύσκολες ώρες ορθοφωνία και άρθρωση. Μη με κατηγορείς ότι ποτέ δε βρήκα τρόπο ν' αποκτήσουνε αυτά που έλεγα ειρμό. Και χαμόγελο. Κι ότι ήταν λόγια του λίγου μου αέρα.

Monday, September 21, 2009



Άνοιξα την τηλεόραση. Όλοι προετοιμάζονται για μια μονομαχία. Και εγώ σκέφτομαι άλλη μια φορά τις εκλογές που διεξάγονται στη μικρή μου οθόνη. Πουθενά αλλού. Όλα αναβαφτίζονται μέσα σε εκείνη τη μικρή εικόνα. Στη μικρή εικόνα που σου αφήνει ελεύθερο το περιθώριο να ανασκευάζεις. Ακόμα και τις κατηγορίες καμιά φορά, την ανεπάρκεια πιό πολύ από όλα. Ξεχασμένα όλα τα περασμένα, τα ανυπόστατα που τέθηκαν σε εφαρμογή, δοκιμάστηκαν και έγιναν μια πολλοστή αδιέξοδη πράξη, εκείνα που ξεκίνησαν στραβά, λύγισαν και κατέληξαν στραβωμένα. Ανθρώπινες προσπάθειες που ανέλαβαν την ευθύνη και δεν ευόδωσαν, άνθρωποι είμαστε, βρε αδελφέ, τελικά. Εκλογές είναι η φανταιζί γιορτή της δημοκρατίας. Και ας παν στην ευχή (κατ' ανέμου που λέμε στρατηγού) τα παλιά...

Ήρθε πάλι η ώρα των αυτόκλητων αρχηγών: Μια ολοκαίνουργια πολυφορεμένη αφορμή για αρχή και πάλι. Αρχή που σημαίνει - ας μην ξεχνιόμαστε- ξεκίνημα και εξουσία. Χωρίς μπόλικη ομολογουμένως ελπίδα και στα δύο ξου ξου τώρα πια. Μια αλλοπρόσαλλη τελικά α(να)κολουθία. Ένα παιχνίδι στα πιό βαθιά και βαλτώδη γαλαζοπράσινα νερά, εντός κι εκτός θέματος καμιά φορά αλλά πάντα επί της οθόνης. Ειδήσεις, διαφημίσεις, σήριαλ, ταινίες, σενάρια, δημοσιογράφοι, υποκριτές, κακοί ηθοποιοί, τηλεμαρκετινγκ υποσχέσεις και λύσεις, πολιτικοί, πολίτες, πολιτικοποιημένοι. Μιλάνε, όλοι, κι όλο τα όμορφα λογάκια τους μαθημένα τα λένε.

Κι εγώ αυτό που κάνω τώρα δεν είναι ίσως τίποτα παραπάνω από αυτό, μια ακόμα μέσα στις πολλές απόπειρες πράξη εντυπωσιασμού, ένας φτηνός πολιτικάντης ακόμα δηλαδή, απλά αναρωτιέμαι πού διαδραματίζεται αυτή η ζωή πίσω από όλα αυτά; Σε ποιά πρωτογενή ανάγκη συντηρείται στην πραγματικότητα η ωραία κοιμωμένη του καθενός μας; Κι εγώ γιατί νομίζω ότι βρίσκομαι μονίμως και κατά πως φαίνεται νομίμως στο πουθενά; Σε ένα παγιωμένο χρόνια πιά διάλογο με τον αντίλαλο από το θυμό μου. Δεν ξέρω αν θα έβρισκα απαντήσεις στις ερωτήσεις αν οργάνωνα έστω και μόνος μου χωρίς αντίπαλο ένα κατάδικό μου debate. Δεν ξέρω πού θα μπορούσα να σταθώ, για πόση ώρα όρθιος κι αν θα μπορούσα να κοιτάξω κατάματα τη δική μου πρώτα από όλα ευθύνη πριν προσκυνήσω ό,τι εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα εν προκειμένω. Κι αν γίνω βάτραχος ύστερα απ' όλα αυτά;

Έκλεισα πολύ γρήγορα την οθόνη σα να έστρεψα το βλέμμα μου από το ψέμα. Είναι κι αυτό μια πρωτογενής πολιτική ανάγκη όσο κι αν κάποιοι πιστεύουν το αντίθετο. Υπάρχει μια ώρα ριψοκίνδυνη. Η ώρα της αυτενέργειας και της πράξης. Και δεν έχει σημασία πού διεξάγεται. Σημασία έχει μόνο η αλήθεια την ώρα που τη ζωή σου διαλέγεις να εκτελείς. Ακόμα και μέσα στο πιό τρομαχτικό παραμύθι. Αλλά πόσο ακόμα μπορεί κανείς τελικά να αντέχει;

Tuesday, September 15, 2009

Λατρεία



Κάπου στην άγνοια διεξάγεται ένα παιχνίδι, ένα παιχνίδι αμαρτωλό χωρίς επικές μάχες, πανηγυρικές νίκες ή ένδοξους σακατεμένους, ένα παιχνίδι αναμάρτητο τελικά, φέρω αποκλειστικά όλη την ευθύνη του εγώ όπως κι εσύ τη φέρεις κι ας μην καταλαβαίνουμε καλά καλά τίποτα εκ των προτέρων, ξέρω ότι θα μάθω κάποια στιγμή ως δια μαγείας όλες τις σωστές απαντήσεις, γιατί θα τις έχω κάνει όλες πρώτα λάθος και θα μαθαίνω πάντα εκ των υστέρων ποιό είναι το σωστό, γιατί έτσι πρέπει να παίζεται το αιμοβόρο παιχνίδι, και θα με θυμώνει να ακούω τους ανθρώπους τους άλλους αλλά κυρίως εσένα να λέτε ότι έχω κατάφωρα άδικο γιατί μέσα στο δικό του πείσμα κρυμμένος κανείς όπως εγώ όπως κι εσείς δεν καταλαβαίνουμε ότι το ίδιο παθαίνουν όλοι γιατί έτσι είναι, κάτι σα μοίρα κοινή αυτή η ιστορία κι αυτό που με παρηγορεί είναι ότι αυτό καθαυτό το συμβάν, το αιματηρό, το άδικο, ίσως και να σημαίνει μάλλον ότι δεν έχω κάνει πουθενά λάθος εγώ όπως ποτέ δεν έφταιξε και δεν έκανε λάθος και άλλος κανείς ούτε κι εσύ, κυρίως εσύ δεν έκανες ποτέ λάθος, όσες φορές κι αν σε κατηγόρησα για το αντίθετο κάποτε μεταξύ μας, ποτέ δε το εννοούσα και το ξέρεις, πέρα από τις στιγμές εκείνες της αδυναμίας, τις ώρες ώρες εκείνες που έτσι αναπαίσθητα προκύπτει ο αναμάρτητος αμαρτωλός και ενσκήπτει για συμφορά ο κοινός μας χρόνος όμως τίποτα δε συμφέρει, γινόμαστε απλώς μια ακόμα θνητή και χαμένη ευκαιρία και δε σταματάει το κάταγμα κανείς κανενός, ίσα ίσα... κανενός είδους δεκανίκι μόνο σπάνε τα κόκκαλα για να γίνει και εσωτερική η αιμορραγία και περνάει και παίρνει τα άχρηστα συμπράγκαλα ο καιρός. Έργα μιας άλλης ζωής. Της Αξιολάτρευτης και Λανθασμένης.

