Saturday, June 30, 2007

Εδώ που τα λέμε...


Ναι, γιατί μ' ενδιαφέρει τόσο; Είναι ικανοποιημένοι. Τώρα έχουν παιδί και σκυλί εκπαιδευμένα να μην λερώνουν το σπίτι. Όλοι ικανοποιημένοι εκτός από μένα. Κι εσένα. Νιώσε το. Ανοίξου! Ήθελα να σου μάθω τα πάντα. Ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει σε τούτη τη γη. Ό,τι μας ανήκει για τόσο λίγο. Κι ό,τι είμαστε πάνω της. Το φως που αφήνουμε κληρονομιά με τις λέξεις. Μπορείς να δεις 5000 πριν με το φως των λέξεων. Όλα όσα αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε, ξέρουμε και μοιραζόμαστε με λέξεις. Για να μη ζει ούτε ψυχή στο σκοτάδι και να τελειώνουν όλα στον τάφο. Αλλά ξέρω. Πως αν καταλάβεις μια λέξη θα έχεις όλο τον κόσμο στα χέρια σου. Και για ποιό λόγο να μ' ενδιαφέρει, δε συμβιβάζομαι. Πώς... Πώς να σου εξηγήσω ότι αυτό σημαίνει μια λέξη και η λέξη σημαίνει αυτό το πράγμα... μαλλί... ή αυτό... σ-κ-α-μ-ν-ί... Αυτό σημαίνει αυτό το πράγμα! Φόρεμα! Π-ρ-ο-σ-ω-π-ο! Πρόσωπο!

Friday, June 29, 2007

Πρωινό 29-6-2007 στην Αθήνα


Κάψτε τα όλα, μη μείνει τίποτα... πέτρα στην πέτρα, όλα διαλύστε τα!

Και το άκουγα κατ' εξακολούθησιν μέσα στο θάλαμο το άσμα. Τόση επίκληση στο κάλλος δεν μπορεί, έπρεπε κι ένα αποτέλεσμα να είχε. Έτσι άνυδρο, ξερακιανό, φαγωμένο και κατακαμμένο, μη νιώσεις κάπου υγεία και πεις ξαποσταίνω. Χτες απόγευμα κάπως έτσι βράδυασε και σήμερα έτσι είδαμε τον ουρανό να ξημερώνει. Αρρωστημένα και καθόλου παρήγορα. Πάνω απ' τα κεφάλια μας. Έπεφταν να μας πλακώσουν τα σύννεφα. Και δεν ήταν σύννεφα ουρανού αττικού, ήταν πια σύννεφα αττικού συναγερμού και κινδύνου. Δεν κάνω έκκληση για να εισακουστώ. Δεν νιώθω καν έτοιμος να πολεμήσω φλόγες. Μόνο φοβάμαι εδώ μέσα μήπως μπλεχτώ κι από ασφυξία -και την αήδια πια σε όποιον θέλει την παραχωρώ- ούτε την ουτοπία στον ουρανό δεν έχω πια να κυνηγήσω.

Saturday, June 16, 2007

Ο σκάρτος


Ξέρεις, πάλι θέλω να μιλήσω. Θέλω ακατάσχετα να μιλώ. Να λέω ελεύθερα αυτά που λένε σφήνες στην γκλάβα και πετριές στο μυαλό. Να σταματήσω δεν μπορώ. Η σκέψη οτί κάποιος με σταματάει είναι η μεγαλύτερη καταπίεση και φρίκη. Είναι στρατός. Και είναι σκάρτος.

Άνοιξα την τηλεόραση στις ειδήσεις των δύο και πρόβαλε μπροστά μου η φρίκη. Το βίντεο των αστυνομικών. Ποίος έχει ή βρήκε το δικαίωμα να αστυνομεύσει, ρε απελευθερωμένε και δικαιωμένε, όμορφε στην ψυχή και το μυαλό σου πούστη, τις ζωές μας και από τί χειρότερο θα τις διαφυλάξει;

Ποίος καθιστά έναν άνθρωπο υπερήφανο για την πλούσια "αδρεναλίνη" και τη μπατσίλα που κουβαλάει μέσα στην ταλαιπώρια της ψυχής του γιατί στάθηκε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ανεπρόκοπα λαμόγια στη ζωή του κι απλά κάποια στιγμή καφροποιήθηκε σε τραμπούκο επειδή σε κάτι και καλά μεγάλες ιδεές όπως ασφάλεια και τάξη βρήκε και πάτησε πάνω την ψυχή μας για να γαμάει;

Και κυρίως ποιός επέτρεψε σε αυτόν τον σταρχιδιστή να περιφέρει ελεύθερα και νόμιμα τις πλήρως ενοχοποιημένες φουσκοδεντριές του στα πρόσωπα ανθρώπων που το ότι δεν έχουν να φάνε καθιστά το αξιόποινο παράπτωμα της ζωής τους; Μήπως απλά και μοναχά τα βαριά του φορτωμένα κι αγάμητα όπως στ' αλήθεια γουστάρει αρχίδια; Στα μούτρα μας η καύλα τους λοιπόν ανήμερα μεσημέρι λίγο πριν το δείπνο! Να ξεράσεις τον εμετό στα δικά τους μούτρα, γαμώτο! Και χαλάλι σου πάει, γαμώτο και πάλι γαμώτο!

