Και θα τελειώσουν όλα ξαφνικά όσο ξαφνικά έχουνε ξεκινήσει κι ανάμεσά τους το κενό και τα όνειρα και η ελπίδα κι οι σκέψεις κι η θλίψη και τα δάκρυα κι η αντιπάθεια κι ο καυγάς και ο θυμός και το μίσος και το χαμόγελο και το γέλιο κι οι φίλοι και τα φιλιά και το γλέντι κι ο έρωτας κι η αγάπη κι ο φόβος κι ο καημός και το κρασί κι η θάλασσα γιατί δεν μπορείς ποτέ να την εξαντλήσεις κι οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες ακόμα και οι Ιθάκες και όσα κουβάλησες και κουβανείς μες το μυαλό την καρδιά και την ψυχή σου γιατί η παρένθεση είναι ο προορισμός προσοχή λοιπόν στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας
Άλλη μια μέρα κοιτάζω πώς θα κοιτάξω πραγματικά και φεύγω ταξίδι από την πραγματικότητα μακρυά γιατί αλήθεια δεν έχουν τα πράγματα εδώ αλλά τα πράγματα αυτά που από εδώ θα μπορέσουν να έρθουν εκεί μαζί μου, οι στιγμές, τ' απομεινάρια μιας μέρας που επιτέλους θ' αλλάξει χρήση μέσα από τα μάτια μου και θα γίνει στ' αλήθεια όπως μπορεί να γίνει. Γιατί η αλήθεια υπάρχει μόνο πέρα από την αλήθεια μας. Ναι, εντάξει, η πραγματικότητα είναι όντως αντικειμενική. Το ζήτημα είναι τί κάνεις άπαξ και το αντικειμενικά πραγματικό το καταλάβεις.
Θέλω να πω, για να γίνω πιό ξεκάθαρος, μια πέτρα δεν είναι μόνο μια πέτρα ή δε με ενδιαφέρει τέλοσπάντων να είναι μια πέτρα μοναχά. Μια πέτρα με ενδιαφέρει γιατί είναι ένα βότσαλο, ένα βότσαλο που θυμίζει την πρώτη μου αγάπη, την αλμυρή, ένα καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα, το κύμα που ήσουν πλάι μου και δε μ' ένοιαξε που η θάλασσα φούσκωσε και πήρε μέσα της όλα τα υπάρχοντά μας γιατί εγώ κρατούσα την πέτρα σου και γελούσα που σε έβλεπα να τσαλαβουτάς για να περισώσεις πέντε χρήσιμα μεν, άχρηστα δε πράγματα και δε με νοιάζει που σ' έχασα κι εσένα μετά και δε με νοιάζει που έγινες θάλασσα μετά κι εσύ και πήρες μέσα σου όλα τα πραγματά μου γιατί εγώ κράτησα το βότσαλο και δε με νοιάζει που τώρα το βότσαλο έγινε πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί ή ό,τι άλλο μπορεί πιά και να' σαι. Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογυαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, όνειρο δε θα 'ταν πια...
Όπως όμως με την πέτρα, έτσι και με τα φαινόμενα, έτσι και με τα γεγονότα τα αντικειμενικώς πραγματικά, γυρεύω μια υποκειμενική ερμηνεία, τί τα προκάλεσε και πού και πώς θα πάω μαζί τους παρακάτω. Δεν είναι τόσο εύκολη η διαδικασία αυτή, καλού κακού κρατάω μικρό καλάθι: κάθε μέρα λέω να κάνω καινούργια αρχή κι όλο στη μέση κι όλο στη γαμημένη μέση το φτάνω -τυχαία η παρήχηση του μι, δε νομίζω. "ΜΜΜΜ, ωραία φέτα" μμμμου 'ρχεται η ατάκα στο μυαλό. Και δε με πειράζει τίποτα πιό πολύ όσο αυτός ο εθισμός και η ακινησία στο καθημερινό και στο μεσαίο τελευταία. Στο μέτριο. Που να ήταν γυάλινο με μια πέτρα να το σπάσω.
Να σημειωθεί ότι το πρώτο δέντρο για φέτος στολίστηκε. Στο σαλόνι βαθύτατα φιλικού σπιτιού. Και παρ'ολ' αυτά, τζίφος... Ψηλά στο βουνό μουσικές χαμένες...
Ξεκινάω να γράφω, πού θα βγάλει απόψε η νύχτα, ως πού θα πεταχτώ. Στα όνειρα. Ως εκεί που έχω αναφαίρετο δικαίωμα για ταξίδι. Χωρίς τρομοκράτες, χωρίς αεροπειρατές. Με άγνοια κινδύνου, ελεύθερες πτώσεις ακίνδυνες. Δεν πετάω στα σύννεφα. Έχω πάρει αγγελικό διαβατήριο για έκπτωση στο κρεβάτι το δικό μου απόψε.
Τα όνειρα είναι ρωγμές. Οι πληγές είναι όνειρα. Απόψε δεν είμαι εδώ, σε αυτή την πραγματικότητα, σε αυτή την αναπηρική καρέκλα, σε αυτή την καρέκλα την ηλεκτρική που μου χει ψήσει σαν το ψάρι τα χείλη και το κεφάλι σαν αυγό. Είμαι εκεί που πηγαίνουν τα όνειρα. Είμαι εκεί που φέρνουν οι λέξεις.
Και γράφω και διεκδικώ, και γράφω κι αδιαφορώ, και γράφω και ονειρεύομαι από εδώ και τώρα, από εδώ και μπρος, χωρίς να ξέρω που βγάζει αυτός ο λαβύρινθος, χωρίς να γνωρίζω τα όνειρα πώς ξυπνάνε. Αφήνομαι χωρίς σταματημό, δεν ελέγχω ούτε καν τύψεις, κατουριέμαι ελεύθερα από ταχύτητα και από φόβο -είναι το μόνο δικαίωμα που στο φόβο μου παραχωρώ, ακόμα κι όταν ονειρεύεσαι, φοβάσαι, δε σταματάει ποτέ ο φόβος-.
Και δεν ελέγχω καν τη διαδρομή, τί σημασία εξάλλου έχει να κοιτάζεις το δρόμο όταν οδηγείς πάντα κουτουρού, είναι σα να σημαδεύεις κάτι που δεν υπάρχει και είμαι απρόσεχτος οδηγός, δεν είμαι ο Χάνσελ κι η Γκρέτελ, σημασία έχει μόνο που θέλεις να φτάσεις, σημασία δεν έχει καν μήπως δε φτάσεις εκεί σώος κι αβλαβής, σημασία έχει να φτάσεις εκεί με όλου του κόσμου τα σημάδια, στα όνειρα τρακάρεις πάντα πιό πολύ, στα όνειρα τραυματίζεσαι πιό θανάσιμα κι απ' όταν πεθαίνεις, κι όταν πεθαίνεις μόνο για τα όνειρα πεθαίνεις, τα όνειρα που θέλεις να βρεις σε άλλη πίστα. Αυτό είναι οι αρρώστιες οι αγιάτρευτες. Τα όνειρα που δε βρήκες.
Οι λέξεις που δε βρήκες έπειτα, καλύτερα για να πεις αυτό που σου συνέβη, αυτό που διεκδικείς να πάρεις, αυτό που είδες ότι παίρνεις στα όνειρα και τώρα το χάνεις, μια άλλη κτητικότητα που μόλις ξυπνήσεις τη χάνεις και τα χάνεις εντελώς.
Γι' αυτό κι εγώ έτσι όπως ξάφνιασα μέσα στη νύχτα και μέσα στα όνειρα αφέθηκα γλυκά στην εισροή των συνειρμών κι ας γράφω τώρα ένα κείμενο αλλοπρόσαλλο κι ας μη βγαίνει ουσία όταν θα διαβάσεις εσύ τί σόι είναι τα όνειρα τα δικά μου. Ξύπνησαν απόψε πιό φοβισμένα, κράτα αυτό. Δεν μπορώ να στο κανω πιό λιανά, το καταλαβαίνεις;
Σιγά μη χέστηκες, σιγά μη σε νοιάζει, σιγά μην παραφούσκωσες από την ευμάρεια των δικών μου ονείρων, σιγά μη σε τσαντίσε η ανέχεια των ονείρων που έχασα απόψε εγώ, σιγά μη σκοτίστηκες που ξύπνησα πάλι και τίποτα δε βρίσκω απ' τα όνειρα που έκανα.
Πρέπει να πολεμήσω για τα όνειρα γιατί είναι το τελευταίο προπύργιο της λίγης μου ανεξαρτησίας.
Λοιπόν, με συγχωρείτε, πρέπει να ονειρευτώ. Και πάλι καλή σας νύχτα.
Εντάξει... καλά, καλά... ωραία... έχεις δουλειές με φούντες αυτό τον καιρό, ξέρω. Όμως αυτό δεν είναι ακόμα ένα γράμμα μιας παρορμητικής διάθεσης για διέξοδο από την οικονομική παγκόσμια κρίση. Περιγράφει ένα άλλο καθεστώς, την κρίση στην καρδιά μας. Είμαι ένας δουλοπάροικος στο ακατόρθωτο... (ΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨ) Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις έτσι στομφώδικα που έμαθα, γαμώτο μου -με όλο το θάρρος- να μιλάω. Κάπου όμως πρέπει να πηγαίνει κι αυτό το έκληθρο που φαίνεται να μη βγάζει πουθενά ενδεχομένως.
Προς το παρόν μόνο θυμός. Υπήρξα φέτος το παραδέχομαι πολύ αστόχαστο παιδάκι. Το πρόβλημα; Η στένωση της καρδιάς μας. Η κεντρική αρτηρία βουλωμένη από τη θλίψη. Μπούκωσαν όλα. Μπούκωσε κι η καρδιά. Το μυαλό προ πολλού σΥ- χαμένο. Μπούχτισε κι αυτό. Ένα μυαλό χειμώνα - καλοκαίρι είναι, τί να σου κάνει; Δεν αποδίδει την προσήκουσα σημασία πιά στα γεγονότα. Ούτε όμως και την καρδιά χορταίνει στα όνειρα να της απαντούν μονίμως και μονάχα με σκέψεις... Θέλει και την απτή πραγματικότητα των ονείρων η καρδιά πότε - πότε.
Και είναι αναρχία η σκέψη των ονείρων μας, άγιε. Κι απέναντι η διάθεση μας μονίμως συγκεντρωτικό καθεστώς. Στη μέση εγώ θυμωμένος μπάτσος απέναντι στον εαυτό μου επαναστάτη. Κουράστηκα... Η καρδιά αν μπορούσε να σκεφτεί θα σταματούσε, ανεπιτυχώς προσπαθεί να με πείσει ο Πεσσόα, τον ξέρεις;... Εκεί πάνω δεξιά σε αυτήν εδώ τη σελίδα, βλέπεις; Το 'κανα για να μη μου ξεφύγει και προμετωπίδα. Όμως μάταια... Νομίζω ότι σου γράφω για την καρδιά, και πάλι, όπως βλέπεις, σκέφτομαι. Μάταια...
Έτσι μάταια και το 2008 λίγο ακόμα γέρικα αργοσβήνει. Το κοιτάζω. Ασθενοφόρο για πάρτη του κάλεσα και προσπέρασε. Η σειρήνα στα μάτια μου λίγο ακόμα αναβοσβήνει. Απομακρύνεται το ασθενοφόρο, κλείνω τα μάτια μου, τα ξανανοίγω και είναι ακόμα 2008. Θέλω να φύγει πρόωρα. Γι' αυτό και πρόωρα σου γράφω αυτό το γράμμα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή αδιέξοδο. Σε σκοπιά με βρήκε. Κι ορίστε, ούτε ασθενοφόρο για πάρτη του δε σταμάτησε.
Είμαι τώρα, το ξέρω, αγιάτρευτα τραγελαγραφικός. Ένας "βαθυστόχαστος" ΕΜΟ. Μπροστά στα μάτια σου. Σε παρακαλώ μόνο αυτό: φέτος το έλκηθρο που θα περάσει σε ένα μήνα αν είναι εύκολο ας κοντοσταθεί κάπου που θα ζητήσω όχι μόνο για μενα αλλά για όλους μας.
Μικρά φωτάκια άρχισαν ν' ανάβουν δειλά δειλά δεξιά, αριστερά, τριγύρω. Μπροστά στα μάτια μου. Μάταια τα μάτια μου τα κοιτάζουν. Κάποτε, ξέρεις, άγιε, έβρισκα μια παρηγοριά μέσα σε όλα αυτά. Κάποτε το "έρχονται και Χριστούγεννα" γινόταν η εποχιακή προμετωπίδα. Κάποτε έψαχνα κόκκινες μπάλες για το δέντρο μου. Και πίστευα. Ποτέ δε σταμάτησα να πιστεύω σε Σένα. Ήταν σα να πίστευα και μέσα Μου. Και πέρσι στη σκοπιά την ώρα που άλλαζε ο χρόνος πίστεψα σε πολύ όμορφα πράγματα, άγιε, χάρη σε σένα... Μα έγιναν αλλιώς, δεν πειράζει... έχουμε καιρό...
