Thursday, December 29, 2011

Βιτρίνα καθρέφτης


Διπλής κατεύθυνσης δρόμος, διπλής ανάγνωσης φωτογραφία. 

Αθήνα, Χριστούγεννα 2011

Τράβηξα την φωτογραφία αυτή απόψε στην οδό Βουλής, ύστερα από δυό τρεις βόλτες πάνω κάτω την Ερμού για να βρω δώρο για το δεκαπέντε μηνών κοριτσάκι μιας φίλης που είναι να δω την Παρασκευή, προσπερνώντας κόσμο που έβλεπα να πηγαινοέρχεται μουδιασμένος όσο μουδιασμένος πηγαινοερχόμουν μες το κρύο κι εγώ, αναποφάσιστος τι να αγοράσω για το παιδάκι που γεννήθηκε μόλις. 

Η γέννηση ενός παιδιού πάντα με αιφνιδιάζει. Τα Χριστούγεννα πέρασαν μόλις, η ημέρα της γέννησης του απόλυτου παιδιού. Η ανάμνηση της ημέρας της απόλυτης γέννησης στα σπάργανα της φάτνης. Βηθλεέμ, ground zero.

Η φωτογραφία λοιπόν αυτή σκέφτομαι ότι σημαίνει αφενός την ανάγκη για μια αναγέννηση, για μια μετάσταση ταυτόχρονα, την βαθύτατη ανάγκη για μια άλλη διάθεση από την εσωστρέφεια και την ηττοπάθεια της κρατούσας. Την ίδια στιγμή δηλώνει και το κατά πόσο για γέλια ήταν ο μέχρι τώρα εθνικός μεταπολιτευτικός ωχαδελφισμός και η λαϊίστικα "σοσιαλιστική" ιδεολογία ενός μικροπρεπούς εν τέλει οράματος που είχε για προμετωπίδα το τυχοδιωκτικό μότο "να περνάμε καλά", καλά παντοιοτρόπως και μάλιστα βροντοφώνως μέσα από το πρίσμα της κυτταρικά μεγάθυμης και αγελαίας, μπουζουξίδικης, ελληνικά "καθαρής" μα ουδόλως ξεκάθαρης καρδιάς μας. Κάπως στην υγειά μας, ρε παιδιά και Αλ τσαντίρι νιούζ σε ένα φανταστείτε.

Τελευταίες ημέρες και μεταβατικές(;) της (απ)αλλαγής από το 2011 προς το 2012. Καλή να έχουμε χρονιά. Σαν πρώτη να ναι. Αρχηχρονιά.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα μου χε βγει να γράψω κι αυτό: 

Το βραδυ ίσως βρω σε ένα γιορτινό, έρημο κρύο
ρούχα ριγμένα πάνω, παντού
ξεπλυμένα, επίσημα, στολίδια εις παράταξιν, ράκη
ένα φασκιωμένο μωράκι
τα φώτα στολίζουν τα σταυροδρόμια
οι σταγόνες ανάβουν πάνω στα ρούχα
κι όσο τα αυτοκίνητα προσπερνούν
όσο περαστικοί γνωστοί και άγνωστοι προσπερνούν
οι σταγόνες σβήνουν ποτίζοντας τα ρούχα
χωρίς να αγγίζουν χωρίς να τελειώνουν 
χωρίς να σκοτώνονται χωρίς να σκοτώνουν 
χωρίς να διακρίνουν ή να διακρίνονται
σταγόνες σβήνουν ποτίζοντας τα ρούχα που βρήκα από μέσα
κι έτσι νιώθεται κάτω από τα ρούχα 
παράξενο και υγρό το δώρο της ζωής, φονική δροσιά
καθώς στην άλλη άκρη του δρόμου 
το σκοτάδι διαυρωτικό αυτοκίνητα και γνωστούς άγνωστους
μέσα στο γιορτινό κι έρημο κλίμα, το κρύο, καταπίνει. 
Έρχονται, πλησιάζουν, απομακρύνονται.
Ξαναφεύγουν πάλι.
Στον κόσμο απόψε άνοιγει πάλι ετούτη η άστεγη πληγή
ένα τούνελ, μια πύλη, η φάτνη
της πραγματικότητας και του ανεξερεύνητου
της ιστορικότητος και της μυθοπλασίας 
της αίσθησης και της ευαισθησίας
της ύλης ονείρου που ξεγλίστρησε της σαρκός
σαν γενέθλιος προβολή
όπου άλλος γεννά και άλλος τίκτει
Αειπάρθενος οργανισμός ο χρόνος, 
όσο καλά κρατεί η νύχτα άγια αντικλείδια και κλειδιά
κι όσο ένα κοριτσάκι στη γωνία σπίρτα αναβοσβήνει
όλες οι πόρτες κατα μήκος του δρόμου 
ανοίγονται σε μια ατέλειωτη στοά
όπου αναρίθμητες ληστρικές δυνατότητες  και έντομα αδέλφια αστέρια
πεταρίζουν, ξεγλιστρούν και ύστερα πάλι χάνονται μέσα στο όνειρο πάλι.
Ας ανοίξει από αυτές τις πόρτες καμία 
να ξεπεταχτούν από μέσα τόσες ορδές νωπής χαράς
πάνω απ' το θάνατο που έχει καταπλακώσει
ώστε να αρχίσουμε να τρομάζουμε πιά τους καλικαντζάρους, 
τα χριστούγεννα ας ξεχυθούν ελευθερωμένα από μέσα έξω στον κόσμο 
παιδιά σε δρόμους φωτεινούς, ζεστό, διερχόμενο, νέο αίμα
μια θεία αναμετάξυ μας επικοινωνία να επιτευχθεί 
- δεν εννοώ τη γενοκτονία του Ηρώδη.
Αντιλαβού της άστεγης τούτης μετάληψης,
όσο βάλλει κατά ριπάς ο χρόνος
κι ο τόπος όλος χώμα, δεν υπάρχει πια έτσι αλλά επιτέλους αλλιώς.
Λες να' ναι ουτοπία αυτή τη χώρα
όπου ξοδεύει ο κόσμος ξανά και ξανά τόσο καυτό αίμα; 

Δεν το πόσταρα ποτέ, παρά μόνον τώρα.

Έτσι όπως τα χρόνια και οι συνθήκες δεν μπορούν να ενταχθούν σε κανένα πλαίσιο ιστορικό, αισθάνομαι ότι μόνο στο άχρονο σαν ήρωας Μπέκετ ή σαν ήρωας καρτούν μέσα από όλον ετούτο τον παραλογισμό μπορεί κανείς να ξεφύγει. Χαίνουσα πληγή το άπειρο.

Γιατί μου φαίνεται - και δεν πρέπει να είναι εντύπωση λάθος - ότι μόνο σε έναν χρόνο αόριστο και έναν τόπο άχρονο θα μπορούσε να συλληφθεί και να γεννηθεί θείο παιδί ανάμεσα σε μας και σε εκείνους τους νέους χρόνους που απομένουν, που έρχονται, τους μελλοντικούς, βαφτισμένο σε κάτι καινούργιο να γίνει τρόπος βάρκα κιβωτός η ελπίδα να πετάξει μέσα σε τόσης νύχτας ραγδαία σιγαλιά.

Η μικρογραφία της φάτνης που μάθαμε, τα παιδικά οικογενειακά Χριστούγεννα που πάντα θα νοσταλγούμε, είναι μια καλοστημένη μακέττα, μια ενέδρα, ένας σχηματικός δρόμος επιστροφής στο σπίτι, μια ρότα για έναν προορισμό που θέλει όλα ετούτα τα μυστήρια να εξηγήσει σε ταμπουρωμένα παιδιά που φοβούνται τι τα περιμένει εκεί έξω και μπορούν να χαρούν τα Χριστούγεννα μόνο κάτω από ένα δέντρο μέσα στα φώτα γιατί νομίζουν ότι η ευτυχία προστατευμένη μπορεί και να κρατάει για πάντα. Χριστούγεννα όμως κάπως πρέπει να κάνει και ο άσωτος υιός. Όχι εκείνος που θα γυρίσει πίσω, εκείνος που είναι μόνιμα στο δρόμο.

Η φάτνη είναι μια εικόνα στατική μέσα στο άγιο φως. Η φάτνη είναι μια διαφήμιση, μια φωτογραφία. Παγωμένη. Αιώνια. Θνητή. Η φάτνη είναι μια σκιά στην ιδέα της όντως ούσας (ανά) γέννησης, ένα εμπόδιο, μια δυσοίωνη έκλειψη, μια δεισιδαιμονία, μια παγίδα ευτυχίας, ένας διεφθαρμένος ενορίτης, μια καλοστημένη παλιακή μιζανπλας για μπούκα αστικού καμποτίνικου θεάτρου, ένα αδηφάγο στόμα που μπορεί να καταπνίξει όλη την ακαταπόνητη προσπάθεια των αληθινά λαμπερών αστεριών και των μάγων που επιμένουν και θα επιμένουν να τ' ακολουθάνε.