Είναι ίσως το πρώτο μου πιο αυτοσχεδιαστικό με την έννοια του μη ελεγχόμενου post αυτό, όμως με έναν παράξενο τρόπο όλα θηλυκώνουν...

Χτες απογευματάκι και πρώτο νούμερο βραδυνό εκτελούσα χρέη θαλαμοφύλακα υπηρετώντας σταθερά την ετοιμοπόλεμη μου πατρίδα, όταν σκουπίζοντας - καθότι εθνικόν και όχι στοιχειώδες χρέος κι αυτό - άκουσα από μια παρέα στρατευμένων την ατάκα " δεν είναι και κακός και λίγος ρατσισμός". Άνθωποι δικοί μου και στην ηλικία μου χτύπαγαν από χτες τα κουδούνια και τις καμπάνες και πώς τα λέτε, στρατόκαυλοι, όλους τους συναγερμούς και τις νάρκες του κόσμου μέσα στο κουφιοκεφαλάκι μου. 'Οχι, της Ελλαδίτσας μας απλώς, λαμόγια, του κόσμου τα κουδούνια βαράγατε, λεβέντες!

Ξεχείλησα - σαν χτες πέθανε (ή σώθηκε;) και ο Χατζιδάκις, δεν αντέχεις να ακούς 13 χρόνια μετά όσα πάλευε να ξεπεράσει κάτι αιώνες πίσω - κι είπα "εδώ πωλούνται πάσης φύσεως υλικά", θα τα ταιριάξω. Γιατί πιστεύω πως ταιριάζουν και είναι αμέσως σχετικά. Τα νηπενθή τραγούδια σου, Ελλάδα μου, τα έκανε γαργάρα ένας μπάτσος! Οχλοκρατηθείτε γιατί χανόμαστε!

Παίδες, πριν δεκαπέντε χρόνια, με μια άλλη μουσική σας είχα πει πως θα ξαγρυπνώ έξω απ' τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρά σας. Τώρα κουράστηκα. Εσείς είτε ονειρεύεστε, είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα. Δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας, ούτε στα όνειρά σας. Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές από το υλικό των ματιών σας κι απ' την επιθυμία των σωμάτων σας. Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα. Ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος. Γειά σας, παίδες... Γειά σας...

Μάνος Χατζιδάκις
με όλη την ειρωνεία στην φωνή, δεδικαιωμένος σαν χτες φορές 13 και βάλε

Thursday, June 07, 2007

Χαίρε, ω χαίρε, Eλευθεριά!


Να φύγω θέλω περισσότερο από ποτέ. Ποτέ ως τώρα δεν θέλησα να φύγω τόσο. Και να μην έχω πατρίδα περισσότερο από ποτέ. Γιατί περισσότερο από ποτέ δεν νιώθω να υπάρχει αυτό που λένε πατρίδα.

Γιατί αυτό που υπηρετώ με εξαναγκάζει να το υπηρετήσω. Είμαι δούλος του λοιπόν, όμως εγώ σκλάβος δεν θέλω να' μαι. Γιατί o αφέντης επαιτεί και απαιτεί να τον τιμήσω. Εγώ τη φυγή στην εμφύλια τούτη τη διαμάχη μπορώ να αποτολμήσω;

Είναι αργά όμως τώρα για φυγή να μιλώ. Πιάστηκα στην μεγάλη φάκα.

- Από τις λέξεις μόνο μπορώ να αποσυρθώ. Και με λέξεις. Από τα "ατενώς", "στοιχηθείτε" με τα "εκτενώς", "ονειρευτείτε".

- Από πρόσωπα και με πρόσωπα. Από τον τελευταίο γιδέμπορα που από να φυλάει τα μαντριά και τις στάνες του πατέρα του προτίμησε η άγρια αντρική -καγχάζω- φωνή του να φυλάει νεοσύλλεκτους σμηνίτες. Και με το χαμογελαστό πρόσωπο κάποιου που αγαπώ τον διαγράφω ενώ ουρλιάζει. Ενώ ουρλιάζω κι εγώ "χαίρε, ω, χαίρε, Ελευθεριά" αντί καταπάνω του "γιούχα". Διαπίστωσα πως αγαπώ όλους όσοι μου λείπουν μέσα στις πιό σιωπηλές και όμως βροντερές κραυγές μου.

- Από καταστάσεις και με καταστάσεις. Απ' την πολύωρη σκοπιά ψελλίζοντας λόγια του φετινού μου ρόλου κι από κάτω 600 παιδιά, μαζί με τα τραγούδια από τον δεύτερο ρόλο φέτος και δωστου γρέζια στα ψηλά και συνοδεία εκείνων των πρώτων των λόγων από τον Αγαμέμνονα στον Αισχύλο τουρλού τουρλού και χωριστά με εκείνα του Φρύγα απ' τον Ορέστη. Φύλακες κι εκείνοι γαρ, αλλά τί φύλακες, θέε μου!

