Saturday, May 29, 2010
Άσπρο
Άσπρο και δεν μπορώ απόψε να κοιμηθώ
πρέπει πάλι να βρω την επαναληπτική πράξη
να μην προσπεράσει η νύχτα
να βρω τη μηχανική
το αντικείμενο εκείνο της πραγματικότητας που θα με κάνει να ξεχάσω
πρέπει να βρω, τη μηχανή
για να επαληθεύσω σε έργα την ακατάβλητη τούτη σιγή μέσα στο σπίτι
τη νύχτα
το σκοτάδι
τα δωμάτια
όλα
ένα - ένα
μία - μία
τις λέξεις
καθώς απομονώνω σπλάχνα τα εξαρτήματα
και ξεζουμίζω ηλεκτρισμένα τα κίτρινα φώτα
ξεκλέβοντας μόλις εντυπώσεις γυμνά καλώδια
στην ίδια καθημερινή απέλπιδα προσπάθεια που καταβάλλει το σώμα
ανήμπορο ύστερα από κάμποση τιναγμένη ασφάλεια
βράδυ πρωί
σ'ατέλειωτα δωμάτια
να ξαναρχίσει πάλι επιτέλους εδώ ζωή
μέσα να φεγγίζει
να μη χτυπάνε άλλο επαναληπτικά πινακίδες νέον στους τοίχους
κι οι δρόμοι έξω να χάνονται αδιέξοδα
όσο κοιτάω μέσα από την κουρτίνα
προσμένοντας να φανεί αντιφέγγισμα
από την άλλη, on / off η πλευρά
φως του φωτός στο πρώτο πρωινό
ελέυθερο και λυτρωμένο παράθυρο
μα όπως μπερδεύω έτσι τη φαντασία και την πραγματικότητα
βρίσκω το μόνο δρόμο στον οποίο δε θα πάψω νομίζω ποτέ των ποτών μου να καταφεύγω
("κι εσείς, δεσποινίς Κάθρην, τι κάνατε εσείς τότε;")
κι ίσως αυτό πιό πολύ να συμβαίνει γιατί δεν καταλαβαίνω διαφορετικά
πώς γίνεται και σκάει ίσα - ίσα στο δωμάτιο ετούτο το ανέσπερο ξαφνικά
μη το μπερδεύεις, δε θέλω να πω πλανήτης ήλιος
άλλος πλάνητας θέλω να πω
γιατί απομένει αδιευκρίνιστη η ώρα που χάνεσαι απ'την πραγματικότητα στον ύπνο
κι ύστερα πάλι γίνεσαι πρωί, μια λέξη που ποτέ δε έχω καταφέρει να προφέρω εντελώς
όσο κι αν θέλω μια απλή μετάβαση
όσο κι αν θέλω να χαλιναγωγήσω την έξι ετούτη σε λέξη
ποιός είναι όμως ο νόμος που κατοχυρώνει έτσι αδικαιολόγητο το πείσμα
να εγκλωβίσει χρόνο από μάταιο κανείς
να μεταθέσει πραγματικό αμετάθετο
εδώ και ώρα
εδώ και τώρα
έτσι
ασύμφωνα
μεσα στα σύμφωνα
σιωπηλά
κι αν πάλι τα καταφέρνει χωρίς αιτία επανάστασης
τι σημασιά το φωνήεν θα έχει
- για να το λένε έτσι, δε θα υπάρχει πραγματικό το μάταιο,
γιατί λοιπόν επιμένω, τι ζητάω ανεξάντλητο να πιάσω το φως
σε πράγματα και κινήσεις του σώματος
έστω τον πόντο
έστω στο φθόγγο
να εγκλωβίσω ό,τι
κατά βάθος φαίνεται
αρκετό
πάντα
εδώ
τώρα
ολόκληρο
κάθε μέρα
περισσότερο
επαναληπτικό
