Sunday, May 31, 2009

Megapixel



Και; Τι έγινε; Τι έμεινε; Μια φωτογραφία ψηφιακή για να μπορεί κανείς να μετρά τώρα πια και σε 12, 1 megapixel τη νοσταλγία. Αυτό που λέμε "χειρουργική ακρίβεια". Εδώ εγώ, μόνος βέβαια, όμως βαθιά χαρούμενος που έφτασα επιτέλους σε τούτο εδώ το φόντο: ένα σπίτι, δε σε γνώρισα ποτέ, είναι σα να σε έχω δει σε όλα τα εξώφυλλα του κόσμου και τις εφημερίδες, σήμερα φτάνω εδώ και είναι -αυτό τουλάχιστον δε νομίζω να γίνει ποτέ πρώτη είδηση- σα να γινα σχεδόν ο ιππότης σε κάποιο άγνωστο και τελευταίο παραμύθι και δεν αντέχω άλλο να κρατήσω κρυφό αυτό το μυστικό του. Γιατί σήμερα δεν είσαι εσύ εδώ, σε έναν ιδιοκτήτη καινούργιο είπανε νομίζω ανήκει κιόλας αυτή εδώ η κλειδαμπαρωμένη σιδερένια πόρτα. Εγώ όμως ξέρω ότι υπάρχει το ίδιο σπίτι ορθάνοιχτο, χωμένο κάπου μέσα στα δέντρα, το γλείφει αχόρταγα μια ήρεμη καλοκαιρινή θάλασσα κι εμείς εκεί μέσα διπλωμένοι στα δυό δε χορταίνουμε απ' τα γέλια. Έτσι την είδα την ταινία. Από μικρό παιδί σε έψαχνα. Πίστεψα το παραμύθι. Ξεκίνησα από κάπου για να σε βρω, έφτασα ως εδώ, τόσο μπόρεσα. Μέσα από το φακό μου κι εγώ τώρα εσένα κοιτάζω. Κλικ πατάω, πότε θα έρθεις επιτέλους να συναντηθούμε;

Tuesday, May 26, 2009

Πρασινοκόκκινο



Χτες φόρεσα πρώτη μέρα το πρασινοκόκκινο καλοκαιρινό μου μπλουζάκι. Κρατάω πάντα μια επιφύλαξη μέχρι το τέλος της άνοιξης κάθε χρόνο μέχρι να σιγουρέψω ότι ήρθε και αργώ να βάλω τα καλοκαιρινά μου. Ο κόσμος με κοιτάζει ντυμένο βαριά, με ρωτάνε "δε σκας;", απαντάω ένα κακοπαιγμένο "είμαι κρυουλιάρης". Σήμερα μόλις έβγαλα την ομπρέλλα από την τσάντα, να τους κάνω λοιπόν το χατήρι κι εγώ, και φόρεσα το πρασινοκόκκινο μπλουζάκι. Βγήκα το βράδυ από το μαγαζί. Δούλευα και σήμερα οχτάωρο την πρασινοκόκκινη ψυχή μου. Με περίμενε η Αθήνα νωπή. Μια απρόβλεπτη βροχή, απρόβλεπτη, στεγνή και καθυστερημένη. Πρώτη μέρα καλοκαίρι. Δεν έδωσα σημασία στη ζέστη, στο νοτισμένο κάτουρο που μύριζε η ατμόσφαιρα στο κέντρο της Αθήνας, ούτε στις βρεμένες κουτσουλιές από τα περιστέρια που κάνουν τα παπούτσια στην άσφαλτο να γλιστράνε. Κόκκινα all star. Χαμογέλασα που σήμερα βρήκα κι έβγαλα την ομπρέλλα από την τσάντα, στηρίχτηκα απλά λίγο καλύτερα στα πόδια μου και άρχισα να τραγουδάω. Αφροδίτη: που είναι συνώνυμη με το καλοκαίρι όπως εγώ το έχω ανάγκη. Κάποιοι περαστικοί μπορεί και να άκουσαν, αλλά και τι με νοιάζει...