Thursday, September 10, 2009

Τριαντάφυλλο

Σε ένα μικρό αστέρι διάλεξες να πας, να ζήσεις μακριά για να βρεις ψάχνοντας απελπισμένα το πραγματικό σου σπίτι. Μια κόκκινη, η πιό κόκκινη, συντροφιά έμεινε για το τέλος απ'το μακρύ ταξίδι στους ξέφραγους ροδώνες. Επιμένεις πεισματικά να φυλάς εκείνο το τριαντάφυλλο στο χέρι σα να τανε γιατί. Πες για την προσπάθεια που δεν κρύβει τη νίκη, λέγε για τον κόπο που δεν έχει σταματημό, μίλα για την πηγή, πως δεν αποξηραίνεται ποτέ στο πρώτο σώμα σου, το άμαθο, το ανθισμένο αίμα. Κι όλο ανθίζει. Όσοι το βάφτισαν ξεπερασμένο παραμύθι, όσοι πολυφορεμένο λουλούδι είπαν που έπεσε, μαράθηκε στη σιωπή, τραγούδι χιλιοειπωμένο έσβησε, τόσο πρόλαβε και κοντοστάθηκε πάνω στα χέρια και στα χείλια η αλμυρή σου λύπη, αδικαιολόγητο είπαν τούτο το παράπονο και κάρφωναν, μικρά οι κατηγορίες αυτές κατάστικτα σημάδια, δεν ξέρω πιά να ξεχωρίσω τα καυτά δάκρυα απ' τις δροσοσταλίδες, μόνο λέω αρκεί μονάχα να μην κεντήθηκαν αγιάτρευτα τουλάχιστον μερικοί από κάτι ξαφνικά αγκάθια νύχτα μέσα στα πιό ήσυχα βλέφαρά τους.

Thursday, September 03, 2009

Λυκαβηττός


Φέτος το καλοκαίρι τελειώνει στο μπαλκόνι, στον έκτο, σε απόσταση από το δρόμο. Απέναντι πρώτη φορά τόσο κοντά ο τόσο συχνά ακριβοθώρητος Λυκαβηττός, περιμένει όπως πάντα πως και πως τα χριστούγεννα σε φωτάκια.
- Είναι μια ελπίδα κι αυτό, μη νομίζεις
- Τα ίδια έλεγες κι όταν ξεκίνησε το καλοκαίρι
- Κυρίως μην απογοητεύεσαι...
- Κοίτα ποιός μιλάει.
Ευτυχώς φέτος θα είναι μικρή η σεζόν, μπορεί και να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένας μικρούλης, κατ' ιδίαν σύντομος διάλογος. Δε θα προλάβω να ξαναγίνω παιδί, πότε να ξαναπρολάβω, οι λέξεις ολοένα πριν αρχίσουν τελειώνουν, οι λέξεις όπως λιγοστεύει κάθε μέρα το φως, φτιαγμένες από χρόνο ακόμα και οι λέξεις.
Άγνωστος ακόμα, ένας καινούργιος γείτονας, στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται από το πρώτο κιόλας λεπτό ένας προαιώνια γνωστός, δεν μπορώ να καταλάβω εξαρχής ποιός θα θελα να είναι, κάποιος πιθανότατα πολύ φίλος που μ' έχει καιρό τώρα ξεχάσει εικάζω, μου απευθύνει την ανοίκεια ερώτηση ποτέ πρόλαβα να ξεγίνω, εννοείται παιδί, αφοπλιστικό ερώτημα κι αυτό στο οποίο συχνά πυκνά δεν ξέρω τι ν' απαντήσω, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά κυρίως γιατί δε θέλω να ρωτώ ακόμα κι ένα ξένο "γιατί με έχεις ξεχάσει;". Τελειώνουν οι λέξεις και υπόκωφος ο θόρυβος της σιωπής ακυρώνει όπως φαίνεται κάθε στιγμή κάθε απόπειρα μεταξύ μας για ένα καινούργιο διάλογο, μια συνομιλία:
- Συχνά πυκνά συμβαίνει αυτό ανάμεσα στους ανθρώπους.
- Μη μου μιλάς γι' αγάπη...
Είναι ένα σύνδρομο αυτό, ξέρεις πολύ καλά πώς ένα κάρο γνωστικοί το λένε έτσι αλλά εσύ ψάχνεις την αφορμή για να χεις εφαλτήριο τουλάχιστον μια λέξη. Πώς να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους αφού δεν το χεις να επικοινωνείς.
Πάνω στο μπαλκόνι στέκεσαι. Τεντώνεις τα χέρια να φτάσεις την πανσέληνο -πόσο είσαι παιδί. Ακόμα. Ως φαίνεται κι απόψε πάλι στα βουβά το φως, όχι το σκοτάδι, το φως σε κάνει ό,τι θέλει. Μα δεν μπορείς να απευθύνεσαι εκεί, γιατί δεν είναι γείτονας η σελήνη.
- .....
- .
Όταν θα προσάπτουν κατηγορίες περί ανωριμότητας και αυτισμού και επιτήδευσης όλοι εκείνοι οι κακόβουλοι γείτονες, εσύ να αντιστέκεσαι με αφοπλιστική απλότητα -το ξέρω καλά ότι καταλαβαίνεις ότι δεν είναι άθλος- σε όλα αυτά, με τα πόδια γυμνά γερά στηριγμένος στο μπαλκόνι να παίζεις όσο γίνεται καλύτερα ένα ξεχασμένο κουτσό γιατί είσαι ο πρώτος λύκος που περπάτησε κι έδωσε όνομα στο Λυκαβηττό και να βγάζεις ολοένα μηχανικά κι αυθάδικά τη γλώσσα στο ορθάνοιχτο μάτι της πιό φωτεινής σελήνης που σε κοιτάζει κι απόψε ολόκληρη, θεόβουβη και μαγεμένη.

Monday, August 31, 2009

Sunday, August 23, 2009

Χαχανούλης



Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψω αυτά που νιώθω όσο και να το θέλω. Χάνονται κάπου ανάμεσα... όλα ανάμεσα, στοιβαγμένα στριμωγμένα εδώ μέσα, δεν ξέρω πώς λέγεται, σε τι. Υπάρχει μόνο κάτι που μοιάζει με ένα ολόκληρο εργοστάσιο παιχνιδιών και δίνει διαρκώς στην πρέσα μου εντολές, καλουπώνει κι άλλα καινούργια κομμάτια, πακετάρει φευγαλέες σκέψεις και τρομοκρατικές, τις κάνει γιγαντοκιβώτια πάντα αόριστα ενός άγνωστου παραλήπτη. Σε μένα φτάνουν όμως μόνο από το εργοστάσιο όλα τα παρατημένα μωρά. Ολοένα και πιό άγνωστος ο παραλήπτης δηλαδή. Συνέχεια. Τα σα εκ των σων και στην επιταγή εμού του ιδίου. Από την παραγωγή στην κατανάλωση. Και παραλαμβάνω με αποκλειστικότητα την ευθύνη -δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς κανείς άλλος. Ανοίγω όπως έρχονται τα τεράστια κουτιά και πετάγονται από μέσα γελωτοποιοί και νάνοι, το πρόσωπο μου χίλια χρώματα και κομμάτια. Με βλέπω αποσβολωμένα και τα παιδία ανεξάντλητα συνεχίζει να χαχανίζει.

Επεξήγηση: Έφαγα ό,τι τρώνε τα μικρά παιδιά, καραμέλες, τσίχλες, σοκολάτες, πατάτες τηγανητές, καρπούζι, παγωτό, γαριδάκια... Έπαιξα όλα τα παιδικά παιχνίδια, λέγκο, μικρή Ελένη, λάστιχο, ποδόσφαιρο, κρυφτό, αγάλματα, πόλεμο, κυνηγητό. Καμιά διαφυγή από την πραγματικότητα. Κανένα παραμύθι. Και βράδυασε, γαμώτο μου. Και τώρα πρέπει και να κοιμηθώ. Μέσα στις φλόγες.

