Saturday, August 14, 2010

Ρεπορτάζ



Έρχεται ώρα που φεύγουν όλοι κι απ' τ' ανοιχτά παράθυρα βασιλεύει μέσα στο σπίτι ένας απόκοσμος, ένας ακυβέρνητος ήχος, ήχος πεντάκλειστων παραθύρων απέναντι όσο οι γρίλιες οι δικές μου ασθμαίνουν και τρίζουν ανεβαίνοντας. Η σιωπή αποκτά ένα ιδιαίτερο, σχεδόν καμμένο χρώμα στα μάτια, έναν ήχο δικό της παρ' όλ' αυτά στα αυτιά κι όλο ένα πιό βαθύ, πιό καλοκαιρινό νόημα στο σώμα και το κεφάλι, δυναμώνει ο ήλιος, μαυρίζει αυτή, πυκνώνει, αρχίζει να νυχτώνει νωρίτερα εξάλλου κι εγώ τερετίζω με όλη ετούτη την αδέξια και σαστισμένη ευφράδεια που πάλι νιώθω τώρα κι αυτή κοιμισμένη κι ανεπαρκής να μ' έχει εγκαταλείψει.

Έτσι, σε αυτή την κατάσταση, μαρμαρωμένος, αδυνατώντας εννοώ να μιλήσω το τραγούδι αυτό της σιωπής που σου δίνει την ευκαιρία η πόλη πεντακάθαρα τέτοιες μέρες να ακούσεις, τα λεγόμενα σιωπηλά και αποσιωπημένα, σου μιλάω για ό,τι θαμπό γύρω, έξω κι εδώ μέσα ακούω.

Βουτηγμένος σε ιδρώτα όσο οι απομακρυσμένοι γείτονες βουτηγμένοι φαντάζομαι θα ' ναι σε κάποια υπέροχη θάλασσα, σε χωριά, σε νησιά και σε σύνορα που δεν παίρνει άλλα τούτος ο τόπος, παρατηρώ σταγόνα σταγόνα τον τρόπο που έχει ο Αυγουστος να εκπίπτει, να λιώνει χάνοντας κάθε αστικό πρόσχημα απομένοντας ελέω χρόνου και συνθηκών μια φολκλορ, μια αναφορά ρουστικ σε καμμένη πέτρα.

Σηκώνομαι μέσα σ' ένα μεταναστευτικό ρεύμα, μια παρόρμηση απέμεινα, παράγει παραισθήσεις μάλλον το διαμπερές διαμέρισμα και σα μόνη διέξοδος ανοίγεται μπροστά κοινόχρηστος ο ιδιωτικός μου δρόμος, ακούω έναν αλλόκοτο ήχο από διερχόμενο όχημα, γυρίζω να δω, οδηγεί μια γυναίκα. Αυγουστιάτικη κι εκείνη, σιωπηλή. Σα να της ανήκει ο μήνας - για να μην πω ο χρόνος - κοιτάζει τάχα με ενδιαφέρον, ύστερα προσπερνάει. Σα κοιμισμένο το βλέμμα της, αγαλμάτινο. Νομίζω πρέπει να ήταν μια ανομολόγητη προστάτιδα, ίσως μια καρυάτιδα που για πάρτη μου περισσεύει.

Είπα πολλά, πρέπει να παραδώσω τα λόγια στη Σιωπή για την οποία μιλάω τόση ώρα. Έτσι κι αλλιώς μνήμη των αγαλμάτων είναι η σιωπή, έτσι δεν είναι;