Friday, May 22, 2009

Το ταξίδι



Έμαθα ότι ο Τηλεθεατής κυκλοφορεί αυτή τη βδομάδα με δώρο αυτή την ταινία. Πάρτην, δες την Μαρίνα στη σκηνή με την αδελφή της κι αμα δεις την Αλίκη που ξέρεις σε εμένα τον αμετανόητο για την αγάπη που της είχα, έχω και θα έχω κλέφτικα να σφυρίξεις.

{ -Δεν είναι καιρός για όνειρα, Μαρίνα...
-Δεν ονειρεύομαι, Αθηνά... στο κάτω κάτω δε λογαριάζω να πάω στο φεγγάρι...
και λίγο παρακάτω... πότε έπαιξα, Αθηνά, πότε γέλασα;}
σεναριάκι: Βαγγέλης Γκούφας

Λοιπόν, αύριο πρωί πρωί... Προς το παρόν, καιρός για όνειρα...
Καληνύχτα

{ναι, δε φοβάμαι το μελό, πες με και μελό, να δω τι θα καταλάβεις}

Saturday, May 16, 2009

signs



No words today. Just show off.

words update:
Δεν έχει σημασία πως σε λένε, ποιός είσαι, τώρα μαθαίνω το όνομά σου. Με το όνομά σου μαθαίνω όλη την ανάγνωση μου και τη γραφή. Προχωράω σε έναν δρόμο ατελείωτο, ψελλίζω φωνήεντα, σύμφωνα, αδέξια μέχρι να πετύχω το μυστικό συνδυασμό σου, να με ακούσεις μα να μην ακουστείς. Και πάλι την τύφλα μου θα ξέρω, στο τέλος, να το δεις, αυτό είναι το μόνο σίγουρο που ξημερώματα τελικά με κοιμίζει. Γιατί, μη σε γελάσουν, δεν υπάρχουν συλλαβές ευανάγνωστες, η λύπη καμιά φορά τις αναγνώσεις με δάκρυα τις θαμπώνει -το ίδιο κι η χαρά, αλλά με μια άλλη ευθύνη, όταν καμια φορά καταφέρνω φευγαλέα μόνο να σε κοιτάξω. Και τότε ακόμα δεν βλέπουν τα μάτια μου, να σε αναγνωρίσουν. Κι ίσως αυτό μπορεί και να είναι κι η μεγαλύτερη λύπη μου κι η χαρά. Εσύ να με λες άγνωστο κι εγώ να σε λέω κανένα.

Sunday, May 10, 2009

Πρώτο σώμα



Θα κρυφτώ πάλι μέσα σε σύνοψη ονείρου από ένα σπάνια εύφλεκτο υλικό, σίγουρα παιδιάστικο, που φαίνεται αιωνίως καλοκαιρινό προς τα έξω. Αν κι έτσι δεν κατάλαβες, τόσο ευαίσθητο εννοώ μ' ενού παιδιού που πληγώθηκε το φόβο.

Σκαλίζαμε επίμονα τα μικράτα μας σ' ένα δέντρο κοντά στη θάλασσα, μετράγαμε 5, 10, 15, 20, 25 χαραγματιές, συνήθως όχι παραπάνω από 100 "φτού και βγαίνω", χωρίς να ξέρουμε ότι θα σημαδευόταν κάπως έτσι μεθαύριο κι ο ίδιος ο δικός μας ο κορμός. Κάποιος τα φύλαγε, οι περισσότεροι κρύβονταν, παίζαμε (Ζαβολιά: με τον αδελφό μου είχαμε προκαθορίσει τις κρυψώνες μας, μην προδινόμαστε τουλάχιστον και μεταξύ μας).

Τώρα έβγαλα τα παιδικά παπούτσια, φοράω πια νούμερο 42, ξερίζωσα σχεδόν μονάχος τις ρίζες απ' το δέντρο ή μπορεί και να βαλα δυο πόδια σε ένα παπούτσι -έτσι κι αλλιώς δεν κατάλαβα ποτέ επακριβώς αυτό που μου συμβαίνει-, και ανάπτυξη είναι με μεγάλα πόδια γυμνά να πατάς πεταχτά στην καμμένη άμμο μπας και φτάσεις όπως όπως όσο μπορείς πιο γρήγορα τη θάλασσα. Η κάψα να γλυκάνει.