Sunday, August 16, 2009

On board



Στην Ευτέρπη

Θα με πάρεις μια βόλτα με το ποδήλατο; Θα αφήσω στη σέλα σου όλα τα όνειρά μου. Δεν είναι βαριά τα όνειρα, δε θα σε βαρύνω, μη φοβάσαι, κάτσε μόνο να τ' ανεβάσω λιγάκι στη σέλα σου, ν ανέβω κι εγώ, μην πάθω καμιά κράμπα. Μην τρέχεις, είναι άδεια η πόλη τον Αύγουστο, δε θέλω ο αέρας να με κάνει καλοκαιριάτικα να δακρύσω, ξέρω να δακρύζω κι αλλιώς, θα σου δείξω τον τρόπο να το κάνεις άμα θέλεις κι εσύ. Μη στρίβεις απότομα, θα μας πετάξεις κάτω και είμαστε να πάμε αλλού, αρκεί να μου λες πώς νιώθεις κι εσύ, τι αισθάνεσαι, εσύ να οδηγείς, αλλά μη νιώθεις ανασφάλεια, μη νιώθεις ευθύνη, εγώ είμαι εδώ, δε φοβάμαι, κρατιέμαι πάνω σου... έλα, πάμε... θα είναι σα να χορεύεις, ξέρω πόσο σ' αρέσει, εν δυο τρι, εν δυο τρι, οι ρόδες γυρνάνε, το τέλος της διαδρομής είναι για τους δυό μας μαζί η άκρη της άδειας πόλης που μένω

Saturday, August 15, 2009

Εύρηκα



Σήμερα είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Κι εγώ για έναν -αν θέλετε, πείτε τον και αλλόκοτο- λόγο βρήκα αυτό το βιντεάκι από τις "Ευτυχισμένες ημέρες" του Σάμιουελ Μπέκετ και νομίζω ότι το εύρημα μου είναι για την ημέρα το πλέον ίσως σχετικό. Κι έχω πατήσει κι ακούω στο σιντι την ηχογραφημένη παράσταση με τη Βάσω Μανωλίδου στο ρόλο της Ουίνι. Ακούω μεταξύ άλλων κι αυτό:

"Να μη σ' άφηνα να κοιμάσαι.. α, ναι... αν μπορούσα τουλάχιστον να υποφέρω να είμαι μόνη, θέλω να πω να υπάρχω μέσα απ' τη φλυαρία μου, χωρίς γύρω ψυχή ζωντανή να μ΄ακούει... Όχι, όχι πως έχω ψευδαισθήσεις... δεν ακούω σπουδαία πράγματα, Γουίλι. Μάρτυς μου ο Θεός! Ίσως μέρες που δεν ακούς τίποτα, άλλες πάλι που απαντάς... ναι, έτσι που μπορώ να πω στον εαυτό μου την κάθε στιγμή, ακόμα κι όταν δεν απαντάς ή δεν ακούς ίσως τίποτα: Ουίνι, είναι στιγμές που κάποιος σε ακούει, δε μιλάς ολότελα μόνη, δηλαδή μέσα στην ερημιά, πράγμα που ποτέ δεν μπόρεσα να υποφέρω, για πολύ... αυτό είναι που μου επιτρέπει να συνεχίζω να μιλώ...

Ενώ αν πέθαινες; Για να μιλήσω με το παλιό στυλ, αν με εγκατέλειπες, τι θα' κανα τότε; Τι θα μπορούσα άλλο να κάνω, όλη την ημέρα; Θέλω να πω απ΄τη στιγμή που θα σημάνει για το ξύπνημα ως τη στιγμή που θα σημάνει για τον ύπνο; Να κοιτάζω μόνο ίσια μπροστά μου με τα χείλια σφιγμένα; Ούτε μια λέξη, ούτ' ενας λόγος ως τον τελευταίο στεναγμό, τίποτα πια που να σπάζει τη σιωπή αυτού του τόπου... που και που ένας στεναγμός μέσα στον καθρέπτη ή ένα μικρό ξέσπασμα γέλιου όταν τυχαίνει να βρω ξανά πάλι την παλιά ευθυμία... "

Θα μπορούσα να το παραθέσω ολόκληρο, από την αρχή μέχρι το τέλος, αν με άφηναν ελεύθερο. Αλλά θα φλυαρούσα, κι ίσως τότε να ξυπνούσα κάποιους ή την ωραία κοιμωμένη ή -ποιός ξέρει- μπορεί ακόμα και την ίδια την Παναγιά.

Thursday, August 13, 2009

Οδός Απόλλωνος


Στους Δελφούς τελικά φτάνεις σε αυτή την κατάσταση της απουσίας ερωτηματικών διαθέσεων. Άμα τη αφίξει μια διάθεση άλλη, μάντισσα πλανευτική, κυριεύει την καρδιά και το νου, μοιάζει να σε βγαλε εδώ ένας άλλος από το γνώριμο δρόμος της ζωής και της σκέψης. Παρατηρείς ολομόναχος ή σχεδόν... ποιός, γιατί είσαι, μέσα από τις πλανεμένες αισθήσεις σου που δεν τις ελέγχεις κι αυτές τώρα ακριβώς, για τη στιγμή αυτή παύεις να διατηρείς και τη διαύγεια της λογικής που σου χει χρόνια τώρα εμπιστευτεί ο υπερφίαλος μέσα στο κεφάλι αυτοέλεγχός σου.

Διατελείς υπό το κράτος μιας διάθεσης που είναι ελάχιστα προπετής να δώσει απαντήσεις στα ερωτηματικά σου, τα ίδια βασανιστικά ερωτηματικά που μέχρι πριν λίγο, μόλις πριν φτάσεις εδώ, στην Αράχωβα κιόλας, επέμενες πεισματικά να απαντήσεις. Τώρα που έφτασες εδώ, σχεδόν απαγορευτικά, δε βρίσκεις το κουράγιο καν να τα διατυπώνεις. Αισθάνεσαι μόνο και ψελλίζεις στον χαμένο εαυτό σου εμπιστευτικά: "γι' αυτό έφτασες φαίνεται ως εδώ, γιατί εξάντλησες τα περιθώρια στα ερωτηματικά σου, οπότε ίσως να μην έχουν σημασία ούτε οι απαντήσεις τελικά -κι αυτό το τελευταίο ειδικά είναι κάτι που στο βάθος του μυαλού σου κάποιος, άγνωστος πρόγονος κι αυτός, σου λέει στο έλεγα από πάντα".

Ένα άλλο γίνεσαι, τόσο γνώριμο εσύ, ένα εσύ τόσο στον εαυτό σου ταγμένο, δε γίνεται στιγμή από αυτό να αφεθείς κι ωστόσο χάθηκες σ' αυτή τη συγκεκριμένη διαδρομή, σε μια κατάσταση για το μυαλό και το κορμί όχι ακριβώς αλλόφρονα ούτε ξεκάθαρα μαγική, γίνεσαι αυτός που ξέχασε ότι βρίσκεται τώρα, ακριβώς εδώ, και μόνο ανάμεσα, κάπου αόριστα κι από τις λέξεις ακόμα, πιστεύεις πως υπάρχεις. Ανάμεσα να θυμηθείς αυτό που ξέχασες ότι υπάρχει. Και υπάρχεις ο ίδιος αλλά όχι εγώ, είσαι εσύ.

Δεν εννοώ τίποτα μεγαλεπίβολο, το μόνο που σημαίνω είναι κάτι απλούστατα πραγματικό. Μόνο πρωτογενή συναισθήματα χωράει αυτός εδώ ο τόπος, καμιά μεγάλη συνείδηση, κι ίσως αυτά μόνο να είναι ότι πιό κοντινό μπορούμε να βρούμε στα ψήγματα που μας χαρίζεται η αλήθεια. Καταλαβαίνεις τί εννοώ; Λέω νιώσε το σπάσιμο στην πέτρα, μη γίνεσαι υπεράνθρωπος, λέω μονάχα σκίσε στα δυο, γίνε υποκοριστικά και κομμάτια. Γιατί ο τόπος εδώ δεν είναι ένα ακόμα κομμάτι από γη, εδώ εσύ τελικά μπορεί να είσαι κι ο τόπος. Όσο η διαδικασία αυτή διαρκεί, ένα ανίδεο κομμάτι πέτρα απ' τη γη έλα, γίνε.

Απόδειξη δεν υπάρχει καμιά, μόνη απόδειξη είναι αυτός ο ναός από τις στοιβαγμένες πέτρες που τόσο σου μοιάζουν. Κάποιοι αρχαίοι πρόγονοι, άγνωστοι πιά κατ' όνομα κι αυτοί, αλλά κι αυτό τι σημασία τώρα πιά μπορεί να έχει, καθένας την πέτρα αυτή πάνω σε κείνη την πέτρα έστησαν. Έσπασε ο καθένας την πέτρα κι έσκισε ο καθένας την πέτρα του και στήριξε καθένας την πέτρα του πάνω στην πέτρα του άλλου, σκισμένη, σπασμένη, υποστήλωμα πέρα και πάνω από όλα -κι ας μου συγχωρεθεί το βλάσφημον, αν διαπράττω λάθος-, πέρα και πάνω κι από τον ίδιο το θεό, η πέτρα αυτή. Απόλλωνας που σημαίνει το φως... ό,τι μένει δηλαδή από την ανθρωπόμορφη προσπάθεια που χάνεται στο σκοτάδι.