Τώρα το μόνο που ζητάω είναι μια ζεστή κόκκινη αχνιστή καρδιά μέσα στο κρύο -κι αυτό ακόμα δύσκολα μας παραχωρείται φέτος. Μπας και σταματήσει η προβολή αυτού του άχαρου έργου που παρακολουθούμε όλοι μας σε βουβό και ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Να το πω και χριστιανικά μήπως γίνω και πιό σαφής από τί πάσχω... Καρδίαν καθαράν κτίσον εν ημιν ο θεός και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις ημων...
Με την βέβαιη πίστη ότι υπάρχεις,
Αντώνης
Υ. Γ Ελπίζω τα δικά σου έλκηθρα τουλάχιστον να μην πέσουν φέτος έξω...
Κάπου βραδιάζει. Και το αξημέρωτο κοιτάζω ρολόι. Δε γνωρίζω ωροδείκτες ή λεπτοδείκτες. Μετρονόμους. Δείχνουν πάντα αδιέξοδο. Κάθε ώρα εκεί μέσα η στιγμή τα καταφέρνει. Περνάει. Τί σημασία έχει να δειξουν αυτά τα κέρατα τί ώρα επακριβώς θα αποπειραθεί μια τελευταία έξοδος κινδύνου απόψε; Πάω πάντα κόντρα σε επιδειξιομανείς με τέτοιες αξιώσεις. Περισσότερο από όλους εκείνα τα νευρόσπαστα: οι πιό ευκίνητες μαριονέττες, όπως καταμετρούν τα δευτερόλεπτα, βγάζουν άσκοπα, σκάρτα τα άνευρα μέλη του σώματος καθώς ξαπλώνει. Ποιό ρεύμα οδηγεί; Σε ποιόν ύπνο παραδίδεις κι απόψε το πνεύμα; Ένας περίεργος μηχανισμός ρολογιού. Πώς λειτουργεί η νύχτα. Κι ο ύπνος. Καμιά ώρα θα τη βγάλω αυτή τη μπαταρία. Να γίνει κάποτε η νύχτα πραγματικά δικιά μου. Κι ο ύπνος. Ξεφεύγω πάντα από την ημέρα, αλλά τη νύχτα... Είμαι πάντα εδώ. Θ' αρπάξει κι απόψε ό,τι προλάβει. Το κέλυφος. Το καβούκι. Επί φυλακής και προστασίας. Μέσα εδώ όλα ένα γίνονται. Ράσο. Δεσμά. Έχω κλείσει την πόρτα στο δωμάτιο. Έχω κλείσει και το φως. Είμαι μέσα σε ακυβέρνητο σκοτάδι. Στο δωμάτιο. Ξαπλωμένος στο χειμαζόμενο κρεβάτι. Ντυμένος το φουσκωμένο πάπλωμα. Κοιτάζω πουθενά. Στο δωμάτιο. Μόνο αυτό εδώ το φωσφορούχο ρολόι αντέχει ακόμα στην πλευρά που πλαγιάζω. Το κόκκινο μικρό φωτάκι της τηλεόρασης στο power απενεργοποιημένο. Περιμένω. Στο δωμάτιο. Τον κλέφτη. Την ώρα.
Διαβάζω σήμερα ξημερώματα παρασκευής για μια βροχή μεγάλη απολέλυσαι της ασθενείας σου. Ποίημα γραμμένο μες το φθινόπωρο του 1953 του Νίκου Καρούζου. Μια προσευχή. Και σκέφτομαι αυτό είναι η ζωή που ζούμε ή μήπως η χώρα που ονειρευόμαστε να φτάσουμε κάποτε. Ποιό απ΄τα δυο, επίμονα κι εσύ με ρωτάς. Το ακαθόριστο ανάμεσα στα δυο είναι η απάντηση σου λέω...
Τί χρώμα έχει εκείνη εκεί η θάλασσα; Τα σύννεφα; Θα αγγίξουνε κάποτε επιτέλους και πού τα νερά τον ορίζοντα; Πώς θα' ναι τα στερεώματα; Πετρώματα; Και με τα ξημερώματα τί σχέση αλήθεια θα έχουν; Ο αέρας θα χάσει την υφή του αν τον γεμίσουνε τ' αστέρια;
Ένα ταξίδι χωρίς προπαρασκευή ιδιαίτερη, προσήλωση κι αρματωσιά για τον πλανήτη των διαστημοπλοίων αρχίζει μες το τρένο. Κι ωστόσο, ούτε καν ανάσταση για το μικρό το δαχτυλάκι απ' τη σελίδα με το ποίημα. Είμαι στοιβασμένος μέσα στο πλήθος σε ένα βαγόνι και χωμένο έχω το κεφάλι μου στο βιβλίο που διαβάζω.
Ωστόσο, μια έγερση πατά γερά στην πραγματικότητα αυτή κι αυτοσυστήνεται ως μόνη λογική μου τρέλα και πλάνη. Ο μικρός πρίγκιπας -καλώ και ένα πρόσωπο ενός άλλου συρμού, απ' το μύθο-, ο μονογενής ομογενής -για να τον απομυθοποιήσω- κυνήγησε ζωή για να φτάσει το δικό μου μικρό κόσμο. Έναν κομήτη. Με δίχτυ. Έπιασε. Κι ύστερα πάλι πίσω. Για ένα και μόνο τριαντάφυλλο. Η σκέψη μου.
Κι ένας παράλληλος ταυτόχρονα στοχασμός, αυθαίρετος και πάλι: απόηχος σήμερα μιάς άλλης εξέγερσης. Όχι η σκέψη μου. Το Πολυτεχνείο. Και να το σύνθημα: "σας μιλά ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων¨. Και να ο "ανέσπερος Έλληνας" - στο βιβλίο πάλι μέσα κοιτάζω ένα στίχο του ποιητή για τον πεζογράφο. Τον ακέραιο κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Κλείνει η παρένθεση. Υποσημείωση: στόχος δεν είναι το ελληνικό. Στόχος είναι το ανέσπερον. Καταχώρηση: θέσφατον της ημέρας. Θέσφατον εν γένει.
Δεν μου αρέσουν οι νοσταλγίες μου. Ούτε τα ηθικοπλαστικά των επετείων. Διδακτισμός. Μόνο που να, καμιά φορά αυτό που μπερδεύω τις λέξεις με τα γεγονότα ίσως να είναι και η πραγματική μνήμη μου. Το κολάζ, το μοντάζ, το ντεκουπάζ μέσα στο μυαλό μου. Γνώση ατόφια. Απροετοίμαστη. Γιατί ο χρόνος είναι το νερό και τα συμβάντα πέτρες. Που αναταράζουνε τη λίμνη. Και την πραγματικότητα. Μέσα σε ένα τρένο. Γυρίζοντας σπίτι μου. Όμως, αλήθεια, πού μένω;
Νίκος Καρούζος, Η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θεμελή, εκδόσεις ύψιλον
Λοιπόν το πήρα απόφαση. Επειδή κάθομαι και διαβάζω και διαβάζω και διαβάζω και στο τέλος ούτε που θυμάμαι τίποτα, για κάθετι που θα διαβάζω από δω κι εμπρός ίσως είναι χρήσιμο να κάνω κι ένα μικρό ή και μεγάλο ποστάκι όπου θα εκθέτω -βαθυστόχαστα πάντα- μερικές πρόχειρες και άμεσες σκέψεις σε σχέση με αυτό που διάβασα μόλις προσφάτως. Θες πές το μικρή σοφία που απεκόμησα, θες πες το το μυαλό μου και μια λίρα.
Η μικρή μου πείρα με κάνει να πιστέυω ότι υπάρχουν δύο είδη άνθρωποι: αυτοί που καταλήγουν σε συμπεράσματα και απόψεις για τη ζωή επειδή ρίχνονται γενναία και πολύ πρακτικά στις εμπειρίες και το προσωπικό τους βίωμα οπότε παίρνουν ζεστές απαντήσεις στα καυτά ερωτήματα, και εκείνοι που παιδεύονται -ενδεχομένως και ολίγον χαϊδεύονται- να βρουν μια βαθύτερη -και καλά- αλήθεια που θεωρητικά δεν μπορεί να αποκαλύψει η καθημερινή πρακτική ζωή γιατί δεν δίνει τη μεγάλη απάντηση που κρύβεται στα βιβλία ή τελοσπάντων σε ειδικές περιστάσεις και συνθήκες που ευνοούν του κρυφού και κρυμμένου μυστικού την απρόσκοπτη επώαση. Ξαναζεσταμένο τουτέστιν πότε πότε φαγάκι.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξεύρω αν το περιγράφω πολύ καλά γιατί όπως είναι φυσικό -ή και έτσι πρόχειρα ειπωμένο- προσωπικά δεν ανήκω ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία. Κοινώς δεν είμαι ούτε τόσο γενναίος, ούτε -θέλω να πιστεύω- τόσο δήθεν. Απλώς τις περισσότερες φορές κάθομαι και διαβάζω ο,τιδήποτε σπρωγμένος, πέρα από μια προδιάθεση αισθητική, και από μιάν ανάγκη να δω και μια άλλη οπτική που δεν έχω συνεξετάσει στην "πρακτική "-και στο burda, μη σου πω- της ζωής μου. Με βάση, γνώμονα, πυξίδα και οδηγό τη ζωή κάποιου τρίτου που περιγράφει ένα βιβλίο. Έτσι δηλαδή, μπας και μάθω πλέξιμο, γιατί από μπλέξιμο σε τούτη τη ζωή άλλο τίποτα.
Τις περισσότερες φορές πάντως μεγαλοπρεπέστατα και ηττοπαθέστατα καταλήγω να βγάζω το καπέλο σε αυτούς που απλά δοκίμασαν, έκαναν το σκατό τους παξιμαδάκι και πήραν το δισάκι τους στο δρόμο για το δρόμο για το δρόμο χωρίς τα δικά μου προσχήματα, τους ακκισμούς και τις λοβιτούρες. Σαν πραγματικοί ήρωες στο χαρτί και όχι σαν θρασύδειλοι αναγνώστες ηδονοβλεψίες των περιπετειών αληθινών ηρώων. Οπότε, τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως και να είμαι αρκούντως δήθεν τελικά, δεν ξέρω. Το σιγουράκι πάντως είναι ότι γενναίος δεν υπήρξα, δεν είμαι και μάλλον δε θα γίνω ποτέ. Στην καλύτερη θεωρώ ότι κάπου μέσα στο τσουβαλάκι μου συσσωρεύω δώρα που αποθηκεύονται και μαζεύονται για ένα βράδυ τρελής Πρωτοχρονιάς που επιτέλους εγώ θα γίνω το παιδί, εγώ κι ο Αη Βασίλης.
Είπα πιό πάνω τους αναγνώστες ηδονοβλεψίες και λέω ότι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι άμεσα σχετικός με το βιβλίο που πρόσφατα διάβασα, για να έρθουμε και στο προκείμενο. Η Πορνογραφία του Βιτολντ Γκομπροβιτς. Χωρίς να πω πολλά πολλά -έχω ήδη φλυαρήσει, να δω ποιός θα διαβάζει- είναι έκδηλη από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου μια πρωτογενής -με την έννοια του πρωτόγονου- δύναμη που ψάχνει απεγνωσμένα για αλήθεια. Το πρωτότυπο είναι ότι αυτή η αναζήτηση δεν γίνεται ευτυχώς με όρους ψυχαναλυτικής ή έστω ηθικής τάξης. Οι ήρωες εδώ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντί- ήρωες γιατί δεν εκδηλώνουν καθόλου συμπεριφορές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν παραδείγματα προς μίμησιν, αντιθέτως έχουν προμετωπίδα την άποψη ότι αν ο άνθρωπος είναι εκ γενετής κακός, οφείλει να ζήσει μέχρι το μεδούλι την κακότητα της φύσης του.
Το κίνητρο της φθοράς και της διαφθοράς εδώ προβάλλει να είναι μια αξία που η ηθική συνήθως δεν διαλέγει να προτάξει. Τα νιάτα και η ομορφιά. Όχι με την έννοια που έχει θεοποιήσει αυτά τα δυό ο σύγχρονος δυτικός "πλαστικοποημένος" πολιτισμός της διαφήμισης και του μπότοξ ωστόσο, αλλά με την έννοια της αδιόρατης -γιατί, όχι- και ¨παρθένας" έλξης που έχουν τη δύναμη να ασκούν τα ίδια τα ανθρώπινα κορμιά, ένας νέος σε μια νέα, η νέα με τη σειρά της στο νέο, αλλά και οι νέοι μαζί στο γεροντότερο με έναν τρόπο που μάλλον σήμερα έχουμε ξεχάσει (όρα και βίντεο άνωθεν για την επιβεβαίωση).
Έτσι αυτό που έχει σημασία τελικά είναι, πέρα από τα πρόσωπα και τις υποθέσεις, τις συνθήκες και τις πράξεις, να γίνει κατανοητός ο τρόπος που η νεότερη γενιά παραδίδεται συνειδητά στη γηραιότερη, ο τρόπος που η γηραιότερη γενιά θέλγεται από την ομορφιά της νεότερης και πώς η νεότερη κι ¨αθώα¨τελικά ενδίδει να πλανιέται και να πλανεύεται μέσα σε ένα κόσμο διαμορφωμένο από ¨αμαρτωλούς¨μεγάλους. Όλα αυτά, πιστέψτε με, χωρίς ούτε ένα άγγιγμα σχεδόν του χεριού σε ένα έργο με τίτλο Η Πορνογραφία και μια Πολωνία υπό Γερμανική κατοχή.
Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Η Πορνογραφία, μετ. Δημήτρης Δημητριάδης, εκδόσεις Νεφέλη
Ούτε τη σκέψη δεν μπορώ να συμμαζέψω να γράψω δυό γράμματα. Τα μάτια κλείνουν. Δεν κοιμάμαι. Μήπως είναι κι η μόνη προαίρεση που της πηγαίνω κόντρα;
Είπα κάτι να γράψω. Μεγαλεπίβολο, βαθυστόχαστο, από αυτά που συνηθίζω. Τα δήθεν βαρύνουσας σημασίας κι υπαρξιακού αδιεξόδου. Ύστερα, αφού χαμογέλασα με αυτό που μόλις τώρα και πιό πανω είπα ή έγραψα, τρομάρα μου, σκέφτηκα, ούτε η συνήθεια είναι που ενοχλεί ούτε το ασυνήθιστο που τη συνήθεια ιντριγκάρει. Αρκούντως βαρύγδουπο και δαύτο.
Τότε ακαθόριστα, όπως πάντοτε, ήρθε στο στόμα - όχι στο νου- μια φράση: "Κι όσο για μένα αυτά... ενεστώς διαρκείας. Ανέπαφος. Εδώ και τώρα". Δεν βούτηξα τη γλώσσα στο μυαλό, όπως πάντοτε, και μόλις κιόλας την ξεστομίζω. Αστόχαστα. Εδώ και τώρα. Μπορεί να μην πολυκαταλαβαίνεις. Δεν καταφέρνω κι εγώ καλά να επεξηγώ, μην το ψάχνεις.
Το θέμα είναι η σχέση του τώρα με το τώρα. Τα παράλληλα χρονικά επίπεδα. Και η σύγχρονη έννοια της ηρωνίας. Μια καινούργια λέξη εδώ και να, τώρα μπροστά σου ολοκαίνουργιος ήρω(ν)ας. Γιατί ίσως στις μέρες μας η αληθινή αρετή και το αληθινό ναρκωτικό είναι αυτή η υπερπροσπάθεια για επαφή με τον υπερπέραν πραγματικό χρόνο. Όνειρα να έχουμε μεν, πώς να τα υλοποιούμε παράλληλα όμως είναι το θέμα.
Γιατί ο χρόνος είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που τρέχει ερήμην της βουλής, της απόφασής και της θελήσεως μας, όμως ο χρόνος την ίδια στιγμή είναι και μια άλλη πραγματικότητα που ζητάει παράλληλα και αόριστα και τη γενική κτητική και τη γενική, μη σου πω, υποκειμενική μας, μπας και σταματήσουμε επιτέλους κάποτε γενικά κι αόριστα να τρέχουμε ξοπίσω μερικά από την ογλήγορη άμαξα παρασητεμένα, αχρηστευμένα, λαχανιασμένα παιδαρέλια.
Το βασανιστήριο με τον άτυχο και καβάλα παν στην εκκλησία, καβάλα προσκυνάνε. Θα γυρίσει κι ο τροχός, θα γαμήσει και ο φτωχός. Αλητάκι, μπατηράκι μες τους δρόμους τριγυρνώ και πλείστες όσες κωμωδιογραφικαί της καταστάσεως εκφράσεις. Εδώ το άλογο, εδώ και το χαλινάρι, για να μιλήσω σε μια γλώσσα που φαίνεται πιό θέσφατη, αν εκούρασε η παροιμιώδης.
Κάποιοι λένε πώς είμαστε μια γενιά ανυπόμονη. Εγώ νομίζω ότι για τους περισσότερους εξ ημών είμεθα μια γενιά χαμένη. Βεβαίως βλέπω διάφορους ομήλικους και ομότεχνους να χουνε πιάσει το χρεμετίζον πουλάρι από τα γκέμια και να πηγαίνουνε κατά πως λέμε γαμιώντας. Μακάριοι. Μόνοι. Πρωταγωνιστές. Οι επιβραβευθέντες. Μαγκιά τους... Η μαγκιά - μεταπασοκική αντιμετώπιση του θέματος και εσχάτως και επιχρωματισμένη γαλάζια. Σε δυό τρία σήριαλ... σκανδαλοθηρικά. Σε δυό τρεις παραστάσεις... νίκης. Σε εθνικά θέατρα... σκιών τέως αγαπημένα...
Πάντως εδώ στα απομονωμένα, στα περασμένα - ξεχασμένα, στα αζήτητα και όρθρου βαθέως μετόπισθεν, διαβάζω για να παρηγορηθώ στου Σοφοκλή την Ηλέκτρα: "Ήλαυνε δ' έσχατος μεν, υστέρας έχων πώλους Ορέστης, τωι τελει πίστιν φέρων" και λίγο παρακάτω : "του δε πίπτοντος πέδωι πωλοι διεσπάρησαν ες μέσον δρόμον". Όλα αυτά σε πολυτονικό σύστημα με όλα τα πετσοκομμένα πνεύματα και του ρόγχου της σακατεμένης ελληνικής τις ασθμαίνουσες ανάσες. (Πείτε στους ηθοποιούς να φτύνετε τα λόγια σας...)
Κι ο λόγος του ψευδόμενου παιδαγωγού τελειώνει: "Αυτά που ακούς. Και μόνο που στα λέω πόνεσα. Για κείνους που τα ζουν, για μένα τον ίδιο, συμφορά πιό μεγάλη δεν είδα". Πάντως σκέφτομαι πάλι καλά που εσπούδασα για να χω εμπεριστατωμένη με λόγια τρίτου και μάλιστα Σοφόκλειου παιδαγωγού την παρηγοριά μου... Αρετή που συνεκτιμάται αναμφίβολα και στο όλον βιογραφικό μου τόσον καιρό που ψάχνω εργασίαν...
Υ.Γ. Για την μεταφορά από τα αρχαία ελληνικά ευθύνεται ένα ακόμα από τα άχρηστα ταλέντα... Υ.Γ.2 Το τραγουδάκι εσχάτως πλην όμως εντόνως εισήλθε στην μόνη οικία που διατηρώ με τα κολλήματά μου...
Θέλω να καθήσω να γράψω και να έρθουν τα λόγια μόνα τους. Θέλω να καθήσω να παίξω έναν ολόκληρο αυτοσχεδιασμό με λόγια δικά μου. Μια παρλάτα θέλω έστω θρασύδειλη. Να γεμίσω σελίδες από όλα τα λόγια και επιτέλους ασύστολα να μιλήσω. Να περιγράψω αισθήματα, σκέψεις, να λέω κάθε μικρή στιγμούλα αυτό κι εκείνο και το άλλο και το αποτέτοιο μου. Μόλις πέρασε το μυαλό και την αίσθηση και παρήλθε, μέσα μου θάφτηκε, χωρίς να γίνει φωνούλα -σιγά μη γίνει κραυγή μου.
Τα έχασα. Αυτή η σκέψη κιόλας δεν θα ξανάρθει ποτέ. Και εγώ δεν θα μπόρεσω πάλι να το εκφράσω. Όχι για να το πω. Τουλάχιστον με την τρέχουσα έννοια του όρου. Μιλάμε, αλλά δε μάθαμε ποτέ πώς να μιλάμε ή μάλλον κάποιοι μάθαμε πολύ καλά, πολύ ευγενικά, πολύ αθώα. Μόνο για να θυμάμαι θα ήθελα να εκφραστώ. Σαν τελευταίες ανάσες να γίνουν οι λέξεις κι η άθλια φωνή μου. Πάντα όμως το ξεχνώ.
Όχι δεν είναι ότι ξεχνώ. Είναι ότι είμαι ανέκφραστος πάντα. Πάντοτε λέω να πω κι αυτό κι εκείνο. Όμως δεν βρίσκω τον κατάλληλο τρόπο. Και έτσι δεν μιλάω. Κι όταν πάλι λέω θα μιλήσω, ώσπου να το βρω, το ξεχνάω. Η είναι κι οι φορές που είμαι κάπως θεατράλε και υπερβολικός. Αποτυχία κι αυτό, τρομάρα ψυχή μου. Στην καλύτερη για να λέμε και του μουγγού του δίκιο λέω πάλι τα ίδια και τα ίδια. Τα ανέκφραστα.
Και θέλω έτσι να ξεδιπλώνονται όλα, να τα βγάζω όλα από μέσα μου, σαν την Κλεοπάτρα που ξετυλίγεται μέσα από το χαλί της έτσι να ξεδιπλώνεται η γλώσσα μου θέλω, κι αυτό το πράγμα να ξεκουράζει, να γίνεται πιό αντικειμενικό αυτό που με αφορά, να παίρνει τέλοσπάντων ένα σχήμα κι εγώ να μπορώ κάπως να ανατρέξω σε αυτό, να πω κοίτα, τί σκέφτηκα, κοίτα πώς το ξεστόμισα και να το αναγνωρίσω. Για να το αναγνωρίσει και ο τρίτος που δεν αρκείται στην ευγένεια και θέλει αποδείξεις ή κύρος. Για να πειστεί ότι δεν είμαι το γλυκανάλατο αγοράκι που νόμισε στην επιφυλακτική μου καλημέρα.
Όχι, δεν τα θέλω όλα αυτά για να πετύχω την έπαρση. Ζήτημα επιβίωσης είναι. Να μπορέσω να πάρω αμπάριζα τελικά να εφαρμόσω το ακατόρθωτο και να συμβεί το απίστευτο και όμως αληθινό να θέσω σε εφαρμογή την πολυπόθητη έκφρασή μου. Για να υπερασπιστώ το δίκιο μου. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται αφάνταστα περιττά ή εφηβικά ή ανόητα ή τρυφερά ή ρομαντικά ή εγωκεντρικά ή φίλαυτα ή δεν ξέρω τί στο διάλο άλλο, αλλά τα λέω γιατί κάπου το μπαλάκι μου το 'χασα... το σκέφτηκα... το νιώθω... το λέω... και κάπως πρέπει όλα αυτά να γίνουν η φωνή μου αφενός. Αφετέρου γιατί αισθάνομαι ότι αυτός είναι ο μονόδρομος που επιβάλλουν οι σύγχρονες απρόσωπες κοινωνικές σχέσεις.
Y. Γ. Λατρεύω αυτό το έργο, λατρέυω αυτή την ταινία, λατρεύω αυτούς τους ηθοποιούς, τις ερμηνείες, την εκφραστικότητά τους. Δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Τα βλέπεις... ούτε την οργή μου δεν καταφέρνω να σου πω και να μιλήσω...
Σήριαλ που έβλεπα φανατικά. Λόγω της ημέρας. Περισσότερο θυμάμαι τον Ξενίδη από ένα παιδικό με παραμύθια της οικογένειας Σοφιανού. Δεν κατάφερα να βρω ωστόσο κάτι σχετικά. Αγαπημένη ατάκα από το συγκεκριμένο επεισόδιο:
Ρίκα Διαλυνά: Ε, και λοιπόν; Κορσέ στα γούστα μου θα σε βάλω;
Δεν έχω πολλά να κάνω. Μπροστά στην οθόνη μου κάθομαι. Χάσκω. Το κενό με δυό λέξεις διαπερνώ. Διάτρητο κάνω το λευκό μπας και καταφέρω να δω πέρα απο άσφαιρες λέξεις. Πού είναι το ευθύβολο; Για να είμαι ειλικρινής ποτέ δεν βρήκα στόχο. Για να είμαι πιό ειλικρινής κάπου κάπου βρίσκω απόκριση, μα το' χω πάλι ξεχάσει. Κάθομαι, όλο και λιγότερο γράφω, όλο και λιγότερο παίζω, όλο περισσότερο μιλώ, όλο περισσότερο τραγουδώ, τραγουδώ μόνος στο δρόμο, παράφωνος, μου κόβουν το τραγούδι οι περαστικοί μου, τί κοιτάνε, παντού παραμιλώ, σκέφτομαι, "δε βαριέσαι", δε βαριέμαι απαντώ, μέσα μου, διαβάζω, ούτε καταλαβαίνω τί διαβάζω, σάμπως καταλαβαίνω τί τραγουδώ, γεμίζει η ζωή ενεργητικές και παθητικές διαθέσεις μου. Λένε ενεργώ και παθαίνω. Οι διαθέσεις μου. Κάποια στιγμή θα εξημερώσω τα τέρατα που περιγράφουν τις μακρυσμένες ενέργειες που παρακολουθούν τη ζωή μου.
