Sunday, May 13, 2012

Γένοιτο





(μια ευκτική του ρήματος γίνομαι)


Να γράψω κάτι, πώς να σκεφτώ
εδώ που σταμάτησα
ν' απεικονίσω μια λέξη,
αν μπορώ,
χωρίς λόγια
να πω τη δική σου ανάμνηση
που φυλάω από τα γεννοφάσκια μου κρυμμένη,
εγώ της κοιλίας σου καρπός από πάντα
όπως ξετσούμισα στη ζωή, ρε γαμώτο,
έτσι, γαμώτο
γιατί ξετσούμισα έτσι
και γιατί με ξετσούμισες στο κάτω - κάτω
της γραφής μου
έτσι κι εσύ
σου χω πάρει όλα τα κουσούρια
και είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μόνοι  
μια ζωή
για πάντα,
αυτή η αιώνια,
η όσο διαρκεί ο βίος τελοσπάντων απόπειρα
να ξεστομίσω ό,τι θέλω να δω και δε φτάνει μια ολόκληρη ζωή
και ένας ολόκληρος καλοκαιρινός ήλιος δε φτάνει
και το πάντα θα είναι πάντα τόσο λίγο
μια γενοκτονία θα είναι το πάντα
για πάντα
χωρίς διακοπή,
μια τόσο γενναία συνάντηση που δε γίνεται θα είναι πάντα
πια ποτέ,
κι εγώ μιλάω τώρα εξ ονόματος δεν ξέρω τίνος ακριβώς
πάντως διακατεχόμενος νιώθω από κάτι παραπάνω από μένα,
σάρκα που δε μου ανήκει
και με προσπερνά
και με διαπερνά ξίφος
και τομή καισαρική με τρέχει
μα λόγος ανησυχίας δε συντρέχει είπαν οι γιατροί
- το μόνο που μου ανήκει είναι αυτός
ο μόνιμος παροξυσμός με τα ρήματα,
αυτές οι ψευτιές για μουτσούνες κάθε βράδυ
κάθε βράδυ εκεί γύρω κοντά στη μία
που βλέπεις πως με κοροϊδεύουν
εσύ με πιστεύεις, δεν γίνεται εσύ όλους αυτούς που βλέπω να μη τους βλέπεις,
εσύ με πιστεύεις, θα τα καταφέρω αύριο έστω να τους ξεφύγω, να ζωντανέψω;
δε θα τα καταφέρω να κάνω πράξη κάτι τουλάχιστον, επιτέλους το παραμικρό;
γιατί σε όλα τα έργα μου απέτυχα και είμαι σαν κι εσένα φτωχός
και είμαι άστεγος και πένης
και πόσο ακόμα να με φροντίζεις
μα θα έχω ανάγκη από την αιώνια δική σου αγκαλιά
κι εκείνο μονάχα θα είναι θησαυρός
γιατί ακούω στα αυτιά μου συνέχεια «είναι άνθρακας ο θησαυρός, να προσέχεις»
μα άμα τον βρω θα στον χαρίσω για να πάρω κι εγώ ένα δικό μου μαύρο κομμάτι
από το άλλο, το σπάνιο, το αντίθετο από τη συνήθεια,
το μοναδικό που ποτέ πια δεν γίνεται να παραδοθεί,
μια πράξη που αντιστέκεται
και πάνω στους χτύπους της δικιάς σου μόνο καρδιάς φαίνεται τελικά ν’ αντέχει,
ρε παιδάκι μου, ρε μάνα,
ένα πουλάκι νεοσσός αν αντισταθεί για όσο 
και μετά δε με νοιάζει, ας πετάξει
το ρήμα που ακόμα ψάχνω και δε μπορώ να το βρω
κι ας μιλάω ελληνικά τόσα χρόνια,
ας πάει και το παλιάμπελο,
ας πάει να γαμηθεί,
ας σβήσω από την μνήμη όλων των ανθρώπων που πόνεσαν γιατί τόλμησαν,
εγώ απόκληρος 
ο άσωτος σου υιός
γιατί δεν γίνεται και δεν μπορώ να είμαι και συνέχεια
το περιεχόμενο και ο μαιευτήρας της σακούλας αλήθεια εδώ που τα λέμε
για να κάνω πάντα κουράγιο
και με το δισάκι στον ώμο
για το δρόμο για το δρόμο
να νικάω τα νέα όρια
και όλα τα ψεύδη 
κι όλα τα σπερματοζωάρια 
και τους στρατιώτες όλους
και όλους τους αφελείς
κι όλους τους ταξιτζήδες
κι όλους τους οδηγούς λεωφορείων
κι όλους τους τροχονόμους που παρέκαμψε το αυτοκίνητο εκείνη την ώρα
και που παρακάμπτει το αυτοκίνητο πάντα,
κάθε φορά που έρχομαι κάθε φορά που επιστρέφω
τότε που σε πήγαινε εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα
στη μαιευτική κλινική Λητώ
και ερχόμουν εδώ
επιτέλους ήρεμο μέσα στην αγκαλιά σου μωρό
για να μαι κουβάλημα για να μην είμαι κουβαλητής
για να μην έχω άλλα μπαγκάζια στο χέρι
πέρα από εκείνα τα λίγα που με ξεφούρνισες γυμνό μέσα σε τόσο κόσμο
μέσα σε αυτή την πόλη
και να μην είμαι ούτε και τίποτα άλλο τελικά παρά ο πρώτος εκείνος σπαραγμός
από το κλάμα που επιβεβαίωσε ότι είμαι δικό σου παιδί
και παντελώς υγιές κατά τα άλλα.
Άντε, χτύπα με άλλη μια στην πλάτη να ξεροβήξω να προχωράμε. 

Εγένετο.