Saturday, August 08, 2009

Τρωάδες


Ταλθύβιος: Έλα, μικρέ... τραβήξου από την αγκαλιά της μαύρης σου της μάνας, πιάσε άκρη - άκρη των πύργων τις κορφές, εκεί σου κλήρωσε την ψυχούλα σου να αφήσεις. Πιάστε τον!... Χάθηκε έναν άλλο να έβρισκαν για τέτοιες αποστολές; Ν' αντέχει... να μη λυπάται, ντροπή να μην έχει όπως εγώ για τέτοιες αποφάσεις...

Εκάβη: Αγόρι μου, του παιδιού μου παιδί του αδικοχαμένου, άδικα τη ζωή σου μας παίρνουν από τη μάνα σου κι εμένα. Τι άλλο θα πάθω; Τι για εσένα, καημενάκι μου, να κάνω; Αυτά έχω να σου δώσω: το κεφάλι που βαρώ, το στήθος που χτυπάω... αυτά όλα κι όλα ορίζω. Αλίμονο η πόλη μου! Εσύ αλίμονό μου! Τι έμεινε ακόμα να πάθουμε και τι' ν' αυτό που μας τραβά σε τόσο τίποτα με φούρια να κινάμε;

Ευριπίδης, Τρωάδες, στίχοι 782 - 798

Έχει Επίδαυρο απόψε...

Friday, August 07, 2009

Παγάκι


Θα γράφω άσκοπα, μ' ακους; Κάθε μέρα λίγο λίγο ένα παγάκι στα χέρια μου όλο λεξούλες θα στάζει. Τελειώνει το καλοκαίρι κι οι σταγόνες σου στις σταγόνες μου από έναν ακήρυχτο πόλεμο μερκουροχρώμ διαλυτικά. Έχω πάρει το πρώτο παγάκι που βρήκα στο άδειο κατά τα άλλα ψυγείο μου, το έκανα πρίσμα στα γυάλινα μάτια να κοιτάξω απόψε του πυρωμένου Αύγουστου το μεγάλο φεγγάρι. Mας χωράει όλους απόψε το φεγγάρι, δεν είναι έτσι; Λιώνει στα χέρια μου και στα μάγουλα το παγάκι, εγώ κοιτάζω -λιγάκι ομολογουμένως θαμπά- από μέσα του, το φεγγάρι ολόκληρο γίνεται τότε μέσα στα μάτια μου χίλια σπασμένα κομμάτια κι εσύ με τον άλλον, μες την αλμύρα, όλη τη νύχτα, κάπου αλλού, κάπου όχι πολύ μακριά, σίγουρα κάπου πιο εύθυμα όμως απ' ό,τι εδώ απόψε, με ολόκληρη την καινούργια αγάπη σου και με σιγουριά, με το δικό σας -λιωμένο πια στην αφή και στην όραση και στη γεύση μου- παγάκι, ως το ξημέρωμα με χαράζεις

Thursday, August 06, 2009

Πυροτέχνημα



Άμα ξεκινήσω να γράφω είναι τόσο μπερδεμένα όλα μέσα μου που και πάλι δε θα βγάλει κανένας μας άκρη. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Ούτε το μελάνι δε γράφει στο χαρτί. Ο πιό ψυχρός παρατηρητής να έρθει να μπει μέσα μου να κοιτάξει ετούτη την ώρα ενδελεχώς και με όλη την επιστημοσύνη, δεν θα καταλάβει τίποτα από το ξεμπουρδέλεμα στα χαρτιά μου. Ο πιό ειδικός ψυχολόγος παύλα ψυχοθεραπευτής επίσης θα σηκώσει τα χέρια ψηλά μπροστά σε τόσο χαμένο, μαύρο μελάνι. Κι εγώ τώρα που κάθομαι και γράφω, που πάντα καθόμουνα να γράψω, γιατί σε αυτή τη διαδικασία ένιωθα ότι έβρισκα πιό εύκολα μια μερική τάξη στο σαλεμένο αίμα μου, τώρα δε βρίσκω διέξοδο με τίποτα να κάτσω να σκεφτώ, να γράψω, να σου μιλήσω. Προσπάθησα να στο πω και να στο ξαναπώ, μα όπως πάντα για μια ακόμα φορά δε τα καταφέρα να εξηγήσω. Γιατί μόνο όταν γράφω είναι σα να μιλώ πιο πραγματικά μα όταν μιλάω να γράψω ποτέ δεν τα καταφέρνω. Κι αν δεν καταλαβαίνεις, αυτό που εννοώ είναι ότι απλώς μερικά πράγματα δε λέγονται ή δεν γράφονται εν πάσει περιπτώσει πιο λογικά, κράτα αυτό τώρα πίσω από τούτη την κλεμμένη σιωπή, ανάμεσα στις πολλές, φλύαρες, τις λερωμένες μου λέξεις. Και αυτό που κάθομαι τώρα και σου μιλώ μπορεί να το βρίσκεις βέβαια και έλλειψη αλήθειας και ειλικρίνειας, μπορεί και να το θεωρήσεις ελεύθερα ένα κούφιο θεατρινισμό ακόμα, ένα προπέτασμα καπνού από την έκρηξη μιας ακόμα αναίτιας παραφοράς ενός επιδειξιομανούς ανθρώπου, ενός τυχάρπαστου και τσαρλατάνου υποκριτή που μιλάει για έναν επί της ουσιάς φτιαχτό και ψεύτικο πόνο -βάλτον και μέσα σε εισαγωγικά, αυτό που ζω, ό,τι κι αν κάνεις, δε θα πονέσει εμένα λιγότερο- νομίζοντας ότι έχει κάτι μέσα από όλα αυτά σε εσένα ειδικά να προσάψω. Ε, λοιπόν, μην έχεις καμιά ενοχή, δε φέρεις καμιά ευθύνη, το τραύμα είναι ακόμα πιό βαθύ και το προκάλεσα ο ίδιος στον εαυτό μου. Μόνος το διάλεξα να μην επικοινωνώ επιτυχώς με τους ανθρώπους, να μην βρίσκω πουθενά αυτή τη για άλλους φυσική αλληλουχία μιας υποτυπώδους χημικής ένωσης μεταξύ μας. Το γεγονός πάντως είναι ένα, για να μη φλυαρώ και τα βρίσκεις και όλα αυτά πολλά, κούφια, φαντασμαγορικά μα κυρίως χιλιοειπωμένα λόγια κι εμένα ένα καμποτίνο φαμφαρόνο. Εγώ σε αυτή ολόκληρη τη διαδικασία, έτσι όπως σε κοιτάζω κατάματα μέσα σε τόσο σκοτάδι, εξαντλώ τα περιθώρια για να σου πω ακόμα μια φορά πόσο σε έχω ανάγκη. Κι αυτή τη φράση μπορείς μεν να την αντιμετωπίσεις σαν πυροτέχνημα, αλλά, σε παρακαλώ, κοίταξε την έστω για μια στιγμή πριν χαθεί στο σκοτάδι.

Wednesday, August 05, 2009

Where do the children play?



- I should like to change into a sunflower most of all. They' re so tall and simple. What flower would you like to be?
- I dont know. One of these maybe.
- Why do you say that?
- Because they' re all alike.
- Oh, but they' re not! Look, see, some are smaller, some are fatter, some grow to the left, some to the right, some, even, have lost some petals. All kinds of observable differences. You see, Harold, I feel that much of the world's sorrow comes from people who are this yet, allow themselves to be treated as that.

Χωρίς λόγια εδώ και καιρό. Και τι σημασία θα είχε αν μπορούσα να μιλήσω. Μπορεί αυτή η σιωπή να σημαίνει κιόλας ότι κατάφερα να γίνω λουλούδι. Μακάρι... η σιωπή τότε δε θα σήμαινε ότι έχω καταπιεί τη γλώσσα μου. Θα σήμαινε ίσως ότι έχω καταπιεί όλο το πορτοκαλί του κοσμου.

