Κάθομαι εδώ δίπλα σε θάλασσα με τα πόδια κιόλας βουτηγμένα μέσα λέω δροσίζομαι μα είναι βαθιά να πέσω να μην πέσω κοιτάζω κι όλο δεν πέφτω σα το παιδί που δεν πρέπει να χαραμίσει για τους επισκέπτες που θα έρθουν σταλιά απ το βάζο που χει το γλυκό όμως οι επισκέπτες είναι κύματα κι έχει μια θάλασσα για να την πιείς στο ποτήρι κι έρχονται και φεύγουν έρχονται και φεύγουν με τον ίδιο τόσα χρόνια αγνό και αθόρυβο μηχανισμό παίρνουν λιγάκι από την άμμο που σε κάθε επανάληψη τα πόδια μας σχεδόν χαριτωμένα και λικνιστικά απλώς σκεπάζει, ξεσκεπάζει. Τι να σημαίνει άραγε το μήνυμα στέκομαι, το βρήκα τυλιγμένο σ' αυτό το γυάλινο μπουκάλι που ξέβρασε η ακτή. Ένα μήνυμα μακρινό ίσως, κάπου άλλου κάποιος άλλος, όμοιος ομοίω αει πελάζει, αλλά, τι λέω, τι γλώσσα είναι αυτή, μάλλον: Προσοχή, προσοχή... όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές, για να μπορούμε όλοι μαζί να χαιρόμαστε την καθαρή θάλασσα κι αυτό το καλοκαίρι, όπως έλεγε κάποτε εκείνη η αρχαία διαφήμιση με τον πελεκάνο.
Tuesday, June 30, 2009
Saturday, June 27, 2009
Φυσική
Όσο πληθαίνει το σκοτάδι στην Ελλάδα, εμένα με απασχολεί το φως. Το σκοτάδι και το φως είναι μια σύγκριση που διατρέχει τους πολιτισμούς και τις θρησκείες. Το κακό είναι πως στη Φυσική τα όρια δεν είναι σκοτάδι ή φως. Ακόμα και στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει λίγο φως. Αυτό αντανακλά την πραγματικότητα. Ποτέ δεν είναι κάτι τελείως μαύρο και ποτέ δεν είναι κάτι τελείως φωτεινό. Νομίζω ότι η φωτεινή πλευρά της ζωής, της τέχνης, της επιστήμης είναι αυτή που καταξιώνει την πορεία του ανθρώπου σε έναν τελείως ασήμαντο πλανήτη.
Ασχολούμαι τα τελευταία δέκα χρόνια με το φως. Η ερώτηση τι είναι το φως στην ουσία δεν έχει απαντηθεί ακόμη. Ξέρουμε πώς επιδρά, ξέρουμε τις εξισώσεις του, ξέρουμε ότι είναι ηλεκτρομαγνητικό κύμα, αλλά το φωτόνιο, που είναι η μονάδα του φωτός, στην ουσία δεν το καταλαβαίνουμε. Πίστευα για πολύ καιρό ότι το φως το βλέπουμε. Η αλήθεια είναι ότι δε βλέπουμε ποτέ το φως, βλέπουμε μόνο τις συνέπειες του. Κανείς δεν το χει δει και ούτε θα το δει. Είναι τόσο αυτονόητο και απαραίτητο, αλλά αυτό που διδάσκει η επιστήμη είναι πως σε τελευταία ανάλυση, δεν ξέρρουμε τι ακριβώς είναι το φως. Κι αυτό είναι το συναρπαστικό.
Αυτά τα είπε στο τρέχον φύλλο της Lifo ο Γιώργος Γραμματικάκης. Κι εγώ διαπιστώνω ότι αλωνίσαμε τις σκηνές, φέραμε άνω κάτω προβολείς και ψεύτικα φώτα, ξεμανταλιάσαμε στην υπογράμμιση τσιτάτα και βιβλία και η ποίηση δεν είναι τελικά παρά η φυσική μας αυτοπροσώπως.