Όμως δεν είναι αυτό που πειράζει τελικά. Tην έλλειψη της ισορροπίας φοβάμαι. Την έλλειψη ευθυκρισίας τελικά στην οποία η όλη κατάσταση βαδίζει. Δεν ξέρω, δηλαδή ξέρω, αλλά δεν ξέρω επακριβώς, θέλω να πω νομίζω, ίσως και κάπως να μπορώ κάτι για κάτι συγκεκριμένο να πω, αλλά νομίζω τίποτα σημαντικό δε θα 'ναι. Να βάζει τα πράγματα και τη ζωή σε καινούργια θέση τέλοσπάντων κι όχι σε δρόμο χωρίς σκοπό. Συνεχίζω. Σ' ένα κόσμο από απόψεις ή στην καλύτερη σε έναν κόσμο από εμπεριστατωμένες θεωρίες. Τη δικιά σου. Τη δικιά μου. Και αυτουνού. Ωστόσο, κι αυτός ακόμα την είπε τη θεωρία του της σχετικότητας. Ποιός είναι η αυθεντία επομένως ανάμεταξύ μας;
Κάπου δε φτάνω. Όλο δρόμος. Μόνο συνεχίζω να προχωρώ. Βεβαιότητα είναι τελικά μόνο η απάτη. Άπαξ και κατέβηκες από την προσδοκία για τ' όνειρο το 'χασες το τραινάκι. Τρεχάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου, λέει ένας. Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, λέει άλλος. Όμως πού πας όταν πεθαίνουνε τα όνειρα? Τα όνειρα ή πραγματικότητα γίνονται ή πεθαίνουν. Να, τί χωρίζει ο δρόμος που μου δείχνεις να βαδίζω.
Θα σταματήσουμε κάποτε. Θα ήθελα κάποτε να σταματήσουμε. Να μιλάμε. Και μόνο θα νιώθουμε γιατί συμβαίνει αυτό κι εκείνο. Στη μέση οδό που οι σκέψεις κατέχουν την ψυχή. Και τα συναισθήματα τη σκέψη. Κι εκεί μόνο θα νιώσουμε και θα συνειδητοποιήσουμε. Δεν ξέρω με ποιά ακριβώς σειρά. Μπορεί δηλαδή και πρώτα να συνειδητοποιήσουμε και ύστερα να νιώθουμε. Για πάντα. Ή όσο κρατάει η στιγμή του πάντα. Πάντως νομίζω η λεπτή αυτή στιγμή κατά την οποία μέσα στον οργανισμό μας συμβαίνουν παράλληλα τούτα τα δύο πράγματα είναι η πιό ωραία στιγμή μας, η πιό ακριβή, η πιό σπάνια, η στιγμή που ζούμε. Το τώρα για το τώρα. Και για πάντα. Είναι απλό. Και δύσκολο. Κερδισμένο ούτε καν με ιδρώτα. Δεν ξέρω πώς. Το ένιωσα. Ακόμα κυνηγάω. Τη ζωή και τα όνειρα. Κι ως φαίνεται συνέχεια. Τη διαύγεια. Το γυαλί ντουνιά μου.
Υ.Γ: Μια μέρα μετά την επέτειο του "μεγάλου Όχι"...
Το ανακάλυψα μόλις. Ναι, είναι η Μαρινέλλα και δίπλα η Βίκυ Μοσχολιού. Και στο τέλος προστίθεται και η Άννα Βίσση. Ααααααχ, πολύ το χάρηκα τώρα εγώ αυτό! Με αιφνιδίασε τόσο ευχάριστα!
Κάπως έτσι... Ναι, ενδεχομένως πολύ δραματικά και θεατράλε και παραφορτωμένα και μπαρόκ και με όσες αλλες επιθετικές -δηλαδή προσδιοριστικές- κατηγορίες μπορείτε και θέλετε, αλλά τί να γίνει υπάρχει και αυτή η εκδοχή βιωμάτων, ξέρετε... Οι ορισμοί εξ... ορισμού περιορίζουν κι αυτές... οι υπερβολές, επιτρέψτε μου... έχουν μια απέραντη αλήθεια. Δυσνόητη ενδεχομένως αλλά αναλύεται μόνο χωρίς δεύτερη κουβέντα. Σαν ορισμός και δαύτη. Αλλά ευρύστερνος. Δεν έψαξα ποτέ την πραγματική ζωή. Την κατάλαβα πολύ καλά πολύ νωρίς. Να ξεφύγω. Την αληθινή ζωή πόθησα. Τίποτα άλλο. When will I begin to live again? Ένα μονάχα σας παρακαλώ... μην πείτε "αιθεροβάμων"... θα ήταν το πιό εύκολο. Και το εύκολο, αν μη τι άλλο, δε μ' αρέσει... άσε που στην τελική δεν είναι και τόσο πραγματικό...
Ο χρόνος είναι μια τρισδιάστατη σιωπή. Διαβάζω Ορχάν Παμούκ. Η καινούργια ζωή.
Τί ωραίος της ζωής ορισμός και ετούτος. Τόσο γεωμετρικός. Θεώρημα. Σου χαρίζει αυθόρμητα ένα πεντάγραμμο και σου λέει γράψε τη μουσική σου. Εγώ δεν είμαι τίποτα, δεν υπάρχω, αν δε θέλεις να υπάρχω. Εάν φοβάσαι ότι υπάρχω. Εάν σε περιορίζω που υπάρχω. Υπάρχεις μόνο εσύ, το πεντάγραμμο που σου χάρισα, άντε το πολύ πολύ και διαστάσεις τρεις να κάτσεις να συνθέσεις. Διαστάσεις τρεις. Ολοκαίνουργιες. Η καινούργια ζωή. Χρόνος είναι η ανθρώπινη παρέμβαση σε πέντε ευθείες παράλληλες που δεν θα συναντηθούνε ενδεχόμένως πουθενά και ποτέ τους. Το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των πέντε -και βάλε- παράλληλων ευθειών. Όπου υποτείνουσα σημείωσε μελωδία. Οι νότες. Η διακριτική ευχέρεια και η φαντασία. Υπάρχω μόνο στη φαντασία, αυτό σου λέει ο χρόνος. Χωρίς αρχή, μέση, τέλος. Χωρίς σταματημό. Πρώτη φορά μου φαίνεται έτσι γενναιόδωρος ο χρόνος. Σε αυτόν πρώτη φορά το συγγραφέα. Σύμφωνα με αυτό το θεώρημα.
Ζηλεύω τους συνθέτες, τους τραγουδιστές. Ζηλεύω αυτούς που λένε αυτά που θέλω να πω κι εγώ αλλά δεν τα καταφέρνω. Ίσως δεν τα νιώθω. Αλλά, πιστέψτε με, τα νιώθω. Η αλήθεια δεν ήμουν καλός στη γεωμετρία -ούτε το πυθαγόρειο θεώρημα δεν έμαθα όπως είδατε και πιό πάνω-, γι' αυτό ίσως λοιπόν να μην τα καταφέρνω. Ζηλεύω. Εκείνοι ξέρουν γραφή κι ανάγνωση. Ξέρουν να διαβάσουν ένα βιβλίο με τίτλο "η καινούργια ζωή" και το γράφουν. Το ζουν ενδεχομένως, μόνο το γράφουν; Όμως κυρίως ξέρουν σχέδιο αρχιτεκτονικό για να εκφράσουν τη σιωπή σε απτές διαστάσεις κι εγώ από αρχιτεκτονική ξέρω να παίζω μονάχα τουβλάκια lego.
Να το, πάλι παραμιλώ. Φοβάμαι τη σιωπή. Και τις διαστάσεις. Είμαι επιδειξιομανής. Φαφλατάς. Αλλοπρόσαλλος. Φαίνετ΄απ' τα γραπτά μου. Είναι κι αυτό όμως τόσο δύσκολο σκέφτομαι. Να είναι κανείς θεατρίνος. Ανά πάσα στιγμή σημαίνει πως εκχωρείς δικαίωμα στο παράφωνο. Ναι, ο ηθοποιός δεν είναι ακριβώς μελωδία. Ο ηθοποιός όμως είναι η κραυγή. Μέσα στην τρισδιάστατη σιωπή. Του χρόνου. Μια παύση. Την ακούσατε; Τώρα σωπαίνει...
Όπως ακριβώς το λέει η λέξη. Απο χτες το απόγευμα. Και η τεχνική υποστήριξη της Οtenet το κάτι άλλο... Εντάξει, μπορεί να είμαι ηλίθιος, αλλά μπορείτε, πρώτον, όταν την τεχνική υποστήριξή σας καλώ να μην με αφήνετε να περιμένω με τις ώρες, να μην με πασάρετε από τον ένα στον άλλο -και καλά- ειδικό αφού έχω ακούσει πρώτα και τις 4 εποχές του Vivaldi και δεν μπορώ να τον βρίσω, μπορείτε να κάνετε κάτι με το "σύστημα σας που ώωωωωωωωωωωωρες τώρα έχει πέσει" και δεν μπορώ να εξυπηρετηθώ, και μπορείτε -το κυριότερο- να μην λύνετε τα προβλήματα που προκύπτουν από το τηλέφωνο αλλά να στέλνετε άμεσα στο σπίτι κάποιον ειδικό -αν υπάρχει- για τα προβλήματα που προκύπτουν σε εμάς τους "ανειδίκευτους"????
Φαίδρα: "Κακούς δε θνητων εξέφην' όταν τύχηι προθείς κάτοπτρον ώστε παρθένωι νέαι χρόνος" Ευριπίδη, Ιππόλυτοςστιχ. 428 -30 Κρεμασμένο στο ένα φύλλο της ντουλάπας
δίπλα καθρέφτης το κρεβάτι στρωμένο ανάκατα
ένα βιβλίο σελίδες κίτρινες ανοιχτό φύλλα αδειανά σπρωγμένα από τον καθαρό αέρα στο τέλος εκεί που μελάνι δεν έπιασε
ούτε αντίλαλο μέσα απ' τους τοίχους πρόλαβαν οι κραυγές στο δωμάτιο βρήκε
βουβά
την παραμάνα της Οφηλίας
η είδηση
πως η κυρά της έσβησε σε λάκκο με νερό ενώ κοιτούσε τη βούρτσα απ' τα μαλλιά
αφημένη κι αυτή όπως χτενίστηκε εκείνο το πρωί τρίχες κίτρινες κάτω από ένα βάζο γαλάζιους κρίνους
Y.Γ : Στην ώρα του φανερώνεται ο κακούργος σαν τον καθρέπτη που λέει στην κόρη μεγάλωσες (πρόχειρη μετάφραση από τον Ιππόλυτο ο υποφαινόμενος)
Λοιπόν σήμερα θα παραθέσω ένα γεγονός. Μου συνέβη επί της οδού Πειραιώς λίγο πιό κάτω από την περίφημη πλατεία Ομονοίας. Το συζητάω από προχτές και έχω ακούσει διάφορες απόψεις σε βαθμό να πιστεύω ότι πρόκειται μάλλον για θέμα διχονοίας.
Προχτές Σάββατο λοιπόν έχω μπει στο τρόλλεϊ. Περιμένω να ξεκινήσει. Ενώ διαβάζω παρατηρώ έναν μαύρο να τρέχει. Κατά πόδας τρέχουν αστυνομικοί. Παρακολουθώ. Συλλαμβάνουν τον μαύρο. Αρχίζουν να τον χτυπάνε με γκλοπ στην κοιλιά και στο σβέρκο. Του φωνάζουν. Και συνεχίζουν να τον χτυπάνε. Λιγότερο στο σβέρκο. Περισσότερο στην κοιλιά. Ίσως να παρατηρείται και έλλειψη από απλές χειροπέδες στην ελληνική αστυνομία. Πέντε μπρατσωμένοι αστυφύλακες. Έναν μπρατσωμένο μαύρο. Που δεν αντιδρά -και πώς να αντιδράσει θα μου πεις.
Βγαίνω από το τρόλλεϊ και φωνάζω: "Τί τον χτυπάτε, ρε, τον άνθρωπο;" Αμέσως κάποιοι ένστολοι και άστολοι μπάτσοι -που ξεφύτρωσαν από το πουθενά- αρχίζουν να με γαμοσταυρίζουν -και Παναγία και Χριστό συμπεριέλαβαν στο θεάρεστο έργο τους-, με είπαν φλώρο -φυσικά-, απείλησαν ότι θα με πάνε κι εμένα μέσα -μου ζήτησαν ταυτότητα, δεν έχω παράπονο, γαμοσταυρίδια με το γάντι- και μεταξύ άλλων ανέφεραν - και πολύ πιθανόν να πρέπει να το πιστέψουμε- ότι ο μαύρος κουβάλαγε -και μάλιστα πάνω του- ένα κιλό πρέζα.
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, εγώ πιά μόνο τους κοιτούσα -κυρίως στα δόντια, πλέον μου θύμιζαν λυσσάρικα σκυλιά-, δεν άκουγα πολύ καθαρά τί έλεγαν -νομίζω κάτι για ένα γιό που θα κάνω και θα πεθάνει από ναρκωτικά-, μόνο παρακολουθούσα βουβός και φοβισμένος τη δική μου πλέον ζωή να γίνεται η ζωή ενός αδύναμου ανθρώπου κι ενός ανίσχυρου πολίτη που τόλμησε κάτι αλλιώτικο να ψελλίσει στο κέντρο μιας πολιτείας θεωρητικά φύσει και θέσει δημοκρατικής.