Sunday, December 25, 2011


Καλά Χριστούγεννα

Tuesday, December 13, 2011

Αίθρα



"Πάει ο παλιός ο χρόνος..."

Καλησπέρα και πάλι, μικρή μου νοσταλγία
σε θυμάμαι άλλοτε κοριτσάκι γαλαντόμο
όποτε θέλω να ξεκινήσω από την αρχή
όποτε δεν έχω για να βρω τα κέφια μου
όποτε η μνήμη κορυφώνει και καταλαμβάνει αυτό
που δεν είναι μνήμη παρά η μόνη αλήθεια είναι
δεν διάγω και την πλέον δημιουργική περίοδο
σταυρωμένα τα χέρια από τα δυο χέρια σου πιάνομαι
το να χερι νίβει τ' αλλο και τα δυό
γυρνάς και στρέφεις το πρόσωπό γριά εφιαλτική
πρέπει να εφεύρω καινούργια φύρα
να φτιάξω με τα χεράκια μου καινούργια σποδό.

Saturday, November 26, 2011

Μικρές λέξεις VIII - Το κουτάλι


Ας το παραδεχτώ, ένα μεγάλο κομμάτι είναι παρατημένο. Μουδιασμένο, σχεδόν φοβάται. Ένα κομμάτι τούρτα που παραμονεύω να φαγωθεί. Δεν είναι άτολμο ακριβώς. Ο φόβος είναι πάντα μια πρόχειρη δικαιολογία, μια εύκολη συγκάλυψη αυτού που πραγματικά συμβαίνει, ένα ένστικτο βασικής αυτοσυντήρησης, μια δύναμη αδράνειας, μια ανάγκη ζωτική που κοντεύει να ταμπουρωθεί, μια σπηλιά από πλιάτσικο που πας να ξεφύγεις καταδικασμένος στο ίδιο του το σώμα. Ένα κομμάτι τούρτας μιας μπαγιάτικης γιορτής. Όμως η φυσιολογία δεν είναι φυλακή. Για την ακρίβεια κάθε ανάσα θέλει, λαχταράει μάλιστα να τολμήσει. Δεν έχει δικαίωμα να μην τολμήσει. Δεν πρόλαβε ακόμα να τολμήσει, δεν έχει εγκληματίσει, δεν πρόλαβε. Εγκλιματιζόμαστε σε όλον αυτό τον μικρό και άχαρο δρόμο πριν εγκληματίσουμε. Και φορτωνόμαστε ένα αμάρτημα θανάσιμο πριν προλάβει να γίνει πράξη. Έχουμε μπροστά μας τον καιρό αλλά έχουμε χάσει πολύ χρόνο. Μια συνείδηση χρόνου μας κρατάει πίσω απ' το χρόνο που θέλουμε να κατασπαράξουμε με ορμή.

Sunday, November 13, 2011

Ε(ι)ς μήνιν τε·



Ἰσμήνη

ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος, Ἀντιγόνη φίλων
οὔθ᾽ ἡδὺς οὔτ᾽ ἀλγεινὸς ἵκετ᾽ ἐξ ὅτου
δυοῖν ἀδελφοῖν ἐστερήθημεν δύο,
μιᾷ θανόντοιν ἡμέρᾳ διπλῇ χερί·

Ολα είναι χρήσιμα. Χρήσιμο είναι ακόμα και το πιο φοβερό. Η στιγμή που θα νικήσουμε το πιό φοβερό, η στιγμή που θα κατοχυρώσουμε την πεποίθηση ότι επιβιώσαμε, ότι επιζήσαμε. Γιατί η ίδια η ζωή είναι η μεγαλύτερη χρησιμοθηρία και προκρίνει για μοντέλο τον υπερ - άνθρωπο, τον άνθρωπο που τα καταφέρνει να ξεπεράσει τον κοινό όρο και προ - ορισμό που δεν είναι κάτι άλλο από τη φυσική φθορά, το χαμό, την κατάθλιψη και το θάνατο, την ανυπαρξία. Κι όπου λέω κοινό άνθρωπο και υπεράνθρωπο που κατανικάει τη δυσμενή συνθήκη και κερδίζει την ύπαρξη εις βάρος της ανυπαρξίας που τον καταπίνει, εις βάρος της βαρύτητας που τον γειώνει, δεν εννοώ μόνο τον απόλυτο ήρωα που δικαιώνεται υψιπετής γιατί από το δεδομένο πλαίσιο απλώς διαφεύγει σουρεαλιστικά με ένα άρμα του ήλιου, ούτε τον αδίστακτο, το μωροφιλόδοξο, τον δοσίλογο και τον καιροσκόπο που έχει τη δυνατότητα να συνειδητοποιεί, να προσαρμόζεται και να συνδιαλέγεται υλιστικά με το παρόν αλλά κι εκείνον τον απλό, τον μικρό και ασήμαντο άνθρωπο που επιβιώνει απλώς μέσα σε ένα καθημερινά ληστρικό καθεστώς σαν σύμπαν χωρίς να γίνει ποτέ περιώνυμος ήρωας.

Friday, November 11, 2011

11.11.11



Ακόμα υπολογίζω ότι υπάρχουμε μέσα στη μοίρα όπως μέσα σε ένα ατέλειωτο κι απέραντο σκοτεινό μα ουράνιο σώμα. Άλλοτε επίμονα - και επίπονα, γιατί να μην παραδεχτώ;- κι άλλοτε φευγαλέα στεκόμαστε, κοιτάζουμε ή προσπερνάνε, καταμετράμε τις πράξεις μας όπως φαντάζουν σαν ιδιόκτητα αστέρια. Πλανήτες που δεν ανήκουν πουθενά. Σε κανένα.

Το μαύρο είναι το περισσότερο επίμονο χρώμα. Όλους μας ξεγελά.

Monday, November 07, 2011

Μικρές λέξεις VII - Εν αλλαγή


Η θάλασσα είναι η μεταπρατική λάιβ εκτέλεση ενός καλά στημένου μύθου,
ότι κάτι αλλάζει, ότι κάθετί γίνεται διαρκώς. Ο ταξιδευτής ελπίζει.
Μόνο ο παρατηρητής στέκει στην άκρη, κοιτάζει αποσβολωμένος το κύμα
και βλέπει χωρίς να το καταλαβαίνει, θαμπά ότι απλώς κάθε ένα τελειώνει.
Μια καινούργια Οδύσσεια θα έπρεπε να γραφτεί, χωρίς καθόλου συντρόφους.

Monday, October 10, 2011

"Πιό πάνω απ' τα σύννεφα"



Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι' ν' αυτό που δένει το συναίσθημα με μια εποχή. Άλλες τόσες θα ήθελα να αποδέχομαι όλες τις εποχές εντός μου. Εκφάνσεις ενός ενιαίου και αδιαίρετου προσωπικού αισθήματος. Γνώριμο, παρήγορο, κάτι για την ώρα που χάνω τις ακριβείς μεταβάσεις. Φθινόπωρο, άνοιξη, πού κάνουμε σταθμό; Έρωτας ανυπεράσπιστος, παντοδύναμος προβάλλει, ξεφεύγει, κάπου ανάμεσα, πυκνοκατοικημένα τα στενά της πόλης. Στην εξοχή παραβγαίνει ένα παιδί. Μ' ένα χαρταετό. Φαινόμενα πεταλούδας και φαντασία του χάους. Κάποτε πίστευα δε χειμωνιάζει, μόνο η ανάγκη μας αλλάζει για περισσότερα ή λιγότερα ρούχα. Μεγαλώνουμε. Με όση βεβαιότητα βρίσκουν πολύ συγκεκριμένα και ακαριαία το δρόμο για να προσβάλουν την όσφρηση την άνοιξη οι νεραντζιές, με άλλη τόση σιγουριά δυο σταγόνες βροχή απ' τα σύννεφα μπορούν να συνάξουν όλο το φθινόπωρο στο πρόσωπό μου. Το παιδί τρέχει. Ο χαρταετός; Κοιτάζω παράθυρο. Δεν είναι δυνατόν να ορίσω τη διαφάνεια μιας σταγόνας σε λέξη. Μετά το καλοκαίρι, ο ουρανός συννεφιασμένος μοιάζει εντελώς ξεχασμένος προορισμός. Ακούω. Ο ήχος της βροχής, τριξίματα μες στο σπίτι. Βγαίνω. Αέρας σηκώθηκε. Ψιχαλίζει. Κρυώνω; Κάτω από μπαλκόνια μέσα στη βροχή. -Αμπρέλα...! Μπρέλα! Ο Πακιστανός. Όποιος έφτασε ως εδώ έχει μια ιστορία ν' αντέχει. Μια ιστορία προοπτική, μια ιστορία ουρανομήκη, μια ιστορία μη εποχιακή. Παιδιά διαρκείας και δρόμος αντοχής. Σ' αγαπώ πιο πάνω απ' τα σύννεφα. Ο ουρανός κατά τόπους δεν είναι κατσούφης κι εσωστρεφής.

(Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τους Έρωτες Αστικού Πολιτισμού και εκδόθηκε στο αντίστοιχο τεύχος το Φθινόπωρο 2010)

Friday, October 07, 2011

Μοναξιά (Ι)



Solitude (I)

by Tomas Transtromer

I was nearly killed here, one night in February.
My car shivered, and slewed sideways on the ice,
right across into the other lane. The slur of traffic
came at me with their lights.

My name, my girls, my job, all
slipped free and were left behind, smaller and smaller,
further and further away. I was a nobody:
a boy in a playground, suddenly surrounded.

The headlights of the oncoming cars
bore down on me as I wrestled the wheel through a slick
of terror, clear and slippery as egg - white.
The seconds grew and grew - making more room for me -
stretching huge as hospitals.

I almost felt that I could rest
and take a breath
before the crash.

Then something caught: some helpful sand
or a well - timed gust of wind. The car
snapped out of it, swinging back across the road.
A signpost shot up and cracked, with a sharp clang,
spinning away in the darkness.

And it was still. I sat back in my seat - belt
and watched someone tramp through the whirling snow
to see what was left of me.

(translated by Robin Robertson.)

Κόντεψα να σκοτωθώ μια νύχτα του Φλεβάρη.
Το αυτοκίνητο μου τραντάχτηκε, και παρασύρθηκε απ' τον πάγο
πάνω στο αντίθετο ρεύμα. Μέσα στην κίνηση
σύριξαν καταπάνω μου τα φώτα.

Το όνομά μου, τα κορίτσια μου, η δουλειά μου, όλα
ξέκοβαν ελεύθερα και έμεναν πίσω, μίκραιναν και μίκραιναν
μάκραιναν κι απομακρύνονταν. Γινόμουν ο κανένας:
ένα παιδί σε τόπο ανοιχτό, απ' το πουθενά περικυκλωμένος.

Τα φώτα των αυτοκινήτων έτρεχαν καταπάνω μου
περνούσαν καθώς πάλευα να συγκρατήσω το τιμόνι μ' ένα αίσθημα
τρόμου, αγνού κι ανεξέλεγκτου, άσπρος σαν ασπράδι.
Τα μικρά δευτερόλεπτα μάκραιναν και μάκραιναν - μου έκαναν χώρο -
ξαπλώνονταν σε αίθουσες νοσηλείας.

Έφτασα να αισθάνομαι ότι μπορούσα να σταθώ
και να πάρω μιαν ανάσα
πριν τη συντριβή.

Τότε κάτι με κράτησε: σα να βοήθησε λίγη άμμος
ή ένα αεράκι φύσηξε καταπάνω στην ώρα. Το αυτοκίνητο
ξέκοψε μπροστά και ξαναμπήκε στο ρεύμα.
Μια πινακίδα άκουσα να χτυπάει
χορεύοντας με κοφτερό πάταγο στο σκοτάδι.

Και στάθηκε. Κάθησα πίσω δεμένος τη ζώνη μου
και ξεχώρισα κάποιον που πάλευε μέσα στη χιονοθύελλα
να δει τι έχει μείνει από μένα.

(απόδοση στα ελληνικά: Αντώνης Γκρίτσης)

Sunday, October 02, 2011

Μικρές λέξεις VI - κομπ - λεξικό


Π(ρ)οσπα(σ)θ(μ)αίνω.

Προς, να κινούμαι προς. Ας κινούμαι προς.
Προς. Ως προς τι; Θα στο πω μετά.
Δηλαδή Μετά κινούμαι; Ό. Εγ Ώ; Πώς;! Όπως.
Εγώ. Κυνούμαι. Κυνούμενος. Κυνός. Κοινώς.
Προσκυνούμαι. Πωσκοινούμαι.
Προς το πάθος.
Το πάθος. Πωσπαθαίνω. Το λάθος.
Προσοχή! Προς! Όχι! Όμικρον! Πι! Ρο! Φρένο! Χι!

........................................................................................................................................................................
Ανάσα.
Αν. Να. Ας. Α.
Αν το. Α, ντο. Α! Ντό, ρε! Αντώνης, ρε!
Ρε! Ο Αντώνης!
Αντώνυμος. Ανώνυμος. Προσοχή.
Ασθμαίνω.
Αντώνης;
Πώς Αντώνης;
Όπως τύχει;
Αν τύχει. Αντύχημα.
Ατύχιμα. Λάθος.
Ατύχημα. Πάθος.
Στερητικό Α. Ασθενής.

(Σίγμα.) Εντός παρενθέσεως. (Σθένος.) (Εσθένα.) (Εσθαίνα.) (Αισθαίνα.) (Εσένα.) (Για σένα.)
Αίσθημα. Προς. (Σίγμα.) Τελικό.

Θήτα. Στη μέση. Εκτός παρενθέσεως:(Ένθετο;, Έκθετο;)
Επίθετο: Αντώνης Ασθενής.
Έκθετος παρενθετικά. Εγκάθετος στη ζωή. Ελεύθερη πτώση.

Θήτα. Θέατρο. Έκθεμα. Εδώ. Μες τη μέση. Με Σσσσσσ.... στη μέση.
Εσ θήτα. Ανεσθήτος. Ανεπαίσθητος. Ανεπεσθήτος. Ανεπαισθήτως.
Άσθμα. Γέμιση. Γέννηση. Αρρυθμία. Αμνησθία. Αμνησία.
Θήτα. Ρέζους θετικό. Εντός εκκυκλήματος.

(Αίμα.) (Εμά.) (Μη.) (Μι.) (Εμένα.) (Έμενα.)
Μαίνω. Μαίνομαι. Επιμένω.
Αίνω. Αν, το. Α, Ντο! Από Ντο!
Τραγουδώ.
Ένα. Εννοώ. Επαινώ; Επιμαίνω; Επιμένω.
Άλφα.

Με ψιλή ή με δασεία;
Όλη μέρα αβαρία, κούραση κι ορθοστασία.
Παύλφα. Ανάσα. Ολόκληρη. Με δασεία.
Παύση. Ολόκληρη. Υψηλή.
Αινάπαυση. Ανάπαυση.
Παύση. Παύση. Παύση.

(Μου φαίνεται έγινα κουλουβάχατα, θα χρειαστώ ερμηνεία)

Saturday, October 01, 2011

Αυτόγραφο



Καμιά ώρα θα βρουν κάτι
κίτρινα φύλλα πεταμένα
και θα πουν φθινοπώριασε τούτος.

Sunday, September 18, 2011

Ο απόηχος



Αυτό εδώ δεν είναι ακόμα μια πρόταση για διαφυγή. Δεν αρκεί πια μια απλή πρόθεση για διαφυγή στις ημέρες μας. Στις ημέρες μας οι άνθρωποι τελολογούν και ψάχνουν ολοκληρώματα. Στις ημέρες μας οι άνθρωποι γίνονται υπολογιστές, γίνονται καλύτεροι μαθηματικοί από άγχος και τρόμο. Οικονομολογούν για να ονειρεύονται. Θέλουν να τελειώσουν, να φύγουν, να μην πληρώσουν. Να φύγουν και να πληγώσουν. Να μην πληγωθούν. Στις ημέρες μας οι άνθρωποι πολεμάνε.

Από την άλλη βέβαια εμένα με αιφνιδίαζε, όχι πάντα ευχάριστα, αλλά μάλλον πάντα αμήχανα, και η άλλη ανάγκη των ανθρώπων, παράλληλη και σύμφυτη πιθανότατα με εκείνη για τα ολοκληρώματα, η ανάγκη για ξεκινήματα, όσο με έθελγε άλλο τόσο με τρόμο τη φοβόμουν. Αυτή βέβαια η παλινδρόμηση ίσως είναι και η μόνη ουσιαστικά συνεκτική σχέση με τους ανθρώπους και κατ΄επέκταση η σχέση με τον υπαρκτό κόσμο. Η αβέβαιη απόπειρα. Η ανάγκη να προσπαθείς να είσαι μαζί και να μένεις και χωριστά. Το παζάρι των ολοκληρωμάτων.

Δε βγάζω την ουρά μου απέξω, όμως φοβάμαι ότι ποτέ δε θα κάνω κάτι ολοκληρωμένο, από την άλλη ωστόσο με τρέφει και η παρηγοριά ότι δε θα πράξω και τίποτα ολοκληρωτικό. Η απόδειξη γι' αυτό ίσως είναι το ίδιο το κείμενο, αυτό εδώ: δεν νομίζω ότι επιτρέπω να καταλάβεις κάτι ολοκληρωμένο, δεν τα καταφέρνω, αλλά, πίστεψέ το, προσπαθώ. Ξέρω ότι είμαι βουβός αλλά δε θέλω να φτιάξω τίποτα περισσότερο από μια συλλογή με προοίμια.

