«Στάθηκε αδύνατο να μάθω από τους γείτονες κάτι συγκεκριμένο για τους
έρωτες του Λαπαθιώτη...».
Και γιατί, αλήθεια, πρέπει να ψάχνει κανείς; Κάτι
τέτοιο συνηθίζουν να ρωτούν όσοι πιστεύουν ότι σ’ αυτά τα πράγματα αξίζει να
είμαστε και κάπως πιο διακριτικοί.
Ο «κύριος Γιώργος
Ιωάννου» πάντως, μέσα δεκαετίας του ’80, φαίνεται να μην έχει πια τέτοιους ενδοιασμούς.
Τριγυρνάει τα Εξάρχεια, τη γειτονιά που κατοικεί απ’ όταν ήρθε στην Αθήνα, και
ρωτάει πληροφορίες για τον «γείτονά του τον Λαπαθιώτη». Περπατάει και ιχνηλατεί,
συνομιλεί με κόσμο που τον γνώρισε, παρατηρεί, ζητάει πληροφορίες και υλικό – υλικό
ακόμα και (ακόμα και;) για εκείνους τους έρωτες.
Η
πρώτη δημοσίευση της αφήγησης του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου με τίτλο «Ο
γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης» έγινε στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού η
λέξη για τον μεσοπολεμικό ποιητή το 1984. Αν διαβάσει όμως κανείς ολόκληρο εκείνο
το κείμενο, καταλαβαίνει ότι αφορμή για την εμμονή του Ιωάννου με τον Λαπαθιώτη
δεν υπήρξε, βεβαίως, το αφιέρωμα ενός περιοδικού. Ούτε, προφανώς, η οικιακή
τους γειτνίαση. Όπως σπεύδει, άλλωστε, εξαρχής να διαβεβαιώσει ο συγγραφέας, οι
δύο αυτοί συγγραφείς δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα γείτονες. Ο Ιωάννου
μετακόμισε στην Αθήνα το 1971 και έζησε την τελευταία δεκαετία της ζωής του στο
σπίτι της οδού Δεληγιάννη 3, ένα διαμέρισμα που νοίκιαζε από την τραγουδοποιό
Αρλέτα· ήταν το πατρικό της, η ίδια έμενε από πάνω, όταν σε ένα σημείο ο
Ιωάννου γράφει «το σπίτι μας», αυτόν μαζί και την Αρλέτα εννοεί. Ο Λαπαθιώτης,
πάλι, είχε πεθάνει το 1944 – από κακουχίες, απώλειες, και το δικό του χέρι – λίγους
δρόμους παραπάνω, Κουντουριώτου και Οικονόμου. Οι δύο συγγραφείς δεν συνυπήρξαν ποτέ, στην
ίδια γειτονιά, ζωντανοί.
Όμως,
δεν είναι μια διάθεση να γίνει το κείμενό του πιο γλαφυρό, που φέρνει τον
Ιωάννου να φαντάζεται τον Λαπαθιώτη γείτονά του (προειδοποιεί ως προς αυτό: «Να
λείπουν από μας οι φενακισμοί. Αυτά τα αφήνω στους κακόγουστους φιλολόγους, που
διέπρεψαν φέτος σε καβαφικές αναπαραστάσεις και ρεκασμούς»). Αυτό, αντίθετα,
που προσπαθεί, είναι να αφηγηθεί μια ιστορία ξεχασμένη. Αυτό που προσπαθεί,
είναι να μνημολογήσει έναν συγγραφέα με τον οποίον τον δένει ό,τι η καθώς
πρέπει κριτική ονομάζει «εκλεκτικές συγγένειες» (αφενός για ν’ αποφύγει να
ονομάσει ξεκάθαρα αυτό που εννοεί, αφετέρου για να εκπαιδεύσει στο πώς αυτό που
εννοείται πρέπει να αποφεύγεται). Αυτό που ο Ιωάννου προσπαθεί, έστω και
τριγυρνώντας ο ίδιος σε μια γειτονιά και στις αφηγήσεις της για το παρελθόν,
είναι να ανασυστήσει: για τους αναγνώστες στοιχεία ένος πολιτισμικού αρχείου γεμάτου
κενά, διαγραφές και αποσιωπήσεις · και για τον εαυτό του μια γενεαλογία.
