Αν εξαϋλωνόμασταν θα αποκτούσαν νόημα τελικά όλες οι Αποκριές, θα γίνονταν Απονηριές, θα γίνονταν Απονεκριές, θα γίνονταν Απονεριές, όπου μες από τον ισθμό τους τελικά θα σαλπάραμε εξαπτέρυγοι, πολυόμματοι, μετάρσιοι και πτερωτοί κατά το νερό εκείνο μιας ολοκαίνουργιας θάλασσας και θα είχαμε με αυτό τον τρόπο από το στριμωγμένο, το σφηνωμένο κρέας όλης της ταλαίπωρης, της σφαγμένης ύλης μας μακριά και δεδικαιωμένα ταξιδέψει. Αλλά πόσο μακριά θα ήταν εύκολο να κρατηθούμε ζωντανοί μέσα στο στιγμιότυπο ετούτο μιας ακόμα καλής, μιας κοφτερής λεπιδιάς που απομακρύνεται πια από τη σάρκα της ύλης όπου χώνεται καλά καλά όσο ζούμε, συνέχεια, κι όσο μόνο το ίδιο το σώμα παραμένει απόδειξη της αδιαίρετης και ομοουσίου τριάδος που λέγεται πνεύμα και σώμα και ύλη;
Κάθησα και σκέφτομαι και γράφω τώρα ότι δεν είναι εύκολο να διαχειρίζεσαι ανά πάσα στιγμή τον πλούν ετούτο μέσα από ένα ρυάκι θάνατου που οι περισσότεροι λογίζουμε βούρκο, πολλώ δε μάλλον πόσο δύσκολο είναι να επιχειρείς ανά πάσα στιμή έναν πλούν αεροστάτου που παραμένει πάντα μόχθος πολυπόθητος και διακαής όσο πλησιάζει διαρκώς ανακυκλούμενη η ελπίδα για τη συνθήκη μιας επιτέλους ανυπερθέτως Καθαροδευτέρας. Αναρωτιέμαι παράλληλα φυσικά τι τα θέλω και τα ψάχνω τώρα όλα τούτα πάλι τα υπερφυσικά, ιδίως τέτοιες ώρες ξεφάντωσης που φαίνεται ή τελοσπάντων μπορείς να απολαύσεις και να ξεγελιέσαι, δικαιολογημένος που αφέθηκες σε μια βόλτα εις της αυταπάτης τους κήπους, όσο ακόμα μπορείς να στέκεσαι αιθεροβάμων ταξιδευτής πάνω σε ετούτο το ρυάκι παρόν, φρενήρης της ζωής μασκοφόρος νικητής ταυρομάχος.
[...μνηστὴρ
γὰρ ἦν μοι ποταμός, Ἀχελῷον λέγω,
ὅς μ᾽ ἐν τρισὶν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός,
φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ᾽ αἰόλος
ὅς μ᾽ ἐν τρισὶν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός,
φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ᾽ αἰόλος
δράκων
ἑλικτός, ἄλλοτ᾽ ἀνδρείῳ κύτει
βούπρῳρος·
ἐκ δὲ δασκίου γενειάδος
κρουνοὶ
διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ.
τοιόνδ᾽
ἐγὼ μνηστῆρα προσδεδεγμένη
δύστηνος
αἰεὶ κατθανεῖν ἐπηυχόμην,
πρὶν
τῆσδε κοίτης ἐμπελασθῆναί ποτε.
χρόνῳ
δ᾽ ἐν ὑστέρῳ μέν, ἀσμένῃ δέ μοι,
ὁ
κλεινὸς ἦλθε Ζηνὸς Ἀλκμήνης τε παῖς·
ὃς
εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης
ἐκλύεταί
με· καὶ τρόπον μὲν ἂν πόνων
οὐκ
ἂν διείποιμ᾽· οὐ γὰρ οἶδ᾽· ἀλλ᾽ ὅστις ἦν
θακῶν
ἀταρβὴς τῆς θέας, ὅδ᾽ ἂν λέγοι·
ἐγὼ
γὰρ ἥμην ἐκπεπληγμένη φόβῳ
μή
μοι τὸ κάλλος ἄλγος ἐξεύροι ποτέ.