Έχω υπόκωφη λατρεία παραδείγματος χάριν για τα αστέρια. Η εικόνα που φτάνει σε εμάς τώρα εδώ είναι η εικόνα που σχηματίστηκε κάποτε, η ιστορία που ξεκίνησε να λέγεται κάποτε, όλο αυτό το φως που τρεμοσβήνει άναψε πριν πολλά εκατομμύρια, δισεκατομμύρια μπορεί έτη φωτός, κάπου μακριά. Είναι ένα καταγεγραμμένο τότε στο τώρα, μια δεδομένη στιγμή, μια επικίνδυνη αποστολή, μια κραταιά ως θάνατος υπενθύμηση, ένας χρόνος πριν και ένας υπαρκτός χρόνος σε ευτυχισμένη ταυτοπροσωπία.

Ο χρόνος είναι πάντα τρία τουλάχιστον επίπεδα. Και το αποτέλεσμα μια ανείπωτη και αμετάδοτη αίσθηση. Μια σκιά ιδέας προς επεξεργασία. Μια επιβεβαίωση ότι κάπου - φυσικά πάντα αόριστα, σχεδόν ούτε καν στα σπάργανα ίσως - μπορεί και να υπάρχω. Σε μια τέταρτη έστω διάσταση. Σε ένα παράλληλο σύμπαν. Έχοντας πετύχει να διαφύγω εξαιτίας μιας βαθιάς και ιερής ανάγκης μακριά από όλα ετούτα.

Thursday, September 08, 2011

Η πέτρα



Σήμερα, τώρα κάθομαι να γράψω. Έχω ξεσυνηθίσει τη διαδικασία γιατί αισθάνομαι πια ότι ζω με έναν περισσότερο προσωπικό τρόπο. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ποτέ δε το πίστεψα αυτό, γι' αυτό και θεωρώ ότι θα πηγαίνω πάντα προς έναν ολοένα περισσότερο προσωπικό τρόπο, όσο περνάει ο καιρός. Δεν έχει νόημα εξάλλου ο,τιδήποτε άλλο, δεν ωφελεί. Αυτό σημαίνει από τη μια ότι μάλλον φοβάμαι θανάσιμα να εκτίθεμαι - όχι για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το γεγονός ότι όταν ζεις δεν μπορείς παράλληλα να αφηγείσαι αυτό που έζησες. Πρέπει να σταθείς σε μια πέτρα και να θυμηθείς όταν αφηγείσαι, πρέπει να περιγράψεις ότι να, κοίταξε εδώ, στέκομαι στην πέτρα κι άκου τι έχω να σου πω. Κι είναι ώρες που αυτή η πανικόβλητη παράθεση δε με αγγίζει καθόλου, κυκλοφορώ με ένα δικαίωμα στην έκθεση αναφαίρετο τότε, δε στέκομαι σε πέτρα, δε θέλω να μιλήσω, η πέτρα δε θυμάται.

Θα ήθελα να μπορούσα να γράψω ένα ατέλειωτο κείμενο, όπου να μην καταφέρω ως το τέλος του να ωραιοποιήσω κανένα συναίσθημα, καμία σκέψη και καμία έκφραση, να μην υιοθετήσω κανένα σχήμα λόγου. Πρέπει να οργανώσω τη σκέψη μου σίγουρα, αλλά αν μπορούσα να γίνω κατανοητός θα έβγαζα μόνο άναρθρες κραυγές, έχω δεκαπέντε διαφορετικά άλφα για παράδειγμα για να ξεκινήσω μόνο με το όνομά μου, το νιώθω. Γι' αυτό σωπαίνω τις περισσότερες φορές. Από την απόπειρα να μιλήσω, από φλυαρία, από ταχυλογία, από την απόπειρα να τα εκφράσω όλα μαζί και κανένα μοναχό, γιατί από τη φύση είναι όλα μαζί και δε μπορείς να με καταλάβεις γιατί εγώ είμαι που τα νιώθω και δεν έχω χρόνο να σου εξηγώ ούτε κι εσύ διάθεση να σου αφιερώνω. Στέκομαι εδώ πανέτοιμος κι όπως τρέμει το κορμί μου σπαρακτικός.

Θέλω, θέλω, θέλω να έρθω πιο κοντά στον τρόπο που θα τα εκφράσει αδιαφορώντας για το κατά πόσο ανοίκεια θα φανούν όλα αυτά ή κατά πόσο αμοιβαία, μου είναι αδιάφορο κατά πόσο θα αδιαφορήσεις για την πέτρα ή θα κοντοσταθείς. Δεν εκτίθεμαι για να εκτεθώ, είμαι χαμίνι στο δρόμο, λίγο παρακάτω την πέτρα που βρήκα στο πουθενά έχω μονάχα να πάω.

Ποτέ δεν είχα τεχνική να σαγηνεύω αλλά δε μου έλειψε κι ο τρόπος. Το θέμα είναι ότι ούτε εγώ το κατανοώ γι' αυτό κι όταν έρχεται ώρα για σκιρτήματα δεν καταλαβαίνω γιατί βγήκε στη μέση κι αυτή η στάση σε ένα σταθμό από τον οποίο δεν πίστευα ποτέ των ποτών ότι θα περάσω.

Δε μου αρέσει τίποτα από όλα αυτά που χρησιμοποίησα πιό πάνω για να σου δώσω να καταλάβεις πώς νιώθω. Η ύλη που μεταστοιχειώνει νεκρά υλικά είναι νεκρή φύση, γι' αυτό δε μου αρέσουν οι παρομοιώσεις κι οι μεταφορές και η ποίηση των πραγμάτων. Δεν πρέπει να σκέφτομαι πώς θα γίνω επικοινωνιακός, πώς θα μάθω δηλαδή να ξεκλέβω το ανομολόγητο από τον κόσμο που με τραντάζει συθέμελα, ωραίες εκφράσεις, δόκιμες και εντυπωσιακές πώς θα βρω για να κερδίσω την αρέσκεια είτε την απαρέσκειά σου. Δεν έχουν σχήμα τα πράγματα τα δικά μου, δεν έχουν χρώμα, ταυτότητα, διάσταση, αξία, είν' από πέτρα.

Sunday, August 14, 2011

Δεκαπενταύγουστος / Αθήνα



Αν κυκλοφορήσεις το απόγευμα αυτό στην πόλη, η πόλη ολόκληρη πακετάρει σε τετραγωνικά μέτρα ένα παράξενο συναίσθημα, είναι ένας ασύμφορος κι ένας ανοικονόμητος αστικός μύθος μια γυναίκα φευγάτη κάθε σταυροδρόμι η ιστορία κάποιας άγνωστης ωραίας κοιμωμένης, ο θάνατος μιας άϋλης όμως γνώριμης παναγιάς. Τις περισσότερες φορές συμβαίνει να είναι τόσο αντιφατικά τα συναισθήματα αλλά τόσο γνώριμο κάθε σταυροδρόμι που συναντιούνται που δε σου προκαλεί καμιά παράξενη εντύπωση ότι συναντάει φέρ ειπείν ξαφνικά η Πανεπιστημίου τη Σκουφά σε μια φανταστική αλλά δικαιολογημένη απολύτως ρυμοτομία. Δεν μπορείς να την αμφισβητήσεις γιατί πριν προλάβεις να την καταλάβεις ακριβώς τη νιώθεις καλά καλά, πριν προλάβεις να δεις πού πατάς είναι σα να μεταφέρεσαι από κάποιον τρίτο παντού με ροδάκια. Γι' αυτόν ακριβως το λόγο πρέπει να σεβαστείς την παραξενιά που προκαλεί τούτο το συναίσθημα, γιατί είναι πίστη και όχι πεποίθησή ακλόνητη, ίσως είναι η πρώτη γνωριμία σου με έναν άλλο σου κόσμο. Έτσι μόνο προχωράς αυτό το απόγευμα στο δρόμο, ξαναφτάνεις την ίδια πόλη από την αρχή, από μια άγνωστη ως τώρα πύλη, από μια πόρτα αόρατη και ιερή που ποτέ ως τώρα δεν έχεις περάσει για να εγκαθιδρύσεις μια εντελώς καινούργια τελετουργία όσο πηγαινοέρχεσαι μέσα στην άγρια και όμορφη ευφορία ετούτης της βαθιάς και πνιγηρής σιωπής.

Saturday, July 23, 2011

Ηλιοβασίλεμα / Μια καλοκαιρινή νοσταλγία



Κάποτε λοιπόν ξεκινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι. Πήραμε μαζί όλα τα απαραίτητα για ένα σώμα γυμνό, δε διαλέξαμε χρόνο, χάρτη, τοποθεσία, θες επειδή δεν ξέραμε, θες επειδή δεν είμαστε απαιτητικοί, μπορεί κι επειδή είχαμε την τάση έτσι αφαιρετικά πάντα για κάπου να ξεκινάμε. Έτσι, μας φάνηκε στην αρχή σαν να προσγειωθήκαμε κάπου, αόριστα, από βιοτική ωστόσο ανάγκη συνεχίσαμε ουρανοκατέβατοι να προχωράμε.