Δεν έχω αντίρρηση ακόμα και το απλό βαποράκι ναρκωτικών να συλληφθεί, ούτε είμαι κανένας υπέρμαχος στον αγώνα ενάντια στη δίωξη των ναρκωτικών - αν υπάρχει κάτι τέτοιο και δε λέγεται οργανωμένο εμπόριο κάποιων κύριων υψηλά ισταμένων- αλλά δεν καταλαβαίνω επίσης με ποιό δικαίωμα εν έτει 2008 στην καρδιά μιας πολιτισμένης πρωτεύουσας πέντε άνθρωποι εφαρμόζουν ένα είδος δικαιοσύνη με βία σε έναν άλλο άνθρωπο ό,τι κι αν έχει κάνει κι όσο κι αν για να τον πιάσουν έχουν παιδευτεί -λες και δεν είναι δουλειά τους με κάθε κόπο η προστασία-, με ποιά ανοχή εκατοντάδες τριγύρω περαστικοί στέκονται αμέτοχοι σε ένα τραμπουκισμό τέτοιου είδους μπροστά στα μάτια τους και τέλος, γιατί ένας άλλος άνθρωπος -τυπικά πολίτης ελεύθερος- κινδυνεύει να προπηλακιστεί επειδή δεν αντιλαμβάνεται αυτή τη νέα, ακατάληπτη, σύγχρονη μορφή(?) αστικής δικαιοσύνης.
Προς παραδειγματισμόν λοιπόν στην πλατεία Ομονοίας.
Το ενδιαφέρον με τους Βατράχους του Αριστοφάνη είναι ότι αποτελεί μια κωμωδία με θέμα την κατάβαση στον Άδη. Την κατάβαση ενός θεού στον Άδη. Του θεού της δραματικής ποίησης. Της καλλιτεχνικής έκφρασης. Σε μιά εποχή που τα πάντα έχουν ξεμείνει δίχως ποίηση. Ο Διόνυσος κατέρχεται στον Άδη για να φέρει πίσω στη ζωή: Τον ποιητή. Τον τελευταίο μεγάλο ποιητή. Τον Ευριπίδη. Με τούτο το αίτημα καταβυθίζεται στα λιμνάζοντα νερά της Αχερουσίας. Να βρει αυτόν που θα τον εκπροσωπήσει. Μέσα στους πομφολυγοπαφλασμούς των Βατράχων. Κάνει ένα ολόκληρο ταξίδι μέσα και πίσω. Ο Διόνυσος. Ο θεός που πεθαίνει. Και ξαναζεί. Στις απαρχές του ποιητικού είδους. Που μάχεται για την εν θεάτρω ζωή. Που τελεί υπό εξαφάνιση. Ο άχρονος χρόνος της δημιουργίας. Μοιάζει λιγάκι με θάνατο. Της πρώτης έμπνευσης. Κάπως σα να σβησε ο πετροπαιχνιδιάτορας ήλιος. Ο ήλιος ο πρώτος σα να σβησε. Και ο θεός σώζει τελικά τον Αισχύλο. Φέρνει πίσω στη ζωή τον πρώτο του δράματος ποιητή. Ανάσταση!
Όχι από στόμφο, όχι από έπαρση, όχι από πατριδολατρεία, όχι από προγονοπληξία, όχι από εθνικισμό, όχι από συντηρητισμό. Από ανάγκη. Να ξαναγεννηθεί η πρώτη σπίθα η δημιουργική. Η έμπνευση. Που θα γίνει φωτιά. Και θα δώσει στον άνθρωπο δικαίωμα στην ιστορία. Γιατί η ιστορία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μιά λέξη πάνω στο χαρτί. Μιά κωμωδία. Αριστοφανική. Πόσο περισσότερο χάος μπορεί να κρύβει μια δημιουργία; Α, και μην ξεχνιόμαστε, το έργο, εργάκι, αττική κωμωδία... Αριστοφάνης λέει, μπαλαφάρα... Δε μας αφορά... Ψάξτε να βρείτε με το σήμερα καμιά αναλογία... Λέει... Λέει... Λέει... Πομφολυγοπαφλασμοί... ΒάτραΧ... Παρατράγουδα, επιτρέψτε μου, με τη σειρά μου να μιλήσω. Όλα στο μεταίχμιο. Όλα έξω, πάνω και μέσα στο νερό. Ο ίδιος ο θεός ανάμεσα στους πεθαμένους. Οι Βάτραχοι είναι το πρώτο αμφίβιο έργο. Το πρώτο έργο που ψάχνει απεγνωσμένα να ζήσει μέσα κι έξω από τη λίμνη, μέσα κι έξω από το βούρκο, μέσα κι έξω από το τέλμα και το έλος με το λιμνάζον ύδωρ. Και στον αγώνα αυτό το Χ δεν είναι της διαγραφής αλλά το 01 της δημιουργίας.
Στο Μουσείο Μπενάκη ξεκίνησε η έκθεση - αφιέρωμα στον Κάρολο Κουν. Εκατό χρόνια από τη γέννηση. "Εκατό χρόνια από τη γέννηση του ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης και ανανεωτή της ελληνικής θεατρικής σκηνής" τα δελτία τύπου λένε... δεν τα λέω εγώ... Την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη συνοδεύουν πολλές παράλληλες εκδηλώσεις. Δευτέρα βράδυ στις 20:30 αποσπάσματα από τους Βατράχους του Αριστοφάνη. Ολόκληροι και με οι. Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν Μουσική: Γιάννης Χρήστου Να είστε εκεί... όσοι θέλετε και μπορείτε... θα είμαι κάπου ανάμεσα στους Μύστες... επί σκηνής αυτή τη φορά και σε χορό αρχαίου δράματος επιτέλους... Και τί χορό...
Είναι πολλές φορές που δίνονται αφορμές και ανακαλώ την αίσθηση. Σα να πηγαίνω πρώτη μέρα στο σχολείο. Και καλά, εν δυνάμει θα μπορούσα να γίνω της Αννούλας εμπορικότατο σουξέ, το ξέρω, αλλά δεν πρόκειται γι' αυτό ακριβώς. Κοίτα όμως πώς έρχονται και συμβαίνουν τα πράγματα...
Κι όπως συμβαίνουνε τον τελευταίο καιρό, η σκέψη και η αίσθηση πηγαίνει κατευθείαν εκεί. Πάλι. Η πρώτη εντύπωση. Στην αυλή από ένα δημοτικό σχολείο. Δεν είναι τυχαίο. Αλλά πάλι ούτε και κανένα σύμπαν έχει συνωμοτήσει για να συμβεί. Αναφέρομαι στα γεγονότα.
Κρίθηκε ακατάλληλο στο σεισμό του '99.
Κατεδαφίστηκε πριν δυό χρόνια.
Στο ίδιο κτήριο πήγε σχολείο και ο πατέρας του παιδί.
Έφυγε καλοκαιρινές διακοπές.
Γύρισε.
Το σχολείο δεν ήταν εκεί.
Στη γειτονιά λίγα πράγματα έχουν αλλάξει. Λείπει το κτήριο, χάθηκε ο πατέρας του -όχι και τόσο φυσικά βέβαια-, εκείνος είναι πιά ένας άνεργος ηθοποιίσκος...
Κρίνεται ακατάλληλος...
Εντάξει, γεγονότα...
Όμως ακαθόριστα ώρες ώρες επιστρέφει ακόμα και τώρα η αίσθηση αυτή, η πρώτη εντύπωση από την αυλή εκείνη. Που έμοιαζε ακόμα τότε και λιγάκι με κόσμος... Νομίζω. Ολόκληρος. Ανακαλώ την αίσθηση. Μέσα στο πλήθος. Το χέρι αφήνω της μάνας μου ή του πατέρα; Δε θυμάμαι... Χαμογελώ. Το θυμάμαι. Μακάρι και τώρα να μπορούσα να χαμογελάω έτσι. Τρέχω. Είδα έναν παλιό συμμαθητή. Από το Νηπιαγωγείο -άλλη αυλή εκείνη, τα λέμε την επόμενη φορά που θα το φέρει η κουβέντα-. Φοβάμαι. Λίγο. Πού άφησα από το χέρι μου τους γονείς; Μήπως συμβαίνει κάτι που δεν το θέλω; Αυτό μήπως σημαίνει σχολείο; Τώρα πιά τις ίδιες ερωτήσεις θα τολμούσα να τις κάνω στη ζωή.
Δεν καταλαβαίνω. Συνεχίζω να τρέχω. Έχω την αίσθηση ότι τρέχω με το ίδιο μου ολόκληρο το μικρό κορμάκι. Προς τον αγαπημένο μου συμμαθητή. Ο ήλιος μπαίνει από τα μάτια μου. Ο αέρας από τη μύτη μου. Η μικρή μου ανάσα ανεβοκατεβαίνει στο στέρνο. Και ενώ φοβάμαι -λίγο-, τρέχω. Του χαμογελάω. Και ίσως κάπου, κάποτε να σταματήσω να φοβάμαι... Σε μια τάξη ίσως καθισμένος στο θρανίο δίπλα δίπλα με τον αγαπημένο μου σύμμαθητή... να χαμογελάμε. Τέλεια σκηνοθεσία, θα ειρωνευτείτε, τί το κάναμε εδώ, Χτυποκάρδια στο θρανίο; Αλλά, σκεφτείτε, παρακαλώ, αυτό που ζητάμε στην πραγματικότητα δεν είναι μια τάξη; Η τάξη μέσα μας...
Έτσι κάπως μπήκα στο σχολείο μου. Και υπήρξα αριστούχος -τρομάρα μου- μαθητής. Τουλάχιστον στου σχολείου την τάξη. Καλόμαθα φαίνεται το σπασικλάκι... Το θέατρο δεν δέχεται όμως τερτίπια σχολικής αιθούσης... Τις τελευταίες μέρες έχω διάθεση αρνητική. Εδώ μόνο προσπάθησα να αποτυπώσω τον χρόνο από μιαν ανάμνηση μάλλον ευχάριστη. Από το σχολείο. Που ξεκινάει σήμερα. Και μοιάζει λιγάκι μικρή ζωή. Και δεν πρέπει να κλαίγομαι. Μάθημα πρώτον!
Έτσι θέλω να ξορκίσω την κακή μου διάθεση. Επειδή κανονικά το τελευταίο διάστημα είχα κανονίσει να είμαι σε πρόβες. Και ακυρώθηκαν. Γιατί εκείνο που με πειράζει δεν είναι οι αντιξοότητες, μια παράσταση που ακυρώθηκε, το συμβάν το αντίθετο από το καλό που θα θέλαμε στην πραγματικότητα να συμβεί. Εκείνο που με πειράζει είναι όλα αυτά τα αγνά περιστατικά, τα γεγονότα τα σκέτα και αυτή η αίσθηση του χρόνου που επιδρά πάνω και μέσα μας με τις μικρές εναλλαγές τις οποίες κάποτε, όταν ήμασταν ακόμη παιδιά και πηγαίναμε στο σχολείο, είχαμε τον τρόπο ή μάλλον τη διάθεση να μην τις παίρνουμε τόσο κατάκαρδα και να μην τις βιώνουμε τότε ακόμα τουλάχιστον ως ραγδαίες εξελίξεις. Καλή σχολική χρονιά να έχετε, παιδιά... Εμένα ο χειμώνας μου προβλέπεται βαρύς...
Υ.Γ: Αλίκη, ακόμα δεν τα κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω το μυστικό... Άλλοι πάλι το κάνουνε και σήριαλ...
Φαντάσου... να διασχίζεις τον ωκεανό. Για βδομάδες ολόκληρες κοιτάζεις μόνο θάλασσα. Τεράστια και μεγάλη. Ζεις στα νύχια του φόβου. Φόβος για καταιγίδα. Φόβος για αρρώστια. Ο φόβος για το άπειρο. Σπρώχνεις βαθιά μέσα το φόβο σου. Μελετάς χάρτες, κοιτάς την πυξίδα, προσεύχεσαι για άνεμο ούριο, ελπίζεις. Αγνή. Γυμνή. Εύθραυστη ελπίδα. Στην αρχή μόνο θολούρα. Κοιτάζεις τον ορίζοντα. Κοιτάζεις... μια μελανιά, μια σκιά μέσα στο νερό το απέραντο. Την πρώτη μέρα. Και την επόμενη. Όλος ο ορίζοντας σιγά σιγά απλώνει. Παίρνει σχήμα. Την τρίτη μέρα πιστεύεις. Κι αποτολμάς να πεις τη λέξη: στεριά. Στεριά. Ζωή. Ανάσταση. Αληθινή περιπέτεια. Από το άγνωστο το αχανές, από την απεραντοσύνη βγαίνεις έξω, στη νέα ζωή. Αυτό, μεγαλειότατη, είναι ένας νέος κόσμος.