Άλλες φορές έτρεχα ομολογουμένως σπασμωδικά να βυθίσω στο δροσερό νερό τα ξεριζωμένα πόδια. Ποτέ δεν έφτανα μακριά, με όσο πάθος κι αν κολυμπούσα. Επί τόπου. Έπεφτα αδέξια -πάντα με την κοιλιά-, πονούσα, ατσούμπαλα όμως σαν το παπί κι εγώ όπως όπως τσαλαβουτούσα. Ξέχναγα την κάψα στα ζεματισμένα πόδια γρήγορα αλλά κάποια στιγμή σκέφτηκα, μάλλον δεν έχει και τόση αξία έτσι να κολυμπάω. Φτου και βγήκα. Δεν είμαι εξάλλου παπί -κατά τα φαινόμενα ούτε κύκνος.

Κάνω κουράγιο ετούτη τη φορά, στέκομαι εδώ άλλη μια πριν βουτήξω στη θάλασσα, το έχω πάρει πλέον απόφαση, δε θα βουτήξω, με τα καμμένα πόδια στην άμμο που μου αναλογεί και με ζεματάει στέκομαι, Μάιος ακόμα, θα' ναι μπούζι σκέφτομαι το νερό τι κι αν πρόλαβαν κιόλας να ζεματάνε τα πόδια. Δεν έχουν συνηθίσει ούτε στο κολύμπι ούτε στο περπάτημα οι κορμοί απ' τα δέντρα -κι ας τελειώνει έτσι ο γρουσούζης ο Μακμπέθ. Το βασίλειο, μια ολόκληρη ύπαρξη ξύλινη και το ταξίδι με ένα καράβι.

Κοιτάζω το κούτσουρο εγώ ένα καράβι πέρα στη θάλασσα. Σου προκαλεί πάντα μεγάλο δέος ένα σμαράγδι κι ας μην είναι παρά μόνο απέραντο χρώμα. Ένα άλλο δέντρο έγινε πρώτο σώμα για κείνο το καράβι. Μια οφθαλμαπάτη και το θαύμα μέσα στη θάλασσα. Το πρώτο σώμα έχει αντοχές, ανοχές, υπερευαίσθητες νευρικές απολήξεις. Τρίζει μέσα στη θάλασσα, κλυδωνίζεται το καράβι στον άνεμο, προχωράει στη νηνεμία. Εγώ επιμένω εκτός.

Τώρα επιτρέψτε μου ν' αποσυρθώ εκεί που ξεφύτρωσα, λίγο πιο πέρα, στην ίδια πάντα παραλία, λίγο πριν καταφτάσουν ορδές οι τουρίστες, πεινασμένοι για πικ νικ, διψασμένοι για θάλασσα. Ένα άλλο παιδί θα τα φυλάξει στον κορμό μου. Για δικό μου λογαριασμό. Ένα άλλο παιδί θα κρυφτεί κάποτε σε μια σκιά απ' του καλοκαιριού τα φώτα. Κι ίσως την ημέρα εκείνη ακόμα να μην είναι αργά και μπορεί και γω να χω καταφέρει να πέσω στη θάλασσα, να χω γίνει καράβι. Σ' ένα δεύτερο πλέον σώμα.

Υπενθύμιση από τη Μήδεια του Ευριπίδη σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά: "Μακάρι ποτέ να μην είχε κοπεί στα δάση του Πηλίου το πεύκο που γινε κουπί στα χέρια ανδρών σπουδαίων"

Thursday, May 07, 2009

Αναφορά παράδοσης


Όχι δε θα γράψω λόγια παραφουσκωμένα και πολλά. Καλύτερα το βράδυ αυτό σιωπηλά να το περάσω. Έστειλα ένα άτσαλο μήνυμα εκεί που έπρεπε να παραδοθεί. Απόψε ήρθε μόνο του το ασθενοφόρο. Η ευγνωμοσύνη δεν έχει ήχο τελικά. Κι η σειρήνα είναι στην προσωπική μου δόνηση. Καληνύχτα.

