Monday, November 17, 2008

Εκ του ανεσπέρου φωτός



Διαβάζω σήμερα ξημερώματα παρασκευής για μια βροχή μεγάλη απολέλυσαι της ασθενείας σου. Ποίημα γραμμένο μες το φθινόπωρο του 1953 του Νίκου Καρούζου. Μια προσευχή. Και σκέφτομαι αυτό είναι η ζωή που ζούμε ή μήπως η χώρα που ονειρευόμαστε να φτάσουμε κάποτε. Ποιό απ΄τα δυο, επίμονα κι εσύ με ρωτάς. Το ακαθόριστο ανάμεσα στα δυο είναι η απάντηση σου λέω...

Τί χρώμα έχει εκείνη εκεί η θάλασσα; Τα σύννεφα; Θα αγγίξουνε κάποτε επιτέλους και πού τα νερά τον ορίζοντα; Πώς θα' ναι τα στερεώματα; Πετρώματα; Και με τα ξημερώματα τί σχέση αλήθεια θα έχουν; Ο αέρας θα χάσει την υφή του αν τον γεμίσουνε τ' αστέρια;

Ένα ταξίδι χωρίς προπαρασκευή ιδιαίτερη, προσήλωση κι αρματωσιά για τον πλανήτη των διαστημοπλοίων αρχίζει μες το τρένο. Κι ωστόσο, ούτε καν ανάσταση για το μικρό το δαχτυλάκι απ' τη σελίδα με το ποίημα. Είμαι στοιβασμένος μέσα στο πλήθος σε ένα βαγόνι και χωμένο έχω το κεφάλι μου στο βιβλίο που διαβάζω.

Ωστόσο, μια έγερση πατά γερά στην πραγματικότητα αυτή κι αυτοσυστήνεται ως μόνη λογική μου τρέλα και πλάνη. Ο μικρός πρίγκιπας -καλώ και ένα πρόσωπο ενός άλλου συρμού, απ' το μύθο-, ο μονογενής ομογενής -για να τον απομυθοποιήσω- κυνήγησε ζωή για να φτάσει το δικό μου μικρό κόσμο. Έναν κομήτη. Με δίχτυ. Έπιασε. Κι ύστερα πάλι πίσω. Για ένα και μόνο τριαντάφυλλο. Η σκέψη μου.

Κι ένας παράλληλος ταυτόχρονα στοχασμός, αυθαίρετος και πάλι: απόηχος σήμερα μιάς άλλης εξέγερσης. Όχι η σκέψη μου. Το Πολυτεχνείο. Και να το σύνθημα: "σας μιλά ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων¨. Και να ο "ανέσπερος Έλληνας" - στο βιβλίο πάλι μέσα κοιτάζω ένα στίχο του ποιητή για τον πεζογράφο. Τον ακέραιο κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Κλείνει η παρένθεση. Υποσημείωση: στόχος δεν είναι το ελληνικό. Στόχος είναι το ανέσπερον. Καταχώρηση: θέσφατον της ημέρας. Θέσφατον εν γένει.

Δεν μου αρέσουν οι νοσταλγίες μου. Ούτε τα ηθικοπλαστικά των επετείων. Διδακτισμός. Μόνο που να, καμιά φορά αυτό που μπερδεύω τις λέξεις με τα γεγονότα ίσως να είναι και η πραγματική μνήμη μου. Το κολάζ, το μοντάζ, το ντεκουπάζ μέσα στο μυαλό μου. Γνώση ατόφια. Απροετοίμαστη. Γιατί ο χρόνος είναι το νερό και τα συμβάντα πέτρες. Που αναταράζουνε τη λίμνη. Και την πραγματικότητα. Μέσα σε ένα τρένο. Γυρίζοντας σπίτι μου. Όμως, αλήθεια, πού μένω;

Νίκος Καρούζος, Η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θεμελή, εκδόσεις ύψιλον

4 comments:

quartier libre said...

@ Μαγικό κομμάτι
και μαγεμένο !

εγώ, το ξέρω, θα περιπλανιέμαι...
όχι μακριά, εδώ τριγύρω, στην Ελλάδα - αν υπάρχει Ελλάδα στην άλλη ζωή...
στα βουνά, στην Αθήνα, στα σπίτια και στους τόπους που αγάπησα...
κοντά στους ανθρώπους μου :)

tovenito said...

δεν ξέρω που μένεις.
ξέρω όμως ότι το μυαλό σου ώρες ώρες γίνεται τόσο γοητευτικά ακατάληπτο.
σαν να προσπαθείς να πεις κάτι και να το παίρνεις πίσω

Aντώνης said...

@quartier libre Ακριβώς αυτό είναι το ζήτημα της περιπλάνησης να αιχμαλωτίσει το φως και να δώσει την άλλη διάσταση στην πραγματικότητα, να την ξαναζωντανέψει, αν θέλεις..

@tovene592 Μάλλον ποτέ δεν καταλήγω πουθενά. Γι' αυτό δε βρίσκω και σπίτι.

the boy with the arab strap said...

για να εινα ιτο νερο ορμητικο και να ταρακουνησει τις πετρες πρεπει να υπαρχουν κι αλλες προυποθεσεις , μονο του δεν φτανει... και οι γιορτες δεν λενε κατι ,αλλα δεν πρεπει να ξεχναμε καποια ιστορικα γεγονοτα . καλημερες επαναστατικες , γιατι η ιδια η φυση της ζωης ειναι επαναστατικη