Και πάνω που δεν έβρισκα θέμα, με προ(σ)κάλεσαν -ή και με κυρίεψαν μπορώ να πω- δαιμόνια εφτά για να αποσπάσουν τρεις ευχές μου. Αισθανόμενος τουλάχιστον λοιπόν ωσάν την Κασσάνδρα -κοινώς οι κάτωθι ευχές είναι και ολίγον προβλέψεις- Στον εαυτό μου εύχομαι να εξασκεί το επιτήδευμα που επέλεξε έως βαθυτάτου γήρατος και με επιτυχία φρεναπάτης φυσικά (τουτέστιν βραβεία Χορν, Όσκαρ, χρυσές σφαίρες, έστω, βρε αδελφέ, βατόμουρα χρυσά) Στο φίλο themi εύχομαι πέρα από μερίδιο της δικής μου περίλαμπρης επιτυχίας να κατακλυστεί το ιστολόγιο του από σχόλια αναγνωστών που δεν έχουν google account αλλά απολαμβάνουν ωστόσο τις σπαραξικάρδιες αναρτήσεις του Συνέβη στην Αθήνα και last but not at all least Στους αγαπημένους εώς και λατρεμένους μου εχθρούς να φάνε τις σκατούλες μου εύχομαι κουραδίτσα κουραδίτσα και κάποια στιγμή μετά από καιρό να καταλάβουν την αδιαφιλονίκητη αξία, γοητεία, ευφυΐα του ανθρώπου που ζήλεψαν, μίσησαν ή απλούστατα από λάθος ή και μαλακία τους δεν εκτίμησαν την κατάλληλη ώρα και την πρέπουσα στιγμή. Την παρακαταθήκη για τη συνέχεια του παιχνιδιού την παίρνει όποιος θέλει. Ευχαριστώ. Υ.Γ: Ότι έπαιξα το παιχνίδι των τριών ευχών στις τρεις του παρόντος μπορεί να είναι και σημαδιακό. Θα δείξει...
Δεν έχω λόγια πολλά. Είμαι φωτογραφία. Βέβαια λένε πως φωτογραφία μιά πότε - πότε φλυαρεί λέξεις χίλιες.
Μόλις περιλήφθηκα στο προσωπικό αρχείο κάποιου μαζί με δυό τραγούδια που έπαιξε απανωτά το κασσετόφωνο στο αυτοκίνητο τη στιγμή που εκείνος αντίκρυσε φέτος τη λεγόμενη πανσέληνο του Αυγούστου.
Δεν ξέρω αν όντως το φεγγάρι έχει τη δύναμη, μα λένε πως έχει τον τρόπο να επηρεάζει τα υγρά μας. Και είναι γεγονός ότι φωτογραφία αληθινή μόνο μέσα στο νερό εμφανίζεται. Όπως κι ο άνθρωπος μέσα σε νερό. Άρα, δεν ξέρω, μπορεί και να μην είμαι μιά φωτογραφία τελικά. Μπορεί να 'μαι και άνθρωπος.
Ο άνθρωπος που τράβηξε τη φωτογραφία. Ο άνθρωπος που είδε με τα μάτια του φέτος το αυγουστιάτικο φεγγάρι έτσι μέσα στη θάλασσα. Ο άνθρωπος που άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά τα συγκεκριμένα δύο τραγούδια. Ο άνθρωπος που σιγοψιθύρισε με τη γλώσσα του μερικές λέξεις από εκείνα τα τραγούδια. Τέλος, μπορεί να'μαι κι ο άνθρωπος που κατάλαβε και τη φωτογραφία που έβγαλε και τα τραγούδια που άκουσε. Σε μια γλώσσα άλλη όμως. Τη γλώσσα τη δικιά του. Που κάτι του εμπιστεύτηκε: Οι καλύτερες φωτογραφίες είναι αυτές που βγάζουν τα μάτια μας. Τα μάτια μας είναι ο φωτογράφος.
Βλέπουμε με τα μάτια μας. Ακούμε με τα αυτιά μας. Γευόμαστε με το στόμα. Φιλάμε με τη γλώσσα μας. Ακολουθούμε φυσικές διαδικασίες. Φλυαρούμε πότε - πότε για τις διαδικασίες αυτές. Στη γλώσσα μας όμως. Κάτι. Κάτι που μέσα συγχωρεί μια δύναμη άλλη που εκεί μέσα ταυτόχρονα κι αυτή μοιάζει να μην αντέχει. Ποιός το καταλαβαίνει; Φορές - φορές ούτε κι εμείς οι ίδιοι. Και φταίει ποιός που κανείς δεν κατάλαβε; Ενδεχομένως ένας Κύκλωπας κανένας. Η σελήνη που κοιτάζει με ένα ορθάνοιχτο μάτι.
Εγώ λέω το ένα και νιώθω ο ίδιος πάλι εγώ και το αντίθετο από το ένα που είπα τώρα μόλις. Ίσως η σκέψη μου να πήγε από το ένα και στο μηδέν. Η άλλη όψη της ίδιας σελήνης. Σύστημα δυαδικό.
Με μία ορμή που κι εμένα ακόμα συναρπάζει. Και ζω για τη στιγμή που ο ρεαλισμός συμβαίνει, όπως θα πρέπει κανονικά να συμβεί. Με τη δύναμη την αλλιώτικη που βαθαίνει και το ίδιο το σύμπαν σε μιά πραγματικότητα εξώ - πραγματική, υπερ - ρεαλιστική, μετά - φυσική -πώς τη λένε δεν ξέρω- ώστε οι εικόνες να αποκαλύπτονται τότε και μόνο τότε ξεκάθαρες και σχεδόν από μόνες τους διαυγείς. Ολόκληρες. Δυό κομμάτια φεγγάρι σε κοινή, ει δυνατόν, αποκάλυψη.
Ξεκολλάνε από την πραγματικότητα ή την αλήθεια οι εικόνες -σκέψου στην κατάσταση αυτή νομίζω εγώ ο αθεράπευτα αδρανής πως ούτε καν ξέρω πώς λέγεται ακριβώς η κατάσταση η άλλη που τα πράγματα παραμένουν ήσυχα στη θέση τους- και γυρεύω το χρόνο που όλα αποκτούν το άλλο τους νόημα, την άλλη τους σημασία ή και την ουσία τους τελικά. Τότε, όταν όλα υπερίπτανται σε ένα τεράστιο πολύχρωμο κολάζ μπορεί να δώσεις κι εσύ τη δική σου τάξη στο σύμπαν. Τα δικά σου μετέωρα σου επιτρέπεται επιτέλους τότε πιά να συνθέσεις. Να γεννήσεις σα τη σελήνη την ανταύγεια της μέσα στης θάλασσας το νερό.
Πανσέληνος σημαίνει ο γεμάτος και ο ολόφωτος. Σκέφτομαι ότι παραμένει πάντοτε μια αθέατη πλευρά του φεγγαριού, όμως την ίδια στιγμή παρηγοριέμαι με το φεγγάρι που τώρα κοιτώ γιατί είναι η άλλη όψη ενός κατάδικού μου ήλιου. Κι έτσι στέκομαι μετέωρος στον ουρανό. Ίσως τελικά να είμαι το ίδιο το φεγγάρι. Σε αυγουστιάτικη πανσέληνο.
Έχω δει στο διάστημα της ζωής μου τους ανθρώπους όλους χωρίς καμιάν εξαίρεση, κακομοιριασμένους, να κάνουνε απειράριθμες και βλακώδεις πράξεις, να εξευτελίζουνε τους άλλους και να διαφθείρουνε την ψυχή τους με κάθε μέσο. Το κίνητρό τους ήταν πάντοτε ένα και το ίδιο: η δόξα. Το λοιπόν κι ελόγου μου βλέποντας τα καμώματά τους, θέλησα μια μέρα να γελάσω έτσι, όπως γελάει όλος ο κόσμος. Κι όμως, να πετύχω μια τόσο παράξενη άσκηση μου στάθηκε αδύνατον.
Πήρα έναν σουγιά που' χε λεπίδι κοφτερό και χάραξα τη σάρκα μου από το' να κι από τ' άλλο μέρος του προσώπου, εκεί που σμίγουνε ίσια - ίσια τα χείλη. Για μιά στιγμή, κάτι μου φάνηκε ότι κατάφερα. Μπα, είχα λάθος. Στην αρχή το αίμα που έτρεχε άφθονο από τις δύο πληγές, ούτε που μ' άφηνε να ξεχωρίσω αν είχα να κάνω πραγματικά μ' ένα γέλιο σαν των αλλονών. Ύστερα παρ' όλ' αυτά, έκανα για κάμποση ώρα τη σύγκριση και τότε πιά βεβαιώθηκα ότι το γέλιο μου δεν είχε τίποτε, μα τίποτε το ανθρώπινο. Που πάει να πει, δε γελούσα καθόλου.
Comte De Lautreamont, Τα άσματα του Μαλντορόρ - δεύτερη γραφή Οδυσσέας Ελύτης
Τούτο το απαισιόδοξο το έγραψα το απόγευμα. Στο τρόλλεϋ. Στο κινητό. Έπεφτε έξω η βροχή και εγώ αποθήκευα σε μηνύματα την πιό βαριά συννεφία του κόσμου. Καθώς έγραφα το ποστ είπα να βάλω και το βιντεάκι με την άλλη Καρέζη, την έγχρωμη, την κωμική, με το χασαποσέρβικο από το "Τζένη - Τζένη"... λίγο πριν την αγαπημένη μου σκηνή, την καλημέρα στα σατέν σεντόνια μετά τη μεθυσμένη βραδιά με το παραστρατημένο Μπάρκουλη... Η πιό ερωτική μου Καρέζη... Έτσι για αντίβαρο στο από πάνω βίντεο, δηλαδή στην ασπρόμαυρη Καρέζη. Κι όλα αυτά για να ξορκίσω τη βροχή που χώρισε στα δυό σήμερα το απόγευμα εμένα και το καλοκαίρι.
Νομίζω τη σημερινή ημέρα δεν την έζησα ποτέ. Σας παραθέτω το κεντρικό μοτίβο όπως συνέβη ακριβώς λίγο πριν μπω στο σπίτι. Συνοψίζει το πώς είχαν αποφασίσει τα πράγματα να κυλίσουν σήμερα από το πρωί. Με τη δική μου συγκατάθεση πάντα, αλλά σχεδόν εντελώς από μόνα τους στο φινάλε.
Απόψε γυρίζοντας σπίτι λοιπόν πεζός, βλέπω ένα στύλο και προσπαθώντας πολύ συνειδητά να τον αποφύγω, πέφτω επάνω του με όλη τη δύναμη απ' τον αριστερό μου ώμο. Κοιτάζω ευθεία μπροστά πεντακάθαρα το στύλο. Δεν υπάρχει καμία άλλη σκέψη εκείνη τη στιγμή στο κουρασμένο μου μυαλό, παρά μονάχα "μην πέσεις πάνω, μην πέσεις τουλάχιστον και σε αυτόν σήμερα πάνω" λέω. Έχει άπλετο χώρο ώστε να κάνω δεξιά και να τον αποφύγω. Έχω τη δύναμη και την ευθυκρισία να κάνω δεξιά και να τον αποφύγω. Δε νυστάζω. Δεν έχω πιεί παρά μία Σουρωτή και μια Coca Cola light. Δε συμβαίνει τίποτα γύρω τριγύρω που να αποσπάει τη στιγμή εκείνη την προσοχή και να αφαιρεθώ, πες, από τον στόχο. Λέω μέσα μου αν το πετύχω να μην τον πετύχω έστω αυτόν, θα αφήσω πίσω μου όλη την προηγούμενη ανάποδη και γαμημένη μέρα -είναι ωραίο ίσως τελικά κάποτε να μην πετύχω να πετύχω. Δεν υπάρχει εν ολίγοις καμία ένδειξη πιά εδώ σύμφωνα με το νόμο, αν θέλετε, και των πιθανοτήτων. Όλα συντείνουν ότι δεν θα πέσω πάνω και σε αυτόν σήμερα το στύλο. Δηλαδή εκ των πραγμάτων και ο ίδιος ο στύλος, μη σας πω, έχει αποφασίσει σχεδόν συνειδητά πιά κι εκείνος να μη μου κάτσει, κι όμως... εγώ εντελώς ασυνείδητα δεν κάνω δεξιά, μόνο κάνω ό,τι πιό ηλίθιο πασχίζω τόση ώρα να αποφύγω. Αλλοιθωρίζω, χάνω την τελευταία στιγμή την ξεκάθαρη οπτική επαφή και πέφτω με όλο μου τον αριστερό ώμο πάνω στο συγκεκριμένο στύλο που βρέθηκε για λίγα δευτερόλεπτα εκεί μπροστά, πέφτω πάνω στο στύλο που κι ο ίδιος προσπάθησε να με αποφύγει και εγώ ψυχαναγκαστικά σχεδόν πιά από το πρωί με καθοδηγώ τελικά να μην τον αποφεύγω.
Γιατί στύλοι υπάρχουν πολλοί -νουνού βέβαια ένα. Και εγώ απόψε είμαι επιρρεπής να πέφτω πάνω -δηλαδή κάτω-. Αισθάνομαι πάντα μικρό παιδί. Μικρό παιδί που δεν ξέρει πώς λέγεται αυτό που όλη μέρα σήμερα του συμβαίνει. Η αλήθεια έχει αλλάξει πολλές φορές μορφή ο στύλος από το πρωί. Ίσως αμάρτησα και εγώ που ειρωνεύτηκα τη σωτήρια μεταμόρφωση αμέσως μία ανάρτηση πιό κάτω. Αλλά με το καλημέρα σας σήμερα το πρωί ο στύλος στάθηκε εκεί αγέρωχος, αποφασισμένος, ευθυτενής, ένας μικρός θεός που εκδικείται αλλάζοντας τις μορφές του, κι εγώ στο μεταξύ έχω χάσει το λογαριασμό πόσες φορές και με πόσους τρόπους έχω επιτρέψει σήμερα στο κουράγιο μου από το πρωί τα μούτρα του να φάει-τώρα και τον ώμο-. Να στραπατσαριστεί. Ξανά και ξανά. Καταπάνω στο στύλο πάλι και πάλι.
