Monday, May 17, 2010

Κατά τη θάλασσα


Μπορεί να είμαι τελείως λάθος, το ξέρω, μπορεί να είμαι υβριστής, αλλά ποτέ δεν αγάπησα τη θάλασσα. Ποτέ δεν την λαχτάρησα, ποτέ δεν ένιωσα για κείνη έστω παραμικρό κι αόριστο πόθο, να το ξέρεις. Μονάχα εκεί κατά το Σεπτέμβρη με πιάνει κάτι κάποτε λυσσασμένο να βουτήξω φευγαλέα μέσα της, μην πει μάλλον (ξένος) κανείς πώς πήγε χαμένο άλλο ένα θερμό μεταξύ μας επεισόδιο και τούτο το καλοκαίρι. Έτσι ακόμα μια φορά μετανοώ (ο υποταχτικός) όπως πηγαίνω με τα νερά της.

Στο κολυμβητήριο στην ηλικία των πέντε χρειάστηκε να διασχίσω μια πισίνα απέναντι. Με αδύναμο και λαχανιασμένο κορμάκι κολύμπησα διαγώνια την ορισμένη απόσταση, ενώ απεγνωσμένα και πανικόβλητα ζητούσα να πατήσω από την πρώτη κιόλας στιγμή που εγκατέλειψα τον αναβατήρα πίσω στο πλακάκι που στάζει. Τότε πρώτη φορά κατάλαβα τί θα πει νοσταλγία. Ακόμα κι όταν έμεινα σε νησί, το σπίτι κοίταζε στο λοφίσκο το εκκλησάκι του προφήτη απέναντι κι έτσι είχα συνειδητά γυρισμένη στη θάλασσα την ιδρωμένη μου πλάτη. Η μάνα μου έβριζε που απαρνήθηκα τη μισή μου καταγωγή μα και τώρα το ίδιο θα έκανα πάλι. Το ερώτημα εδώ είναι: πώς γίνεσαι χωρίς νοσταλγία;

Γιατί με τρομάζει, με πνίγει τούτη η θάλασσα, με αγριεύει, με φοβίζει. Τα φύκια της που μπλέκουν ανατριχίλα στα πόδια μου, τα ψύχραιμα ψάρια της, αχόρταγα, άδεια σχεδόν από αίμα, τα αφρισμένα πίσω από τη φουσκωμένη βενζινάκατο νερά της, σχεδόν αίμα γεμάτα αυτά, ο φαγωμένος άγγλος στρατιώτης στον Πόρφυρα του Σολωμού -να δούμε ποιός, να δούμε ποίος θα φαγωθεί- , τα ιστιοφόρα που κλυδωνίζονται ερήμην μας στης Ύδρας το λιμάνι, τα πυροδοτημένα σαγόνια του ψεύτικου καρχαρία στις ταινίες του Hollywood, οι βρώμικες μοκέττες στις καμπίνες, ζευγάρια σε παραγεμισμένα sleeping bags κοιμούνται μαζί για να πάνε ένα στριμωγμένο διήμερο διακοπές, οι αεροπορικές θέσεις - άκου σε πλοίο θέσεις αεροπορικές...- , το μπογιατισμένο κατάστρωμα, η θέα κάτω, το πιό βαθύ μπλε καθώς γίνεται σχεδόν μαύρο, ο ουρανός που στρέφω το βλέμμα και κοιτάω απαράλλαχτα παιδάκι χαμένο σε μια πισίνα το κουτό, μην πνίγεσαι λένε σε μια κουταλιά νερό, ολόκληρα καράβια άνθρωποι πριν γίνουν ναυάγια, η εμετική ναυτία, εσύ που με είδες να περιμένω στο λιμάνι, εγώ που σε έβλεπα να φεύγεις κι ύστερα από έναν χρόνο διαπίστωσα πως ήτανε για πάντα, ολόκληρα καράβια άνθρωποι που γίνονται παλιοσιδερικά, σκουριασμένη άρμη στα κόκκαλα, το ανέξοδο πήγαινέλα στα κύματα, το ζευγαρωμένο ρήμα "ναπεριμένωκουράστηκα" που αν δεν το χωρίσεις λέξη λέξη κι αυτό νόημα δε βγάζει.

