Sunday, August 26, 2018

Ας πούμε


Περιμένω, ούτε και ξέρω τι περιμένω,
ούτε κι ένιωσα πως πέρασαν
τα τελευταία 8, ας πούμε, χρόνια
Ας πούμε αυτόν τον αριθμό,
αφού πρέπει κάτι να πούμε
Ας μετρήσουμε, αφού πρέπει
να εξηγηθούμε
και δε βρίσκουμε τίποτα να λέγεται
- μην τολμήσετε να πείτε:
«Τιποτα δεν πρέπει!», είναι κλισέ -
μέσα σε αυτή την απέραντη αοριστία
τα χουμε πει και τα χουμε ξαναπει
κανένας δεν κατάλαβε
τα μιλήσαμε τα συμφωνήσαμε όμως
μακάρι να καταλαβαίνατε την απόγνωση
που προκαλεί όλο αυτό
- ποιό θα μου πείτε,
- ποιό απ’ όλα (κάπως αγανακτισμένοι)
θα μου πείτε
οπότε
καλύτερα που δεν καταλάβετε ποτέ
τι φταίτε κι εσείς που επαναλαμβάνομαι
μα δεν εξηγούμαι
(Και βάζω και παρενθέσεις για να σας εκνευρίζω περισσότερο και
κάνω και άστοχους διασκελισμούς*)
Η συνήθεια σας να τακτοποιείτε
Και
- κάτι πρέπει να κάνεις με το θέμα σου με τα χρήματα, δε νομίζεις
Η δεύτερη καλύτερη ατάκα μετα το
- είσαι πολύ εγκεφαλικός
φοβάμαι, φοβάμαι το μετρήσιμο
φοβάμαι τόσο καρτερικά κάθε ξημέρωμα
που ο ήλιος καμιά φορά μου φαίνεται θα
ανατείλει στο αρνητικό του -
Όπως και το χει κάνει ως τώρα ήδη
τόσες πολλές φορές,
Κι όλο, θεέ μου, χειροτερεύει,
πωπω σα γυναίκα μιλάω
καμια θετική σκέψη
(Πωπω καθόλου πολίτικλι κορρεκτ αυτό με τη γυναίκα, η γυναίκα φέρνει τη ζωή,
να το βγάλω ή να την υποδυθώ)
Η θεία μου το 85 έλεγε:
Είμαι γυναίκα αλλά το’ χω αρσενικό το μυαλό
(το δηλητήριο εννοούσε;)
Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά,
μ’ αρέσει η παρανάγνωση κι η ασυνταξία
δεν καταφέρνω να το ορίσω κι εντελώς
αλλά
- ας πούμε πριν 33 χρόνια, το 85,
η θεία μου ήταν 38 χρονών
απόψε 71 και δε μιλιόμαστε στα 39 μου
το 2050 θα μαι 71;
- Ας πούμε
θυμάσαι εκείνο τον διάλογο τότε:
- Η εξοικείωση με κατοχυρώνει με τ' άστρα;
- Η εξοικείωση με τι;
- Τίποτα, προσπαθώ να ορίσω αλλιώς τη σύνταξη του κατοχυρώνει,
αλλά δε μου βγαίνει σε δαχτυλικό εξάμετρο
*και άμετρους επίσης

Sunday, August 05, 2018


Καμιά φορά ξεκινάω ανεπιτυχώς να καταγράψω τον ήχο του ακάλυπτου. Αρχιτεκτονικά είμαι βεβαίως ανίδεος - είναι εντυπωσιακό πόσο ανεπαρκείς είμαστε να περιγράψουμε το φαινόμενο της αθηναϊκής πολυκατοικίας, ενός φωταγωγού μιας εξαόροφης έστω αθηναϊκής πολυκατοικίας, της πιο κοινόχρηστης οικοδομικής κατασκευής του σύμπαντος κόσμου. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι κοιταζόμαστε όλοι οι όροφοι, άλλοι προς τα πάνω, άλλοι προς τα κάτω, άλλοι βιζαβί κι απεναντίας. Είμαστε μέσα σε ένα τετράγωνο που βυθίζεται ως πουθενά και αγωνίζεται να υψωθεί δια παντός. Ξέρουμε σε ποιόν όροφο είμαστε αλλά δεν ξέρουμε το ύψος εντελώς, τη σχέση του ύψους ως προς την επιφάνεια. Ούτε ξέρουμε πώς αλλά θέλουμε να φτάσουμε τον ουρανό. Είμαστε διερχόμενοι. Τώρα πάντως είναι όλα ήσυχα, τα τετραγωνικά κοιμισμένα, ούτε συμφωνίες, ούτε συνομιλίες υπάρχουν. Ούτε τα κάγκελα φαίνονται τόσο κυρίως εδώ, στο πίσω μπαλκόνι. Δεν μας περιορίζουν. Υπάρχει μόνο μια γοητευτική ανασφάλεια που λιγάκι γελάει, ίσως μια ασφάλεια λιγάκι επισφαλής, καθώς λιγάκι φυσάει. Ούτε τα κλειστά φώτα περιγράφονται, ούτε η λυτρωτική τσιμουδιά στο σκοτάδι. Δεν ξέρω τι μας περιμένει όταν περάσει το καλοκαίρι. Φυσάει, αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω. Είναι 4 Αυγούστου, 4 και τέταρτο η ώρα το πρωί, στον 4ο. Φυσάει, ας πούμε στα 4. Φοβάμαι να παραδεχτώ ότι είναι ωραία. Φυσάει τρία τέταρτα, όχι εντελώς φοβάμαι. Προσπαθώ με αριθμούς να γίνω ανεπιτυχώς σαφής. Τετραγωνίζομαι φοβάμαι. Σταματάω - φοβάμαι γίνομαι πολύ εγκεφαλικός, κοινότατος, αυστηρά ιδιωτικός πάλι. Ομφαλοσκοπώ τετραγωνιωδώς.