Προσπάθησα να γράψω πέντε γράμματα. Θάλασσα πλατια σ' αγαπώ γιατί... είναι ώρες ώρες τόσο αδύνατο. Κάθε άλλο. Έχει κολλήσει το κεντρικό σύστημα επικοινωνίας της άχαρης εκφραστικότητάς μου. Κάνω αδέξιες κι άλλοτε πάλι εξαντλημένες κινήσεις με το σώμα μου, εκφέρω ακατάληπτα φωνήεντα, σε αποκομμένα σύμφωνα μπερδεύω τη μιλιά μου, δεν καταφέρνω τελικά ούτε να μιλώ, κάνω τούμπες για να σηκώνομαι και σηκώνομαι για να πέφτω, κάνω πρόβα το σώμα μου ολόκληρο και σύσσωμη τη φωνή μου. Μόνο τέσσερεις λέξεις μετά κόπων και βασάνων καταφέρνω να πω: Γέμισε ο κόσμος ανθρώπους. Παιδότοπος.
Και τότε στη στιγμή αρχίζουν να περνοδιαβαίνουν οι ξένοι -ποτέ δεν κατάλαβα γιατί στα αρχαία ελληνικά η λέξη ξένος μπορεί να σημαίνει προσφιλής. Πλησιάζουν και υπενθυμίζουν είμαστε κι εμείς εδώ, όλοι εκείνοι που δεν τολμάς να γνωρίσεις, ακόμα κι οι περαστικοί που προσπερνούν και δε τους δίνεις ποτέ σημασία και χάνω συνεχώς τα λόγια μου και τα μάτια μου καθώς γυρίζω επίμονα να κοιτάξω και τον παραμικρό περαστικό γιατί ακόμα κι οι άγνωστοι περαστικοί φαίνονται τόσο προσφιλείς πότε πότε κι όλο αυτό εγώ δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται όμως συμβαίνει απαράλλαχτα σε αυτή την πόλη από τ' αρχαία όπως σας είπα χρόνια και έρχονται εντελώς ξαφνικά στα μάτια μου τόσο απατηλά και τόσο γνώριμα κι αργοσβήνουνε κύματα τελευταία ημέρα του φετινού Σεπτέμβρη στη θάλασσα ενώ κάπου στο βάθος μύριζει καλοκαίρι και φωνή από αγαπημένη μου φιλενάδα.
Με απατά η μνήμη ή έχω εμπλακεί εκ νέου στη διαδικασία του προσφιλούς ονειρικού μου; Μετανιώνω τις περισσότερες φορές για κάθε πρόχειρη έκφραση και δεν ξέρω ποιος μ' ακούει όταν εξομολογούμαι. Μα γίνεται για μεγάλα διαστήματα σχεδόν παραισθητικό το αισθητό και με πιάνουν έντονα τόσες υπεύθυνες ενοχές γιατί κινούνται όλα τόσο προσοδοφόρα και ντουγρού κατά την αχανή τους θλίψη. Αλλά αυτή που περιγράφω η πραγματικότητα γίνεται τόσο ανεξήγητη ώρες ώρες. Κι εγώ απομένω να την παρακολουθώ τόσο ανίσχυρος και αποσβολωμένος ωστέ εξομολογούμαι άτσαλα μέσα στη γυάλα μου φωνές στον αποπνικτικό αέρα, ανάσες και ήχοι.
Όμως όχι, πρέπει να είμαι χαμογελαστός, να διατυπώνω ωραία τις εκφράσεις γιατί κάπως έτσι μπορώ να μην κλείνομαι στον εαυτό μου. Άλλο τρόπο δεν έχει να σε καταλάβουν οι άνθρωποι. Και μεταξύ μας δεν ξέρω αν έχουν κι άδικο που δε σου δίνουν συνέχεια χρόνο, δίκιο κι αέρα. Μόνο που συμβαίνει καμιά φορά ο κόσμος εδώ στο υπογάστριο κι άδειαζει τελείως από ανθρώπους, γέλιο, τελικά αέρα.
Αλλά όχι, έξω γίνεται μια προεκλογική συγκέντρωση. Έξω ο κόσμος τρώει, πανηγυρίζει, καπνίζει, δε λυπάται. Έξω ηχούν βεγγαλικά. Όλα μόνο στο σώμα το δικό μου και τη φωνή. βρέθηκε να σκοντάφτουν. Η λύση είναι εκεί έξω. Αορίστως πως αλλά με παραδείγματα και συμβάντα. Ο αδελφός μου είδε στον ύπνο του μια ροδιά και με ρωτούσε σήμερα στο τηλέφωνο αν ξέρω τι σημαίνει. Χαμογέλασα. Στο μπαλκόνι πρασίνισε το γιασεμί που νόμισα ξεραμένο. Χαμογέλασα.
Προσπάθησα να γράψω αυτά τα πέντε πράγματα. Τίποτα δε συντηρεί την ανάγκη. Τίποτα δεν καλύπτει επίσης την ανάγκη αυτή. Δε θα τα καταφέρω ποτέ: ορίστε πέντε λέξεις, πάρε να έχεις για τις δύσκολες ώρες ορθοφωνία και άρθρωση. Μη με κατηγορείς ότι ποτέ δε βρήκα τρόπο ν' αποκτήσουνε αυτά που έλεγα ειρμό. Και χαμόγελο. Κι ότι ήταν λόγια του λίγου μου αέρα.