Sunday, July 26, 2009

Ένας ακόμα μαρκαδόρος δραπέτης



Είμαι σε παύση. Δεν παρακολουθώ τη ζωή πιά, τώρα τη ζω ενδεχομένως, έγινα πρόσωπο, δεν είμαι πλέον θεατής -για να πιστέψετε αυτά που λέω θα σβήσω και φέτος κεράκια και θα γελάσω. Δεν υπάρχουν περιθώρια για σταθμούς, απόψε φεύγει ένας ακόμα μαρκαδόρος δραπέτης. Είμαι σε παύση, σταμάτησα να σκέφτομαι. Δεν έχω άλλο κουράγιο για σκέψη. Τώρα ζωή, μόνο ζωή, και περιπέτεια, και φόβος, αλλά κυρίως ζωή με όλο το πάθος της άγνοιας και της περιπέτειας το φόβο. Ζω, φοβάμαι, δε σκέφτομαι. Είναι σε καταστολή η λογική κι όλες οι νεκρογόνες μου αισθήσεις. Όλος ο εγκέφαλος κατέρρευσε, μόνο η καρδιά χτυπάει, η καρδιά που αν για ένα δευτερόλεπτο της πείτε να σκεφτεί μπορεί αυτή η μια μονάχα σκέψη να την καταλύσει. Θέλω απόψε που συμπληρώνονται 30 χρόνια ακριβώς να γίνω ένα καινούργιο υβρίδιο, να γίνω για πρώτη φορά ένα μπασταρδάκι, το αλητάκι που δεν υπήρξα ποτέ, να μην έχω άλλο χρόνο στο χρυσό μου κλουβί για περισσότερη σκέψη.

Θέλω να ξαναγίνω εκείνο το παιδί πριν απ' τα τέσσερα. Τότε, όταν άρχισα να θυμάμαι όλα αυτά που μέχρι σήμερα προσπαθώ να ξεχάσω. Όλα τα "σκέφτομαι", όλα τα "θυμάμαι", όλα τα "φοβάμαι περισσότερο". Θέλω να ξαναβρεθώ στα τέσσερα εκείνα πρώτα χρόνια της ζωής τετ α τετ με τις σκόρπιες εικόνες και τις σπασμένες αναμνήσεις και να ρωτήσω μία μία που έχουν χαθεί, πες μου που πηγαίνουν άραγε εκείνες οι πρώτες αναμνήσεις. Γιατί γίνονται όλες εκείνα τα δάκρυα που πέφτεις κάτω και αμέσως μετά παιδί γύρω στα τέσσερα δε συμβαίνει μέσα σου τίποτα -αρκεί βέβαια με ένα "έπεσες" να μη σε τρομάξουν- και απλώς ξανασηκώνεσαι και δε σε εμποδίζει τότε ακόμα τίποτα στη συνείδηση να ξαναπροσπαθήσεις.

Δε με ένοιαζε που όλο έχανα τότε τους μαρκαδόρους μου, έλεγα μέσα μου "πάει! χάθηκε!" κι αυτό ήταν, τελείωσε εκεί το δράαμα και τίποτα δεν επεξηγούσα. Στο χέρι κρατούσα μια ακόμα πολύχρωμη κι αλλόκοτη ζωγραφιά, μέσα στο κεφάλι την ευφάνταστη δικαιολογία ότι τους κατάπινε μια μυστική καταπακτή, πάντα αόρατη, ανάμεσα κάπου στο σοβαντεπί και στο κρύο μωσαϊκό κάτω από της γιαγιάς το ντιβάνι. Δεν την ανακάλυψα ποτέ. Ωστόσο αυτό, ό,τι κι αν έκανα, όσο κι αν κρύωνα ριγμένος στα μωσαϊκά για έναν ακόμα χαμένο μαρκαδόρο, δε με πείραζε, δε με τρόμαζε που δεν έβρισκα τίποτα στη σκιά κάτω από το ντιβάνι, συνέχιζα, ζωγράφιζα, δεν είχε καν σημασία που αργά ή γρήγορα θα έριχνα με μαθηματική ακρίβεια και τον επόμενο μαρκαδόρο κάτω. Στην κρυμμένη καταπακτή. Που τουλάχιστον για απόψε δεν πρέπει να τη σκέφτομαι, δεν πρέπει να με φοβίζει έστω κι αν μου καταπίνει 30 χρόνια τώρα τις καλύτερες μπογιές μου.

Thursday, July 09, 2009

Σκισμένα χαρτιά, μουτζουρωμένα



Σήμερα κάνω αποδελτίωση.

Κρατάω πρώτη τη δήλωση του κ. Σταμπολίδη, διευθυντή του μουσείου κυκλαδικής τέχνης -παλαιότερα καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης κι ας μην τον είχα παρακολουθήσει ούτε μια φορά ο αγράμματος- για την έκθεση που θα αρχίσει το Νοέμβρη του 2009 και θα κρατήσει ως τον Απρίλη του 2010 -φτάσαμε λοιπόν στο έτος της οδύσσειας του διαστήματος κρατάω υποσημείωση, με εξυπνακίστικα τσιτάτα λερώνω απλώς την πρώτη σκισμένη σελίδα. Λοιπόν είπε στην ερώτηση γιατί αυτή η έκθεση ο κ. Σταμπολίδης: "...δεν βλέπουμε τον έρωτα μέσα από την κλειδαρότρυπα. Θέλουμε να προσφέρουμε στον επισκέπτη τη δυνατότητα να κάνει την αντιπαραβολή με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Να διαπιστώσει πως εκείνη η θαυμαστή ισορροπία, που υπήρχε στη στάση ζωής και τη φιλοσοφία των αρχαίων, δεν υπάρχει πια. Το σώμα σήμερα είναι εμπορεύσιμο, δεν έχει την ερωτική και ηθική υπόσταση του τότε."

Σκέφτομαι την ατάκα που ακούω συχνά: "πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο τρόπο για τον έρωτα". Κρατάω υποσημείωση, πρέπει να εφεύρουμε το δικό μας τρόπο για τα πάντα. Βάζω στην άκρη την πρώτη μουτζουρωμένη σκισμένη σελίδα. Αμέσως μετά στα χέρια μου πέφτει ένα βιβλίο. Αλφαβητάρι για μικρά και μεγάλα παιδιά. Οι ζωγραφιές που περιέχει ανήκουν στον Εγγονόπουλο. Κοιτάω τους πίνακες και δεν καταλαβαίνω τίποτα. Και ευτυχώς δε θέλω κιόλας να καταλάβω. Η ζωγραφική είναι ευτυχώς ακόμα μια τέχνη με την οποία είμαι ελάχιστα εξοικειωμένος. Αυτό σημαίνει ότι ελάχιστα την κατανοώ, άρα μπορώ απέναντι σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου να νιώθω ακόμα εραστής ή παρ' ελπίδα ερωμένος. Παρηγοριέμαι, λέω "να, ίσως ένας τρόπος καινούργιος για τον έρωτα" κι έτσι μέσα σ' αυτή την άγνοια απέναντι σε ένα πίνακα επιλέγω να παρηγοριέμαι.

Χτες συναντήθηκα με παιδικούς φίλους. Η αίσθηση ήταν αυτή:
Είναι ωραίο να βρίσκεσαι με φίλους. Φίλους παιδικούς, της μικρής καρδιάς, της καρδιάς σου σε μέγεθος παιδάκι. Φίλους που οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν πιά να μοιραζόμαστε το ίδιο θρανίο. Που οι ζωές μας έχουν αλλάξει ριζικά. Που τίποτα κοινό δε μας συνδέει πιά ενδεχομένως πέρα από εκείνες τις άλλοτε έντονες και άλλοτε σύθαμπες εφηβικές μνήμες. Κι όπως το βλέπω κι όπως φαίνεται καμιά φορά ακόμα συμβαίνει να είμαστε στο ίδιο έργο θεατές, στην ίδια παράδοση συμμαθητές, εξεταζόμενοι στο ίδιο απαράλλαχτο θρανίο. Δεν έχει σημασία η διδακτέα ύλη. Ποτέ μα εντελώς ποτέ δεν είχε σημασία η διδακτέα ύλη. Πάντοτε μα εντελώς πάντοτε είναι διαφορετική για τον καθένα η διδακτέα ύλη. Κι η γνώση η αληθινή θρανίο και δε μοιράζεται -με κανένα, ακόμα και με το μεγάλο... έρωτα δεν υπάρχουν σκονάκια να ψιθυρίσεις, πρέπει απλώς να διαγωνιστείς. Κι όμως υπάρχει κάτι και σε κάνει και χαμογελάς τρανταχτά όσο το νερό στην πηγή κι όσο εσύ μέσα στην ψυχή σου, με ανεμελιά, με ευχαρίστηση και λαχτάρα, με ξεκούραση, μια αβίαστη αίσθηση κάτι τέτοιες ώρες ότι δε βγήκε στο τζάμπα αυτό το φτηνό κομμάτι κόντρα πλακέ. Κι ίσως αυτό να εξηγεί γιατί είναι ώρες ώρες τόσο καλό το ξύλο που βγήκε απ' τον παράδεισο.