Ύστερα μια μέρα ξαφνικά εκείνη η πρώτη συνειδητή μνήμη επιβεβαίωσε ότι σε ένα νησί ελληνικό είχαμε φτάσει. Φυσικά τρομοκρατήθηκα προς στιγμήν μην ήταν κιόλας η Ιθάκη, αλλά ευτυχώς παρηγορήθηκα στη σκέψη πως στην Ιθάκη δεν είναι δυνατόν έτσι εύκολα να φτάνει κανείς.

Αυτή τη φορά η ώρα της σκιάς με πέτυχε σε δρόμο ανοιχτό με αυτοκίνητο νοικιασμένο, φυσικά δεν οδηγούσα εγώ, είχαν περάσει να με πάρουν μαζί τους –τώρα γιατί επιμένω αναίτια να κρατάω μυστικό το όνομά του τόπου, θα σας γελάσω, ήταν και κάποιοι άλλοι μαζί μου, οπότε υποθέτω, μπορεί κάποιος ανά πάσα στιγμή να με προδώσει- αλλά εγώ φταίω που παρασύρομαι, δεν ξέρω όπως πάντα πού θα βγει, βρέθηκα λοιπόν όπως πάντα, εκεί, αόριστα όπως κάθε φορά, κι αν πιστεύετε ότι θα είχε μια κάποια αξία κι αυτό το αναφέρω, η ώρα εκείνη της σκιάς με πέτυχε σε δρόμο στενό κι από τις δύο μεριές, όλο δέντρα κοντόχοντρα και ψηλά, ελιές και κυπαρίσσια και δέντρα οπωροφόρα, στη μέση ένας ορίζοντας πορτοκάλι στημένο, κι εγώ ανεμπόδιστος μέσα στο νοικιασμένο αυτοκίνητο, ανάμεσα σε βάτους καιόμενες και άλλες χρυσοπράσινες και λυγερές, έφευγα μόνος, μαζί με όλους τους δικούς μου, κι ρώταγα τι άλλο μπορεί να έκαψε σήμερα ο ξοδεμένος ήλιος.

Την ακρίβεια αναζητούσα. Πίεζα το δέρμα στα σημεία που ήταν τώρα πιο κόκκινο και δεν ένιωθα τίποτα να καταλαγιάζει, τίποτα, μα εντελώς τίποτα, μα πώς γίνεται να μη νιώθω εντελώς τίποτα αναρωτιόμουν, δεν έχει καμία σημασία μάλλον όταν καεί κάτι από μέσα είπα, όμως λέξη δεν εμπιστεύτηκα στους υπόλοιπους, ότι πόναγα αλλά δεν καταλάβαινα χριστό πάνω σε εκείνα τα κόκκινα σημάδια, έλεγα μόνο κοίτα χρώματα… όμορφα… και χαζογελούσα όσο ολόκληρος ήλιος ξεψυχούσε μέσα στα χρώματα. Ήταν τόσο όμορφα! Αχ, αύριο να επαναλάβουμε αν γίνεται τη διαδρομή να βγάλω σουβενίρ φωτογραφία, το ηλιοβασίλεμα είπα, κι εκεί κάπου, πάλι αόριστα, αλλάξαμε διάθεση και ημέρα.

Την επομένη πήρα δρόμο κι έφυγα μόνος να πάω να βρώ το χθεσινό ηλιοβασίλεμα.

«Ναι, ίσως, μπορεί… αυτό που σοφαντίζαμε με γέλιο άδειες στιγμές, μπορεί και να ήταν ένα είδος ευτυχία. Όχι πώς δεν είχαμε ρίξει κατράμι για μόνωση στους τοίχους αλλά μετά από τόσα χέρια ώχρα απαλή αποκτούσαμε επιτέλους ένα κατάδικό μας σπίτι αλλοπαρμένοι, χαρούμενοι ακόμα τότε, θυμάσαι; Τρέχαμε στις εξοχές ρίχναμε μπετό και τούβλα στην άμμο και στον κάθε περαστικό νομίζοντας ότι αυτός θα υποκλέψει από το κύμα την πρώτη μας περιουσία. Στο τέλος μόνοι μας ρίξαμε στάχτη ο ένας στου άλλου τα μάτια».

Την ώρα που βασίλευε και αναλαμβανόταν στον ουρανό o ήλιος χθες, αρχίζαμε γλέντια, τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει, τραγούδια, φωτιά στο περιγιάλι το κρυφό και γύρω - γύρω όλοι, δεν καταλαβαίναμε κι οι δυο ερωτευμένοι ή κουτοί ποιος Μανώλης χανόταν ήδη πίσω απ' τα βράχια, στην ευθύνη στο φως που ταμπουρωμένοι τώρα στη σκιά έχουμε πιά εγκαταλείψει.

Τη μεθεπόμενη πήγα πάλι. Μόνος.

«Ίσως τώρα ήρθε πραγματικά ο καιρός να τα πούμε κι αυτά μεταξύ μας. Τώρα που μπορώ να σε κοιτάζω μ' έναν ολοκαίνουργιο τρόπο, όπως νιώθω να σου μιλώ. Τόσο κοντά σου όσο κι από μακριά. Εκείνοι λένε πως όλα κάποτε τελειώνουν και στις αδυναμίες θέλω να πιστέψω. Έχουν σβήσει το φως μα εγώ επιμένω να σε ψάχνω με τα σβησμένα μου μάτια. Έλα... βοήθησε με... να γίνουμε εμείς ξανά το σπίτι στην άμμο στο νησί που έδυσε ο ήλιος».

Γιατί όχι λοιπόν για μιαν ανατολή; Τι διαφορά έχει μια μέρα που ξεκινάει; Μικρός άλλη έννοια δεν είχα, στριφογύριζα όλη νύχτα άγρυπνος στρωματσάδα στο πίσω μπαλκόνι με μια τρέλα παράλογη, ολωσδιόλου παιδική, να υποδεχτώ κάθε καινούργια ημέρα. Κοίταζα τα μάτια των δικών μου κλειστά κι ύστερα κατάματα τον ήλιο που δε σου καίει την ώρα εκείνη ακόμα τα μάτια, ώρα πρώτη που κι από την ίδια τη φύση σου έχει επιτραπεί τον ήλιο κατάματα να κοιτάξεις. Είναι ένα δικαίωμα αυτό που δεν πρέπει με τον καιρό να χαραμίζουμε, ξέρεις. Τότε ακόμα η ώρα της σκιάς δεν είχε φτάσει, ήμασταν παιδιά.

Τώρα πια βρίσκω στην ώρα μιας ακόμα χαμένης ανατολής την αφορμή να κλείσω επιτέλους τα σφαγμένα μου μάτια, να ξεροκαταπιώ λίγο σάλιο ξερό στον πικρό μου λαιμό ύστερα από ένα τελευταίο, το πιο αργοπορημένο τσιγάρο, ένα τσιγάρο μισοτελειωμένο, που δεν ανήκει στο σήμερα, ένα τελευταίο τσιγάρο που ανήκει ακόμα στο χτες, ένα δικό σου τσιγάρο… Σήμερα θα το κόψω, θα αρχίσω δίαιτα, σήμερα είναι μια άλλη ημέρα, μια μέρα ακόμα που θα μαι μόνος στο μπροστινό μπαλκόνι. Οι υπόλοιποι φυσικά κοιμούνται. Βαθιά.

Οι υπόλοιποι φυσικά κοιμούνται. Από τότε, από μια φορά κι ένα καιρό στον κόσμο των παραμυθιών. Σιχαμένο μυαλό που τα σκέφτεσαι όλα ετούτα πάλι. Σιχαμένο μυαλό που γυρνάς πάντα μετόπισθεν, ποτέ εμπροσθοφυλακή, ποτέ υπεράσπιση, ποτέ φρουρά στην άγονη γραμμή, πείσμα αγιάτρευτο, ποτέ στο μπροστινό μπαλκόνι. Το νησί πάνω στη θάλασσα. Πάντα αποτιμάς. Εκ των υστέρων πάντα. Ποτέ πρόλογος, ποτέ ανατολή. Ακόμα και στην ώρα την πρώτη εσύ ηλιοβασίλεμα, εσύ σκιά και απολογία. Μοναξιά, μοναξιά, τίποτα άλλο.

Κι όμως μόλις πέρσι την ίδια πάνω κάτω εποχή, κοίτα τι βρήκα γραμμένο σ’ επτασφράγιστο, καρδιά μου, κιτάπι:

«Η ώρα έχει πάει τόσο αργά που θα ήμουν ευτυχισμένος αν συνέχιζα. Μα δεν μπορώ. Αντέχω τα πάντα. Μόνο τη νύχτα που τελειώνει δεν αντέχω. Και περνά αγύριστη κι αδάνειστη, γυναικεία, όσο και να την πληρώσεις. Θα γυρίσεις πάντα πίσω να της πεις δώσε μου κάτι ακόμα, γυναίκα. Με αυτή την ωραία απληστία, την αντρική που εσύ δεν θέλεις τίποτα να τελειώσει. Εκείνη όμως σου γυρνάει πλάτη και γυρίζει πλευρό φωνάζοντας επόμενος στον ήλιο. Γιατί αν τελειώνει κάτι σημαίνει κιόλας στο λεπτό, ώρα καλή που λένε, πως χάθηκε. Και δεν μπορείς να συγκρατήσεις τους μικρούς σπαραξικάρδιους ενθουσιασμούς από την καρδιά ενός λεπτού που περνάει. Κι όμως αυτή η υποδιαίρεση κιόλας της ώρας χωράει τόσους μικρούληδες πολλαπλασιασμούς. Φοβάμαι όταν ακούω μια φράση καραμέλα. Ζήσε το τώρα λένε, ζήσε το τώρα πιπιλίζουν. Δεν αντέχω. Κι ίσως αυτό να σημαίνει αντοχή: που δεν αντέχω ποτέ το τώρα, δεν ξέρω.