Όλη αυτή η τυραννική επαναληπτικότητα, ένα ατέλειωτο βασανιστήριο που θα πρέπει να ρθει για να ξανάρθει και να λες χαρούμενος και ηλιόλουστος την άλλη ζευγαρωτή λέξη, τη λέξη "καλοκαίρι" και κυρίως που πρέπει όλο τούτο το μαρτύριο πάνω κάτω μέσα κι έξω στο νερό να το αποδεχτώ, σα στοιχείο φυσικό που πρέπει να σεβαστώ, σα δικαίωμα αναφαίρετο που έχει η θάλασσα να με θυμώνει. Το πείσμα και τα αλλοπρόσαλλα καπρίτσια. Οι αμφιβολίες κι οι κατευθύνσεις κάθε φορά που αλλάζει γνώμη η βασιλεύουσα. Όταν γίνεται αναγκαστικά γοργόνα, γυναίκα, ελληνίδα, αδελφή ενός προπάτορα Αλέξανδρου μέγα στρατηλάτη, αινιγματική όσο περισσότερο της λέω "δε σε ξέρω, μωρή σκύλα" κι όσο πρέπει να της απαντώ ότι ζει όποιος τυχάρπαστος της έρχεται να ρωτάει. Κυρίως όταν η απάντηση είναι "ναι, επιζώ , περιμένω αμετανόητος πάντα στο ίδιο λιμάνι".

Που έγινε στίχος στα χείλια μιας γυναίκας δεσποτικής, που κρατάει για όποιον επιστρέφει πάντα το διπλό της πελέκι. Που έγινε ξηλωμένο πανί στα χέρια της άλλης, μιας γυναίκας πιστής που ξεβγάλθηκε να περιμένει. Που κατά το Σεφέρη είναι ανεξάντλητη, που κατά τον Ελύτη μια μέρα θα μαζευτούν με άλλες, όμοιες θάλασσες, να εκδικηθούν μαζί, που είναι πλατιά και μπορεί να μας παραπλανά ακόμα και με τα κοκκοράκια της Βουγιουκλάκη. Το δισυπόστατο που με αφοπλίζει, το αβέβαιο που ξεγλιστράει, μυριάδες κόκκοι αφανέρωτο αλάτι το κομμένο κέφαλι του περίλαμπρου κολοσσού κουράστηκε το θαυμάσιο άγαλμα τόσο καιρό να παριστάνει, ξέσπασε, έπεσε μέσα, χάθηκε για πάντα σε μια τρύπα θαλασσινό νερό, όπως χάνονται εξάλλου όλα τα θαύματα του κόσμου, μικρά και μεγάλα.

Και να, εγώ που άμα πιώ μπορεί να μου ξεράνει τα πνευμόνια, ετούτο το νερό έχει καταπιεί τα πάντα, μπορεί να μου κάνει βράγχια τα σωθικά, μπορεί να με εξομοιώσει με το πρώτο ηλίθιο μαλάκιο ή το πιό ξεχασιάρικο ψάρι, εμένα που δεν θέλω να γίνω με κανέναν τρόπο ένας ακόμα δικός της, δικός σου, δικός μου εφοπλιστής. Η απέχθεια προς αυτή τη θάλασσα είναι ένας μόνιμος κίνδυνος τελικά τόσο πραγματικός που τις εκφράσεις "από της καρδιάς μου" και "από της ψυχής μου τα βάθη" τις έχω ναρκοθετήσει.

Με ήξερες αλλά τώρα λιγάκι περισσότερο θα καταλαβαίνεις. Περιμένω. Πάρε επιτέλους από τα μάτια μου ολόκληρη τούτη τη θάλασσα.

5 comments:

Dimitris A. said...

Να 'σαι καλά, φίλε μου!
Να σε (/με) διαβάζω πάντα έτσι!

Υ.Γ.: Μεταξύ μας,
κι εμένα η θάλασσα δεν...

marilia said...

Ποπο, αλμύρα!!! Μια θάλασσα λέξεις, εικόνες, ήχοι κι αν σωθούμε, πάλι για να παλέψουμε μαζί τους θα 'ναι.

Φιλάκι γλυκό

marios104 said...

δεν θα μπορούσες να το θέσεις καλύτερα, τόσο καλά που κι εγώ αγαπώντας τη θάλασσα άρχισα να αμφιβάλλω για αυτήν μου την αγάπη. Η μουσική συνοδεία υπέροχη. Αλλά ακόμα πιο υπέροχες οι λέξεις που στάζουν στα δικά μου τα πλακάκια γύρω από τον υπολογιστή. Καλησπέρα.

Anonymous said...

αχ είναι κι άλλος....

Αλεξάνδρα said...

...τι κι αν αγαπώ την θάλασσα; τι κι αν τα δάκρυά μου έχουν προστεθεί στα νερά της;

Μου έδωσες μια άλλη διάσταση. Ρούφηξα τις λέξεις σου...

Υπέροχο κείμενο!