Είμαι σε παύση. Δεν παρακολουθώ τη ζωή πιά, τώρα τη ζω ενδεχομένως, έγινα πρόσωπο, δεν είμαι πλέον θεατής -για να πιστέψετε αυτά που λέω θα σβήσω και φέτος κεράκια και θα γελάσω. Δεν υπάρχουν περιθώρια για σταθμούς, απόψε φεύγει ένας ακόμα μαρκαδόρος δραπέτης. Είμαι σε παύση, σταμάτησα να σκέφτομαι. Δεν έχω άλλο κουράγιο για σκέψη. Τώρα ζωή, μόνο ζωή, και περιπέτεια, και φόβος, αλλά κυρίως ζωή με όλο το πάθος της άγνοιας και της περιπέτειας το φόβο. Ζω, φοβάμαι, δε σκέφτομαι. Είναι σε καταστολή η λογική κι όλες οι νεκρογόνες μου αισθήσεις. Όλος ο εγκέφαλος κατέρρευσε, μόνο η καρδιά χτυπάει, η καρδιά που αν για ένα δευτερόλεπτο της πείτε να σκεφτεί μπορεί αυτή η μια μονάχα σκέψη να την καταλύσει. Θέλω απόψε που συμπληρώνονται 30 χρόνια ακριβώς να γίνω ένα καινούργιο υβρίδιο, να γίνω για πρώτη φορά ένα μπασταρδάκι, το αλητάκι που δεν υπήρξα ποτέ, να μην έχω άλλο χρόνο στο χρυσό μου κλουβί για περισσότερη σκέψη.
Θέλω να ξαναγίνω εκείνο το παιδί πριν απ' τα τέσσερα. Τότε, όταν άρχισα να θυμάμαι όλα αυτά που μέχρι σήμερα προσπαθώ να ξεχάσω. Όλα τα "σκέφτομαι", όλα τα "θυμάμαι", όλα τα "φοβάμαι περισσότερο". Θέλω να ξαναβρεθώ στα τέσσερα εκείνα πρώτα χρόνια της ζωής τετ α τετ με τις σκόρπιες εικόνες και τις σπασμένες αναμνήσεις και να ρωτήσω μία μία που έχουν χαθεί, πες μου που πηγαίνουν άραγε εκείνες οι πρώτες αναμνήσεις. Γιατί γίνονται όλες εκείνα τα δάκρυα που πέφτεις κάτω και αμέσως μετά παιδί γύρω στα τέσσερα δε συμβαίνει μέσα σου τίποτα -αρκεί βέβαια με ένα "έπεσες" να μη σε τρομάξουν- και απλώς ξανασηκώνεσαι και δε σε εμποδίζει τότε ακόμα τίποτα στη συνείδηση να ξαναπροσπαθήσεις.
Δε με ένοιαζε που όλο έχανα τότε τους μαρκαδόρους μου, έλεγα μέσα μου "πάει! χάθηκε!" κι αυτό ήταν, τελείωσε εκεί το δράαμα και τίποτα δεν επεξηγούσα. Στο χέρι κρατούσα μια ακόμα πολύχρωμη κι αλλόκοτη ζωγραφιά, μέσα στο κεφάλι την ευφάνταστη δικαιολογία ότι τους κατάπινε μια μυστική καταπακτή, πάντα αόρατη, ανάμεσα κάπου στο σοβαντεπί και στο κρύο μωσαϊκό κάτω από της γιαγιάς το ντιβάνι. Δεν την ανακάλυψα ποτέ. Ωστόσο αυτό, ό,τι κι αν έκανα, όσο κι αν κρύωνα ριγμένος στα μωσαϊκά για έναν ακόμα χαμένο μαρκαδόρο, δε με πείραζε, δε με τρόμαζε που δεν έβρισκα τίποτα στη σκιά κάτω από το ντιβάνι, συνέχιζα, ζωγράφιζα, δεν είχε καν σημασία που αργά ή γρήγορα θα έριχνα με μαθηματική ακρίβεια και τον επόμενο μαρκαδόρο κάτω. Στην κρυμμένη καταπακτή. Που τουλάχιστον για απόψε δεν πρέπει να τη σκέφτομαι, δεν πρέπει να με φοβίζει έστω κι αν μου καταπίνει 30 χρόνια τώρα τις καλύτερες μπογιές μου.