Κάποτε λοιπόν ξεκινήσαμε για το μεγάλο ταξίδι. Πήραμε μαζί όλα τα απαραίτητα για ένα σώμα γυμνό, δε διαλέξαμε χρόνο, χάρτη, τοποθεσία, θες επειδή δεν ξέραμε, θες επειδή δεν είμαστε απαιτητικοί, μπορεί κι επειδή είχαμε την τάση έτσι αφαιρετικά πάντα για κάπου να ξεκινάμε. Έτσι, μας φάνηκε στην αρχή σαν να προσγειωθήκαμε κάπου, αόριστα, από βιοτική ωστόσο ανάγκη συνεχίσαμε ουρανοκατέβατοι να προχωράμε.
Ύστερα μια μέρα ξαφνικά εκείνη η πρώτη συνειδητή μνήμη επιβεβαίωσε ότι σε ένα νησί ελληνικό είχαμε φτάσει. Φυσικά τρομοκρατήθηκα προς στιγμήν μην ήταν κιόλας η Ιθάκη, αλλά ευτυχώς παρηγορήθηκα στη σκέψη πως στην Ιθάκη δεν είναι δυνατόν έτσι εύκολα να φτάνει κανείς.
Αυτή τη φορά η ώρα της σκιάς με πέτυχε σε δρόμο ανοιχτό με αυτοκίνητο νοικιασμένο, φυσικά δεν οδηγούσα εγώ, είχαν περάσει να με πάρουν μαζί τους –τώρα γιατί επιμένω αναίτια να κρατάω μυστικό το όνομά του τόπου, θα σας γελάσω, ήταν και κάποιοι άλλοι μαζί μου, οπότε υποθέτω, μπορεί κάποιος ανά πάσα στιγμή να με προδώσει- αλλά εγώ φταίω που παρασύρομαι, δεν ξέρω όπως πάντα πού θα βγει, βρέθηκα λοιπόν όπως πάντα, εκεί, αόριστα όπως κάθε φορά, κι αν πιστεύετε ότι θα είχε μια κάποια αξία κι αυτό το αναφέρω, η ώρα εκείνη της σκιάς με πέτυχε σε δρόμο στενό κι από τις δύο μεριές, όλο δέντρα κοντόχοντρα και ψηλά, ελιές και κυπαρίσσια και δέντρα οπωροφόρα, στη μέση ένας ορίζοντας πορτοκάλι στημένο, κι εγώ ανεμπόδιστος μέσα στο νοικιασμένο αυτοκίνητο, ανάμεσα σε βάτους καιόμενες και άλλες χρυσοπράσινες και λυγερές, έφευγα μόνος, μαζί με όλους τους δικούς μου, κι ρώταγα τι άλλο μπορεί να έκαψε σήμερα ο ξοδεμένος ήλιος.
Την ακρίβεια αναζητούσα. Πίεζα το δέρμα στα σημεία που ήταν τώρα πιο κόκκινο και δεν ένιωθα τίποτα να καταλαγιάζει, τίποτα, μα εντελώς τίποτα, μα πώς γίνεται να μη νιώθω εντελώς τίποτα αναρωτιόμουν, δεν έχει καμία σημασία μάλλον όταν καεί κάτι από μέσα είπα, όμως λέξη δεν εμπιστεύτηκα στους υπόλοιπους, ότι πόναγα αλλά δεν καταλάβαινα χριστό πάνω σε εκείνα τα κόκκινα σημάδια, έλεγα μόνο κοίτα χρώματα… όμορφα… και χαζογελούσα όσο ολόκληρος ήλιος ξεψυχούσε μέσα στα χρώματα. Ήταν τόσο όμορφα! Αχ, αύριο να επαναλάβουμε αν γίνεται τη διαδρομή να βγάλω σουβενίρ φωτογραφία, το ηλιοβασίλεμα είπα, κι εκεί κάπου, πάλι αόριστα, αλλάξαμε διάθεση και ημέρα.
Την επομένη πήρα δρόμο κι έφυγα μόνος να πάω να βρώ το χθεσινό ηλιοβασίλεμα.
«Ναι, ίσως, μπορεί… αυτό που σοφαντίζαμε με γέλιο άδειες στιγμές, μπορεί και να ήταν ένα είδος ευτυχία. Όχι πώς δεν είχαμε ρίξει κατράμι για μόνωση στους τοίχους αλλά μετά από τόσα χέρια ώχρα απαλή αποκτούσαμε επιτέλους ένα κατάδικό μας σπίτι αλλοπαρμένοι, χαρούμενοι ακόμα τότε, θυμάσαι; Τρέχαμε στις εξοχές ρίχναμε μπετό και τούβλα στην άμμο και στον κάθε περαστικό νομίζοντας ότι αυτός θα υποκλέψει από το κύμα την πρώτη μας περιουσία. Στο τέλος μόνοι μας ρίξαμε στάχτη ο ένας στου άλλου τα μάτια».