Γυρίζω πάντα από παιδί, είμαι ο ένας από δυο εραστές, γυρίζουν πλευρό ο ένας στον άλλο και κοιμούνται. Ξημερώματα. Και θέλω να ανοίξω το παράθυρο να κοιτάξω μαζί με σένα, αγάπη μου, τη θάλασσα που κανείς μας δεν μπορεί να την εξαντλήσει. Και θέλω να ανοίξω τη μπαλκονόπορτα και να είναι απέξω μια θάλασσα έτοιμη να ξεπλύνουμε και απόψε τα παιχνίδια μας στα νερά της, γαλάζια ήρεμα κύματα που το ένα φέρνει πάντα το άλλο σαν ημέρα. Ανεξάντλητα. Ατελείωτα. Το ένα πάνω στο άλλο. Ερωτικά. Μόνο αυτή την ώρα μου αρέσει και η ημέρα και ανεξάντλητη η θάλασσα. Ενώ ξημερώνει πλάι σου. Ωστόσο, λίγο πριν βγει με τις ακτίνες ο πιο βλαβερός ήλιος. Και έχει η ώρα δροσιά από ένα ποτήρι νερό, πάντα θα σου ζητάω να μου φέρεις, τη δροσιά του για να χεις, νερό κρύο».

Εδώ που τα λέμε δεν έκανα πολλά έπειτα από το ηλιοβασίλεμα. Ύστερα από όλα αυτά έμενα απλώς μέσα τη νύχτα, μόνος, ξέμειναν λίγες αδέξιες κινήσεις μέσα στο σκοτάδι πάνω στα στρώματα, δεν ένιωθα καν ανάγκη για μια θέα ή τη νυχτερινή ζωή ας πούμε του νησιού, έδυσε ο ήλιος. Με έκαιγε κιόλας μια ξεχασμένη μουσική, μέσα στα τεντωμένα αυτιά λίγη μελωδική ανησυχία. Κατέβηκα από το κρεβάτι και ξάπλωσα στην ταιριασμένη πέτρα, έφερα τα χέρια στα μάτια μπροστά, να κρύψουν όσο μπορούν το ελάχιστο φως απ’ το δρόμο, έκλεισα τα μάτια σφιχτά κάτω από δύο δακρυσμένα χέρια –ένα, όχι δυο ζευγάρια χέρια κλειστά- και άφησα μόνο τα αυτιά ανοιχτά να ακούνε το τίποτα και τα αδέλφια μου, τριζόνια και γρύλους.

«Αν ερχόσουν τώρα, έστω για λίγο, στα κρυφά, θα αθώωνες τη νύχτα, θα κρατούσαμε μόνο αυτή την άλλη σιωπή που δε βρίσκει καμιά φορά μες τα σεντόνια ησυχία…»

Την ώρα εκείνη χτύπησε το κινητό, με αναζήτησαν κεφάτοι όλοι μου οι φίλοι. Δεν απάντησα. Βγήκαμε φωτογραφίες πολλές, έχω να θυμάμαι κάθε πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ. Ποτέ κανένας δεν κοίταξε το φακό με τόση ειλικρίνεια όσο εγώ τα μάτια σου φέτος το καλοκαίρι σε τούτες τις φωτογραφίες.

Sunday, July 17, 2011

Άγιος Ιούλιος





Κάθε μορφή αγιότητας έχει να κάνει με μια καινούργια οπτική για τον κόσμο. Με αυτή την έννοια αγιοσύνη είναι μια μορφή καινοτόμας υπηρεσίας προς το πρόσωπο του θεού. Έτσι μόνο ο θεός ορίζεται ως κάτι περισσότερο ή μάλλον πιό ολοκληρωμένο σαν εκδοχή του προσωπικού μας κατ' εικόνα και καθ΄ομοίωσιν. Η πίστη νομίζω πρέπει να εξαντλεί κάθε φορά κι από την αρχή το καθιερωμένο της περιθώριο και να έχει τη διάθεση, αν όχι τη γενεσιουργή πρόθεση, να καταλαβαίνει αυτή τη βαθιά δημιουργική μορφή δύναμης, εκτόνωσης και εντέλει έξαρσης και υπόστασης και επενέργειας της ανθρώπινης φύσης όχι μόνο μέσα από, αλλά ταυτόχρονα και πέρα από τα φυσικά, στα μεταφυσικά και υπερκόσμια όριά της. Σε σφαίρες που ξεφεύγουν από το αισθητό, το δικαιολογημένο και το βολικό.

Έτσι στο ερώτημα αν μπορούν να υπάρξουν άγιοι στις ημέρες μας σκέφτομαι το πείσμα των ανθρώπων για διάρκεια. Χρειαζόμαστε το πείσμα που θα ξεπεράσει τη φθορά ή το πείσμα που σε φέρνει αντιμέτωπο με τον ίδιο σου τον εαυτό; Η παραγωγή ενός ανθρώπινου έργου είναι ζήτημα επιβίωσης ή δημιουργίας; Η προσωπική εμπλοκή με την συνακόλουθη συναισθηματική της επένδυση κινεί τον εσωτερικό μας κόσμο ή η μαθηματική ακρίβεια ενός απρόσωπου μηχανισμού αυτοματοποίησης κινεί τον εξωτερικό; Τα έργα ή οι ιδέες κατευθύνουν τον δρόμο στην εξέλιξη; Η δύναμη και η ρουτίνα της συνήθειας ή η παρόρμηση και ο ενθουσιασμός; Σε τι ποσοστό γεννιόμαστε ενστικτώδεις και σε ποιό βαθμό γινόμαστε συνειδητοποιημένοι και εγκεφαλικοί; Ποιό χαρακτηριστικό μας είναι επίκτητο και ποιά αντίδραση κοιμάται στη φύση μας μέχρι μεγαλειωδώς να εκδηλωθεί; Η πρόθεση για τις πράξεις ή οι πράξεις οι ίδιες; Ξεχνιόμαστε μέσα στα έργα μας για να περάσει απλώς ο χρόνος, επενδύουμε ή χρεωκοπούμε στη λήθη μας;

Κι αν είναι όλα αυτά ένα μαζί; Εφόσον υπάρχει αντικειμενικά κάτι και γνωρίζεις ή νιώθεις ή αισθάνεσαι ή δεν ξέρω τελοσπάντων τι συμβαίνει και ξέρεις ότι υπάρχει πραγματικά αυτό το κάτι πρέπει ή δεν πρέπει να λιγοψυχάς στην πορεία σου να το βρεις;

Τώρα πάλι απ' την αρχή, να μην έχει τίποτα προηγηθεί, να μην έχει τίποτα ειπωθεί από αυτό που προηγήθηκε. Όσο φθείρεσαι, διαρκείς. Η πορεία των ταξιδιών έτσι κι αλλιώς είναι πάντα επισφαλής. Πηγαίνουμε όπου πηγαίνουμε και κάποια στιγμή - αν όχι, κάθε στιγμή- βρίσκουμε τόπο και τοπίο και σταματάμε. Στον τόπο. Στον πηγαιμό. Μια στιγμή, κάθε στιγμή, ακαριαία. Το ταξίδι είναι ταξιδευτής. Όχι ο χρόνος. Όχι ο τόπος. Μέσα στη μέση ενός πουθενά ατελείωτου κι απέραντου βρίσκουμε συνεχώς κουράγιο και πίστη ότι καλά κάνουμε και προχωράμε γιατί ίσως κάποτε κάπου φτάνουμε. Λέμε την κάθε ώρα αρχή ή αφετηρία, από απόγνωση μην πούμε τη μέση φόβο. Και τρομάζουμε αλλά και διασκεδάζουμε ανάμεσα σε έναν κόσμο από μέσα μας περασμένο και απέξω μας περαστικό. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να περιγράψω το περιβάλλον, το πολύ συγκεκριμένο περιβάλλον, την πραγματικότητα, όμως κάθε φορά που κάνω ανάλογη προσπάθεια βρίσκω μπροστά μου ολοζώντανο έναν τουλάχιστον διχασμένο κόσμο. Τον πρώτο πρώτο και μοναδικό ίσως διχασμένο κόσμο μέσα μου. Αισθάνομαι τότε η πίστη να έχει ανάγκη από ύπαρξη όχι αόριστα ενός οποιουδήποτε τρίτου, εννοώ ενός τρίτου έξω από αυτή τη διάσταση του δικού μου χώρου και χρόνου και του εξωτερικού, αλλά την δική μου πρώτιστα ύπαρξη επιφορτισμένη με την παραμικρούλα της ενοχή καθαγιασμένη μέσα σε αυτό τον πολύ πραγματικό κόσμο, τις διαθλάσεις του οποίου μου είναι δύσκολο όπως φαίνεται να περιγράψω.