Έγραψα το κείμενο για ποστ. Το αποθήκευσα στην επεξεργασία, δε θα θελα να το δημοσιεύσω ποτέ. Μου φαίνεται τόσο άχαρο. Τόσο νοσταλγικό. Σα να βρέθηκα με παλιούς συμμαθητές και μου επιβλήθηκε να γράψω κάτι γλυκανάλατο στης τελευταίας τάξης την επετηρίδα. Δεν το ανέχομαι. Θέλω να κάνω το αντίθετο μα το δημοσιεύω. Είναι χάλια και το δημοσιεύω. Κάνω αποδελτίωση λένε το πρόσχημα σήμερα, αυτή είναι η άχαρη δικαιολογία σήμερα για τα λάθη. Έχω μαζέψει τόσα χαρτιά που σχεδόν δε με νοιάζει και να τα χάσω. Θέλω να μαζέψω κι άλλα χαρτιά αλλά θέλω να έχω ανάγκη να μη τα χάσω. Να κάνω αποδελτίωση όχι για σκότωμα αλλά από ανάγκη. Να μην κάνω αποδελτίωση.

Τελευταίο. Κράτησα σήμερα μια σημείωση από μια συνέντευξη της Αρλέτας στην Athens Voice της περασμένης βδομάδας. Τόση βαρεμάρα στη δουλειά. Δε μου αρέσει να διαβάζω free press, μου πιπιλάει το κεφάλι -ειδικά όταν έχει το βαρύγδουπο τίτλο της Αθήνας φωνή και ζωή(lifo) και όλο αυτό το "κεφάτο" περιεχόμενο που βρίσκει κανείς σε αυτές τις ντεμέκ "μεγαλοαστικές, μετα - μοντέρνες, αποψάτες" φυλλάδες. Λοιπόν δεν θα την παραθέσω τη δήλωση, είναι μεγάλη, δεν πρέπει να σας κουράσω άλλο -εγώ βέβαια τσέπωσα το σκισμένο χαρτί στα δύσκολα για σκονάκι. Θα βάλω μόνο την ατάκα που αντέγραψα status στο facebook κι εδώ το μικρομέγαλο θεματάκι μου για σήμερα το κλείνω: "'Εχω καρδιά καφενείο, που λέει κι ένας φίλος. Θέλεις άλλη μια μπύρα;"

Υ. Γ. Αύριο βράδυ φεύγω για τα Κύθηρα. Νομίζω -όπως μάλλον κι εσείς ύστερα από όλα αυτά-ότι το έχω ανάγκη. Υποσημείωση: Πότε θα καταφέρω να κόψω το τσιγάρο;

Saturday, July 04, 2009

Ιούλιος 09



Κάποτε θα έπρεπε να γράψω κάτι αισιόδοξο όμως εγώ σκέφτομαι πώς θα γίνει ο άθλος αυτός γιατί αισιόδοξος αισιόδοξος υπάρχω μόνο σε στιγμές. Απαισιόδοξο απαισιόδοξο πάλι επιμένεις να μη με λες. Άρα το πρόβλημά μου μεγάλο γιατί μόνο αβεβαιότητα μου προσφέρει να στέκω εδώ, στη μέση του δρόμου. (Αυτό αλήθεια τι είναι; Απαισιόδοξο, αισιόδοξο, πες μου ειλικρινά, τι το λες;)

Τέλοσπάντων, όλα αυτά τα γράφω σήμερα: κάνει ζέστη, είναι καλοκαίρι, Ιούλιος -τι τύχη του κληρώθηκε; Κι αυτός ο μήνας πάντα στη μέση- έχει υγρασία, έχει ήλιο, βρέχει γιατί έχει συννεφιά. Και όλα είναι ένα. Ταυτόχρονα, αχταρμάς, λαμπερά, υγρά και συννεφιασμένα.

Οι σταγόνες της βροχής ξεκινούσαν σήμερα από τα σύννεφα πριν πέσουνε όμως χάμω εντελώς, ο ήλιος τις κεντάγε και σπίθιζαν ελάχιστα. Κοιτούσα μέσα από το λεωφορείο πάλι αυτό το στιγμιότυπο, το φαινόμενο, δεν ξέρω πώς να το ονομάσω.

Ύστερα βγήκα, κατέβηκα στη στάση και περπάτησα. Δεν είχα προνοήσει, φορούσα σαγιονάρες. Και ευτυχώς ετούτη τη φορά στη μέση του δρόμου βράχηκα. Aπ' τον ήλιο.

Tuesday, June 30, 2009

Το μήνυμα


Κάθομαι εδώ δίπλα σε θάλασσα με τα πόδια κιόλας βουτηγμένα μέσα λέω δροσίζομαι μα είναι βαθιά να πέσω να μην πέσω κοιτάζω κι όλο δεν πέφτω σα το παιδί που δεν πρέπει να χαραμίσει για τους επισκέπτες που θα έρθουν σταλιά απ το βάζο που χει το γλυκό όμως οι επισκέπτες είναι κύματα κι έχει μια θάλασσα για να την πιείς στο ποτήρι κι έρχονται και φεύγουν έρχονται και φεύγουν με τον ίδιο τόσα χρόνια αγνό και αθόρυβο μηχανισμό παίρνουν λιγάκι από την άμμο που σε κάθε επανάληψη τα πόδια μας σχεδόν χαριτωμένα και λικνιστικά απλώς σκεπάζει, ξεσκεπάζει. Τι να σημαίνει άραγε το μήνυμα στέκομαι, το βρήκα τυλιγμένο σ' αυτό το γυάλινο μπουκάλι που ξέβρασε η ακτή. Ένα μήνυμα μακρινό ίσως, κάπου άλλου κάποιος άλλος, όμοιος ομοίω αει πελάζει, αλλά, τι λέω, τι γλώσσα είναι αυτή, μάλλον: Προσοχή, προσοχή... όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές, για να μπορούμε όλοι μαζί να χαιρόμαστε την καθαρή θάλασσα κι αυτό το καλοκαίρι, όπως έλεγε κάποτε εκείνη η αρχαία διαφήμιση με τον πελεκάνο.

Saturday, June 27, 2009

Φυσική



Όσο πληθαίνει το σκοτάδι στην Ελλάδα, εμένα με απασχολεί το φως. Το σκοτάδι και το φως είναι μια σύγκριση που διατρέχει τους πολιτισμούς και τις θρησκείες. Το κακό είναι πως στη Φυσική τα όρια δεν είναι σκοτάδι ή φως. Ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει λίγο φως. Αυτό αντανακλά την πραγματικότητα. Ποτέ δεν είναι κάτι τελείως μαύρο και ποτέ δεν είναι κάτι τελείως φωτεινό. Νομίζω ότι η φωτεινή πλευρά της ζωής, της τέχνης, της επιστήμης είναι αυτή που καταξιώνει την πορεία του ανθρώπου σε έναν τελείως ασήμαντο πλανήτη.


Ασχολούμαι τα τελευταία δέκα χρόνια με το φως. Η ερώτηση τι είναι το φως στην ουσία δεν έχει απαντηθεί ακόμη. Ξέρουμε πώς επιδρά, ξέρουμε τις εξισώσεις του, ξέρουμε ότι είναι ηλεκτρομαγνητικό κύμα, αλλά το φωτόνιο, που είναι η μονάδα του φωτός, στην ουσία δεν το καταλαβαίνουμε. Πίστευα για πολύ καιρό ότι το φως το βλέπουμε. Η αλήθεια είναι ότι δε βλέπουμε ποτέ το φως, βλέπουμε μόνο τις συνέπειες του. Κανείς δεν το χει δει και ούτε θα το δει. Είναι τόσο αυτονόητο και απαραίτητο, αλλά αυτό που διδάσκει η επιστήμη είναι πως σε τελευταία ανάλυση, δεν ξέρρουμε τι ακριβώς είναι το φως. Κι αυτό είναι το συναρπαστικό.