Έτσι
λοιπόν, σ’ αυτό το κείμενο, ο Ιωάννου τριγυρίζει και γυρίζει προς τα πίσω. Αρχίζει
να περπατάει στη γειτονιά του, να ρωτάει, να παρατηρεί, να περνάει από δρόμο σε
δρόμο, να ανασυστήνει τα παλιά κτίρια έτσι όπως θα ήταν όταν ζούσε ο ποιητής, να
προσέχει τις τρύπες και τους πεσμένους σοβάδες στους τοίχους των σπιτιών και να
σκέφτεται ποιες ιστορίες (και ποια Ιστορία) τα έχει έτσι σημαδέψει, να τον
φαντάζεται να πηγαίνει στην ταβέρνα, να χαιρετάει τη γειτονιά (όπως περίπου
κάνει και τώρα που τον αναζητεί ο ίδιος ο Ιωάννου), να τον εξεικονίζει όταν
πια, στα τελευταία του, θα πρέπει να ήταν πολύ καταπονημένος και οι γείτονες από
οίκτο τού πρόσφεραν ένα ποτήρι κρασί – αυτού, που κάποτε ευεργετούσε όσο
μπορούσε τους γύρω του –, να σκέφτεται πώς θα έγινε το γιουρούσι στην περιουσία
του ποιητή όταν πια είχε πεθάνει. Ακούει ιστορίες για «τον κύριο Ναπολέοντα»
και τους κληρονόμους, που ξεπούλησαν τα υπάρχοντά του – «μια βδομάδα
κουβαλούσαν τη βιβλιοθήκη του ... είχε αγανακτήσει η γειτονιά... Κανείς δεν
ξέρει την τύχη της βιβλιοθήκης του». Και σκέφτεται τι θα συμβεί και στον ίδιο.
Στο τέλος της αφήγησης, καθώς μας λέει «γνωστή πια η μοίρα του γείτονά μου [μα]
η μοίρα του γείτονά του όμως άγνωστη», το «Ο κύριος Ναπολέων!» που τόσο πολύ
έχουμε ακούσει σ’ αυτή την αφήγηση, ενώνεται με το «ο κύριος Κώστας!», κι οι
δυο μαζί με το «ο κύριος Γιώργος!»: μ’ αυτό το τελευταίο θαυμαστικό κλείνει το
κείμενο. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κώνσταντίνος Καβάφης (σ΄εκείνον είναι το
ξαφνικό κλείσιμο του ματιού), ο Γιώργος Ιωάννου! Στην εικόνα έτσι όπως τους
θέλει η επίσημη εικονογραφία: να έχουν μείνει μόνοι τους, να έχουν απομείνει μόνο
αυτοί· μα τώρα πια, τουλάχιστον σε τούτο το κείμενο, να είναι μαζί.
Απρίλη του 1984 πρωτοδημοσιεύεται
«Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης»,
Φλεβάρη του ‘85 ο Ιωάννου έχει πεθάνει, από επιπλοκές μιας εγχείρισης ρουτίνας
– η Αρλέτα θα κρατήσει για καιρό, και για μνήμη, το διαμέρισμά του στη
Δεληγιάννη ανέγγιχτο, όπως το είχε αφήσει πριν φύγει για το νοσοκομείο, έτσι θα
το φωτογραφίσει χρόνια μετά η Καθημερινή.
Ακολουθώντας μια εκφρασμένη του επιθυμία, οι εκδόσεις Κέδρος θα
συμπεριλάβουν το αφήγημα για τον Λαπαθιώτη ως καταληκτικό κείμενο σε έναν μικρό
τόμο που εκδίδεται λίγους μήνες μετά, τέλος ’85, με τίτλο Ο της φύσεως έρως. Εκεί και το έντονο και φιλολογικά διεκδικητικό
κείμενο «Ο ερωτικός ποιητής Καβάφης», που είχε δημοσιευθεί με το ψευδώνυμο
Παύλος Σιλεντάριος στο περιοδικό Αμφί,
και τώρα πρώτη φορά έβγαινε με το όνομα του Ιωάννου, έστω και μετά θάνατον.