τέλος
δ᾽ ἔθηκε Ζεὺς ἀγώνιος καλῶς,
εἰ
δὴ καλῶς. λέχος γὰρ Ἡρακλεῖ κριτὸν
ξυστᾶσ᾽
ἀεί τιν᾽ ἐκ φόβου φόβον τρέφω,
κείνου
προκηραίνουσα· νὺξ γὰρ εἰσάγει
καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη
πόνον.]...
Διηάνειρα, Σοφοκλής Τραχίνιες, στίχοι 9 - 30.
Η Δευτέρα καθαρά περιμένει να επιβεβαιώσει την πανανθρώπινη λαχτάρα για ένα ακόμα νέο πάλης ξεκίνημα, για ένα νέο άλλη μια φορά ορθόδοξο επιβίωσης αγώνα και προσφέρει παχηλό βέβαια προς ώρας τον πηχιαίο τίτλο μιας νέας αποτοξίνωσης που όλη την απόπειρα θα δικαιώσει - ω, κερασφόρε ορμή του ανθρώπου για ξεκινήματα! (Χαμογελώ όσο σκέφτομαι ότι στην Κρήτη του Λαβύρινθου για το μωρό παιδί που τεντώνεται για να ξυπνήσει χρησιμοποιούν τη λέξη αποταυρίζεται.)
Συμφωνει όμως επιπλέον επί της αρχής ως καθαρά τούτη η Δευτέρα και με τον άνα πάσα στιγμή ευθύβολο κίνδυνο για ένα ακόμα ξεσκαρτάρισμα, για ένα ξεκαθάρισμα που δεν ξέρω σε ποιό γύρο και με ποιό πέρασμα φονικής μουλέτα μπορεί να λογαριαστεί, ώστε να αναμετρηθεί εύστοχα και ανεξίτηλα να σε σημαδέψει.
Και μια σημαδεμένη Δευτέρα Καθαρά είναι μια συννεφιασμένη Κυριακή. Και μια συννεφιασμένη Κυριακή της Αποκριάς είναι μια Καθαρά Δευτέρα που μπορεί να φορτίζεται για να ηλεκτριστεί. Και πότε θα απαλλαγούμε από το κυρίαρχο συναίσθημα της Κυριακής, ότι κάτι τελειώνει περισσότερο παρά ότι κάτι αρχίζει; Και πότε θα απαλλαγούμε από τον κίνδυνο της συννεφιασμένης καθαράς Δευτέρας, την ηλεκτροπληξία που μπορεί να προκληθεί σε οποιονδήποτε αεροστατεί προς αποτοξίνωση από έναν στιγμιαίο κεραυνό εν αιθρία;
Φέτος δεν αγόρασα αετό. Πέτυχα έναν που είχε σχήμα και όγκο καραβιού στα Χανιά. Δεν ξόδεψα, δεν αγόρασα. Έκανα όμως έναν ολόκληρο συνειρμό για ένα ακόμα κλυδωνιζόμενο τρελοβάπορο και είπα τώρα που βρήκα καιρό αστραπιαίο να τον πετάξω.
ἀσυννέτημμι τὼν ἀνέμων στάσιν·
καὶ λάκιδες μέγαλαι κὰτ αὖτο·
ἀσυννέτημμι τὼν ἀνέμων στάσιν·
τὸ μὲν γὰρ ἔνθεν κῦμα κυλίνδεται͵
τὸ δ΄ ἔνθεν͵ ἄμμες δ΄ ὂν τὸ μέσσον
νᾶϊ φορήμμεθα σὺν μελαίναι
χείμωνι μόχθεντες μεγάλωι μάλα·
πὲρ μὲν γὰρ ἄντλος ἰστοπέδαν ἔχει͵
λαῖφος δὲ πὰν ζάδηλον ἤδη͵
καὶ λάκιδες μέγαλαι κὰτ αὖτο·
χόλαισι δ΄ ἄγκυρραι, τὰ δ' ὀήϊα
[ ]
[ ]
τοι πόδες ἀμφότεροι μένοισιν
ἐν βιμβλίδεσσι· τοῦτό με καὶ σ[άοι
μόνον· τὰ δ΄ ἄχματ΄ ἐκπεπ[.]άχμενα
..]μεν φόρηντ΄ ἔπερθα, τὼν[…]
]ενοισ[
Αλκαίος 19 ἀσυννέτημμι … (30D, 148P)
Για να μην ξεχνάμε και ότι κάθε καράβι από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν μια συνυποδήλωση πολιτείας. Όπως και μια συνυποδούλωση επίσης.