Κι εντάξει, όταν συμβαίνει στη ζωή αυτό, εκείνο που σε πειράζει δεν είναι αυτός καθαυτός ο στύλος που διαπιστώνεις ότι δεν μπορείς να του αντισταθείς και πέφτεις τελικά επάνω. Είναι αυτή η ακατανόητη τελικά δύναμη της εξάρτησης που ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε κάνει να νιώθεις αδικαιολόγητα απλά και μόνο ένας αυτιστικός μαλακομαγνήτης στο φαινόμενο μιάς έλξης δυνατής που ξέρεις καλά ότι σου κάνει κακό και σε καταστρέφει. Της αυτοκαταστροφής.
Καληνύχτα. Ελπίζω το αύριο να είναι όντως μια άλλη ημέρα. Αποφορτισμένη από ηλεκτρισμό και φορτωμένη μαγεία. Και να με αγαπάει...
Κοίταζα μέσα στα μάτια να δω κατάματα λίγες ρυτίδες οι πιό βαθιές ρυτίδες στα μάτια σου γύρω γύρω συντροφεύουν πολλές πάνω στο πρόσωπό σου τότε μέσα από το βλέμμα το γαλατένιο των γέρικων, θαμπών ματιών αναδυόσουν με τα τόσα προβλήματα της δικής σου οράσεως έναν ξεκάθαρο κόσμο σαν ιστορία δείχνεις και βλέπω όχι τα παραμύθια, τις ιστορίες. Η μυθική μορφή κέρδισε τον τίτλο "ιστορική φυσιογνωμία" Στάσου εδώ. Είσαι κιόλα εκεί. Κι από παντού φεύγεις.
Χρόνια μου πολλά για άλλη μια χρονιά λοιπόν. Δύσκολος ο συμβιβασμός με ακόμα ένα χρόνο στην καμπούρα. Γι' αυτόν και για άλλους πολλούς λόγους που ψιλοχοντροβαριέμαι να αναλύσω τώρα μιας κι έπεσε βαριά απόψε η σαγκριά επιτρέψτε μου αυτή την αφιέρωση κι ελάτε, πιάστε μαζί μου το χορό... ελπίζω μόνο "μην είναι το καρνέ ντε μπαλ γεμάτο"...
Είναι απίστευτη η μανία της θάλασσας να καταφάει τα βράχια. Τρομάζει. Τώρα κάθομαι λίγο πιό μακριά, πολύ λίγο μακρύτερα σ' ένα περβάζι όμως δίπλα στο κύμα, κοιτάζω εκ του ασφαλούς που λένε λες και ξέρουν τη θάλασσα, μα δεν καταλαβαίνω. Κάποια μέρα θέλω να σταθώ αντάξιος προς τα κύματα, προς ένα κύμα μόνο αντάξιος να σταθώ, να μπορέσω, θέλω και να φωνάξω δυνατότερα, να τολμήσω περισσότερα, να καταπιώ τα πάντα. Τότε ίσως καταφέρω να γίνω στοιχειό, αλλά αναρωτιέμαι θα έχω τότε ακόμα ύλη; Κι αν πάλι όλα αυτά τα κύματα δεν είναι ηθοποιοί σε ετούτο εδώ το δράμα; Κι αν πάλι όλα αυτά τα κύματα είναι μονάχα -άκου, μονάχα- θεατές μου; Τί όνομα θα είχε αυτός ο ρόλος μου; Ποιές θα' ταν οι αρχές μου; Και ποιά ηθική o ξεγελασμένος εγώ από το φαινόμενο της παλίρροιας στης σκηνής πιά το περβάζι θα είχα; Είμαι αυτός εδώ ο μικρούλης αχινός κολλημένος πάνω στο βράχο σκεπασμένος από θεόρατα κύματα. Ο μικρός αυτός κάβουρας που δεν ξέρει καταπού πάει και περπατάει ανώφελα πελαγωμένος στην ουσία, πάντα ανάποδα για να χάνει το δρόμο. Δεν ξεκόβεις εύκολα από την ύλη ακόμα και όταν είσαι η ύλη έστω για τα όνειρα. Τη θάλασσα αμφισβητώ, το χαμό όμως από το κύμα τον νιώθω. Ορίστε πώς έγινα ο κάβουρας και να και το ζουμί μου. Δεν αλλάζω ποτέ. Φιλοκτήτης όμως δεν θα καταφέρω να γίνω και ήρωας. Και τί σημαίνει Φιλοκτήτης και πού κολλάει ο Φιλοκτήτης εδώ. Φιλοκτήτης σημαίνει ανένδοτος, καταλαβαίνετε λοιπόν πού κολλάει. Κι όμως δε ζήτησα αυτό. Ήθελα του Πρόσπερο να' μαι μονάχα παλιάτσος. Άριελ ή έστω ο Γκονζάλο.
Στα Χανιά από χτες. Στο παλιό λιμάνι. Πρότελευταία στάση στην καριέρα της Νάνας Μούσχουρη. Υπάρχει μέσα μου τουλάχιστον μιά τρεμάμενη φωνή που ψάχνει κάπου την αγάπη. Περίεργο, δεν είχα ποτέ παραπάνω πάρε δώσε με αυτή τη φωνή ή μάλλον, έτσι όπως το είδα να το γράφω τώρα, ίσως και προηγούμενα είχα και επόμενα έχω. Το "Μίλησε μου, μιλησέ μου" το έχω άχτι να το ακούσω κάποια στιγμή live. Και την "Ενδεκάτη εντολή" που ξέρουν μόνο οι τρελλοί κι όλης της γης οι σκλάβοι. Πληρώ κατά το ήμισυ τουλάχιστον τις προϋποθέσεις, αν μη τι άλλο... Αφήστε που με τον περονόσπορο που έπεσε με τα εισιτήρια της Μαντάνα εμένα μου έχει βγει όλη η άρνηση του κόσμου να δω το παπ είδωλο in concert. Σκεφτομαι όμως ότι είδα την αμέσως επικρατέστερη εναλλακτική που έχει πουλήσει και περισσότερο από την καλόχαρη των 27 του Σεπτέμβρη, αν θέλετε να ξέρετε. Α, και για να σκυλιάσετε ακόμα πιό πολύ μερικοί - μερικοί, η συναυλία της Νάνας ήταν τζάμπα... Και μπορεί να κόπηκε και τρεις φορές το ρεύμα και εκεί να την εγκατέλειψα άδοξα γιατί ήμουν κομμάτια από την υπόλοιπη μέρα, και μπορεί να μην πρόλαβα να ακούσω το "Μίλησε μου, μίλησε μου" live πάλι, αλλά από χτες το βράδυ τραγουδάω "ταμ - ταμ" και "άιντε το μαλώνω το μαλώνω, άιντε κι ύστερα το μετανιώνω, άιντε το μαλώνω και το βρίζω, άιντε την καρδούλα του ραγίζω". Κι επειδή είμαι και φίλαυτος... το τελευταίο ΜΟΥ το αφιερώνω! Viva, Nana!
Χωρίς πολλά σχόλια.. καιρός να απενοχοποιήσουμε τη χαρά μας. Και να σας πω και το άλλο; Εντάξει, τί έγινε που η ταινία δεν είναι τόσο καλή; Άμα το' χεις μέσα σου δεν θέλεις και την τέλεια σκηνοθεσία για να γίνεις και Dancing Queen άμα λάχει. Εμένα voulez vouz να μου χαρίσετε αυτό το καλοκαίρι στη Σκόπελο; Take your chance with me σας λέω και Gimme Gimme Gimme (even your loving sometimes) κι εγώ how can I resist you? Συγγνώμη, αλλά πέρσυ που γυριζόταν η ταινία εγώ βάραγα ανεξάντλητες σκοπιές και το μόνο που με κρατούσε από την παράνοια -εκτός από κάτι "ανθυποεργάρια" του Ντοστογιέφσκι, γιατί είναι και κουλτουριάρης ο σωστός ποπάκιας- ήταν η μουσική των Abba, κάτι ολίγον από Ραφαέλα Καρά, τα παλιά της Άννας Βίσση και μια ελπίδα για ένα επόμενο καλοκαίρι που με περιμένει κάπου σε μια παραλία στη Σκόπελο να σιγοψιθυρίζω βροντοφώνως όπως μόνο εγώ ξέρω The winner takes it all. Όπως αντιλαμβάνεστε, τρικυμία εν κρανίω... δε βαριέσαι, αυτό ήμουν πάντα κι ένα click ήθελα και χόρευα... Παρεπιπτόντως, μόλις διαπίστωσα ότι στον 902 παίζω ως Πεταλουδόσαυρος... Πάω να με δω :) Α, και επαναλαμβάνω: HOW CAN I RESIST YOU!!!! Άντε, γιατί τελευταία σας είχα ζαλίσει στις μυξοπαρθενιές...
Αυτή η σελίδα. Γράφει πολλά. Πάρα πολλά γράφει. Για χρόνια πάρα πολλά. Δεν είναι κατ' ανάγκη τα όμορφα. Δεν είναι όλα πάντοτε μαύρα. Το σίγουρο είναι όλα στις αποχρώσεις ενός περήφανου μπλε. Από τον ουρανό και τη θάλασσα. Κι είναι γραμμένα μ' ένα μολύβι ξυσμένο κατάβαθα επάνω στο χαρτί. Κατάσαρκα επάνω στο χαρτί που μου κάνει ώρες ώρες και σάρκα. Η μήπως μοιάζει κιόλας με γη; Ένα μολύβι που έμεινε μικρό από της ξύστρας τα γυρίσματα και έμαθε να σκαλίζει κρατήρες. Ένα μολύβι μπλε. Τα ταξίδια της ζωής και τις πλάνες. Δύνη κάνω τώρα τη ξύστρα. Δεν έχουμε καιρό για να έχουμε και ηλικία. Ούτε ελπίδα έχουμε. Ούτε στην ουσία καημό. Έχουμε μόνο κάτι που ώρες ώρες μοιάζει λύπη κι άλλοτε λήθη λέγεται. Γυρίζω κι άλλο το μολύβι στην ξύστρα. Ένα κενό που δεν ξέρω αν κάποτε τέλειωσε, εδώ, σε αυτήν επάνω τη σελίδα βρήκε το έδαφος τα κέφια και το παιχνίδι του να ξεκινήσει. Εδώ. Για πολλά χρόνια εδώ. Και γύρω τριγύρω τα φώτα. Μέσα στο σκοτάδι η νύχτα κάνει το καλοκαίρι λαμπερό. Ανάψτε τα φώτα. Εγώ είμαι που γράφω με ένα μολύβι στον κόσμο. Δεν υπάρχει η σελίδα. Δεν υπάρχει το μολύβι. Δεν υπάρχει κόσμος γαλανός. Στη σκηνή να με δείτε. Ανάψτε σας λέω τα φώτα.
Ο Ιούλιος ή Ιούλης είναι ο έβδομος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό Ημερολόγιο και έχει 31 ημέρες.
Ας είμαστε σοβαροί. Κανένας μήνας δεν έχει αύξοντα αριθμό. Κανένας μήνας δεν κρατάει 31 ημέρες ή λιγότερο. Τέλος κάθε μήνας δεν είναι παρά προσωπικό μας ημερολόγιο. Και δεν έχουμε όλοι το όνομα του γρήγορου Γρηγόρη. Εδώ και πέντε μέρες το φανάρι κόλλησε. Σταμάτης. Θα μου πεις εδώ και πέντε μέρες μόνο;;; Η κίνηση στη λεωφόρο συνεχίζεται. Ανενόχλητη. Μακάρια. Νηφάλια... Δεν μπορεί, υπάρχει τρόπος να περνάς απέναντι, μόνο που εγώ δεν έχω διάθεση για ούζο Τσάνταλη.
Νομίζω ο Χατζιδάκις μας είπε ψέματα, αγάπη μου. Από εκείνα τα ψέματα του θεάτρου, ξέρεις, τα αληθινά. Των ονείρων που θέλουμε να γίνουμε η αλήθεια. Τα ζωτικά ψέματα που λέμε. Τα ψέματα που ζούμε δηλαδή. Τα ψέματα που δεν θέλουμε απλά να ζήσουμε. Τα όνειρα που έχουμε ανάγκη να ζήσουμε. Αρκεί το σώμα ενός θεατρίνου που θα υποδύεται στο δράμα μας τον ταχυδρόμο εν προκειμένω. Και η ανάσα ενός μονάχα έστω θεατή. Ένα παιδί που υποτίθεται πεθαίνει στα δεκαεφτά του χρόνια πάνω στη σκηνή. Όσο υπάρχει ένας προσκυνητής για να δώσει το τελευταίο φιλί στα χείλια του από κάτω, το αγόρι δεν θα χάσει ποτέ τη δροσερή πνοή του. "Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό, είναι οι άνθρωποι, βλέπεις, εσύ κι εγώ"... Έτσι σου δείχνω την αγάπη, αγάπη μου, που είναι του ονείρου ο δρόμος γιατί δεν πέθανε ποτέ κανείς, ούτε κι ο ταχυδρόμος...
