Ξεκίνησαν όλα σε ένα λούνα παρκ, η πόλη με τα μικρά φωτάκια χριστουγεννιάτικα δε διακρινόταν, ήταν σκέτη, το φόντο, προχωρούσε και γινόταν το λουνα παρκ φυσικό σκηνικό, αποκλειστικός χώρος, δρόμοι άδειοι, παλιοί, ίδιοι, δε φοβόταν, δρόμοι που δε βγάζουν πουθενά, συνέχιζε την αδιακρισία, περπατούσε αυτός όπως μια άγια νύχτα πριν χρόνια πολλά, χρόνια χίλια, ένιωθε αναμάρτητος με ένα περίεργο τρόπο, πόσο λίγο θα κρατούσε αυτό, έτσι ξαναγεννημένος, χρήσιμος μια στιγμή, σκέφτηκε, λες έτσι να περπάτησε κάποτε τη Βηθλεέμ ο μικρός χριστός πριν μπει στην κοιλιά της μαρίας και βγήκε αστέρι στον ουρανό να φυλάξει τον κόσμο, δεν του φάνηκε παράλογη σκέψη, ερώτηση υβριστική, μικρός θεός ή τελοσπάντων προς στιγμήν θεϊκός γόνος για τόσο μόνο μπορούσε να διεκδικεί το δικαίωμα στο αλάθητο, γι' αυτό προχωρούσε, να παρατείνει της ζωής το δικαίωμα.
Έφευγαν μαζί και τα μπαλκόνια, κοιμόντουσαν ήρεμα στα κρεβάτια της πόλης μικρά χαμογελαστά και υποφωτισμένα μωρά, όλες οι μηχανικές κούκλες στα δωμάτια και τα τραινάκια στων μαγαζιών τις μακέττες επιτέλους είχαν σταματήσει, δε φοβόταν, προχωρούσε και πίσω του φώτα θαμπά καθώς άναβαν όλο και περισσότερο στο φόντο μπαλκόνια, δε χιόνιζε, είχε μόνο ένα δυνατό, τόσο γλυκό κρύο και έφευγε μαζί με το κρύο αυτός μες στον αέρα μισός κι ο αέρας απ' την άλλη μεριά μόνος, κανείς απ' τους δυό δεν πήγαινε κόντρα στο ηλεκτρικό ρεύμα του άλλου, αντίθετα και μέσα ο ένας από τον άλλο αυτός κι ο αέρας του προχωρούσαν, τραβούσαν καθένας το δρόμο του, μαζί κι αντίθετα.
Όχι στη χιονοθύελλα, σε μια σφαίρα γυάλινη ένα μικρόκοσμο σε πυρετώδεις ρυθμούς αγάπης, σιγουριάς κι ασφαλείας φέρτον βόλτα, κράτησέ τον στα χέρια σου να με ταρακουνήσεις, κινήσε με στα άγνωστα, λαμπερά στενά του. Για ν' ανάψει το σπίρτο δε χρειάζεται κανένας να ντυθεί κορίτσι, δεν πρέπει κανένας να κάνει τρεις ευχές, δεν πρέπει κανένας να μένει μέσα στον κόσμο μόνος.