Thursday, November 18, 2010

Γι - γαντόκουκλες



Ούτε που ξέρω γιατί, μην το ψάχνω και πολύ, απλώς θέλω να ξεκινήσω και να γράφω, να γράφω, να γράφω, να μιλάω, να μιλάω, να μιλάω, να παίζω στα χέρια μου τις σκιές, να γελάω και να λένε τι χαζό και βλαμμένο παιδί, τι χαζό και ρομαντικό και ηλίθιο παιδί και παράλογο, ν' αλλάζω φωνές και ροζ τρυφερές αποχρώσεις να θέλω να κάνω πράξη και να έχω καθαρά συναισθήματα, όλα τα όμορφα και τα λιγότερο ωραία που νιώθω, τα άσπρα τα ψυχρά και τα θερμά και τα κόκκινα να γίνουν όλα ροζ κουφετί και γαλάζια όπως παραμυθένια παιδικά δωμάτια, όπως τα κουκλίστικά δωμάτια που δε βρήκαμε να παίξουμε ποτέ, να πετάω λόγια κι ίσως να μην έχω κάτι σημαντικό να πω στα γοργοφτέρουγα λόγια ετούτων των παραδρομών που είναι άσπρα και λίγο γκρίζα ίσως και λίγο μωβ γιατί δε θέλω να αποκαλύψω τίποτα από αυτό που με τρώει, γιατί δε με φτάνουν τα στενάχωρα δωμάτια να τα γεμίσω με αποχρώσεις.

Δε βγάζει κανένας νόημα, δε με νοιάζει, επιμένω, έχω το μαράζι να θέλω να φτιάξω ένα παραμύθι απλωτό να σε κάνω να ησυχάσεις κι εσένα μέσα σε αυτό, πάνω σ' αυτό, ένα παραμύθι πολύχρωμο πάπλωμα, τετραγωνάκια τεράγωνα που δε βγάζουν νόημα γιατί ούτε το άλλα που μας είπανε βγάζουν, να φύγουμε για αλλού να φύγουμε μαζί και να πούμε πάλι για τα σύννεφα και για όλα τα όμορφα και χρωματιστά πράγματα που είναι υγροποιημένες μορφές συνταρακτικών και συθέμελων αναστεναγμών και σουβλερών ως τα κατάβαθα κόκκαλα πόνων, το καταλαβαίνεις αυτό μόνο όταν παίρνει να βραδιάζει ή ξημερώνει, στις κλειδώσεις, αρκεί να έχει συννεφιά η ανατολή και λίγη παραπάνω το βασίλεμα δύση γιατί δε βγαίνει κάθε μέρα σε ουδέτερο χρώμα μπλε, προκατασκευή που πάει κάπου να βάψει και να ξεβάψει το μαύρο αλλά

κανένας δε το βλέπει έτσι κι όλοι τα λένε βαμβάκια απαλά αυτά που μας συμβαίνουν και τους καημούς μας αλαφροπάτητους και εμάς τους ίδιους αιθεροβάμονες και δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν πόση πίκρα μπορεί να σε έχει φέρει να θέλεις να βρεθείς μακριά από εδώ, να σε έχει γονατίσει που όλα μας κρατάνε αιχμάλωτους με βαριές αλυσίδες στους αστράγαλους και στα γόνατα των ποδιών μας και αίματα κόκκινα, βαθιά κόκκινα, και πιό βαθιά κόκκινα και από δεσμώτες ελεύθεροι να μην ξεφύγουμε ποτέ, να συμμεριστεί κάποιος την ανάγκη αυτή, να μη μας καταλογίσει ευθύνη ότι δεν καταλαβαίνουμε χριστό από αυτό που πραγματικά συμβαίνει, να μας πει απολιτίκ και εαυτούληδες και εφησυχασμένους γιατί η δική μας πορειά για τα σύννεφα είναι και γίνεται από μια βαθιά αγανάκτηση γιατί ακριβώς επειδή συμβαίνει αυτό εμείς θέλουμε να πετάμε τα βάρη και κάποιος να το σέβεται αυτό και να μας λέει πέτα και κάνε κουράγιο και όχι βάστα και κάνε κράτη.

2 comments:

Dimitris A. said...

Και σε διάβασα,
και σε κατάλαβα.

Κι ίσως να είμαι το παιδί
του διπλανού ονείρου.

Κάποτε θα συναντηθούμε
στον διάδρομο.

Anonymous said...

"πέταξε!"...κι εκεί πάνω όταν θα ΄σαι.."πέταξε από πάνω σου ό,τι βαραίνει πόδια και μυαλό!"...