Την ώρα που βασίλευε και αναλαμβανόταν στον ουρανό o ήλιος χθες, αρχίζαμε γλέντια, τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει, τραγούδια, φωτιά στο περιγιάλι το κρυφό και γύρω - γύρω όλοι, δεν καταλαβαίναμε κι οι δυο ερωτευμένοι ή κουτοί ποιος Μανώλης χανόταν ήδη πίσω απ' τα βράχια, στην ευθύνη στο φως που ταμπουρωμένοι τώρα στη σκιά έχουμε πιά εγκαταλείψει.
Τη μεθεπόμενη πήγα πάλι. Μόνος.
«Ίσως τώρα ήρθε πραγματικά ο καιρός να τα πούμε κι αυτά μεταξύ μας. Τώρα που μπορώ να σε κοιτάζω μ' έναν ολοκαίνουργιο τρόπο, όπως νιώθω να σου μιλώ. Τόσο κοντά σου όσο κι από μακριά. Εκείνοι λένε πως όλα κάποτε τελειώνουν και στις αδυναμίες θέλω να πιστέψω. Έχουν σβήσει το φως μα εγώ επιμένω να σε ψάχνω με τα σβησμένα μου μάτια. Έλα... βοήθησε με... να γίνουμε εμείς ξανά το σπίτι στην άμμο στο νησί που έδυσε ο ήλιος».
Γιατί όχι λοιπόν για μιαν ανατολή; Τι διαφορά έχει μια μέρα που ξεκινάει; Μικρός άλλη έννοια δεν είχα, στριφογύριζα όλη νύχτα άγρυπνος στρωματσάδα στο πίσω μπαλκόνι με μια τρέλα παράλογη, ολωσδιόλου παιδική, να υποδεχτώ κάθε καινούργια ημέρα. Κοίταζα τα μάτια των δικών μου κλειστά κι ύστερα κατάματα τον ήλιο που δε σου καίει την ώρα εκείνη ακόμα τα μάτια, ώρα πρώτη που κι από την ίδια τη φύση σου έχει επιτραπεί τον ήλιο κατάματα να κοιτάξεις. Είναι ένα δικαίωμα αυτό που δεν πρέπει με τον καιρό να χαραμίζουμε, ξέρεις. Τότε ακόμα η ώρα της σκιάς δεν είχε φτάσει, ήμασταν παιδιά.
Τώρα πια βρίσκω στην ώρα μιας ακόμα χαμένης ανατολής την αφορμή να κλείσω επιτέλους τα σφαγμένα μου μάτια, να ξεροκαταπιώ λίγο σάλιο ξερό στον πικρό μου λαιμό ύστερα από ένα τελευταίο, το πιο αργοπορημένο τσιγάρο, ένα τσιγάρο μισοτελειωμένο, που δεν ανήκει στο σήμερα, ένα τελευταίο τσιγάρο που ανήκει ακόμα στο χτες, ένα δικό σου τσιγάρο… Σήμερα θα το κόψω, θα αρχίσω δίαιτα, σήμερα είναι μια άλλη ημέρα, μια μέρα ακόμα που θα μαι μόνος στο μπροστινό μπαλκόνι. Οι υπόλοιποι φυσικά κοιμούνται. Βαθιά.
Οι υπόλοιποι φυσικά κοιμούνται. Από τότε, από μια φορά κι ένα καιρό στον κόσμο των παραμυθιών. Σιχαμένο μυαλό που τα σκέφτεσαι όλα ετούτα πάλι. Σιχαμένο μυαλό που γυρνάς πάντα μετόπισθεν, ποτέ εμπροσθοφυλακή, ποτέ υπεράσπιση, ποτέ φρουρά στην άγονη γραμμή, πείσμα αγιάτρευτο, ποτέ στο μπροστινό μπαλκόνι. Το νησί πάνω στη θάλασσα. Πάντα αποτιμάς. Εκ των υστέρων πάντα. Ποτέ πρόλογος, ποτέ ανατολή. Ακόμα και στην ώρα την πρώτη εσύ ηλιοβασίλεμα, εσύ σκιά και απολογία. Μοναξιά, μοναξιά, τίποτα άλλο.
