Το παράδοξον σου της φωνής δυσπαράδεκτόν μου τη ψυχή φαίνεται.
Α' χαιρετισμοί
Έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου; Εσύ κοιμάσαι. Ξυπνάω νωρίτερα απ' ό,τι πρέπει το πρωί. Από το άγχος μήπως έχει χτυπήσει το ξυπνητήρι, εγώ ατάραχος μέσα στον ύπνο δεν το έχω ακούσει ή το έχω ακούσει, το έχω κλείσει και έχω ξανά κοιμηθεί. Φοβάμαι. Μην καθυστερήσω.
Σχεδόν μια ώρα νωρίτερα: Ξαφνιάζω μες τον ύπνο, πιστεύω αδικαιολόγητα ότι κοιμήθηκα πολύ -άσχετο που και χτες βράδυ πήγε τρεις για να κλείσω μάτι και σήμερα ήταν 7 και κάτι το πρωί όταν άνοιξα το μάτι που έκλεισα χτες βράδυ, τέσσερις ώρες είναι λέω πολύ με έναν πρώτο πρόχειρο υπολογισμό μέσα στο αγουροξυπνημένο μυαλό μου-. Ευτυχώς ακόμα είναι εφτά και κάτι. Έχω ακόμα μια ώρα ύπνο. Είναι λύτρωση αυτό το περιθώριο που μου παρέχει αυτή η ώρα. Μόνο αυτή την ώρα ο ύπνος είναι πραγματικά η λύτρωση. Γιατί πολύ απλά αποκτά η στιγμή την προοπτική για μια ώρα ακόμα. Το ξυπνητήρι χτυπάει. Τόσο κρατά η λύτρωση.
Έχω υπολογίσει την ώρα της διαδρομής και κατά συνέπεια την ώρα που το ξυπνητήρι χτυπάει, μισή ώρα νωρίτερα απ' το χρόνο που αντικειμενικά χρειάζομαι για να φτάσω στη δουλειά. Δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στα τρένα και τα λεωφορεία. Φτάνω τελικά μισή ώρα νωρίτερα. Τα τρένα έγιναν πιό συνεπή -μπορεί κι ο ψυχαναγκασμός μου. Θα κάνω τετράγωνα τριγύρω απ' τη δουλειά μέχρι να φτάσει η ώρα να χτυπήσω στο μηχάνημα την κάρτα.
Ψάχνω παγκάκι. Δε βρίσκω. Τελικά παίρνω απόφαση και κάθομαι στο παγκάκι μιας στάσης κάποιου λεωφορείου. Βγάζω το βιβλίο, αρχίζω να διαβάζω.
Ραγδαία επιδείνωση του Θανάση Χειμωνά, τελευταίες σελίδες. Μια κυρία καθισμένη δίπλα μου γυρίζει και κοιτάει το βιβλίο. Προσπαθεί να διαβάσει τον τίτλο του μυθιστορήματος. Την βοηθώ να το δει χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Με ξανακοιτάζει. Νιώθω τα μάτια της στο πρόσωπο μου ετούτη τη φορά. Για τον ίδιο λόγο που είμαι ανασφαλής προσπαθώ να βρω τώρα μέσα στον κόσμο την ασφάλεια μου. "Δεν είναι περίεργος ο νεαρός, διαβάζει περιμένοντας απλά το επόμενο λεωφορείο", διαβάζω τη σκέψη της, όπως εκείνη το βιβλίο. Μόνο που εγώ έχω ήδη φτάσει. Πιο ραγδαία δε γίνεται. Βάζω μέσα το βιβλίο.
Σηκώνομαι, παίρνω δρόμο από τη στάση, από την κυρία που μου φάνηκε λίγο περίεργη -ίσως απλώς απ' την παραξενιά μου. Στο δρόμο συναντώ τυχαία τους ίδιους ανθρώπους που ήμασταν μαζί στον ηλεκτρικό, πηγαίνουν στη δουλειά τους, μπαίνουν σε διαδρόμους, μικρά γραφεία και στοές, οι ζωές μας γέμισαν και τακτοποιήθησαν σε κούτες. Να, κι εκείνη που μπαίνει στο φούρνο με κάτι λαχταριστές τυρόπιτες, μέσα στο τρένο την κάλεσαν στο κινητό, είπε "καλημέρα, ναι, είμαι καλά", μετά σταμάτησα ν' ακούω. Για μια στιγμή είδα τον Αχιλλέα από μακριά, πρώην γκόμενο μιας φίλης ηθοποιού -η Δανάη μακάρι να χε παράσταση χτες και τώρα να κοιμάται-, δε με είδε, δε μίλησα. Τώρα κοιτάζω μια άλλη γυναίκα, αυτή δεν ήταν στον ηλεκτρικό, είναι τώρα στο απέναντι πεζοδρόμιο, δεν προσέξε, βρήκε σε μια κολώνα, πώς τραντάχτηκε προς τα πίσω ολόκληρη. Και απλώς συνέχισε. Τη θαυμάζω. Γιατί λένε ότι γελάς με το πάθημα του άλλου;
Γελάει με τραύματα όποιος δεν πληγώθηκε ποτέ, πρώην γκόμενος κι ο Ρωμαίος.
Η μισή ώρα πέρασε. Κρατάω ήδη την κάρτα και κατευθύνομαι στο μηχάνημα. Σκέφτομαι την ερώτηση "έχεις αναρωτηθεί τι κάνω τα πρωινά μου;" και την κατάφαση "εσύ κοιμάσαι". Αναρωτιέμαι πού απευθύνομαι. Απαντώ: "εγώ στον εαυτό μου". Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τα κατάφερνα πριν τις 11 το πρωί. Τέτοιες ώρες είμαι εγώ, είμαι και ένας άλλος. Ευτυχώς πάντως υπάρχουν ξυπνητήρια και κάρτες να επιβεβαιώνουν τουλάχιστον την έγκαιρη προσέλευση μας στο χώρο.