Friday, August 27, 2010

Το κοκκοράκι



Στέκομαι μέσα σε νύχτα και
όπως στο καρύδι κατεβαίνει το σάλιο μου σκέφτομαι
α) απ' τη μέση ξεκινάνε τα πράγματα
β) στη βράση κολλάει το σίδερο και
γ) στη φλέβα κυλάει το αίμα
υπάρχει και η λέξη καρυδότσουφλο στο παραμύθι βέβαια,
όμως δεν υπάρχει αρχή στο ρεύμα ακόμα κι όταν νομίζεις, κοντορεβυθούλη, ότι υπάρχει
η γέννηση έπεται μιας σύλληψης
ένας έρωτας θεωρητικά προηγείται
ποιός είναι λοιπόν στ' αλήθεια ο αστερισμός σου;
τι άλλη απόδειξη θέλεις, 5 χρόνια είναι όσα λίγα κέρδισες από 4 συν πλην
το άπειρο μαύροκόκκινους νευρώνες διατρέχει, προλαβαίνεις να θυμηθείς;
το άπειρο βγάζει τρελή μια φυσαλίδα οξυγόνο
κι εσύ εκεί, επιμένεις, τίποτα λες δε θα περάσει στα έγκατα, τίποτα,
δε γίνεται, στέκω αδρανής πάνω στα έργα
Κλυταιμνήστρα με σφαγμένο τον Αγαμέμνονα εδώ που χτύπησα στέκω
μέσα στο δράμα θεατής
χωρίς σταγόνες φονικής δροσιάς να ευφραίνει
μια παρωδία επικολυρική που στερείται πρωτοβουλίας
έσφαξα (ή νομίζω) ό,τι σε λίγο θα λαλήσει τρεις, σητευτό κοκκοράκι
τρέχει πετσοκομμένος ο λαιμός, το αίμα του με αρνιέται
κι έτσι όπως μπερδεύομαι, μου ξεφεύγει και λέω
σφαγή είναι το όνειρο και το ξημέρωμα αλήθεια
ποιός κόκκορας, ποιός άσωτος υιός, τι παραβολές είναι λοιπόν αυτές;
απόψε πάλι διστάζω αλλά τρέχω κατά εκεί που νομίζω δεν θα τολμήσω να φτάσω ποτέ
με την ίδια στάσιμη και προσωπική ταχύτητα φωτός
μακρινά βλέπω τα αστέρια, φιλόδοξα της νύχτας κάνω τις ευχές
εκείνες εκπληρώνονται φερέλπιδες ή μου πουλάνε γιούχα από ημέρα

Thursday, August 26, 2010

Εικόνα





H Αθήνα είναι κούκλα

Wednesday, August 25, 2010

Χορός



Έλα, να χορέψουμε απόψε. Μαζί.
Όχι κανένα δύσκολο σκοπό, μη φοβάσαι.
Αδέξια βήματα και χαμογελαστά να μας πάνε
μέσα στ' αόριστα στενά που θα εμπιστευτούμε
δε θα χαθούμε, έχουμε ο ένας τον άλλο, δε θα χαθούμε
αυτό είναι σιγουριά στο βήμα, τι κάθεσαι και μετράς, έλα
δεν έχω χρόνο να σκέφτομαι, δεν έχω τρόπο να σε πείσω, σήκω
δανείζομαι από έναν το έψιλον κι από άλλον το λάμδα
το άλφα είναι ξάφνιασμα στο τέλος, για αρχή
απλές κινήσεις, δώσε το χέρι σου, κούνα το πόδι σου,
μοιάζει σχεδόν αστείο και για μένα, έλα
ίσα να γίνουμε ένας φωτερός δίσκος
μέσα στου κόσμου όλου το ανυπεράσπιστο μαύρο
έλα, να χορέψουμε απόψε. Μαζί.

(η πανσέληνος του Αυγούστου σηκώνει τη λιγότερη επίκριση)

Tuesday, August 24, 2010

Για την Πανσέληνο




Ο άνεμος πέφτει γονυκλινής στη ρίζα των τειχών της φυλακής. Η φυλακή παίρνει μαζί της όλα τα κελιά όπου κοιμούνται οι φυλακισμένοι, γίνεται ελαφριά σαν πούπουλο και σχίζει τους αιθέρες περνώντας μέσα απ' τ' άστρα. Δρόμο πάρτε, δρόμο αφήστε, κήνσορες, οι κλέφτες έχουν φύγει μακριά. Οι λωποδύτες έχουν γίνει αναδύτες. Αναδύονται μεσ' απ' της σκάλας τη σπείρα ή έλκονται με τον ανελκυστήρα προς τα ύψη. Αδιόρατοι περνούν και στο πέρασμά τους γίνονται τα ορατά αόρατα. Ξαφρίζουν. Και μετά οι ένοικοι από τη λύσσα τους αφρίζουν. Στο κεφαλόσκαλο ο μεσονύχτιος αστός, κεραυνωμένος απ' τη φρίκη του μυστηρίου ενός παιδιού που κλέβει κι ενός εφήβου που τις κλειδαριές παραβιάζει, αυτός ο αστυγενής, το θύμα της ληστείας, δεν βρίσκει το κουράγιο να φωνάξει: "Πιάστε τον κλέφτη!" Μόλις και μετά βίας γυρίζει το κεφάλι να κοιτάξει. Ο κλέφτης κάνει τα κεφάλια να γυρίζουν, τα σπίτια να κλυδωνίζονται, τους πύργους να χορεύουν και τις φυλακές να φτερουγίζουν.

