Ξύπνησα πάλι σε κόσμο φραγμένο ορίζοντα
-μια νύχτα φτάνει να χτιστεί το τείχος; -
και στο όνειρο κιόλας έβλεπα το βράδυ εκείνο να θέλω
να ξεφύγεις για να αναστήσεις
δάσος από φωτόδεντρα στην Καρδιά της πρωτεύουσας αθήνας κι έτσι κάπως
να πετύχεις η σοφία να ξεχαστεί κι η ομορφία παθιάρη έρωτα να σε ανθίσει, τώρα πιά Ανθηναίε...,
Ίσως στο ξημέρωμα να μη νίωσεις βαριά τη σκιά του θανάτου στο ανθρώπινο πετσί σου τότε
ή κάπως να ξανάβρεις τη δύναμη για να σώσει κι η ωραιότητα της λαγνείας σου μαζί με σένα τον κόσμο.
Στο μικρόκοσμο της σκηνής έβρισκα πάντα τη θέση μου στον κόσμο όταν δεν χανόμουν σε δαιδαλώδη κείμενα. Στην κλασικίζουσα μορφή έψαχνα πάντα να βρω την αγάπη και τη δύναμη να αντέχω τις μέρες που μου αναλογούν στον κόσμο. Γι' αυτό στην πρώτη ανάγνωση του Ονείρου καλοκαιρινής νυχτός επένδυσα εκατοντάδες αγρύπνιες μου -και του χειμώνα και της καλοκαιριάς- και διάλεξα να είμαι το ξωτικό του εαυτού μου και ένα παιδί να έχω την άνεση να βολοδέρνει την ψυχή μου χωρίς να το χαρίζω πουθενά και βασιλιάδες, και βασίλισσες, ανώτερους να τους περιφρονάω. Δεν ήμουνα σοφός, το ξέρω...Διάλεξα να γίνω τύραννος στο ίδιο το εγώ μου και μόνος, χωρίς έρωτα να βλέπω τον καιρό μου σαν του τρελλού καμώματα ή του παλιάτσου πλάνες.. μα δεν χαρίστηκα. Αυτό με συντροφεύει.
Γι' αυτό δηλώνω πως υποκλίνομαι με αρέσκεια λατρευτική, σχεδόν με αυταρέσκεια στο ύψος του μεγάλου συνθέτη και την αξία του έργου του αναγνωρίζω σε μια πολυεπίπεδη βάση γιατί μέσα στο έργο αυτό δοκιμάζω τις δικές μου απαντήσεις σε κατάδικα ερωτήματα της ζωής μου, τη ροπή μου και την τάση μου για τη μοναξιά, την αμφισβήτηση του Έρωτα θεού μου, την ανισορροπιά μου ανάμεσα στην τέχνη του ανεμπόδιστα κωμικού και του ανθρώπινα τραγικού μου, και της μέσης οδού, της αξιοπρεπούς και πάνω από όλα του Τύραννου Θανάτου... σ' αυτόν δεν τα κατάφερα ακόμα να μην λογοδοτώ. Συμβαίνει όμως σε πολλούς και το καταλαβαίνω. Ίσως κι αύτό να είναι πάντοτε μια δεύτερη συντροφισσά μου.
Τελειώνω. Οι ερωμένες μου πολλές κι η νύχτα μία μόνο, δεν είναι και για χόρταση η λαγνεία με τις λέξεις. Καταδικάζουν αφειδώς θανάσιμα αμαρτήματα οι θανατοποινίτες συντροφοί μου κι εγώ τους αγαπάω λέμε...
Για μια σκηνοθεσία σας μιλώ παγκόσμια που αρχίζει και τελειώνει στα δωμάτιά μας νύχτα κι αργά, πότε καθένας μόνος, πότε και με παρέα, βρίσκει τον τρόπο να ανοίξει την πόρτα την κρυφή και μέσα στην οδύνη χίλια και βάλε χρώματα να τα αφήσει να ξεχυθούν κι από της νύχτας τους ιριδισμούς που σκάνε πάνω στους καθρέπτες κι από τους χίλιους τους αντικατοπτρισμούς να συναντήσει μες στη παραπεταμένη σάρκα τη γυμνή που τα ρούχα αφήνει κάτω να πέσουν και τη σημαδεμένη από τις κακουχιές του κορμιού που έψαξαν και βρήκαν τρόπο να τρυπώσουν στο κορμί του -σαν το σκουλίκι της ταπείνωσης και του δημόσιου εξευτελισμού μιας κηδείας- το κηδευονεύομενο παιδί του και τ' άλλο του εγώ που φωνάζει τον στίχο ενός άλλου κλασικού παιδιού της απροσκύνητης ειμαρμένης : "κακούς δέ θνητών εξέφην' όταν τύχηι, προθείς κάτοπτρον ώστε παρθένωι νέαι, χρόνος" και μ' άλλα λόγια "έρχεται η ώρα που όλοι γινόμαστε καλοί"... Αναρωτιέμαι τί κι αυτό μπορεί να σημαίνει κι απάντηση μόνη και σαφή ο Ιππόλυτος και ένας πρόσχαρος γυρολόγος της νυχτός μου τη δίνει...