Κι
αυτή η ένδειξη ημερομηνίας δίπλα στα ποιήματα το κηδειόσημο μου κάνει,
μια εισαγωγή στο θάλαμο της ανυπαρξίας, καθαρά Δευτέρα 3 Μαρτίου ώρα
9:04 το πρωί, να ησυχάσουμε μαζί, να μη μας απασχολούν κι αυτά, θα τα
θυμόμαστε πότε πότε και τότε μόνο θα μυρμηγκιάζουν και θα
ξαναζωντανεύουν, όταν τα ελέγχουμε, όταν τα κάνουμε - κουραδίτσες
στιχάκια, αναμασώντας τις άλλες ώρες, πιάνουν κακαδάκια οι πληγές,
ξύσε τις πληγές, βγαλε αίμα απ τις πληγές κι ανασυγκροτήσου, εδώ που
κάθεσαι, αφού μπορούμε και θέλουμε να τα ανακαλέσουμε στη μνήμη όλα ξανά
πιστεύοντας ότι όλη αυτή η ανάκληση γίνεται τυχαία και ουδεμία σχέση
έχει με την πηγαία, την αυθόρμητη ζωή που κοίτα, αλλού μας έχει πάει και
πώς το θυμήθηκα τώρα αυτό πάλι, βουνό με βουνό δε σμίγει, ούτε
πεθαμένος με ζωντανό, ούτε νεκρός με πεθαμένο, σχήματα προσαρτημένα,
αρμοσμένα καλά, ό, τι κατεβαίνει, πέρασε - το τρίγωνο γίνεται τετράγωνο
αλλά το τετράγωνο πώς να γίνεται κύκλος, μυστήριο στο λεκανοπέδιο,
ευτυχώς δε γίνεται κύκλος το τετράγωνο όμως το αεροπλάνο πετάει και ο
χαρταετός πετάει και θα ήταν καλό να μπούμε στη θέση του και να δούμε
τον Γ, την Α, το Β όχι σαν πρόσωπα αλλά σαν καλούμπα που ο κωλοαετός
ανάστροφα κατευθύνει στο σύμπαν κι εκείνοι θα πετάνε τότε επιτέλους αλλά
πάνω στη γη, παράδοξο αλλά πάνω στη γη θα πετάνε.
Σημερα βρέχει τις δυο
τρεις μέρες πολλη βροχη επικίνδυνη βροχή το νερό και ο αέρας με
τρομάζει οι σωληνώσεις θα μπει υγρασία ο ουρανός στο σπίτι όταν
συναντηθούν οι νεκροί, η φωτιά δε με τρομαζει, τα σύρματα της Δεη, το
δέος - τα δέη τι όμορφα που κλίνονται τα ουράνια, σχήματα, σχήματα λόγου
κι αυτά, περιττώματα, δε θέλω να κατανοηθεί τίποτα όταν μιλάω γι αυτό
τα λέω περίτεχνα, περισπούδαστα και περιτετμημένα γιατί ούρλιαξα και δεν
κατανοήθηκε τίποτα και τρελές κορδέλες ανεμελιά, φύκια γίνανε τα νεύρα
μου και τρελές μεταξωτές στον άνεμο οι κορδέλες, με διώξατε και με
πνίξατε, με χαντακώσατε στις σωληνώσεις και τα ζουμιά σας,
σκαθαροζούμηδες, χαριτωμένα της αποπλάνησης τέρατα, ψαλιδοχέρηδες, μου
εξαντλήσατε, μου κουρέψατε την αδυναμία και σας κατάπινα, σας έσφαζα και
σας έφαγα ολόκληρους αχόρταγα και μπούχτιζα και έτρωγα κι αποκρέψαμε,
σας απέκρυψα μέσα μου κι έτσι αποκτούσα κι άλλα πλουμίδια στην ουρά
και τσαλαβουτούσα την ουρά μου μέσα στου βόθρου σας τα νερά κι άλλες
εντυπώσεις στα σκέλια μου ανάμεσα ότι ήσασταν άνθρωποι ενώ είσαστε τα
πιο σιχαμένα καθάρματα, οι πιο πεθαμένοι, οι πιο ελεγχόμενοι, οι πιο
ελεγκτές κι οι μεγαλύτεροι φασίστες που γεννήθηκαν ποτε πάνω σε αυτό το
στήριγμα, το σαθρό οικοδόμημα που φτιάξατε και που τρεις μέρες τώρα μου
έχει καρφωθεί ότι έχετε το θράσος να το λέτε στερέωμα για να χετε
σιγουριά ότι όλα είναι εύτακτα και ότι πάνω σε αυτή τη γη υπάρχει αυτή η
χαβούζα για να μπορείτε να υπάρχετε κάπου.