Απόψε ήμουν από κάτω κι εγώ ένας πολύ μικρός και θλιβερός ηθοποιός και τα 'ζησα όλα όπως τα είπα και τα λέω.
Και η ώρα έχει πάει τόσο αργά που θα ήμουν ευτυχισμένος αν συνέχιζα. Μα δεν μπορώ. Αντέχω τα πάντα. Μόνο τη μέρα που τελειώνει δεν αντέχω. Και περνά αγύριστη κι αδάνειστη, γυναικεία, όσο και να την πληρώσεις. Θα γυρίσεις πάντα πίσω να της πεις δώσε μου κι άλλα. Με αυτή την ωραία απληστία που δεν θέλεις τίποτα να τελειώσει. Εκείνη όμως γυρνάει το πλευρό κι ενδίδει στον επόμενο ήλιο. Γιατί αν τελειώνει κάτι σημαίνει κιόλας στο λεπτό ότι χάθηκε. Και δεν μπορείς να συγκρατήσεις τους μικρούς σπαραξικάρδιους ενθουσιασμούς από την καρδιά ενός λεπτού που περνάει. Κι όμως αυτή η υποδιαίρεση κιόλας της ώρας χωράει τόσους πολλαπλασιασμούς. Φοβάμαι όταν ακούω μια φράση καραμέλα. Ζήσε το τώρα λένε, ζήσε το τώρα πιπιλίζουν. Δεν το αντέχω. Κι ίσως αυτό να σημαίνει αντοχή: που δεν αντέχω. Δεν ξέρω. Γυρίζω πάντα και σαν παιδί κοιτώ τους εραστές όταν γυρίζουν πλευρό και κοιμούνται. Και θέλω να ανοίξω το παράθυρο να κοιτάξουν τη θάλασσα που κανένας δεν μπορεί να την εξαντλήσει. Και θέλω να ανοίξω τη μπαλκονόπορτα και να είναι απέξω μια θάλασσα έτοιμη να ξεπλύνουν και το αποψινό ξενύχτι στα νερά της, στα γαλάζια ήρεμα κύματα που το ένα φέρνει πάντα το άλλο. Ανεξάντλητα. Ατελείωτα. Το ένα πάνω στο άλλο. Ερωτικά. Και μόνο αυτή την ώρα μου αρέσει και η ημέρα και η θάλασσα. Ενώ έχει ξημερώσει. Ωστόσο λίγο πριν βγει με τις ακτίνες του ο ήλιος. Και έχει η ώρα τη δροσιά από ένα ποτήρι νερό κρύο.
Είδα τη γενική δοκιμή από τον Ουρανό Κατακόκκινο της Αναγνωστάκη με τη Ρένη Πιττακή. Πρώτη διδάξασα η Βέρα Ζαβιτσιάνου. Άρχισα να γράφω. Και καθώς έγραφα, το μετάνιωσα και τα έσβησα όλα. Κράτησα μόνο αυτή την πρώτη φράση όπως την παράφρασε η Αναγνωστάκη από το Γερόντιο του Τ.S. Elliot. Νομίζω τα συνοψίζει όλα. Αυτός ο μονόλογος της μισής ώρας κρύβει μέσα του ό,τι δε χώρεσε ως τώρα καμιά ιδεολογία και κανένας -ισμός κι όλα αυτά με τον πλέον κατάλληλο και "απολιτικό" για τις μέρες μας τρόπο. Τα -ισμός πάντα μου θύμιζαν έτσι κι αλλιώς τη λέξη κνισμός και μάλιστα επάνω σε αρχίδια -δεν θεωρώ τυχαίο πάντως το γεγονός ότι γυναίκα έγραψε τον μονόλογο και της γυναίκας που τον παίζει ο γιός έχει κρυψορχία- γι' αυτό και συστηματικά τα -ισμός σας λέω τ' αποφεύγω. Και τα υπαρκτός καταναλωτισμός και τα ανύπαρκτος σοσιαλισμός για να το προσδιορίσω και κάπως. Και όχι η λύση δεν είναι ούτε καν μέση οδός, μεταίχμιο ή ακόμα ακόμα βροντερός ακτιβισμός. Στις κοινωνίες του μέσου όρου κάποιοι νιώθουμε την ανάγκη από τα δεσμά αυτής της μετριότητας να ελευθερωθούμε.Ιδού λοιπόν το μέγα θέμα. Να ελευθερωθείς από τα όρια. Κυρίως τα σα εκ των σων και κάτι περίεργα μέσα σου δικά σου.
Θα ξεκινούσα να γράφω από την αρχή τώρα που βλέπω τα πράγματα από την άλλη όψη. Όμως το ξέρω. Κι από την άλλη ο ίδιος θα είμαι πάλι. Δεν αλλάζουν οι λέξεις, δεν υπάρχουν καν συνώνυμα. Έχουμε την ευτυχία να ζούμε σε μια γλώσσα που δεν έχει ταυτόσημα, όσο και να μαθαίνουμε στα σχολεία το αντίθετο στην πράξη. Γιατί πάντα στο σχολείο όπως σε κάθε σύστημα το αντίθετο από αυτό που πρέπει να μαθαίνουμε μαθαίνουμε. Στη γλώσσα κάθε λέξη έχει ταυτότητα και το καθένα αυτεξούσιο σημαίνει. Γι' αυτό και τα πάθη των λέξεων στη γλώσσα τη δική μας συμβαίνει να είναι τα βάθη τους. Αρκεί να βουτήξεις μέσα στα βαθιά νερά και να πεις τώρα ταξιδεύω. Ίσως τότε και μόνο τότε να ζήσουμε το πρώτο πραγματικά ελληνικό καλοκαίρι που συναντάει κανείς μόνο σε στίχους του Ελύτη τώρα πιά και απηχεί Αισχύλο, Σαπφώ και Σοφοκλή σε κάποια ολόλαμπρη και μοναχική παραλία της Σύρου ή στην ορχήστρα στην Επίδαυρο ακόμα κι όταν η παράσταση είναι χειρότερη και από αθλία. Τώρα που κλείνουν τα σχολεία αρχίζει η μαθητεία στο κάλλος κι εμένα μάλλον με σέρνει κιόλας το καράβι Ιούνιος.
Υ.Γ: Νομίζω τώρα πρώτη φορά κατάφερα να περιγράψω την αίσθηση που με έπιανε κάθε χρόνο μέσα στις καλοκαιρινές εξεταστικές μου, κύριε καθηγητά, και δεν μπορούσα να διαβάσω. Δεν είμαι των διακοπών. Δεν μου αρέσει η αλμύρα, η έκθεση με τις ώρες στον ήλιο, η άμμος, τα ανθηλιακά, ο ύπνος και το γλάρωμα της αγελάδας κατόπιν ως το βράδυ. Όμως η θέα στη θάλασσα που τη χρυσίζει ο ήλιος και αυτός ο πεφτάστερος ουρανός τα βράδυα εκεί στη Πελοπόννησο ακόμα και όταν η παράσταση είναι για μάπα ακόμα κι εμένα το μουρόχαυλο ελληνάκι παρασέρνουν. Και να σημειωθεί στα πρακτικά πως πάντα λαχταρώ με τούτο το επάγγελμα που διάλεξα την πρώτη μου καλοκαιρινή περιοδεία. Με έναν θίασο. Τρίτο καλοκαίρι δίχως... "Αγάντα" να φωνάζει κι η Αλίκη...
H τέχνη δεν ανέχθηκε ποτέ ότι είναι έξω από το μέτρο της και πάντα το θέατρο σήκωνε ψηλά έναν καθρέπτη για να κοιτάζεται η φύση. Αντανακλά την αρετή και όχι τον ενάρετο το πέσιμο, όχι τον πεσμένο.
(Αμλετ - Τρίτη πράξη, σκηνή δεύτερη μετ. Γ. Χειμωνάς)
Αυτό το πάτωμα ήταν αλλιώς όταν πάνω του έπεσα με τα μούτρα. Κάτι ραγάδες είχε πάνω, ρυτίδες, ρόζοι στο πρόσωπο. Ρουθούνι υποτίθεται δεν άνοιξε. Είχε όμως πάνω το πάτωμα κάτι από στιγμή που πονάει. Είχαν πατήσει επάνω κάποιοι που τώρα αμφιβάλλω αν κατοίκησαν κάποτε εδώ. Τις αντιδράσεις μέσα μου εννοώ κι απανωτά ενσταντανέ μιας υποτιθέμενης πτώσης. Είμαι μεσά σε όλες τις φωτογραφίες εγώ, όμως έχουν πάρει τώρα φως όλες οι αντιδράσεις. Πνοούλες, κάπου τις έχασα. Κοιτάζω τις φωτογραφίες τριγύρω. Είναι τόσο ζωντανές που σχεδόν νομίζω καμιά δεν έχει πεθάνει. Κι όμως, έχω πέσει τώρα πιά. Είμαι εδώ. Κατάχαμα. Μέσα στο θέατρο. Πάνω στη σκηνή. Κι αυλάκια τρέχει ψεύτικο αίμα. Στο πρόσωπο και στο πάτωμα. Έγιναν ένα. Κοίτα περίεργη στάση το σώμα σε ετούτη τη φωτογραφία. Ισορροπώ στο κενό κι έχω ακόμα το πάτωμα να στηρίζει. Λίγο πριν πέσω. Ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν πέσω εδώ. Ηθοποιοί. Παίζουν ακόμα και ότι πέθαναν. Κι ότι πέφτουν. Ιδανικές φωνές, ανάσες. Γεμίζουν πάντα το χώρο τους. Το πάτωμα. Και δεν πεθαίνουν ποτέ. Και δεν παθαίνουνε τίποτε -υποτίθεται- ακόμα κι όταν παθαίνουν τα πάντα. Οι άγγελοι χαρίστηκαν στη βαρύτητα. Οι αγγελιαφόροι μιας κωμωδίας. Γιατί πραγματικός χρόνος είναι η μνήμη που φυλάμε όταν παύουμε να σκεφτόμαστε πού σταθήκαμε. Θυμόμαστε μονάχα ότι πέσαμε. Κάποτε. Η μνήμη είναι χώρος ενός αόριστου ατυχήματος που συντελείται σε χρόνο συνεχόμενο, παρατατικό κάθε φορά που χάνουμε μόλις κιόλας την προηγούμενη στιγμή μας. Όχι για την επανάληψη. Αλλά για μια ανα - παράσταση ζώντανη του χρόνου που περνά λίγο πριν πέσουμε στο πάτωμα και πάλι.
Υπάρχει, ξέρετε, πάντα μια πραγματικότητα. Που δεν είναι όλες τις φορές ιδεατή ούτε και ακολουθεί πάντα τη σύμβαση που αποδέχονται για πραγματική τα δικά μας μάτια. Σέβομαι το βλέμμα σας, όμως ξέρω καλά πώς δεν είναι δυνατόν πάντα να κοιτάξετε κατάβαθα στο εγώ το δικό μου. Και κάτι τέτοιες στιγμές μόνο υπεράνω δεν μπορώ να είμαι ενώ στ' αλήθεια νομίζετε πως υπάρχει ο τρόπος ή η τεχνική να είμαι υπεράνω. Να ενεργώ και πέρα από τον εαυτό. Να παίζω στην καλύτερη περίπτωση θέατρο καλό και να παρασύρω και εσάς σε ένα γέλιο σπαραξικάρδιο που λέει ευθαρσώς χειροκροτήστε. Υπάρχει δυστυχώς και η ρωγμή που πρέπει να δείτε κι εσείς κι εγώ κάτι λίγο πιό μέσα από εσάς κι εμένα και όλοι μαζί να γίνουμε για το ελάχιστο συνθεατές σε ένα δράμα θα έλεγα κοινόβιο. Αν μπορείτε χωρίς εκδορές παρακαλώ. Τις περισσότερες φορές όμως κι εγώ ο ίδιος δεν αντέχω. Απλά σκύβω το κεφάλι και αποχωρώ. Χωρίς χειροκροτήματα. Αλλά με μεγάλη ευθύνη τότε. Και σαν αυτόχειρας σχεδόν ξέρω ότι είναι εύκολο να μιλήσετε για ένα ακόμα δραματικό φινάλε γι' αυτό το λόγο ακριβώς και σταματώ ή τρέχω με ταχύτητα φωτός μακριά σε άλλο αστέρι. Μονάχα μην ξεχνάτε. Στην αντίπερα όχθη το λεωφορείο "πόθος" γράφει έτσι κι αλλιώς τη λέξη "θάνατος". Γι' αυτό να συχωράτε κάτι ανεξήγητες κινήσεις των ηθοποιών. Όλοι κάποτε νιώθουμε την ανάγκη για το ανεξήγητο. Και οι κινήσεις μας αποκτούν μία θεατρικότητα παράξενη που παρεξηγείται. Χωρίς βαρύγδουπες ετυμηγορίες. Από πίστη και μόνο σε αυτήν την άλλη πραγματικότητα την ας την πούμε θεαματική. Που δεν καταδικάζει. Μόνο έχει τη μακροθυμία να συγχωρεί.