Αν στα παλαιότερα δοκίμιά του έχουμε συνηθίσει να βγαίνει μπροστά ο
προσεκτικός φιλόλογος, σε αυτά τα κείμενα τη μέθοδο οργανώνει πια εμφανώς και ο
ομοφυλόφιλος συγγραφέας, που βγάζει μπροστά το συναίσθημα, τη διαίσθηση και την
ανάγκη για σύνδεση. «Ο γείτονάς μου...», υπ’ αυτή την έννοια, μοιάζει και ένα
κείμενο ποιητικής, έστω και αναδρομικό.
Αξίζει να προσεχθεί για παράδειγμα πώς, μιλώντας για τον Λαπαθιώτη, ο
Ιωάννου παίρνει όλες τις πληροφορίες μιας γειτονιάς – που συνήθως δεν είναι και
πολύ υποστηρικτικές στη διαφορά –, τα κουτσομπολιά, τις μνήμες, τα μισόλογα,
και μέσα από την προσωπική συμμετοχή και την προσωπική αφήγηση τη δική του, τα
μεταμορφώνει. Από καταδικαστικές περιγραφές της ζωής ενός ομοφυλόφιλου, τώρα,
στη γραφή ενός άλλου ομοφυλόφιλου συγγραφέα, αυτά γίνονται μέρος μιας νέας
ιστορίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το πόσο, σε τούτο το σύντομο κείμενο, ο
Ιωάννου βρίσκει τον χώρο να βάλει πολλά πράγματα στη θέση τους, να δώσει πολλές
πληροφορίες, να μιλήσει για τα ανέκδοτα ποιήματα του Λαπαθιώτη, να μιλήσει για
την τύχη (και τον κατακερματισμό) των καταλοίπων του, να αναφέρει την προσωπική
ζωή του, να μιλήσει για τον κύκλο του. Ασφαλώς δεν χρειάζεται να έχει κανείς «εκλεκτικές
συγγένειες» με έναν συγγραφέα, για να μπορέσει να κάνει μια τέτοια έρευνα. Δεν
χρειάζεται δηλαδή, θα πουν πολλοί, ένας ομοφυλόφιλος συγγραφέας που τριγυρίζει
μια γειτονιά, για να μάθουμε την ιστορία ενός άλλου ομοφυλόφιλου συγγραφέα που υπήρξε,
έστω και φαντασιακά, γείτονάς του.
Κι όμως, κάτι παραπάνω συμβαίνει μ’ αυτή την κίνηση. Με αυτή την εικόνα του
ανθρώπου που ιχνηλατεί, ενός αφηγητή μιας ιστορίας που δεν έχει γραφτεί αν και
τόσα έχουν γραφτεί, ενός ομοδιηγητικά επιθυμητικού flâneur μιας πόλης που άφησε μέσα
της χώρο για τόση αντικανονική επιθυμία, τόσες κρυφές ζωές, τόσα μισόλογα, αυτό
που συμβαίνει είναι να ενεργοποιείται, στην πράξη, ένα καινούριο αρχείο.
Δεν είναι, προφανώς, ένα αρχείο όπως το έχουμε συνηθίσει – έρχεται άλλωστε
να συμπληρώσει ό,τι εξορισμού λείπει απ’ το επίσημο αρχείο. Καθώς η
αντικανονική επιθυμία βγαίνει μπροστά, χαρακτηριστική μιας διάθεσης όχι μόνο
για ταύτιση αλλά και για έρευνα (θυμάται ο Ιωάννου πώς πρωτασχολήθηκε με τον
Λαπαθιώτη, «τρομοκρατημένος και τσαλαπατημένος, ζώντας μέσα
στον εφιάλτη της Κατοχής και της άλλης καταπίεσης, να διαβάζω ό,τι
έβρισκα μπροστά μου από τα κείμενά του»), αυτό που αναδύεται είναι μια ιστορία διαφορετική. Κι όσο κι αν μιλάει
για ανθρώπους γνωστούς, τούτη η αφήγηση μοιάζει τόσο μ’ αυτές τις ιστορίες που
έχουν πάντα να πουν όσες και όσοι έχουν κατά καιρούς προσπαθήσει να ανασύρουν
από το πολιτισμικό αρχείο του παρελθόντος τις σκηνές και τα πρόσωπα εκείνα που δεν
αντιπροσωπεύτηκαν στο «επίσημο», το «κανονικό» και το «νόμιμο» της κάθε εποχής,
και άρα δεν πιάστηκαν εύκολα στα ραντάρ της επίσημης ιστορίας.