ανεπανάληπτο
ανάμεσα στο άψε και στο σβήσε
καθώς δύο μονάχα σαφείς επιφάνειες σκοτώνονται να διαμοιράσουν
λαμπερή η μία το πρωί και σκοτεινή η άλλη
ό,τι μπορέσει μονάχα στιγμιαία να φυλάξει
σε τέτοιες φωτομετρήσεις από σκοτάδι
Υ.Γ. Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν φέτος ξημερώνοντας του αγίου πνεύματος και λέγονται Εν είδει περιστεράς 1, 2, 3
Thursday, May 27, 2010
Αίνιγμα
Wednesday, May 26, 2010
Σπίρτα
Πες μου, πες μου, οι τελευταίες πράξεις είναι από νύχτα; Παράξενο κι αλλόκοτο και τούτο ακόμα το πείσμα σου: μέσα στη νύχτα να ψάχνεις απαντήσεις στο σκοτάδι. Δεν έχουμε χρόνο όταν κοιμόμαστε, στο χω πει χίλιες μία φορές, δεν εννοείς να με καταλάβεις. Μα αδιευκρίνιστα έχω διατυπωμένες τις ερωτήσεις μου γι' αυτό τα χαμένα σκουντάω και στο σκοτάδι. Τέτοια ώρα σε τέτοια λόγια όλοι αλλάζουν πλευρό, τον ψόφιο κάνουν κοριό, κοιμούνται πάνω σε ένα στρώμα σκοτάδι, τι θες; Ακόμα κι ο εαυτός σου, ακόμα και το μυαλό σου, ακόμα και οι αισθήσεις σου - εκτός ίσως από την όραση που αν επιμένει μπορεί κάπως αυθαίρετα να ονειρεύεσαι. Γιατί επιμένεις να μην κλείνεις τα μάτια; Θέλεις να ξημερώσει, να δεις σκοτωμένο το σκοτάδι σου; Δε με λυπάσαι; Δε νιώθεις ότι δε μπορώ να σε υποστηρίξω πιά έτσι τυφλό στ' αυτιά, το νου και τα μάτια; Κι εσύ, παι, κοίμιζέ με. Δεν είμαι παιδί, να σε κοιμίζω, ρε ματάκια μου, λέμε, είμαι σκοτάδι. Η σιωπή της νύχτας είναι ένας εκκωφαντικός θόρυβος, ανεξάντλητες κραυγές, είδα εφιάλτες, όχι τώρα, από παλιά, επιτέλους, μη με ξυπνάς, άσε να ξημερώσει. Γι' αυτό σε σκουντάω, όχι για ν' αλλάζεις πλευρό, μην κοιμάσαι, δεν μπορώ να σε βλέπω στα όνειρα, ξύπνα. Να κοιμηθούμε μαζί. Τώρα. Να μη μένει ανέπαφη μεταξύ μας η νύχτα. Πριν ξημερώσει.
Monday, May 17, 2010
Κατά τη θάλασσα
Μπορεί να είμαι τελείως λάθος, το ξέρω, μπορεί να είμαι υβριστής, αλλά ποτέ δεν αγάπησα τη θάλασσα. Ποτέ δεν την λαχτάρησα, ποτέ δεν ένιωσα για κείνη έστω παραμικρό κι αόριστο πόθο, να το ξέρεις. Μονάχα εκεί κατά το Σεπτέμβρη με πιάνει κάτι κάποτε λυσσασμένο να βουτήξω φευγαλέα μέσα της, μην πει μάλλον (ξένος) κανείς πώς πήγε χαμένο άλλο ένα θερμό μεταξύ μας επεισόδιο και τούτο το καλοκαίρι. Έτσι ακόμα μια φορά μετανοώ (ο υποταχτικός) όπως πηγαίνω με τα νερά της.