Αυτά τα είπε στο τρέχον φύλλο της Lifo ο Γιώργος Γραμματικάκης. Κι εγώ διαπιστώνω ότι αλωνίσαμε τις σκηνές, φέραμε άνω κάτω προβολείς και ψεύτικα φώτα, ξεμανταλιάσαμε στην υπογράμμιση τσιτάτα και βιβλία και η ποίηση δεν είναι τελικά παρά η φυσική μας αυτοπροσώπως.

Thursday, June 25, 2009

Τσιγγάνα



Και η ζωή όμορφη, άσεμνη, αναίσχυντη, διαρκής αλλά χωρίς συμπεράσματα περιμένει σε μια κρυμμένη γωνία…. Πιέζομαι όσο πιέζονται τα μοσχάρια στης ανάγκης το ζυγό, δεν στα λέω αυτά για γλυκόλογα, μια ακόμα έκφραση κάποιας παρήγορης παραμυθικής αλληγορίας. Φοβάμαι την ελπίδα, γι αυτό στα λέω αυτά. Έμαθα να τη φοβάμαι, να μη της δίνω σημασία, να την προβλέπω στα χαρτιά, στο χέρι σου καλή ώρα να τη διαβάζω και βρέθηκα να κάθομαι σε ένα μονόδρομο που δεν έστριβε ποτέ, πουθενά, σε καμιά γωνία. Μιλάω με την απόγνωση του εξαπατημένου από επιλογή και στα παρουσιάζω όλα τόσο ρόδινα μπας και νιώσω μαζί σου, έστω λίγο, ψάρι έξω απ΄ τα νερά μου. Να θυμηθώ όσο για να ξεχάσω. Γι’ αυτό κοίτα εσύ έστω να μη φοβηθείς. Συνέχισε. Πες ότι συνάντησες κάποιαν που απλά δεν ήξερε τί ακριβώς ήθελε να πει, πώς ακριβώς να σου μιλήσει. Ξέχνα με, σου λέω... Πες πως μ' αντάμωσες μια νύχτα σ' ένα όνειρο...

Και εκείνος ευτυχώς προσπέρασε και συνέχισε να προχωράει

Sunday, June 21, 2009

Στάση Ακρόπολη

"Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια / που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να τ' ακουμπήσω." Γ. Σεφέρης

Δεν ξέρω, έτσι, λόγω της ημέρας των πανηγυρισμών σήμερα σε ανάρτηση μια φωτογραφία που έβγαλα πριν λίγο καιρό. Για όλες εκείνες τις στιγμές που νιώθω ότι σα λαός τίποτα παραπάνω δεν είμαστε από ένα μεγαλείο που μας προσπερνάει. Κι αυτό που έχουμε διαρκώς ανάγκη τα προπύργια, τους μεγάλους έλληνες, ένα υπερσύγχρονο μετρό και κάμποσες νέες θερμοπύλες για να λέμε με τη σειρά μας ένα εύκολο και περισπούδαστο τάχα μ δήθεν "μολών λαβέ" σε κάθε καινούργιο οικονομικό μετανάστη, καταφανώς επειδή τα καταφέραμε να ξεχνάμε παντελώς ακόμα κι αναμετάξυ μας το "Έλληνες καλούνται οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες" εκείνου του αρχαίου κυριούλη που λέγανε Ισοκράτη. Γιατί δεν είναι δόξα αυτή, δεν είναι καν λεφτά, ούτε ένας τίτλος και αναφαίρετο δικαίωμα που αρκεί για να μας φέρει πίσω όλα τα τιμαλφή και τα απολεσθέντα. Όχι, δεν είμαι ο γκρινιάρης της υπόθεσης κι ούτε μελαγχολώ μέρα που είναι, φυσικά και έχω χαρεί, φυσικά και θέλω τώρα κιόλας να μπω στο καινούργιο μουσείο -κι όταν λέω τώρα, εννοώ τώρα ακριβώς, μες το σκοτάδι της θερινής νύχτος να βλέπω την κατάφωτη Ακρόπολη εκεί έξω απέναντι και εδώ μέσα να λάμπουν όλα τα μαρμάρινα κομμάτια του Σεφέρη, τα χέρια μου να μην έχουν εξαντληθεί στους αγκώνες και να ξέρω ότι όλα αυτά τα κεφάλια ένα ένα βρήκα επιτέλους μέρος και θέση να τα ακουμπήσω. Εννοώ φυσικά και θέλω πίσω τα μάρμαρα όπως όλοι μας, αλλά θέλω πίσω και τη Μελίνα και θέλω, το κυριότερο, να κοιτάζουμε όλοι μας κατά κει στα βορειοδυτικά με αυτή τη λάμψη και τη γυαλάδα, μ' εκείνο το καθαρό πρόσωπο και το πιό τρανταχτό και αφοπλιστικό επιχείρημα, το γέλιο της Μελίνας και το μειδίαμα των αγαλμάτων. Όχι σαν την κυρία από κάτω κατά τη ρότα την αντίθετη, τη βουβή, τη μουντή, σας παρακαλώ, άλλο όχι... Γιατί ακρόπολη ας μη ξεχνιόμαστε σημαίνει να ξεχωρίζεις, αλλά, επιτρέψτε μου, το πώς και το γιατί είναι ακόμα του νεοελληνισμού μας μείζον θέμα...

Monday, June 15, 2009

Που, που, που...



Λένε πως όσο πιό πολύ απομακρύνεσαι από ένα γεγονός μπορείς με μεγαλύτερη ψυχραιμία να το δεις, να το κοιτάξεις. Υπάρχουν νομίζω όμως κι εκείνες οι σπάνιες φορές και των περιπτώσεων οι εξαιρέσεις που η απομάκρυνση από το μοιραίο ταμείο δεν ξεχρεώνει με τίποτα τη σούμα κι απομένεις μονίμως έτσι αγράμματος, άμουσος και αδαής να ψάχνεις και να καταμετράς τελικά πράγματα να λείπουν παραπάνω από χίλια. 1.101.101.10 και βάλε.

Στέκομαι λοιπόν σήμερα εδώ καθισμένος σε ένα παγκάκι αδειανό στην οδό των δικών μου ονείρων ένα βαλσάκι σχεδόν αθώο παίζει κάπου μακριά βράδυ Ιουνίου 15 με μια ψύχρα ομολογουμένως για πρώιμο καλοκαίρι. Θυμάμαι ότι πάνε κιόλας χρόνια 15 κι αυτά ακριβώς από τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του σε ένα άλλο, ίσως κατάδικό του, πάντως λίγο πιό μακρυνό αστέρι -η ίδια η γη βλέπεις είναι κι αυτή εκεί στο βάθος το πιό μοναχικό αστέρι, κι ας έχουμε την τάση να το ξεχνάμε- και υπάρχουν τελικά οι περιπτώσεις εκείνες που η απομάκρυνση από το συγκεκριμένο γεγονός δεν λειτουργεί τελικά και ποτέ συμφιλιωτικά με την πάροδο του χρόνου αλλά αντιθέτως επενεργεί αντιστρόφως ανάλογα τελικά στις προσδοκώμενες, τις τακτοποιημένες, τις κοιμωμένες μας αισθήσεις.

Δεν είναι λύπη, δεν είναι άλλο ένα μνημόσυνο αυτό εδώ, είναι ζωή, δεν είναι μνήμη, είναι μέσα σε κάθε νότα και χτυπάει, εγώ δεν είμαι βέβαια κανένας ειδικός να μιλήσω για το Μάνο Χατζιδάκι, προσπαθώ ωστόσο ένα προσωπικό μου βίωμα από τη μουσική του να αποτυπώσω, ό,τι καταφέρνω κι όσο αισθάνομαι, κι ας ξέρω ότι μάλλον πρόκειται για φαλτσέτο, εγώ συνεχίζω, χωρίς να έχει καμία ιδιαίτερη σημασία συνεχίζω γιατί δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ όσο ακόμα ακούω το βαλς των χαμένων ονείρων και βουρκώνω, εξακολουθώ να πιστεύω παραδόξως -και μάλιστα έως και ακράδαντα εκείνες τις στιγμές- ότι έχω υποχρέωση να ελπίζω. Καληνύχτα, Κεμαλ, και δε βαριέσαι αυτός ο κόσμος δε πα και να μην αλλάξει ποτέ; Εσύ ό,τι είχες να κάνεις, το έχεις ήδη κάνει... Καληνύχτα...

