Είμαι υπό την επήρεια μιας ενναλακτικής διάθεσης για Μ. Παρασκευή και είδα νωρίς εφέτος τους Επιταφίους στο δρόμο. Μάλλον τα υλικά τους διαχειρίζομαι και θέλω να καταγγείλω την άσκοπη χρήση ορχιδέας. Πληθαίνουν ολοένα τα διακοσμητικά και τα μυρωδάτα "κάποτε" αποκτούν κίβδηλη αίγλη σ' ένα άοσμο "τώρα".
3ης Σεπτεμβρίου τραβήχτηκε η φωτογραφία προχτές, εκεί στις αρχές, προς ομόνοιαν...που λέμε. Ποικιλίες λουλουδιών ανθοφορούν τέτοιες ημέρες κι εμένα αδιάφορο με αφήνουν τα πάντα εκτός από τις βιολέττες. Έχω στρέψει όλες μου τις ελπίδες στην επαύριον, αν κι ένα σύντομο προσκύνημα αργά απόψε στον Εσταυρωμένο της ενορίας δε άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων για το ξυλόγλυπτο όπισθεν που ετοιμαζόταν περισπούδαστα και νεοπλουτιστικά από κάτι μωρές παρθένες ξεχασμένες στο νυμφώνα εξ απαρχής της φύσεως διακονώντας(;) τον φυτουργό της κτίσεως που απόψε τις άφησε λεύτερες και κοιμάται.
Πάλι ο λόγος μου για μυρωδίες. Και τα Χριστούγεννα με στοίχειωναν τα μανουσάκια, αν θυμάστε. Ήρθε ο καιρός και για τις βιόλες το λοιπόν. Κρατώ νομίζω αυτή τη στάση αμύνης απέναντι στην ανοιξιάτικη εορτή της Χριστιανοσύνης γιατί καταστάλαξε σιγά σιγά μέσα μου το συμπέρασμα ότι το Πάσχα το ελληνικόν εφέτος μου έπεσε νωρίς. Και όχι τίποτ' αλλο... έχω συνήγορό μου την φύσιν. Ματαιοπονώ να μυρουδίσω κάτι εαρινό στον αέρα της νυχτιάς κι άσκοπα που και που καμιά νεραντζούλα βελάζει - δάνειο από την φυσική μετάλλαξη κι αυτό.
Και δεν είναι τυχαία μέσα σε όλα αυτά η επιλογή ορχιδέας για τον στολισμό του Επιταφίου τα τελευταία χρόνια τις Μεγάλες Παρασκεύες και δεν είναι άσχετη με την επικράτηση του εξωτισμού της η έκλειψη της παραδοσιακής βιολέττας νομίζω. Η ορχιδέα είναι φυτόν ουδέτερον και άοσμον για την ημέρα τη σημερινή φρονώ, είναι και φυτόν ακριβόν, γι'αυτο τη φορτώσαμε και στον Ύψιστον φοβάμαι. Πλην τούτο ωστόσο, αισθάνομαι πως ταιριάζει άρρηκτα με του κόσμου μας τον καθωσπρεπισμό, το νεωπλουτισμό, την αποστείρωση λυπάμαι.
Αντιθέτως η βιόλα κρύβει μέσα της ένα άρωμα μεθυστικό συνυφασμένο με Πάσχα στο χωριό ή σ' ένα μοναστήρι στις παρυφές της Πάρνηθας - αν θυμάμαι - και είναι σύνδηλο με κάτι πλέον φτωχικό, χωρίς πλεόνασμα μιζέριας συγχρόνως, με κάτι ακαθόριστα ταπεινό όσο η παιδική ηλικία κι όσο τα δάχτυλα από τις βελόνες κάθε τέτοιο βράδυ εις ανάμνησιν το' χουν να πονάνε.
Άσπρα και μωβ ανθάκια για να στολίσουν το νεκρό Χριστό. Για να νιώσουν ρουφώντας ό,τι εξ αμελείας τραυμάτισε η βελόνα τη γεύση που έχει και φέτος το γλυκύ μας έαρ.