Στο κολυμβητήριο στην ηλικία των πέντε χρειάστηκε να διασχίσω μια πισίνα απέναντι. Με αδύναμο και λαχανιασμένο κορμάκι κολύμπησα διαγώνια την ορισμένη απόσταση, ενώ απεγνωσμένα και πανικόβλητα ζητούσα να πατήσω από την πρώτη κιόλας στιγμή που εγκατέλειψα τον αναβατήρα πίσω στο πλακάκι που στάζει. Τότε πρώτη φορά κατάλαβα τί θα πει νοσταλγία. Ακόμα κι όταν έμεινα σε νησί, το σπίτι κοίταζε στο λοφίσκο το εκκλησάκι του προφήτη απέναντι κι έτσι είχα συνειδητά γυρισμένη στη θάλασσα την ιδρωμένη μου πλάτη. Η μάνα μου έβριζε που απαρνήθηκα τη μισή μου καταγωγή μα και τώρα το ίδιο θα έκανα πάλι. Το ερώτημα εδώ είναι: πώς γίνεσαι χωρίς νοσταλγία;
Γιατί με τρομάζει, με πνίγει τούτη η θάλασσα, με αγριεύει, με φοβίζει. Τα φύκια της που μπλέκουν ανατριχίλα στα πόδια μου, τα ψύχραιμα ψάρια της, αχόρταγα, άδεια σχεδόν από αίμα, τα αφρισμένα πίσω από τη φουσκωμένη βενζινάκατο νερά της, σχεδόν αίμα γεμάτα αυτά, ο φαγωμένος άγγλος στρατιώτης στον Πόρφυρα του Σολωμού -να δούμε ποιός, να δούμε ποίος θα φαγωθεί- , τα ιστιοφόρα που κλυδωνίζονται ερήμην μας στης Ύδρας το λιμάνι, τα πυροδοτημένα σαγόνια του ψεύτικου καρχαρία στις ταινίες του Hollywood, οι βρώμικες μοκέττες στις καμπίνες, ζευγάρια σε παραγεμισμένα sleeping bags κοιμούνται μαζί για να πάνε ένα στριμωγμένο διήμερο διακοπές, οι αεροπορικές θέσεις - άκου σε πλοίο θέσεις αεροπορικές...- , το μπογιατισμένο κατάστρωμα, η θέα κάτω, το πιό βαθύ μπλε καθώς γίνεται σχεδόν μαύρο, ο ουρανός που στρέφω το βλέμμα και κοιτάω απαράλλαχτα παιδάκι χαμένο σε μια πισίνα το κουτό, μην πνίγεσαι λένε σε μια κουταλιά νερό, ολόκληρα καράβια άνθρωποι πριν γίνουν ναυάγια, η εμετική ναυτία, εσύ που με είδες να περιμένω στο λιμάνι, εγώ που σε έβλεπα να φεύγεις κι ύστερα από έναν χρόνο διαπίστωσα πως ήτανε για πάντα, ολόκληρα καράβια άνθρωποι που γίνονται παλιοσιδερικά, σκουριασμένη άρμη στα κόκκαλα, το ανέξοδο πήγαινέλα στα κύματα, το ζευγαρωμένο ρήμα "ναπεριμένωκουράστηκα" που αν δεν το χωρίσεις λέξη λέξη κι αυτό νόημα δε βγάζει.
Όλη αυτή η τυραννική επαναληπτικότητα, ένα ατέλειωτο βασανιστήριο που θα πρέπει να ρθει για να ξανάρθει και να λες χαρούμενος και ηλιόλουστος την άλλη ζευγαρωτή λέξη, τη λέξη "καλοκαίρι" και κυρίως που πρέπει όλο τούτο το μαρτύριο πάνω κάτω μέσα κι έξω στο νερό να το αποδεχτώ, σα στοιχείο φυσικό που πρέπει να σεβαστώ, σα δικαίωμα αναφαίρετο που έχει η θάλασσα να με θυμώνει. Το πείσμα και τα αλλοπρόσαλλα καπρίτσια. Οι αμφιβολίες κι οι κατευθύνσεις κάθε φορά που αλλάζει γνώμη η βασιλεύουσα. Όταν γίνεται αναγκαστικά γοργόνα, γυναίκα, ελληνίδα, αδελφή ενός προπάτορα Αλέξανδρου μέγα στρατηλάτη, αινιγματική όσο περισσότερο της λέω "δε σε ξέρω, μωρή σκύλα" κι όσο πρέπει να της απαντώ ότι ζει όποιος τυχάρπαστος της έρχεται να ρωτάει. Κυρίως όταν η απάντηση είναι "ναι, επιζώ , περιμένω αμετανόητος πάντα στο ίδιο λιμάνι".
Που έγινε στίχος στα χείλια μιας γυναίκας δεσποτικής, που κρατάει για όποιον επιστρέφει πάντα το διπλό της πελέκι. Που έγινε ξηλωμένο πανί στα χέρια της άλλης, μιας γυναίκας πιστής που ξεβγάλθηκε να περιμένει. Που κατά το Σεφέρη είναι ανεξάντλητη, που κατά τον Ελύτη μια μέρα θα μαζευτούν με άλλες, όμοιες θάλασσες, να εκδικηθούν μαζί, που είναι πλατιά και μπορεί να μας παραπλανά ακόμα και με τα κοκκοράκια της Βουγιουκλάκη. Το δισυπόστατο που με αφοπλίζει, το αβέβαιο που ξεγλιστράει, μυριάδες κόκκοι αφανέρωτο αλάτι το κομμένο κέφαλι του περίλαμπρου κολοσσού κουράστηκε το θαυμάσιο άγαλμα τόσο καιρό να παριστάνει, ξέσπασε, έπεσε μέσα, χάθηκε για πάντα σε μια τρύπα θαλασσινό νερό, όπως χάνονται εξάλλου όλα τα θαύματα του κόσμου, μικρά και μεγάλα.