Thursday, June 11, 2009



Και πάλι καλημέρα σας...

Δάκρυ



Άντε, καληνύχτα...
εκτονωθήκαμε πάλι σήμερα...

Sunday, June 07, 2009

Αποχή (?)



"Μη φοβηθείτε, μη δειλιάσετε, μη σαστίσετε που έτσι άγριμι έγινα, μόνο σπλαχνιστείτε με έτσι δυστυχισμένο, μόνο κι έρημο που στενάζω δίχως φίλο εδώ κι αν είστε φίλοι μου μιλήστε, πείτε κάτι"
Σοφοκλή, Φιλοκτήτης, στίχοι 225-230

Και το να μην πας σκέφτομαι είναι εκλογή. Μην αρχίσετε να βαράτε, δεν είναι προτροπή, δεν είναι παρότρυνση, δε αφαιρώ κανένα δικό σας δικαίωμα, δεν το προτείνω καν ως λύση. Αυτό που εκφράζω εδώ είναι μια απόλυτα δική μου προσωπική θέση, μπορεί σωστή, μπορεί και λαθεμένη, διατυπωμένη ευθαρσώς με βαθύτατο και πολιτικότατο κατά την ταπεινότατη μου γνώμη προβληματισμό.

Πάντως αν το καλοσκεφτείτε, αναφαίρετο το δικαίωμα στο λάθος, χρόνια τώρα αυτό επιβεβαιώνει στο χάος η τόση μας αντοχή. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν εγώ γιατί πρέπει κάθε τόσο να ψηφίζω. Γιατί πρέπει εγώ απλά και μόνο με μία ψήφο και καλά να επιβεβαιωθώ μέσα σε ένα ολόκληρο σύστημα που το φτιάξαμε τόσο ασφαλώς ώστε να παραπαίει.

Απλά όλο αυτό το ζήτημα περί της άλλης λεξούλας, της κακιάς, της αποχής από τις εκλογές σας λέω -και εδώ που τα λέμε από εδώ και πέρα της αποχής από τις εκλογές γενικώς-, αυτό το αναφαίρετο και καλά δικαίωμα του ευρώ- πολίτη (όπου ευρώ το νόμισμα και όχι η ήπειρος η γηραιά, αυτή γέρασε αρκετά μάλλον για να αυτοεξυπηρετείται και κουράρισμα πρέπει μόνο να πληρώνει) μου πιπιλίζει τα αυτιά και φαίνεται τόσο στην οθόνη -εκεί δηλαδή που όλοι μα όλοι έχετε μεταθέσει το παιχνίδι- ακόμα μια διαφημιστική καραμέλα παχιά, βουτύρου σα να λέμε ή μάλλον τσιχλόφουσκα big bubble, ναι, με την extra δόση ζάχαρη για να χρυσώνει εν ολίγοις το χάπι και να εκποιεί το ίδιο το αναφαίρετο δικαίωμα μου τελικά ως πολίτη.

Και γενικώς αυτή η τρομολαγνεία του ρήματος "απέχω" που θέλει να κάνει τη συνείδηση μου ακόμα ένα τηλεοπτικό προϊόν που ευχαριστώ αλλά δεν θέλω να το πάρω. Από ξένους η μαμά κι ο μπαμπάς είπαν να μην παίρνω τσίχλες, καραμέλες και τα συναφή οπότε εγώ δε θα πάω αυτούς τους άγνωστους να τους ψηφίσω κιόλας τσίχλα ξαναμασημένη. Άσε που όταν είμαι όχι δυσαρεστημένος απλώς, όταν είμαι βαθιά απογοητευμένος και θλιμένος, εγώ έμαθα να απέχω, να κοιτάζω μέσα μου να δω τι συμβαίνει και φταίει κι όχι να το κάνω προεκλογική καμπάνια. Να αποχωρώ. Σεμνά και ταπεινά μόνο αυτό στα ελληνικά πρέπει να σημαίνει.

Τέλοσπάντων, η αλήθεια είναι ότι έχω νομίζω προβλήματα και χαρίσματα αρκετά για να βάψω όπως όπως τη σκέψη μου ιδιαίτερα όταν τα χρώματα είναι τόσο θαμπά έως, κύριοι πράσινοι, κόκκινοι, βένετοι, έτσι που τα κάνατε σα τα μούτρα σας, συσκατένια. Δε θα κάνετε λοιπόν ιππόδρομο το δικό μου μαγαζάκι, παιδιά, όσο και να αποπατήσετε με τις παχηλές σας φοράδες εδώ μέσα. Όσο να πεις οιστρήλατος ξέρω τι σημαίνει.

Κάνω την τρέλα να μην ψηφίσω λοιπόν εγώ, αλλά έχετε κάνει κι εσείς μια τοσοδούλα μικρή τρέλα: η πραγματική κρίση δεν είναι οικονομική, η πραγματική κρίση είναι στα κεφάλια μας μέσα. Όταν αλλάξετε μυαλά δώστε πίσω την κάλπη για να ψηφίσω.

Wednesday, June 03, 2009

Μέχρι τη φλούδα

Χρώματα. Γεύσεις. Φρούτα. Πέντε σανίδια παραγεμισμένα. Μπορεί να είναι ακριβώς αυτό το φετινό καλοκαιρι; Μόλις έφαγα το πρώτο κομμάτι καρπούζι. Πήρα το μαχαίρι έπειτα και άρχισα να καθαρίζω ό,τι είχε απομείνει στη φλούδα. Στο καρπούζι το λιγότερο που μου αρέσει είναι η καρδιά. Η φλούδα με τρελαίνει. Λοιπόν: μέχρι τη φλούδα, παίδες, μέχρι τη φλούδα.


Sunday, May 31, 2009

Megapixel



Και; Τι έγινε; Τι έμεινε; Μια φωτογραφία ψηφιακή για να μπορεί κανείς να μετρά τώρα πια και σε 12, 1 megapixel τη νοσταλγία. Αυτό που λέμε "χειρουργική ακρίβεια". Εδώ εγώ, μόνος βέβαια, όμως βαθιά χαρούμενος που έφτασα επιτέλους σε τούτο εδώ το φόντο: ένα σπίτι, δε σε γνώρισα ποτέ, είναι σα να σε έχω δει σε όλα τα εξώφυλλα του κόσμου και τις εφημερίδες, σήμερα φτάνω εδώ και είναι -αυτό τουλάχιστον δε νομίζω να γίνει ποτέ πρώτη είδηση- σα να γινα σχεδόν ο ιππότης σε κάποιο άγνωστο και τελευταίο παραμύθι και δεν αντέχω άλλο να κρατήσω κρυφό αυτό το μυστικό του. Γιατί σήμερα δεν είσαι εσύ εδώ, σε έναν ιδιοκτήτη καινούργιο είπανε νομίζω ανήκει κιόλας αυτή εδώ η κλειδαμπαρωμένη σιδερένια πόρτα. Εγώ όμως ξέρω ότι υπάρχει το ίδιο σπίτι ορθάνοιχτο, χωμένο κάπου μέσα στα δέντρα, το γλείφει αχόρταγα μια ήρεμη καλοκαιρινή θάλασσα κι εμείς εκεί μέσα διπλωμένοι στα δυό δε χορταίνουμε απ' τα γέλια. Έτσι την είδα την ταινία. Από μικρό παιδί σε έψαχνα. Πίστεψα το παραμύθι. Ξεκίνησα από κάπου για να σε βρω, έφτασα ως εδώ, τόσο μπόρεσα. Μέσα από το φακό μου κι εγώ τώρα εσένα κοιτάζω. Κλικ πατάω, πότε θα έρθεις επιτέλους να συναντηθούμε;