Αν γυρίσεις κάποια μέρα πίσω, μη φοβηθείς, θα έχω ξεχάσει αιώνες και απόπειρες θανάτων. Τελικά όλα αυτά δε συνέβησαν. Είμαι χαρούμενος, αφού μπορώ να το λέω κι αυτό... εδώ μέσα...
Mπορώ γιατί δε μπόρεσαν να κυριαρχήσουν τύψεις, τελικά τουλάχιστον, εντός μας, ίσως κατά βάθος μάλιστα γελάω με τον τρόπο που το διατύπωσα κι αυτό ακόμα, μικρά κεντήματα θα είναι τώρα το γέλιο, όμως δεν επιτρέπω αυτή τη φορά θέση καμιά στην παραμικρή ειρωνεία.
Σε υποδέχομαι όσο υπάρχει αυτό το δέντρο εδώ μπροστά μου αυταπόδεικτο και κεντρισμένο. Τα δάκρυά του είναι τα δάκρυα της χαράς, της λύπης και της ελευθερίας μας. Ένα κράμα.
Έτσι έπρεπε, μόνο έτσι έπρεπε κι αυτό χωρίς να μπορεί να εννοηθεί στον κήπο πιά ως έξωθεν επιβεβλημένο από έναν τρίτο, μικρό ή μεγάλο θεό ή και άνθρωπο πες ή κι ό,τιδήποτε άλλο πράγμα, το πιό τυχαίο - το παραπάνω πλευρό που πιστεύουμε ότι μας ανήκει, το φίδι που μας παραπλάνησε, το μήλο που δαγκώσαμε, όλες αυτές οι μικρές ανόητες προφάσεις που αφηρωίζουν την αγνή αμαρτία κατοχυρώνοντας εντολή το αντίθετο από εκείνο που τελικά διαπράξαμε. Όχι, ερωτευτήκαμε. Και τελείωσε. Κι αυτό έχει από μόνο του μια παντοδύναμη αξία. Υπεράνθρωπη είναι μόνο η αδυναμία και κανένας παράδεισος δεν πάει χαμένος.
Τελειώνουν ιστορίες και επανέρχονται. Κάθε φορά και εν παντί καιρώ ρωτώ: είναι πρώτης τάξεως έγκλημα να μπορούμε να ξαναζήσουμε σε κήπους πέρα από τη φθορά, σκιά και καταφύγιο δακρύζοντας να βρούμε σε ανάσες που ανταλλάσσουν αμάραντα λουλούδια λίγα λίγα μονά μονά κομμένα στην ίδια πληγωμένη ρίζα που σε έφερε, σε έφερνε, σε φέρνει πάλι πίσω;
Mπορώ γιατί δε μπόρεσαν να κυριαρχήσουν τύψεις, τελικά τουλάχιστον, εντός μας, ίσως κατά βάθος μάλιστα γελάω με τον τρόπο που το διατύπωσα κι αυτό ακόμα, μικρά κεντήματα θα είναι τώρα το γέλιο, όμως δεν επιτρέπω αυτή τη φορά θέση καμιά στην παραμικρή ειρωνεία.
Σε υποδέχομαι όσο υπάρχει αυτό το δέντρο εδώ μπροστά μου αυταπόδεικτο και κεντρισμένο. Τα δάκρυά του είναι τα δάκρυα της χαράς, της λύπης και της ελευθερίας μας. Ένα κράμα.
Έτσι έπρεπε, μόνο έτσι έπρεπε κι αυτό χωρίς να μπορεί να εννοηθεί στον κήπο πιά ως έξωθεν επιβεβλημένο από έναν τρίτο, μικρό ή μεγάλο θεό ή και άνθρωπο πες ή κι ό,τιδήποτε άλλο πράγμα, το πιό τυχαίο - το παραπάνω πλευρό που πιστεύουμε ότι μας ανήκει, το φίδι που μας παραπλάνησε, το μήλο που δαγκώσαμε, όλες αυτές οι μικρές ανόητες προφάσεις που αφηρωίζουν την αγνή αμαρτία κατοχυρώνοντας εντολή το αντίθετο από εκείνο που τελικά διαπράξαμε. Όχι, ερωτευτήκαμε. Και τελείωσε. Κι αυτό έχει από μόνο του μια παντοδύναμη αξία. Υπεράνθρωπη είναι μόνο η αδυναμία και κανένας παράδεισος δεν πάει χαμένος.
Τελειώνουν ιστορίες και επανέρχονται. Κάθε φορά και εν παντί καιρώ ρωτώ: είναι πρώτης τάξεως έγκλημα να μπορούμε να ξαναζήσουμε σε κήπους πέρα από τη φθορά, σκιά και καταφύγιο δακρύζοντας να βρούμε σε ανάσες που ανταλλάσσουν αμάραντα λουλούδια λίγα λίγα μονά μονά κομμένα στην ίδια πληγωμένη ρίζα που σε έφερε, σε έφερνε, σε φέρνει πάλι πίσω;