Ζαν Ζενέ, Η Παναγία των λουλουδιών, μετ. Δημήτρης Δημητριάδης

Sunday, August 22, 2010

Αγκάθια




Η πίστη είναι κάτι (συ)σχετικό. Πρέπει να πιστεύει κανείς μόνο σε κάτι που δεν υπάρχει. Η πίστη δεν έχει νόημα όταν υπάρχει αυτό που πιστεύεις. Είναι τουλάχιστον ανίσχυρη, τότε η πίστη καταλήγει μια ευκολία.

Όταν πονάς, δεν αισθάνομαι ότι πονάς, δεν μπορώ να νιώσω ή να καταλάβω τον πόνο. Σε πιστεύω γιατί αυτό με κάνει να συμπάσχω με τον πόνο κι έτσι μπορώ να τον καταλαβαίνω.

Για την ακρίβεια δεν ξέρω να μιλώ. Υπάρχουν μέσα μου τόσες φωνές, είναι όλες δικές μου. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αν μου ζητούσες όμως μια να διαλέξω τις υπόλοιπες να κερδίσει, θα σάστιζα, θα φοβόμουν να έλεγα " με κατέχεις" ή "σ' αγαπώ".

Μέσα σε αυτό τον κυκεώνα από τις φωνές των ηδονών που θέλω να καλύψεις επιθυμώ να ακούσω τη δική σου φωνή, το δικό σου σώμα να αγγίξω, όχι για να πούμε κάτι κατανοητό. Μονάχα στην ελευθερία τους για να αφήσουμε όλες τις άναρθρες συλλαβές του κοινού μας πόνου.

Saturday, August 14, 2010

Ρεπορτάζ



Έρχεται ώρα που φεύγουν όλοι κι απ' τ' ανοιχτά παράθυρα βασιλεύει μέσα στο σπίτι ένας απόκοσμος, ένας ακυβέρνητος ήχος, ήχος πεντάκλειστων παραθύρων απέναντι όσο οι γρίλιες οι δικές μου ασθμαίνουν και τρίζουν ανεβαίνοντας. Η σιωπή αποκτά ένα ιδιαίτερο, σχεδόν καμμένο χρώμα στα μάτια, έναν ήχο δικό της παρ' όλ' αυτά στα αυτιά κι όλο ένα πιό βαθύ, πιό καλοκαιρινό νόημα στο σώμα και το κεφάλι, δυναμώνει ο ήλιος, μαυρίζει αυτή, πυκνώνει, αρχίζει να νυχτώνει νωρίτερα εξάλλου κι εγώ τερετίζω με όλη ετούτη την αδέξια και σαστισμένη ευφράδεια που πάλι νιώθω τώρα κι αυτή κοιμισμένη κι ανεπαρκής να μ' έχει εγκαταλείψει.

Έτσι, σε αυτή την κατάσταση, μαρμαρωμένος, αδυνατώντας εννοώ να μιλήσω το τραγούδι αυτό της σιωπής που σου δίνει την ευκαιρία η πόλη πεντακάθαρα τέτοιες μέρες να ακούσεις, τα λεγόμενα σιωπηλά και αποσιωπημένα, σου μιλάω για ό,τι θαμπό γύρω, έξω κι εδώ μέσα ακούω.

Βουτηγμένος σε ιδρώτα όσο οι απομακρυσμένοι γείτονες βουτηγμένοι φαντάζομαι θα ' ναι σε κάποια υπέροχη θάλασσα, σε χωριά, σε νησιά και σε σύνορα που δεν παίρνει άλλα τούτος ο τόπος, παρατηρώ σταγόνα σταγόνα τον τρόπο που έχει ο Αυγουστος να εκπίπτει, να λιώνει χάνοντας κάθε αστικό πρόσχημα απομένοντας ελέω χρόνου και συνθηκών μια φολκλορ, μια αναφορά ρουστικ σε καμμένη πέτρα.

Σηκώνομαι μέσα σ' ένα μεταναστευτικό ρεύμα, μια παρόρμηση απέμεινα, παράγει παραισθήσεις μάλλον το διαμπερές διαμέρισμα και σα μόνη διέξοδος ανοίγεται μπροστά κοινόχρηστος ο ιδιωτικός μου δρόμος, ακούω έναν αλλόκοτο ήχο από διερχόμενο όχημα, γυρίζω να δω, οδηγεί μια γυναίκα. Αυγουστιάτικη κι εκείνη, σιωπηλή. Σα να της ανήκει ο μήνας - για να μην πω ο χρόνος - κοιτάζει τάχα με ενδιαφέρον, ύστερα προσπερνάει. Σα κοιμισμένο το βλέμμα της, αγαλμάτινο. Νομίζω πρέπει να ήταν μια ανομολόγητη προστάτιδα, ίσως μια καρυάτιδα που για πάρτη μου περισσεύει.

