"Ρε, τι τραβάω η πουτάνα!", μια γυναίκα προσπαθούσε να κάνει με τον εαυτό της ένα αστείο, την άκουσα. Ένας εργάτης σ' ένα μπαλκόνι στον τρίτο πάνω σε μια σκάλα μετέωρος κάτι διόρθωνε, τον κοίταξα. Ένα πατζούρι κατέβαινε τρίζοντας φως απέξω, άκουσα και είδα. Σήμερα δεν ήθελα να βγω από το σπίτι.
Ήθελα μια μέρα εμένα. Πολύς καιρός, πολλή κούραση, πολλοί άνθρωποι. Έφυγαν, έμειναν, δε στέκονται, δεν έρχονται, με κάθε τρόπο πάση θυσία ο ένας τον άλλο προσπερνάμε. Κι όλα αυτά δε μου αρέσει έτσι που τα λέω γιατί μπορεί να μπερδευτείς και να νομίσεις ότι τα λέω κι από απλή μοναξιά. Κι εμένα αυτό λιγάκι ξέρεις θα με πλήγωνε, γιατί σήμερα να σου πω μονάχα την καθαρή αλήθεια μου άρεσε που περπάτησα στο χτισμένο κόσμο και μόνος.
Στο δρόμο τα κτήρια όπως πάντα, ίδια, σχεδόν τσιμεντένια, ψηλά, αλλά μαζί κι από ένα άλλο υλικό, μια αλλιώτικη λάμψη, κοίταζα τις λαμπερές κορυφές απόγευμα πιά όταν τα φώτιζε ο προτελευταίος φθινοπωρινός ήλιος. Και είπα πάλι "ανεξάντλητη και τρελή γοητεία αυτής της άσχημης πόλης".
Το κρύο τσουχτερό όμως τόσο οικείο, κατέληγε να γίνεται ό,τι πιο φιλικό ένιωθα μέσα στα κόκκαλά εκείνη την ώρα, περπάτησα όλο το δρόμο από κάτω προς τα πάνω ή κι αντίστροφα, στο δρόμο του αρχαίου νομοθέτη είπα τυχαία λες να ναι η αρίθμηση τούτη που την προοπτική της τώρα την έχω εντελώς χάσει κι ως πού θα με βγάλει τούτος ο νόμος που μέχρι κόκκαλο όλα τα έχει σκάψει. Δεν κατανοώ πιά πότε διέπραξα την ύβρη, δεν είμαι καλός σήμερα στις συνδέσεις για να την δικαιολογήσω.
Προχώρησα, περπάτησα, πάτησα. Απόψε που έμεινε μόνο το κρύο στο κόκκαλο μπορείς να με βγάλεις πάλι στον αναμμένο δρόμο;