Και να, εγώ που άμα πιώ μπορεί να μου ξεράνει τα πνευμόνια, ετούτο το νερό έχει καταπιεί τα πάντα, μπορεί να μου κάνει βράγχια τα σωθικά, μπορεί να με εξομοιώσει με το πρώτο ηλίθιο μαλάκιο ή το πιό ξεχασιάρικο ψάρι, εμένα που δεν θέλω να γίνω με κανέναν τρόπο ένας ακόμα δικός της, δικός σου, δικός μου εφοπλιστής. Η απέχθεια προς αυτή τη θάλασσα είναι ένας μόνιμος κίνδυνος τελικά τόσο πραγματικός που τις εκφράσεις "από της καρδιάς μου" και "από της ψυχής μου τα βάθη" τις έχω ναρκοθετήσει.
Με ήξερες αλλά τώρα λιγάκι περισσότερο θα καταλαβαίνεις. Περιμένω. Πάρε επιτέλους από τα μάτια μου ολόκληρη τούτη τη θάλασσα.
Friday, May 14, 2010
Τζάμπα
Μες στων ματιών σου τις γαλάζιες θάλασσες πόσα καράβια μ' όνειρα δε χάλασες, καράβια που σκοπό τους είχαν βάλει ν' αράξουν στης αγάπης το λιμάνι. Στα γαλανά σου μάτια τα παμπόνηρα τα πιό τρελά, τα πιό γλυκά μου όνειρα βουλιάξαν σα βαρκούλες στο σκοτάδι μιας βραδιάς γιατί χτυπήσανε στο βράχο της μικρούλας σου καρδιάς. Τέτοια μάτια γαλανά σαν το πέλαγο μεγάλα, σαν τον ήλιο φωτεινά δεν είδα άλλα, δεν είδα άλλα, στη ζωή δε βρήκα πουθενά...
Monday, May 10, 2010
O (Eθνικός) Υπάλληλος
Ο ανώτατος Υπάλληλος κύριος Ολυμπιάδης ψάχνει τρόπο να ζητήσει αύξηση του μισθού του από τον τότε «πρωθυπουργό» (αντιβασιλέα του Όθωνα). Και για επιχείρημα, τού ’ρχεται η φαεινή ιδέα: «Δευτέρα με Δευτέρα οκτώ μέρες, και Δευτέρα 16 και Δευτέρα 24 και Δευτέρα 32. Γιατί λοιπόν τις τέσσερις εβδομάδες μας τις περνούν για τριάντα ημέρες, ενώ είναι κανονικά 32; Δύο ημέρες περιπλέον είναι 33 δραχμαί και 33 λεπτά…». Κι από κει και πέρα σε διαδοχικά καρέ ξεδιπλώνεται ο μηχανισμός της διαφθοράς γύρω από την καρέκλα του Σύμβουλου Διευθυντή κύριου Ολυμπιάδη.
Σκηνοθεσία: Κυριακή Σπανού
Σκηνικά- Κοστούμια : Ολυμπία Σιδερίδου
Μουσική: Κώστας Βόμβολος
Χορογραφία: Κωνσταντίνα Μικρούτσικου
Φωτισμοί: Δήμητρα Αλουτζανίδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Φαίη Πανουσοπούλου
ΠΑΙΖΟΥΝ : Αντώνης Γκρίτσης, Στάθης Μαντζώρος, Χάρης Φλέουρας
Παραστάσεις: Δευτέρα - Τρίτη - Τετάρτη στις 21.15 έως 31 Μαΐου
Εισιτήρια: 18 € & 12€ (μειωμένο / φοιτητικό)
Διάρκεια: 01.30
Κρατήσεις: 210 -3422001
Subscribe to:
Posts (Atom)