Βρισκόμαστε
εντελώς μέσα στο πλαίσιο αυτού που η αμερικανίδα κριτικός Αν Σβέκτοβιτς έχει
ονομάσει «ένα αρχείο συναισθημάτων», ένα αρχείο ικανό δηλαδή να ανασύρει εμπειρίες, μνήμες και ταυτοτικές
αναζητήσεις τις οποίες κατά κανόνα (και συχνά και κατά σύστημα) αποσιώπησε το επίσημο
εθνικό πολιτισμικό/πολιτικό αρχείο.
«Η εστίασή στο τραύμα», λέει η
Σβέτκοβιτς, «λειτουργεί ως σημείο εισόδου σε ένα τεράστιο αρχείο συναισθημάτων,
των πολλών μορφών της αγάπης, της οργής, της οικειότητας, του πένθους, της
ντροπής και τόσων άλλων, που συμμετέχουν στη ζωντάνια και τη δύναμη της queer
κουλτούρας στις πολλές της εκφάνσεις. [... Γιατί] το τραύμα θέτει υπό δοκιμασία τις κοινές
αντιλήψεις σχετικά με το τι συγκροτεί ένα αρχείο [...] το τραύμα ασκεί πίεση στις
συμβατικές μορφές τεκμηρίωσης, αναπαράστασης και εορτασμού της μνήμης, δίνοντας
έναυσμα σε νέα είδη έκφρασης, όπως είναι η μαρτυρία, και νέες μορφές μνημείων,
τελετουργικών και αναπαραστάσεων που αναδεικνύουν συλλογικούς μάρτυρες και
κοινά. Απαιτείται λοιπόν ένα ασυνήθιστο αρχείο του οποίου τα υλικά, επειδή
υποδεικνύουν τον εφήμερο χαρακτήρα του τραύματος, είναι κι αυτά συχνά εφήμερα».
Έτσι
κάπως γυρίζει (από) πίσω και η παράσταση των bijoux de kant. Θυμίζοντας τις
πολλαπλές και συχνά αντικανονικές εκδοχές του τραύματος, αλλά και πώς, γύρω,
μαζί και μέσα από αυτό, δημιουργείται ένα αρχείο ανοιχτό, ευάλωττο, εφήμερο,
αντικανονικό, ένα αρχείο συναισθημάτων. Εκεί που μπορεί να συνυπάρχει η Μπέλλου
(στη φωνή της οποίας, επιτέλους, δεν ακούνε όλοι οι άνθρωποι μονάχα
«δωρικότητα»· όπως ούτε κι όλοι μας, όταν ακούμε ρεμπέτικα, σκεφτόμαστε με τον
ίδιο τρόπο τους αντρισμούς τους), ο εστέτ Θάνος Βελούδιος και η συλλογή του με
φωτογραφίες γυμνών ανδρών (ένα Physique
Pictorial στην Ελλάδα του ’50 που εκθέτει υποκουλτουρικές διαδρομές και αυτοεκτίθεται
ως μονομανία), ο Λαπαθιώτης, ο Ιωάννου, η Αρλέτα και «το σπίτι μας».
Ένα
σκηνικό σαν λαϊκό πάλκο, κείμενα για την επιθυμία, τη διαφορά, τη μοναξιά, την
απώλεια, τη διαπλοκή τους· λέξεις-υπονοούμενα αλλά και τραύμα που ξεκάθαρα θέλει
να φτιάξει χώρο για να μοιράζεται· και συναίσθημα που θέλει, γυρίζοντας
αντικανονικά πίσω, να ξαναπεί τις ανακατεμένες του συγγένειες και να ζητήσει –
εδώ, σ’ αυτή τη σκηνή – οι επίμονες αυτές αισθηματικές γενεαλογίες να μετράνε
για Ιστορία.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου διδάσκει από το 2004, καλύπτοντας επίσης τις θεματικές των πολιτισμικών σπουδών, της queer theory και των σπουδών φύλου. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο του "Σαν κι εμένα καμωμένοι": Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας.