Βγαίνω στο δρόμο όπως βγαίνω μέσα από την καρδιά μου κάποιος προαιώνιος χρόνος έχει συντελεστεί αντικρύζω ολόκληρη την πόλη συντετριμμένη και προχωρώ όπως θα προχωρούσα βαθύτερα πια από την ιστορία στη μυθολογία των ερειπωμένων καρδιών μια ώρα ακαθόριστη δεξιά ή αριστερά από την ανατολή όπως βλέπω ή ίσως δεξιά ή αριστερά από το ηλιοβασίλεμα όπου έχω γυρίσει την πλάτη μου κάθε απόγευμα έρχεται μια στιγμή που γυρίζω να κοιτάξω μπροστά μου ή και πίσω και δεν μπορώ να βρω ξανά λόγια πέρα από λίγες λέξεις ελληνικές για να περιγράψω τη θέα ετούτου του απογεύματος που τελειώνει μέσα στο σώμα μου.