Η καφρίλα ήταν, είναι και θα είναι το ταλέντο για της πατρίδας μας τον στρατό κι εγώ επικαλούμαι αγαπημένες φράσεις, δράσεις, συγγενείς, ό,τι τελοσπάντων νιώθω αληθινή στεριά, θάλασσα κι αέρα της ζωής μου και συγκαλώ προσκλητήριο ιερό εδώ μέσα πια κι όχι έξω απ' την ψυχή μου.

Γιατί μέσα στα σύνορα είναι που δεν αντέχει ο εχθρός. Και ο εχθρός μέσα μου αν δεν το καταλάβατε λέγεται πατρίδα. Κι εγώ μέσα στα σύνορα που σέβομαι συγκρατώ μονάχα την πατρίδα που αγαπάω. Από ό,τι αληθινό της έχουν γράψει οι ποιητές μας -κυρίως όσοι την έχουν βρίσει γιατί τους πληγώνει- και βρίσκεται καταρακωμένο, με άρβυλα ποδοπατημένο και ανίερο σα σκουπίδι περιττό στη λογική όλων των φαφλατάδων και των στρατοκαύλων αφιερώνω λίγους στίχους από τον Ευριπίδη όπως τους μεταφράζει ο Χειμωνάς:

Κι εκείνη, με τα λευκά γυμνά της χέρια - σκέπαζε το στήθος το κεφάλι της - λές κι έτσι θα τα έσωζε από το φονικό τους χτύπημα - και Χρυσοσάνδαλη έτρεχε να ξεφύγει - κι έπεφτε, και την έφταναν την άρπαζαν, την σήκωναν - κι αυτή, πάλι να τρέχει - να πέφτει, να κυλιέται - η Ελένη! των Τρώων και των Ελλήνων!

Wednesday, June 06, 2007

Αυτόπτης Μάρτυς


Αυτή την ξαφνική στιγμή είδα

το αίμα επάνω μου να τρέχει

ήταν γλυκό και με τα δάχτυλα

προσπάθησα την ακατάσχετη κηλίδα να πάψω

μες τα ρούχα όμως τα δάχτυλα χάθηκαν μες το αίμα

κι ένας ήχος να χάνεται άκουγα μες το κεφάλι μου

στιγμιαία κι ολοένα βαθύτερα καθώς τον ξεχνούσα

Monday, June 04, 2007

Αγαμέμνονας



Δεν είμαι ό,τι φαίνομαι είμαι αυτό που με διακρίνει κι αυτό που σημασία έχει δεν είναι πώς έμαθες να ζεις μα πώς θα βρεις τρόπο να αλλάζεις Αεί διδασκόμενη ευτυχώς Αεί γηράσκουσα δυστυχώς Δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου Το τρίτο κουδούνι σήμανες πριν καιρό κι έτσι παίζω τώρα τον τελευταίο δραματικό μονόλογο για μια αυτόχειρα και χειραφετημένη Γυναίκα ήσουν κι αδύναμη Τώρα καθώς βρέχει στέκω με τη φωτογραφία σου στο χέρι μου το ένα ανάπηρος όπως με άφησες χωρίς κεφάλι και άκρο Υγράνθηκες και ξέφτισες Τα αμπελοφάσουλα σου πήραν να δείχνουν πράσινο κυπαρισσί, το χαμόγελο πιο ζωηρό κι από τη θύμηση της παλιάς σου αγάπης κι ένα κατάβαθα μπλαβισμένο φόντο να σου θυμίζει πότε τη θάλασσα πότε κάθε μου λέξη που σου υπαγορεύω Μάγισσα, μικρή φωτιά και φλόγα, συνεπαρμένη του χαμού και των λυτών δεσμών του γάμου τον όμορφο άνακτα θεό για σένανε θα τον παρακαλέσω όλο το κεχριμπάρι του ουρανού είδωλο έμψυχο να κάψει Με μάθαν κόρες να γενώ κόρες να ξεπαστρεύω.

Saturday, June 02, 2007

Ίκαρος



Ακόμα εδώ συμβαίνει

όπως καμιά φορά ασθενής

εκτίθεσαι μπροστά στο γιατρό σου

να ξεχνάς και τη ψυχή και τη φύση

κι αισθάνεσαι το κενό μόνη παρηγοριά

και δύναμη πρωινή που κρατά τη ζωή σου

νιώθεις έκθετος σε θυσία ημερήσια, φωτεινή

και σε ελεύθερη αφημένος την πτώση

στον ουρανό

δεν είσαι πιά γαλανός

κι ούτε κόκκινος είσαι απ' τον ήλιο

τώρα προς ώρας ελεύθερος λέγε πως είσαι.