Είπα πολλά, πρέπει να παραδώσω τα λόγια στη Σιωπή για την οποία μιλάω τόση ώρα. Έτσι κι αλλιώς μνήμη των αγαλμάτων είναι η σιωπή, έτσι δεν είναι;

Wednesday, August 04, 2010

Επιφάνεια


Κάνει τόση ζέστη.
Και η ημέρα ακόμα δείχνει αραχνοΰφαντη.
Το υφάδι αυτό της ημέρας
παρά τις πυρακτωμένες αντιξοότητες κατά βάθος νομίζω μου αρέσει,
έχει ενδιαφέρον να κυκλοφορώ έτσι σε αυτή την άδεια κι ανεξίτηλη πόλη.
Είναι σαν ένα ανεπαίσθητο ένδυμα να επιμένει να ντύσει ένα σώμα
που θέλει να σταθεί γυμνό και παραδομένο.
Άκου πρωτοβουλίες το ένδυμα λέω
και σκέφτομαι αυτό που λέω. Το ξανασκέφτομαι κι αναρωτιέμαι τι λέω;
Κι όπως τώρα με τινάζει το σαν
που χρησιμοποίησα αστόχαστα στην προηγούμενη πρόταση
όπως το πυρακτωμένο σώμα το ανεπαίσθητο ένδυμα από πάνω του θέλει να τινάξει
έχω τη βεβαιότητα σχεδόν πάνω μου πιά κι εγώ
μέσα στις έκτακτες ετούτες συνθήκες
ότι έτσι κάπως παράγεται
πιό φυσικά ο ηλεκτρισμός
σε όλες τις επιφάνειες -
ίσως μάλιστα γι' αυτό και περαστικοί δίπλα μου πιά να έχουν απομείνει λίγοι.
Τίποτα για την ακρίβεια δεν ανταποκρίνεται στη συνηθισμένη συνθήκη,
η ζωή που έζησα, η ζωή που συνήθισα, η ζωή που θέλω να ζήσω
o δρόμος ο ίδιος που περνάω για να προσπερνώ
μέχρι να πω είναι αλλιώς, από δω δεν έχω ξαναπεράσει.
Έτσι και τώρα, καθώς ο χρόνος γίνεται απίστευτα άχρονος
ενώ επιμένω να κυκλοφορώ στα ίδια ακριβώς πάνω - κάτω στενά,
χάνω την γνώριμη ιδιότητα απ' τις ίδιες μου τις αισθήσεις,
θέλω να πώ άχρονος γίνομαι σε βαθμό που κι εγώ ο ίδιος αδυνατώ να πιστέψω
τι θα ξεπεταχτεί στην επόμενη γωνία.
Τότε, δηλαδή τώρα
- περιφερόμενο
στιγμιαία
περιεχόμενο
όσο να πεις κάτι είδες -
μέσα σε αυτή τη σχεδόν παραφορά
ενώ τρέμω να βρω ένα ξεχωριστό σαν, να το πω κι ευχάριστo
και η ευκρίνεια ακόμα μέσα σε αυτό το γνώριμο τοπίο
χάνεται ανεπαίσθητα
κάπου στρέφοντας παράφορα αδειασμένο το βλέμμα
έτσι όπως στάζει δακρυσμένο το μέτωπο πιά κι όχι τα μάτια
πάνω στο καθημερινό περπάτημα
σε ένα από συνήθεια παραδομένο διασκελισμό
όσο ένα αργό βλεφάρισμα
σε μια χιλιοειδωμένη γωνία
μέσα σε ετούτη την εκτυφλωτική διαύγεια
καταφέρνω να δω
φευγαλέα από τη δική τους
αδύναμα από τη δική μου πλευρά
τον Ορέστη ή τον Ηρακλή,
το στιγμιότυπο που ντύνεται τη διαφάνεια με όλο το σκοτωμένο αίμα του Νέσσου.
Λίγο πριν τη λέξη μαινόμενος γιατί
λίγο πριν τον ήρωα γεννιέται φαντάζομαι η λέξη άνθρωπος
Όχι κάποιος που μοιάζει,
όχι ένα σύγχρονο ανάλογο για να μπορεί να γίνει η μυθολογική αναγωγή
που θα ξεγελάσει.
Τους ίδιους, τον Ηρακλή και τον Ορέστη
λίγο πριν γίνουν λιωμένα σάρκα και οστά
αδιευκρίνιστα βλέπω.

{Φτιάχνουμε ζωές με ήρωες την παραφορά και τα λάθη μας;}