Ούτε ποτέ κατάλαβα σπρωγμένος από τι μιλάω. Και τότε βγήκα στο μπαλκόνι και διεκδίκησα τη θέση μου στον ουρανό. Πάντα από τη θέση του κατώτερου που σέβεται της φύσης την αποτυχία αλλά προσπαθεί να πλάσει ιστορίες από τα σύννεφα που θα διαλυθούν στο γαλάζιο, πάντα από τη θέση ενός νεκρού που δε διεκδικεί στιγμιαία τη θέση στον αιώνιο παράδεισο. Την ξέρω την πτώση, τη νίκησα τόσες φορές και με κατάφερε άλλες τόσες. Ξέρω τα σκιρτήματα. Δε θέλω να φτάσω εκεί που δε μπορώ, να φτάσω θέλω μόνο να βλέπω εκείνο που διεκδικώ. Όχι για να απαλλαγώ από τη χαμέρπεια, όχι για να βρω ένα καινούργιο ψευδεπίγραφο όραμα, αλλά για να προτάσσομαι με σθένος στην ανυπαρξία. Να συλλαβίζω ακαθόριστα σχήματα σε χώρους εξοπλισμένους μόνο με αδιαπραγμάτευτα και στοιχειώδη, να επιβεβαιώνω ένα συναίσθημα που ξεπηδάει αγνώριστο ή αδύνατο να το περιγράψεις σε σχέση με όλα τα προηγούμενα. Ποτέ δεν τα καταφέρνω. Νικάει η βιομηχανική βαρύτητα του σώματος και της ψυχής μου. Το ένιωσα αυτό πριν στην άκρη στο μπαλκόνι. Θέλω πάλι να το νιώσω, να χάσω τη γοητεία μέσα στο κενό, να ξεχάσω την αποκάλυψη, να γίνω πάλι ελάχιστος.