Ο Ιούλιος είναι ο γενέθλιος μήνας μου. Πάντα ο Ιούλιος συνεπώς είναι για εμένα παιδί. Κι όλα αυτά ίσως δεν είναι τίποτα παραπάνω πέρα από σκέψεις με αφορμή μια περιοδεία στην Ελλάδα του 2011 με μια παράσταση παιδική.

Sunday, June 26, 2011

Κάπου


Να' μαι πάλι εδώ και στη μέση του κόσμου ανυπερθέτως χρόνος
όσο, όπου κοντοστάθηκα κι όσο, όπου παρακάτω βγήκα
μνήμη ό,τι βρέθηκε να γίνει διάβα μου ό,τι παρέσυρα ό,τι συγκράτησα
μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο από τους παροιμιακούς κι από κείνους που τίποτα από τη φόρα τους δε μπορώ να μεταδώσω
μέσα στη δίνη ούτε φθορά ξέρω να πω ή συμφορά να κλάψω
να γίνω πιο δραματικός ή παράφορος
να γίνω πιο αφηγηματικός αλλά να φτιάξω όσο το δυνατόν λιγότερες εικόνες
γιατί ζούμε στην εποχή των εικόνων
και δεν είναι σωστό να σε παρασύρω κι εγώ σε ένα ακόμα παραμύθι, σε ένα ακόμα ψέμα, σε έναν ακόμα κυκεώνα ή ανεμοστρόβιλο
γιατί θέλω να καταλάβεις ότι δεν είμαι παραμύθι, ότι δεν είμαι ψέμα,
ότι είμαι ωστόσο - και είσαι προφανώς - κάτι σαν φαινόμενο φυσικό
και σε αυτό το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση αιμοβόρο παιχνίδι
δε θα έρθω ποτέ πίσω
δε θα στη φέρω ποτέ από πίσω
αλλά και δε θα κάνω ποτέ πίσω
όχι γιατί δε θέλω αλλά γιατί είμαι προδιαγεγραμμένος να μη μπορώ
είμαι καταδικασμένος να προσανατολίζομαι να χαράζομαι να ανατέλλω
ναυάγιο ή σχεδία είμαι από ή προς ένα ξερονήσι τόσο δα μικρό
δεν θέλω ούτε καν σημαία να φαίνεται απ' τη ναυαγοσωστική μου
να με διακρίνεις δε θέλω για να με σώσεις, δε μπορείς δεν
υπάρχει άλλος προορισμός πέρα από εκείνος ο ξέφρενος, ο απεγνωσμένος,
της καρδιάς κοσμοσωτήρια λέμβος η κιβωτός,
ο προορισμός που ούτε κι εγώ μπορώ να φτάνω αλλά νοσταλγώ
στη μοναδική καταγωγή και πατρίδα
πηγαίνω
λάμνω
πιάνω αδέξια το κουπί
κάνω αδέξια κουπί
όπως στη θαλασσα το παιδί στο πρώτο πρώτο κολύμπι
με σανίδα σωτηρίας με βατραχοπέδιλα με μπρατσάκια
με όλα τούτα μαζί
τσαλαβουτάω
όπως η θάλασσα το νησί όταν η φουρτούνα άγρια με ρίχνει στα πιο πετσοκομμένα βράχια
- τα βράχια ανήκουν στη στεριά ή στη θάλασσα; -
ούτε κι εγώ ξέρω
στέκομαι αγέρωχα, όσο μπορώ, εκεί
στην ακαθόριστη μέση
μιας θείας δικαιοσύνης
με μέτρα την ανθρώπινη λογική
π.χ. το ερώτημα
το νερό ή ο ήλιος βασιλεύει τον κόσμο
μέχρι τη μέση πνιγμένος από τη μέση και πάνω πνιγηρός
ανασαίνω ακόμα κομμένος στα δύο χτυπημένος βάναυσα σε αυτήν εδώ τη μέση
το ηλιοβασίλεμα είναι ανατολή με τον μεγάλο δισταγμό
ή μήπως η ανατολή ηλιοβασίλεμα με την παραμικρή ελπίδα
κάθε ανατολή ένα τέλος
καινούργιο
από αρχή
κι ανάποδα
μια αναστολή στην αποστολή
μια παράτολμη πράξη
προσανατολμίζεται;

Sunday, June 12, 2011

Ο δικός σου άλλος



Βροχή οι σταγόνες σου. Μ' αρέσει η αυτάρκεια στις φράσεις. Η ολοκληρωμένη συντέλεια που μπορεί να ακυρώσει ή να επιβεβαιώσει δυό κουβέντες σου. Τόσο αυτονόητες που μπορεί και να τις έχεις ξεχάσει εδώ και καιρό κι αυτή η παράθεση, η παράθεση που μπορεί να φανεί στους περισσότερους που θα σε ακούσουν σχεδόν αυτιστική και χωρίς νόημα, η παράθεση που μπορεί να φανεί περιττή ακόμα και σε εσένα τον ίδιο την ώρα που γεννιέται, η παράθεση της λέξης δίπλα σε λέξη, αυτό το όμοιος ομοίω αεί πελάζει εντέλει, σου επιτρέπει να κάνεις χρήση στις προοπτικές και τις διαθλάσεις σου για να τις ανακαλύπτεις, να τις απευθύνεις για να ακυρώνεσαι ή να γίνεσαι κατανοητός με δυό λέξεις παρόμοιες κι ένα σου εγωπαθώς κτητικό. Βροχή οι σταγόνες σου. Απόπειρες όλες οι εκφράσεις με το στόμα, τα μάτια και με το σώμα σου για όλους αυτούς τους άλλους εκεί έξω, για όλες αυτές τις άλλες πιθανότητες αντιδράσεων στο μυαλό, στο σώμα και στα μάτια ή το δικό σου κενό, έστω μόνο για ήχο, να παράγεις και ίσως τελικά τα καταφέρει και απευθυνθεί κάπου, επηρεάσει κάποιον, έναν που πραγματικά νοιάζεται κάπου αόριστα εκεί έξω ή μάλλον κυρίως για εκείνον που δε θα σου δώσει ποτέ την πρέπουσα σημασία κι εσύ πεισματικά ήθελες να τον νοιάξει. Το εσύ έξω από εσένα που θέλεις να κερδίσεις. Γι' αυτή την περίεργη κτητικότητα που όχι μόνο σε προσδιορίζει αλλά και σε επιβεβαιώνει τελικά μέσω του άλλου. Πάλι από την αρχή φωτισμένο, βαφτισμένο ένα νόημα τόσο προσωπικό, βουτηγμένο σε όλο αυτό που δεν μπορείς ακριβώς να εξηγήσεις αλλά και δεν μπορεί από το δικό σου μυαλό, το σώμα και την καρδιά να ξεφύγει. Ο δικός σου άλλος. Βροχή οι σταγόνες σου και η ανάγκη να εκφράσεις, να ακούσεις πρώτος εσύ τα σκοτεινά σου χείλη να απευθύνονται ξανά σε κάποιον που δεν υπάρχει σε ένα γνώριμο δωμάτιο που στάθηκες πάλι μόνος. Και μπορεί να μην υπάρξει όντως ποτέ κανείς που μπορεί να του είπε κάτι ετούτη η φράση: Είναι ανάγκη η απεύθυνση. Κυρίως όταν είμαστε μόνοι. Σε μια αφύσικη παρουσία, σε μια παρουσία που λείπει είτε σε μια παρουσία που υπάρχει και θα θέλαμε να είναι εδώ. Σε μια φυσική παρουσία απ΄ τη στιγμή που υπάρχουμε τελοσπάντων.

Monday, June 06, 2011

Καμμένο χαρτί


Σα να μουν άλλος θα θελα να σταθώ
όπως της τράπουλας το χαρτι στο χέρι
απ' τη μέση και πάνω το άλλο
απ' τη μέση και κάτω το ίδιο να ποντάρω
έτσι, για ένα παιχνίδι στην τύχη
για μια αναμέτρηση στην ισορροπία
σαν έπαιρνε φωτιά η φωνή το μυαλό αστόχαστο ν' ακολουθούσε
σαν άναβαν τα σπλάχνα μου πολύ το σώμα υπάκουο
πρώτη φορά στις φλόγες του ν' αντιδρούσε
να χορεύει το είδωλο μέσα από εμένα στον καθρέφτη
ακίνητος σαν ακροβάτης
να λαχταράω, να με παρατηρώ.

