Ο κανονικός άνθρωπος είναι ένας άνθρωπος που χαμογελάει στον κόσμο. Όχι νευρικά. Ευθέως και με ειλικρίνεια. Kαμία ειρωνεία. Τίποτα επιτηδευμένο. Τίποτα ψεύτικο, τίποτα που δεν εννοεί ή υπαινίσσεται το χαμόγελό του. Ο κανονικός άνθρωπος έχει ανάγκη τους άλλους ανθρώπους. Τίποτα δεν προδίδει την ανάγκη αυτή και τίποτα δε στέκεται εμπόδιο θεωρητικά στην ανάγκη να εκφράσει αυτή την ανάγκη. Δε φοράει χαμόγελα για να χαριστεί. Τα χαρίζει. Το ξέρει. Εν γνώσει του χαρίζει. Μέσα στους δρόμους, στα εκδοτήρια του μετρό, στις συναναστροφές και τις αγοραπωλησίες ανοίγει ένα χαμόγελο κι ύστερα μαζεύει τα χείλη. Για να μην υπάρχουν αποδείξεις όταν μπαίνει στο σπίτι.
Saturday, January 30, 2010
Thursday, January 28, 2010
Καραγκιόζης
Κι είναι πιό δύσκολο να πεις τώρα γιατί η μεγάλη ώρα δεν έρχεται ποτέ. Συνεπώς δεν είναι κάτι το τίποτα που λαχταράς, κάτι επόμενο, κάτι μεταβλητό, κάτι φτιαγμένο από μικρά τώρα. Δε σε περιμένει τίποτα. Δεν είναι απέξω κανείς. Δεν υπάρχει καμία προκατασκευή, κανένα σχέδιο μαθηματικής ακρίβειας - ή ανακρίβειας έστω-, δεν υπάρχει μελέτη αρχιτεκτόνων στατική για φτωχική παράγκα. Μόνη σιγουριά το οικοδόμημα που θα καταρρεύσει. Απέξω δεν είναι κανείς. Απέξω δεν φωνάζει κανείς. Μπαρμπα - Γιώργος, Χατζατζάρης, ο κακός ο λύκος. Ούτε μέσα τα τρία απροστάτευτα γουρουνάκια, μολυντήρι, κολλητήρι.
Μιλάω, μιλάω, μιλάω και ερώτηση δεν υπάρχει μεγαλύτερη από το γιατί και μεγαλύτερη απάντηση δεν υπάρχει από το τα ξαναδιαβάζω δυνατά, να ακούγεται η φωνή από μέσα απέξω.
Δε μου άρεσε το θέατρο σκιών ποτέ. Μήπως ν' άρχιζα λοιπόν σιγά σιγά να καίω τις φιγούρες; Γιατί το αστείο του Καραγκιόζη είμαι εγώ.
Είσαι μέσα; Όχι, δεν είμαι, απαντώ. Σαν δεν είσαι, τότε τί μου μιλάς, ρε Καραγκιόζο..
Σήμερα
Το άκουσα σήμερα σε ένα συννεφιασμένο λεωφορείο. Με φιμέ τζάμια. Σήμερα ήταν μια δύσκολη μέρα. Η μέρα την ώρα που το άκουσα είχε μαζέψει κιόλας μέσα της πολλές δύσκολες ώρες. Ήταν η πιό μεγάλη μέρα από μια ολόκληρη συννεφιασμένη ώρα μέσα σε ένα λεωφορείο. Πολύβουο και κρύο. Με πήγαινε πέρα δώθε μέσα στα φιμέ του τα τζάμια. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι είχα πάρει λάθος λεωφορείο. Κατέβηκα. Ήταν ατέλειωτη η μέρα κι ο δρόμος ακόμα πιό σκοτεινός. Και πιό κρύος. Ατέλειωτος. Το περίεργο ήταν πως δε νύχτωνε. Σα να μην πέρναγε η ώρα ένα πράγμα. Χάθηκα προσπαθώντας να βρω πάλι το σωστό δρόμο. Μπρος ή πίσω. Ατέλειωτη ώρα. Και δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω από το να προσπαθήσω να ακούσω. Ύστερα δεν ξέρω τι έγινε. Μάλλον έπεσα χάμω. Θ' αποκοιμήθηκα. Ακούγοντας. Το ατέλειωτο κρύο.
Friday, January 15, 2010
Το παιδί
Τελευταία δε μιλάμε τόσο πολύ. Τελευταία δε βλεπόμαστε κιόλας. Δε μετανιώνω, δε σε κατηγορώ για τίποτα, αντιθέτως αναμετράω κατά βάθος τα δικά μου φταιξίματα κι εγώ. Τώρα όμως που μπορώ να σκέφτομαι τα πράγματα καλύτερα, θέλω να πω να σε αισθάνομαι βαθύτερα στην καρδιά μου, μιας και δε σε ακούω τόσο συχνά όπως κι ούτε σε βλέπω, νομίζω ότι χτυπάει ολοένα πιο ισχυρό αυτό το παιδικό τραγούδι που ψιθύρισα κάποτε στ' αυτιά σου: Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ;
Mια βραχνή, πρόχειρη ηχογράφηση με τη νυχτερινή μου φωνή. Από την κανονική, ακόμα πιό άτσαλη. Κίνηση άτσαλη στο τετράγωνο -πόσα ζευγάρια δις εξαμαρτείν;-: την έστειλα μια νύχτα με μήνυμα από το κινητό μου στο κινητό σου. Ακόμα τότε η επικοινωνία δεν ήταν τόσο δύσκολη, το αντίθετο μάλιστα, τότε πιανόμασταν - ενίοτε απροκάλυπτα - στα σκοτάδια που μας φόβιζαν περισσότερο και προχωρούσαμε κρατημένοι χεράκι - χεράκι. Κι ίσως γι' αυτό περισσότερο είναι που δεν απογοητεύομαι: γιατί ξέρω πώς είμαστε πάντα δυό παιδιά μέσα στην ίδια νύχτα. Άτολμα και συγκρατημένα.