Κι όμως μόλις πέρσι την ίδια πάνω κάτω εποχή, κοίτα τι βρήκα γραμμένο σ’ επτασφράγιστο, καρδιά μου, κιτάπι:
«Η ώρα έχει πάει τόσο αργά που θα ήμουν ευτυχισμένος αν συνέχιζα. Μα δεν μπορώ. Αντέχω τα πάντα. Μόνο τη νύχτα που τελειώνει δεν αντέχω. Και περνά αγύριστη κι αδάνειστη, γυναικεία, όσο και να την πληρώσεις. Θα γυρίσεις πάντα πίσω να της πεις δώσε μου κάτι ακόμα, γυναίκα. Με αυτή την ωραία απληστία, την αντρική που εσύ δεν θέλεις τίποτα να τελειώσει. Εκείνη όμως σου γυρνάει πλάτη και γυρίζει πλευρό φωνάζοντας επόμενος στον ήλιο. Γιατί αν τελειώνει κάτι σημαίνει κιόλας στο λεπτό, ώρα καλή που λένε, πως χάθηκε. Και δεν μπορείς να συγκρατήσεις τους μικρούς σπαραξικάρδιους ενθουσιασμούς από την καρδιά ενός λεπτού που περνάει. Κι όμως αυτή η υποδιαίρεση κιόλας της ώρας χωράει τόσους μικρούληδες πολλαπλασιασμούς. Φοβάμαι όταν ακούω μια φράση καραμέλα. Ζήσε το τώρα λένε, ζήσε το τώρα πιπιλίζουν. Δεν αντέχω. Κι ίσως αυτό να σημαίνει αντοχή: που δεν αντέχω ποτέ το τώρα, δεν ξέρω.
Γυρίζω πάντα από παιδί, είμαι ο ένας από δυο εραστές, γυρίζουν πλευρό ο ένας στον άλλο και κοιμούνται. Ξημερώματα. Και θέλω να ανοίξω το παράθυρο να κοιτάξω μαζί με σένα, αγάπη μου, τη θάλασσα που κανείς μας δεν μπορεί να την εξαντλήσει. Και θέλω να ανοίξω τη μπαλκονόπορτα και να είναι απέξω μια θάλασσα έτοιμη να ξεπλύνουμε και απόψε τα παιχνίδια μας στα νερά της, γαλάζια ήρεμα κύματα που το ένα φέρνει πάντα το άλλο σαν ημέρα. Ανεξάντλητα. Ατελείωτα. Το ένα πάνω στο άλλο. Ερωτικά. Μόνο αυτή την ώρα μου αρέσει και η ημέρα και ανεξάντλητη η θάλασσα. Ενώ ξημερώνει πλάι σου. Ωστόσο, λίγο πριν βγει με τις ακτίνες ο πιο βλαβερός ήλιος. Και έχει η ώρα δροσιά από ένα ποτήρι νερό, πάντα θα σου ζητάω να μου φέρεις, τη δροσιά του για να χεις, νερό κρύο».
Εδώ που τα λέμε δεν έκανα πολλά έπειτα από το ηλιοβασίλεμα. Ύστερα από όλα αυτά έμενα απλώς μέσα τη νύχτα, μόνος, ξέμειναν λίγες αδέξιες κινήσεις μέσα στο σκοτάδι πάνω στα στρώματα, δεν ένιωθα καν ανάγκη για μια θέα ή τη νυχτερινή ζωή ας πούμε του νησιού, έδυσε ο ήλιος. Με έκαιγε κιόλας μια ξεχασμένη μουσική, μέσα στα τεντωμένα αυτιά λίγη μελωδική ανησυχία. Κατέβηκα από το κρεβάτι και ξάπλωσα στην ταιριασμένη πέτρα, έφερα τα χέρια στα μάτια μπροστά, να κρύψουν όσο μπορούν το ελάχιστο φως απ’ το δρόμο, έκλεισα τα μάτια σφιχτά κάτω από δύο δακρυσμένα χέρια –ένα, όχι δυο ζευγάρια χέρια κλειστά- και άφησα μόνο τα αυτιά ανοιχτά να ακούνε το τίποτα και τα αδέλφια μου, τριζόνια και γρύλους.
«Αν ερχόσουν τώρα, έστω για λίγο, στα κρυφά, θα αθώωνες τη νύχτα, θα κρατούσαμε μόνο αυτή την άλλη σιωπή που δε βρίσκει καμιά φορά μες τα σεντόνια ησυχία…»
Την ώρα εκείνη χτύπησε το κινητό, με αναζήτησαν κεφάτοι όλοι μου οι φίλοι. Δεν απάντησα. Βγήκαμε φωτογραφίες πολλές, έχω να θυμάμαι κάθε πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ. Ποτέ κανένας δεν κοίταξε το φακό με τόση ειλικρίνεια όσο εγώ τα μάτια σου φέτος το καλοκαίρι σε τούτες τις φωτογραφίες.