Tuesday, May 17, 2011

Τέσσερις Σκύλοι Και Ένα Κόκαλο






Από την Παρασκευή 20 Μαΐου, ένα κωμικό κουαρτέτο με θέμα τα ‘σκυλιά’ της show biz, ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου ‘104’ των Εκδόσεων Kαστανιώτη, από τη θεατρική ομάδα ‘Οι Χρυσοθήρες’, με την υπογραφή του βραβευμένου με Όσκαρ John Patrick Shanley.

ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΩΜΑ

Η θεατρική ομάδα 'Οι Χρυσοθήρες' παρουσιάζει το έργο του αμερικανού θεατρικού συγγραφέα John Patrick Shanley, 'Τέσσερις Σκύλοι και ένα Κόκαλο', στο Θέατρο 104 των Εκδόσεων Καστανιώτη για 20 μόνο παραστάσεις, από την Παρασκευή 20 Μαΐου έως και την Κυριακή 19 Ιουνίου 2011.

Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 1993 στο Manhattan Theatre Club της Νέας Υόρκης (Off-Broadway), σε σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα, ενώ στην Ελλάδα ανεβαίνει για πρώτη φορά, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Φραγκιόγλου.

ΥΠΟΘΕΣΗ

Η Μπρέντα, μια νέα ηθοποιός, φαινομενικά αθώα, έχει έρθει να συναντήσει τον Μπράνλεϊ, έναν ολοφάνερα προβληματισμένο, μεσήλικα παραγωγό, και συζητούν για την ταινία στην οποία συνεργάζονται. Η Μπρέντα έχει πολλά να κερδίσει ή να χάσει, καθώς αυτή η ταινία θα μπορούσε να εκτοξεύσει την καριέρα της στην κορυφή και να την κάνει σταρ. Αλλά η Κωλέτ, η άλλη ηθοποιός της ταινίας στέκεται εμπόδιο στα σχέδια της. Γι’αυτό, η Μπρέντα πρέπει να πείσει τον Μπράντλεϊ πως η ταινία κινδυνεύει εάν δεν γίνουν συγκεκριμένες αλλαγές, μια από τις οποίες είναι να κοπεί και ο ρόλος της Κωλέτ. Ο Μπράντλεϊ, γνωρίζοντας πως η ταινία έχει ξεπεράσει κατά πολύ τον προϋπολογισμό, αφήνει να εννοηθεί πως θα λάβει σοβαρά υπόψη του τις προτάσεις της, μόνο αν εκείνη καταφέρει να πείσει τον μεγάλο σταρ - ετεροθαλή αδελφό της, να κάνει μια έκτακτη εμφάνιση στην ταινία, γεγονός που θα εξασφάλιζε την εμπορική επιτυχία του φιλμ.

Στο μεταξύ, η Κωλέτ έχει την δική της ατζέντα. Ξέρει πως δεν είναι πια τόσο νέα, και το ότι προέρχεται από το χώρο του θεάτρου δεν βοηθά καθόλου τη φήμη της. Προσπαθεί να πείσει τον Βίκτωρ, τον άπειρο σεναριογράφο, να αλλάξει την ταινία, ώστε να γίνει η ίδια η ηρωίδα, πράγμα που θα την καθιερώσει στον χώρο ως πρωταγωνίστρια. Διαφορετικά, θεωρεί ότι η πρώτη του ταινία θα καταδικαστεί να παίζεται σε κουλτουριάρικες αίθουσες ή, ακόμα χειρότερα, να βγει κατευθείαν σε βίντεο. Ο Βίκτωρ, ένας αφελής νέος σεναριογράφος από το Off-Off Broadway, δεν ξέρει πώς να χειριστεί τίποτα από όλα αυτά, και μόλις έχει πεθάνει και η μητέρα του. Έχει ανάγκη λοιπόν, να πενθήσει και να πιει μέχρι να αποχαυνωθεί, προτού κάνει οποιαδήποτε αλλαγή στο σενάριο.

Ενώ οι δύο γυναίκες σκάβουν η μία το λάκκο της άλλης, τι θα απογίνουν τελικά οι τέσσερις αυτοί σκύλοι; Και το κόκαλό τους, η ταινία;


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

Το Τέσσερις Σκύλοι και ένα Κόκαλο είναι ένα κουαρτέτο με θέμα τα «σκυλιά» της show biz. Κάθε σκυλί ανήκει και σε μια διαφορετική κατηγορία: ο νέος πολλά υποσχόμενος θεατρικός συγγραφέας, η ανερχόμενη σταρ, η ξεπεσμένη σταρ, ο τραυματισμένος μαχητής παραγωγός. Και το κόκαλο για το οποίο μάχονται, μια χαμηλού προϋπολογισμού ανεξάρτητη ταινία που ίσως κάνει επιτυχία.

Το Τέσσερις Σκύλοι και ένα Κόκαλο συνεχίζει την παράδοση των έργων που σατιρίζουν το Hollywood από το Once in a Lifetime των Kaufman & Hart, μέχρι το πρόσφατο Speed-the-Plow του David Mamet. Ο βραβευμένος με Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου John Patrick Shanley (‘Moonstruck / Κάτω από τη Λάμψη του Φεγγαριού’, 1987) έχει εμπνευστεί από τις δοκιμασίες που πέρασε προσπαθώντας να γυρίσει την πρώτη του ταινία ‘Five Corners’.

«Αν πρόκειται να γράψεις σήμερα μια σάτιρα για τη show biz, πρέπει να είσαι σίγουρος πως θα είναι πολύ, πολύ αστεία. Στην περίπτωση του ‘Τέσσερις Σκύλοι και ένα Κόκαλο’… το κριτήριο αυτό πληρείται και με το παραπάνω.» - NY Times
«…Το ‘Τέσσερις Σκύλοι και ένα Κόκαλο’ [είναι] το πιο αστείο έργο που θα συναντήσετε για πολλά χρόνια. Θα μπορούσα να πω, ένα δεξιοτεχνικό τρυφερό ξεκοίλιασμα για την «παλιοβιομηχανία ονείρων». – NY Post

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΚΥΛΟΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΟΚΑΛΟ
(Four Dogs and a Bone)
του John Patrick Shanley

@ Θέατρο104 των Εκδόσεων Καστανιώτη
(Θεμιστοκλέους 104, Εξάρχεια - Τ: 210 3826185 )

Μετάφραση: Χριστίνα Παπαδάκη – Δημήτρης Φραγκιόγλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Φραγκιόγλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Κέλλυ Βρεττού
Μουσική: Λάκης Χαλκιόπουλος
Χορογραφία / Επιμέλεια Κίνησης: Ζωή Χατζηαντωνίου
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Φωτο: Γιώργος Δρακόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Βασίλης Παχουνδάκης

Παίζουν (με σειρά εμφάνισης)

Χριστίνα Παπαδάκη (Μπρέντα)
Αλέξανδρος Καλπακίδης (Μπράντλεϊ)
Αντώνης Γκρίτσης (Βίκτωρ)
Γεωργία Μαυρογεώργη (Κωλέτ)


Πρώτη παράσταση Παρασκευή 20 Μαΐου 2011
Τελευταία παράσταση Κυριακή 19 Ιουνίου 2011
Ημέρες Παραστάσεων Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή
Ώρα έναρξης 21:30
Τιμές εισιτηρίων 15 € (κανονικό) – 10 € (φοιτητικό)

Διάρκεια 90’

Wednesday, May 04, 2011

Το τριαντάφυλλο


Σε ένα μικρό αστέρι διάλεξες να πας, να ζήσεις μακριά, να βρεις ψάχνοντας απελπισμένα πραγματικό σπίτι. Μια κόκκινη, η πιo κόκκινη συντροφιά απέμεινε για τέλος απ' το μακρύ ταξίδι στους ξέφραγους ροδώνες. Επιμένεις πεισματικά να φυλάς εκείνο το τριαντάφυλλο στο χέρι σα να’ τανε γιατί. Πες για την προσπάθεια που δεν κρύβει νίκη, πες για τον κόπο που δεν έχει σταματημό, πες για την πηγή, πως δεν απoξηραίνεται ποτέ στο πρώτο σώμα, το άμαθο, το ανθισμένο αίμα. Κι όλο ανθίζει. Όσοι το βάφτισαν ξεπερασμένο παραμύθι, όσοι πολυφορεμένο λουλούδι το είχαν πει - έπεσε, μαράθηκε στη σιωπή, τραγούδι χιλιοειπωμένο έσβησε πάνω στα χέρια και στα χείλη αλμυρή έτσι όσο κοντοστάθηκε πάνω στα μέλη σου η λύπη - αδικαιολόγητο είπαν το παράπονο και κάρφωναν, μικρά οι κατηγορίες αυτές στο σώμα κατάστικτα σημάδια, δεν ξέρω πια να ξεχωρίσω δάκρυα και δροσοσταλίδες, μόνο λέω μακάρι να μην κεντήθηκαν αγιάτρευτα τουλάχιστον αυτοί από κάτι ξαφνικά αγκάθια στα πιο ησυχασμένα βλέφαρά τους μες στη νύχτα.