Σήμερα η λέξη είναι χρονική. Είναι η λέξη post. Προσδιορίζει το μετά, το συντελεσμένο, αυτό που μένει όταν κάτι θα έχει συντελεστεί. Την ανάμνηση αυτού που συντελείται. Και τελευταία είναι η λέξη ανάμνηση επίσης κολλημένη στο κεφάλι. Κυνηγάμε την ανάμνηση. Είτε αυτού που θέλουμε να ζήσουμε, είτε αυτού που ήδη έχουμε ζήσει. Θυμόμαστε σαν από πάντα και για πάντα θυμόμαστε. To απώτατο παρελθόν. Το απώτατο μέλλον. Ο χρόνος είναι ο μόνος θεός. Ο δρόμος είναι μέσα σε αυτό το χρόνο. Είναι μάταιο να αποφεύγεις να λες τα πράγματα με το όνομά τους. Δεν είναι μάταιο να προσπαθείς να πεις τα πράγματα με το όνομά τους. Είναι η μόνη ηθική προσπάθεια. Δεν πρέπει να καταβάλλεσαι στον αγώνα για οτιδήποτε κάποια μέρα ως post θα καταλογιστεί.
Δεν χρειάζεται να πω πολλά περισσότερα για να δικαιολογήσω αυτό που μου συμβαίνει. Αν αρχίσω να γράφω το πιθανότερο είναι ότι πολύ σύντομα δε θα με βρίσκω εκφραστικό και θα παραιτηθώ. Αρνούμαι να εξηγώ, αρνούμαι να δικαιολογούμαι, θέλω να γράφω αυθαίρετα κάθε συνειρμό κι αυτό αυτόματα κάτι από το εντός μου να μεταφέρει για να εκτονωθώ.
Σήμερα σηκώθηκα το πρωί και πήγα στην παιδική μου παράσταση. Πήρα καφέ και δυό μπουκαλάκια νερό στη σακούλα, προχώρησα όπως κάθε πρωινό. Έδωσα μια παράσταση που είχε ξεχαρβαλωθεί. Καθημερινά ακολουθώ την ίδια διαδρομή, κάνω τις ίδιες κινήσεις, την ίδια σχεδόν πάνω κάτω ώρα - πολλές φορές σκέφτομαι την ακρίβεια των δευτερολέπτων στα βήματά μου, την ώρα που πατάω το πόδι μου αναρωτιέμαι με πόση ακρίβεια έχω προσεγγίσει και σήμερα την αφοπλιστική μου προγραμματισμένη ρουτίνα στο συγκεκριμένο σπασμένο πλακάκι του πεζοδρομίου σαν ανάγκη να μη συμβεί τίποτα αιφνιδιαστικό, σα να υπακούω σε ένα χρεός παράλογο και μια υπερκόσμια τελετουργία. Μήπως μετανιώσει για κάτι από τα λίγα που μου δίνει και τα πάρει πίσω ο θεός. Ηθοποιός σου λέει μετά και στο άγνωστο εμπιστοσύνη...
Περίεργα όλα αυτά γιατί η λέξη θεός στο κεφάλι μου έχει ετυμολογηθεί χρόνια τώρα από το επίρρημα θάττον, είναι ο συγκριτικός βαθμός του γρήγορα και λέω ότι σημαίνει αυτό που σε προσπερνά, αυτό που σε ξεπερνά, αυτό που σε βασανίζει. Αυτό που (δεν) έγινε και θέλεις να (ξανα)συμβεί. Η λέξη θεός είναι ο ανταγωνισμός μιας στιγμής πεζοδρομίου. Περπατάω αργά στο δρόμο, πάντα περπατάω αργά στο δρόμο κι όποιος κοιτάξει σχηματίζει την εντύπωση ότι είμαι κατατονικός. Ο θεός είναι με τους περαστικούς, o θεός είναι μεταξύ μας ένας λάθος συγχρονισμός, ένας ξεπεσμένος συντονισμός, μια εντύπωση λάθος.
Είμαι πάντα στο δρόμο, κάνω ίδια βήματα με χτες και προχτές ίσως τα ίδια βήματα με πέρσι και οι άνθρωποι προσπερνάνε, πάνε σε χίλιες άλλες δουλειές, συνεχίζουν πέρα από εμένα και σταματάνε τουλάχιστον στην επόμενη, την παρακάτω γωνία από την πόρτα εκείνη που εγώ θα κοιτάξω να μπω. Κάποτε με προσπερνάω κι εγώ. Προσπερνώ κι εγώ την πόρτα εκείνη. Δεν ξέρω πότε είμαι ευτυχισμένος, όταν μπαίνω μέσα ή όταν προσπερνώ.
Γιατί η πόρτα δεν έχει κλειδαριά, δεν έχει χερούλι, δεν έχει διεύθυνση αλλά είναι πάνω στο δρόμο, τη βλέπουν όλοι, την ξέρουν όλοι, περνάνε όλοι απέξω κι εκείνη ευδιάκριτη κι αγέρωχη, επιβλητική, στέκεται μασιφ σίδερο χωρίς κλειδαριά εκεί και περιμένει περιμένει δεν υπάρχει τρόπος ν' ανοίξει κι ούτε κανένας άλλος την επιλέγει και είναι μόνο για εμένα αυτή η πόρτα, είναι φτιαγμένη από κρυπτονίτη που δεν ξέρω τι ακριβώς είναι ως υλικό αλλά ξέρω ότι έχει τη δύναμη ολόκληρη πάνω της και μέσα της να με κρύψει.