Tuesday, May 05, 2009

3... σχεδόν...



Σήμερα κομμένταρα άτσαλα στα δαιμόνιά μου περίπου αυτό: "Δεν ξέρω αν υπάρχουν, δαιμόνιε και αγαπητέ, διαθλάσεις στον καθρέπτη χρόνο. Απόδειξη: καμία ηλικία στην ουσία δεν μας επιβεβαιώνει. Μονάχα κάτι προσωπεία βαριά -σχεδόν ιστορία μυθική- βοηθάνε λιγάκι να προσδιορίσουμε καμιά φορά την αντίγωνη (ατυχής προσωπικός νεολογισμός) πλευρά των εσόπτρων. Και μπορεί προς το τέλος ή ακόμα και πιό μετά να αποδειχτούμε Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα, Ιππόλυτος... ποιός ξέρει;"

Το σουλούπωσα λίγο και το βάζω ανάρτηση, όχι για κανένα άλλο λόγο αλλά επειδή μου θύμισε την πρώτη ανάρτηση σε αυτόν εδώ τον χώρο -έχει διαστάσεις, προσμετράται σε μήκος, ύψος, πλάτος, εμβαδόν ένα μπλογκ; Πού εκτείνεται; Πόσο κρατάει;

Ήταν μετά την παράσταση της Αντιγόνης του Λευτέρη Βογιατζή. Είχα γυρίσει από την Επίδαυρο. Ξημερώματα φυσικά. Και άρχισα να γράφω.

Χριστέ μου, είμαι σχεδόν 3 ολόκληρα χρόνια μετά. Αυτό όντως με τρομάζει έτσι όσο απρόσωπα με έναν αραβικό αριθμό προσμετράται.

Υ.Γ. Το γιουτουμπάκι που μπορεί να φαίνεται και άσχετο, είναι εμμονή, πες το και ζωή να σαι μέσα και τότε θα καταλάβεις πόσο είναι εν τέλει κι αυτό σχετικό. Σε μια τέταρτη διάσταση πιά βεβαίως βεβαίως.

Friday, May 01, 2009

Πεταλούδα



Χτες την είδα στη ζωή μου πρώτη φορά. Έχασκα από κάτω με ένα στόμα ορθάνοιχτο. Το κλεινα μη μπει μέσα μου η πεταλούδα Μπρένθις και με πνίξει. Την επόμενη κιόλας στιγμή την παρακαλούσα πίσω με φωνή απεγνωσμένη παιδιού απελπισμένου. Έλα, πλημμύρισέ με και πνίξε με, πεταλούδα Μπρένθις. Δάκρυζα και γελούσα στα μάτια μου και στο λαρύγγι. Είχα ξαφνικά μια ευκρίνεια τόση μέσα μου, τα αισθήματα και το σώμα μου σπαρταρούσε. Ταυτόχρονα. Και επιτέλους απόλυτα δικαιολογημένα. Μια πεταλούδα Μπρένθις. Για μια νύχτα. Ταυτόχρονα. Συντονισμός είναι: μέσα στο μυαλό έχω ένα σπασμένο πύργο ελέγχου και ένα ραντάρ μες την καρδιά. Το 'ξερα πάντα μα τώρα το' ζησα αλλιώς. Πονάει πιό βαθιά. Και μαζί όλο και πιό γλυκά πονάει. Ξεροκαταπίνω. Και δε θέλω να πω περισσότερα γιατί αυτή η νύχτα είναι δικιά της. Μόνο αυτό: χτες βράδυ ήταν σύμφωνα με το Φάουστ η Βαλπουργία νύχτα, νύχτα οργίων δηλαδή, νύχτα σπαρμένη μάγια και όσο περνούσε η ώρα ξημέρωνε Πρωτομαγιά.

{Μια μέρα θα φύγω, μ' ακούς; Για πάντα...}