Τώρα τελευταία ακούω όλο και περισσότερο στα σκοτεινά το τραγούδι αυτό. Εντελώς απροκάλυπτα πιά. Μόνος εγώ μαζί σου. Λίγο πριν κοιμηθώ το βράδυ. Λίγο πριν πέσει το αιώνιο σκοτάδι και χαθώ στην ανυπαρξία του δωματίου - αν το καλοσκεφτείς, για τις ώρες που κοιμόμαστε μέσα του είναι ένα σκηνικό αληθινά τόσο νεκρό όσο και ψεύτικο-, μέσα στην ανυπαρξία ενός ακόμα αφτιασίδωτου ονείρου που επιβάλλεται ως αναγκαία πραγματικότητα εκείνες τις ίδιες ώρες. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους λίγο πριν αποκτήσεις για λίγο εκεί πάλι μέσα σε ωμά κι ανίσχυρα χρώματα από όνειρο τη νέα σου υπόσταση εσύ.
Τα όνειρά μου έγιναν το εντελώς ανακαινισμένο υποστατικό σου (με πόση τρυφερότητα χαμογελάω και σου ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στη σκέψη μου τελευταία ετούτο το χαμόγελο). Κατά ένα περίεργο λόγο όμως αυτές, όλες αυτές οι ατίθασες συναντήσεις σκέφτομαι πως υπήρξαν πάντοτε - από την πρώτη κιόλας στιγμή - τα πιό πραγματοποιημένα όνειρα μας. Η κοινή μας ζωή. Για όσο άντεξε τελικά σε μια πραγματικότητα είτε το θέλαμε είτε όχι παραμορφωτική.
Άκουσα τις προάλλες στο θέατρο μια ιστορία του Άλμπι για τα όνειρα αυτά που πρωταγωνιστούσε ο κοινός γνωστός μας, ένα παιδί χαμένο μέσα στα τόσα χρόνια. Ήταν ακόμα τόσο εύκολο όπως φαντάζεσαι να ταυτιστώ μαζί της. Ξέρω ότι αν τύχαινε και την άκουγες κι εσύ, θα είχες συγκινηθεί στα κατάβαθά σου μαζί της. Θα καθόσουν δίπλα στο θέατρο και αντίς για τελευταία πράξη επί σκηνής, θα σου έλεγα στις κερκίδες, τσίμπα με να ξυπνήσω στο τέλος... να ξυπνήσω στα χείλια μου ένα ακόμα πιό τρυφερό χαμόγελο και να γυρίσω τάχα πονεμένος να σε κοιτάξω και να σου το χαρίσω.
Έτσι αιώνια χεράκι νυχάκι για μια ακόμα στιγμή που θα επέβαλε μια αίθουσα άλλη από τον ύπνο και το δωμάτιο θα σου μιλούσα, θα κοιταζόμασταν, αφτιασίδωτα θα χαμογελούσα. Όπως και έγινε. Στην παραδοξότητα αυτή τη φορά δυστυχώς, όχι στο όνειρο. Μιας κι έτσι τα φέρνει, ρε διάολε, η ζωή.... να ξυπνάμε και να προχωράμε δυό δρόμοι στο τέλος παράλληλοι. Με ένα τσίμπημα από νύχι.
Όμως τώρα τέλειωσε. Και το τέλος κι αυτού του παράλογου παραμυθιού είναι η μόνη πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ύπνος, θέατρο, έργο, κερκίδες, θέσεις στα σκαλιά, σκοτάδι, όνειρο, ούτε καν δωμάτιο. Δεν υπάρχουν ρόλοι. Και που ξέρεις, μπορεί και μοναξιά τελικά να μην υπάρχει. Μόνο αυτό το σαν ένα παιδί με απλωμένα τα άτολμα χέρια την απόσταση ανάμεσα μας καλύπτει. Κι όπως προχωράμε τώρα έτσι κι οι δύο στο τεντωμένο τούτο σκοινί κρατημένοι από ένα σώμα τρίτο και τόσο κόσμο ανάμεσά μας με συντηρεί τουλάχιστον η σκέψη ότι μπορεί να γίνουμε δυό άκρες από ίδιο χαμόγελο στο οποιοδήποτε τέλος.
Tuesday, January 12, 2010
Friday, January 01, 2010
Μικρές εικόνες - 1/1/2010
Ήρθε πρώτη νύχτα του Γενάρη μια αθόρυβη πανσέληνος στην Αθήνα κι όπως οι περισσότεροι είχαν αποκοιμηθεί κάτω από το στολισμένο δέντρο πιωμένοι φαγωμένοι έτοιμοι, στη μέση του δρόμου, μέσα σε στάχτες από πυροτεχνήματα ξημέρωνε και έλαμπε στον ουρανό ολόκληρη και τεράστια μια χάρη. Δεν πίστευα τη χρονολογία που είχαμε φτάσει, έψαχνα μια παλιά ατζέντα να ειδοποιήσω έστω πέντε φίλους καρδιακούς για το θαύμα αλλά κατέληξα ότι ο χρόνος περνά για να μπορεί καθένας μόνος να πιάνει από μιαν άκρη την αρχή του.
Subscribe to:
Posts (Atom)