Έγιναν μορφές ποιητικής τα λόγια μου
ανοίκειες προς την μορφολογία της ποιητικής μου
Και εξοικειώθηκα το αδύνατο και υποδέχτηκα το ξένο και δεξιώθηκα το ανοίκειο
και του έστρωσα κρεβάτι να κοιμηθεί και τραπέζι να φάει και το φιλοξένησα με σεβασμό πρωτόπειρο που με ξεπερνούσε
Και έγινε σεντόνι και με τύλιξε για να με ζεστάνει και να με αποκαθηλώσει
Και δεν φοβήθηκα μήτε καν μην κρυώσω
Και παραδόθηκα Και γύρισα και το πλευρό απ' την άλλη
Και το μαχαίρι δεν πόνεσε γιατί ήτανε χέρι Και από πρώτο έγινα σώμα του
δεύτερο και μαζί γίναμε ένα
δεύτερο και μαζί γίναμε ένα
Και η νύχτα έχανε το σκοτάδι της και η μέρα έχανε αίμα Και αιμορραγούσε
Αλλά ο χρόνος δεν τελείωνε γιατί ήμασταν τελικά ο καθένας
Και αποκαλύφθηκε Και άρχισα να γνέθω τα σπάργανα των ονείρων.