Έχω αφήσει πεισματικά πίσω όλες τις αρνήσεις. Ακόμα κι όταν ξεκινάω να γράψω μια πρόταση αν ξεκινάει με δεν, τη σταματάω πριν προλάβω να την διατυπώσω. Όλες οι προτάσεις μου ξεκινάνε με δεν. Ακυρώνω άπειρες προτάσεις. Ακόμα και την πιο όμορφη διατύπωση αν σκεφτώ σε άρνηση, δεν συνεχίζω καν τη σκέψη και ανυποχώρητα καταδικάζω τη στιγμή ως ανέμπνευστη. Ζω μόνο τέτοιες στιγμές. Γράφω ολοένα λιγότερο. Έχω σταματήσει να γράφω. Θα σταματήσω για πάντα να γράφω. Έχω γεμίσει ανέμπνευστο χρόνο. Είμαι γεμάτος ανέμπνευστο χρόνο. Φούσκωσα από ανέμπνευστο χρόνο. Ο Ανέμπνευστος χρόνος έγινε το οξυγόνο μου. Έγινε θεός και φύσηξε μέσα μου την πνοή του. Δεν έχω άλλο χρόνο μέσα μου. Χάνομαι στις ατμοσφαιρικές του πιέσεις. Δεν έχω άλλο χρόνο έξω μου. Θα μείνω ανέκφραστος. Αγαλματάκι, αμίλητο, ακούνητο, αγέλαστο, μέρα και νύχτα.
Δε θα προλάβω να φτάσω καν σε πλατεία για να τοποθετηθώ. Καμία περίοπτη θέση. Υπάρχω ως προτομή κινούμενος. Το σώμα μου αντιστέκεται υπενθυμίζοντάς μου βαθιά τον ανθρώπινο πόνο. Σε άφθονα, διαφορετικά σημεία. Έχω εικάσει καρκινογεννέσεις παντού. Ανα πάσα στιγμή πολλαπλασιάζομαι και πετρώνω. Δε φαίνομαι. Φυτρώνω. Μυρμηγκιάζει μέσα μου η αναγέννηση. Εκτός αν είναι φθορά, το σκέφτομαι κι έτσι, αλλά αυτό είναι πάλι μια άρνηση οπότε πρέπει να συνεχίσω.
Αδιαφορώ ακόμα και για αυτά, για τα πιο επικίνδυνα σημεία, τις ανεπαίσθητες ακόμα ενοχλήσεις που μπορεί να με κάνει να νιώθω η αφθαρτή ύλη. Περιφρονώ την αυτιστική συχνότητα και την επαναληπτικότητά τους. Πιο πολύ από όλα μισώ τη στασιμότητά που με βάζουν. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αντίσταση που μπορώ να έχω, αν είμαι βαριά άρρωστος δε θα το μάθει κανείς, ούτε εγώ. Κάποιοι λένε ότι αυτό που είμαι δεν είναι πολίτης. Θυμάμαι σαν τώρα πόσο εντύπωση μου είχε κάνει όταν συνάντησα πρώτη φορά γραμμένη τη λέξη υλιστής. Ήταν σε ένα άρθρο για την εμπειρία αυτών που πέθαναν και ξαναγύρισαν. Πεθαίνω όρθιος. Πηγαίνω και θα ρθω.
Το μυαλό, δεν δίνω σημασία στο μυαλό, το όργανο που έχει μάθει να ταυτίζει σημαντικό και σημασιολογικό πλαίσιο δίνοντας διέξοδο στη λογική συνέπεια το έχω αχρηστέψει. Να μην καταλαβαίνει αυτές τις διαδικασίες, να εθελοτυφλεί. Μυρμηγκιάζει μέσα μου η αναγέννηση. Μπορεί να είναι και η φθορά. Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει όσο συνεχίζεται αυτή η ακατάβλητη αναμέτρηση.
Φτάσαμε σε εποχές που οι πόλεμοι δεν έχουν αιτίες και αφορμές οπότε κατέληξα ότι δεν πρέπει να πολυσκοτίζομαι και για αποτελέσματα και συνέπειες. Θα γονατίζω στη μέση του δρόμου, στη μέση του κόσμου, στη μέση του μαύρου τίποτα και πουθενά. Το πουθενά γεμίζει περισσότερο χρόνο. Στον πρώτο ρόλο της ζωής μου υπήρξα Παλιός
Χρόνος, στη γιορτή των Χριστουγέννων στο Νηπιαγωγείο, κρατούσα μια δυσανάλογα μεγάλη μαγκούρα, ήταν της εν ζωή ακόμα τότε προγιαγιάς μου - δυο πράγματα θυμάμαι απο τότε, το ύψος της σκηνής και την εναγώνια απορία η γιαγιά πώς θα περπατήσει τώρα που της έχω πάρει τη μαγκούρα;
Με αυτό το άγχος αλλάζω τις χρονιές. Το μόνο που μπορώ να καταφέρω είναι ένα άλφα που φτάνει ως το ωμέγα στερητικό, το άλφα του ονόματός μου στερημένο δυο φορές ώστε να λειτουργεί ως στερητικό κι αυτής της αντινομίας. Ή μήπως της αντωνημίας; Δεν μου άρεσαν ποτέ οι μονοί αριθμοί επειδή δεν διαιρούνται σε ένα ολόκληρο αποτέλεσμα και θα ήταν καλά να διατελούσα συνεχώς υπό το μόνιμον κράτος αυτής της ανορθογραφίας.