Thursday, June 25, 2009
Τσιγγάνα
Και η ζωή όμορφη, άσεμνη, αναίσχυντη, διαρκής αλλά χωρίς συμπεράσματα περιμένει σε μια κρυμμένη γωνία…. Πιέζομαι όσο πιέζονται τα μοσχάρια στης ανάγκης το ζυγό, δεν στα λέω αυτά για γλυκόλογα, μια ακόμα έκφραση κάποιας παρήγορης παραμυθικής αλληγορίας. Φοβάμαι την ελπίδα, γι αυτό στα λέω αυτά. Έμαθα να τη φοβάμαι, να μη της δίνω σημασία, να την προβλέπω στα χαρτιά, στο χέρι σου καλή ώρα να τη διαβάζω και βρέθηκα να κάθομαι σε ένα μονόδρομο που δεν έστριβε ποτέ, πουθενά, σε καμιά γωνία. Μιλάω με την απόγνωση του εξαπατημένου από επιλογή και στα παρουσιάζω όλα τόσο ρόδινα μπας και νιώσω μαζί σου, έστω λίγο, ψάρι έξω απ΄ τα νερά μου. Να θυμηθώ όσο για να ξεχάσω. Γι’ αυτό κοίτα εσύ έστω να μη φοβηθείς. Συνέχισε. Πες ότι συνάντησες κάποιαν που απλά δεν ήξερε τί ακριβώς ήθελε να πει, πώς ακριβώς να σου μιλήσει. Ξέχνα με, σου λέω... Πες πως μ' αντάμωσες μια νύχτα σ' ένα όνειρο...
Και εκείνος ευτυχώς προσπέρασε και συνέχισε να προχωράει
Sunday, June 21, 2009
Στάση Ακρόπολη
"Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια / που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να τ' ακουμπήσω." Γ. Σεφέρης
Δεν ξέρω, έτσι, λόγω της ημέρας των πανηγυρισμών σήμερα σε ανάρτηση μια φωτογραφία που έβγαλα πριν λίγο καιρό. Για όλες εκείνες τις στιγμές που νιώθω ότι σα λαός τίποτα παραπάνω δεν είμαστε από ένα μεγαλείο που μας προσπερνάει. Κι αυτό που έχουμε διαρκώς ανάγκη τα προπύργια, τους μεγάλους έλληνες, ένα υπερσύγχρονο μετρό και κάμποσες νέες θερμοπύλες για να λέμε με τη σειρά μας ένα εύκολο και περισπούδαστο τάχα μ δήθεν "μολών λαβέ" σε κάθε καινούργιο οικονομικό μετανάστη, καταφανώς επειδή τα καταφέραμε να ξεχνάμε παντελώς ακόμα κι αναμετάξυ μας το "Έλληνες καλούνται οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες" εκείνου του αρχαίου κυριούλη που λέγανε Ισοκράτη. Γιατί δεν είναι δόξα αυτή, δεν είναι καν λεφτά, ούτε ένας τίτλος και αναφαίρετο δικαίωμα που αρκεί για να μας φέρει πίσω όλα τα τιμαλφή και τα απολεσθέντα. Όχι, δεν είμαι ο γκρινιάρης της υπόθεσης κι ούτε μελαγχολώ μέρα που είναι, φυσικά και έχω χαρεί, φυσικά και θέλω τώρα κιόλας να μπω στο καινούργιο μουσείο -κι όταν λέω τώρα, εννοώ τώρα ακριβώς, μες το σκοτάδι της θερινής νύχτος να βλέπω την κατάφωτη Ακρόπολη εκεί έξω απέναντι και εδώ μέσα να λάμπουν όλα τα μαρμάρινα κομμάτια του Σεφέρη, τα χέρια μου να μην έχουν εξαντληθεί στους αγκώνες και να ξέρω ότι όλα αυτά τα κεφάλια ένα ένα βρήκα επιτέλους μέρος και θέση να τα ακουμπήσω. Εννοώ φυσικά και θέλω πίσω τα μάρμαρα όπως όλοι μας, αλλά θέλω πίσω και τη Μελίνα και θέλω, το κυριότερο, να κοιτάζουμε όλοι μας κατά κει στα βορειοδυτικά με αυτή τη λάμψη και τη γυαλάδα, μ' εκείνο το καθαρό πρόσωπο και το πιό τρανταχτό και αφοπλιστικό επιχείρημα, το γέλιο της Μελίνας και το μειδίαμα των αγαλμάτων. Όχι σαν την κυρία από κάτω κατά τη ρότα την αντίθετη, τη βουβή, τη μουντή, σας παρακαλώ, άλλο όχι... Γιατί ακρόπολη ας μη ξεχνιόμαστε σημαίνει να ξεχωρίζεις, αλλά, επιτρέψτε μου, το πώς και το γιατί είναι ακόμα του νεοελληνισμού μας μείζον θέμα...
Δεν ξέρω, έτσι, λόγω της ημέρας των πανηγυρισμών σήμερα σε ανάρτηση μια φωτογραφία που έβγαλα πριν λίγο καιρό. Για όλες εκείνες τις στιγμές που νιώθω ότι σα λαός τίποτα παραπάνω δεν είμαστε από ένα μεγαλείο που μας προσπερνάει. Κι αυτό που έχουμε διαρκώς ανάγκη τα προπύργια, τους μεγάλους έλληνες, ένα υπερσύγχρονο μετρό και κάμποσες νέες θερμοπύλες για να λέμε με τη σειρά μας ένα εύκολο και περισπούδαστο τάχα μ δήθεν "μολών λαβέ" σε κάθε καινούργιο οικονομικό μετανάστη, καταφανώς επειδή τα καταφέραμε να ξεχνάμε παντελώς ακόμα κι αναμετάξυ μας το "Έλληνες καλούνται οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες" εκείνου του αρχαίου κυριούλη που λέγανε Ισοκράτη. Γιατί δεν είναι δόξα αυτή, δεν είναι καν λεφτά, ούτε ένας τίτλος και αναφαίρετο δικαίωμα που αρκεί για να μας φέρει πίσω όλα τα τιμαλφή και τα απολεσθέντα. Όχι, δεν είμαι ο γκρινιάρης της υπόθεσης κι ούτε μελαγχολώ μέρα που είναι, φυσικά και έχω χαρεί, φυσικά και θέλω τώρα κιόλας να μπω στο καινούργιο μουσείο -κι όταν λέω τώρα, εννοώ τώρα ακριβώς, μες το σκοτάδι της θερινής νύχτος να βλέπω την κατάφωτη Ακρόπολη εκεί έξω απέναντι και εδώ μέσα να λάμπουν όλα τα μαρμάρινα κομμάτια του Σεφέρη, τα χέρια μου να μην έχουν εξαντληθεί στους αγκώνες και να ξέρω ότι όλα αυτά τα κεφάλια ένα ένα βρήκα επιτέλους μέρος και θέση να τα ακουμπήσω. Εννοώ φυσικά και θέλω πίσω τα μάρμαρα όπως όλοι μας, αλλά θέλω πίσω και τη Μελίνα και θέλω, το κυριότερο, να κοιτάζουμε όλοι μας κατά κει στα βορειοδυτικά με αυτή τη λάμψη και τη γυαλάδα, μ' εκείνο το καθαρό πρόσωπο και το πιό τρανταχτό και αφοπλιστικό επιχείρημα, το γέλιο της Μελίνας και το μειδίαμα των αγαλμάτων. Όχι σαν την κυρία από κάτω κατά τη ρότα την αντίθετη, τη βουβή, τη μουντή, σας παρακαλώ, άλλο όχι... Γιατί ακρόπολη ας μη ξεχνιόμαστε σημαίνει να ξεχωρίζεις, αλλά, επιτρέψτε μου, το πώς και το γιατί είναι ακόμα του νεοελληνισμού μας μείζον θέμα...
Monday, June 15, 2009
Που, που, που...
Λένε πως όσο πιό πολύ απομακρύνεσαι από ένα γεγονός μπορείς με μεγαλύτερη ψυχραιμία να το δεις, να το κοιτάξεις. Υπάρχουν νομίζω όμως κι εκείνες οι σπάνιες φορές και των περιπτώσεων οι εξαιρέσεις που η απομάκρυνση από το μοιραίο ταμείο δεν ξεχρεώνει με τίποτα τη σούμα κι απομένεις μονίμως έτσι αγράμματος, άμουσος και αδαής να ψάχνεις και να καταμετράς τελικά πράγματα να λείπουν παραπάνω από χίλια. 1.101.101.10 και βάλε.
Στέκομαι λοιπόν σήμερα εδώ καθισμένος σε ένα παγκάκι αδειανό στην οδό των δικών μου ονείρων ένα βαλσάκι σχεδόν αθώο παίζει κάπου μακριά βράδυ Ιουνίου 15 με μια ψύχρα ομολογουμένως για πρώιμο καλοκαίρι. Θυμάμαι ότι πάνε κιόλας χρόνια 15 κι αυτά ακριβώς από τότε που ο Μάνος Χατζιδάκις αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του σε ένα άλλο, ίσως κατάδικό του, πάντως λίγο πιό μακρυνό αστέρι -η ίδια η γη βλέπεις είναι κι αυτή εκεί στο βάθος το πιό μοναχικό αστέρι, κι ας έχουμε την τάση να το ξεχνάμε- και υπάρχουν τελικά οι περιπτώσεις εκείνες που η απομάκρυνση από το συγκεκριμένο γεγονός δεν λειτουργεί τελικά και ποτέ συμφιλιωτικά με την πάροδο του χρόνου αλλά αντιθέτως επενεργεί αντιστρόφως ανάλογα τελικά στις προσδοκώμενες, τις τακτοποιημένες, τις κοιμωμένες μας αισθήσεις.
Δεν είναι λύπη, δεν είναι άλλο ένα μνημόσυνο αυτό εδώ, είναι ζωή, δεν είναι μνήμη, είναι μέσα σε κάθε νότα και χτυπάει, εγώ δεν είμαι βέβαια κανένας ειδικός να μιλήσω για το Μάνο Χατζιδάκι, προσπαθώ ωστόσο ένα προσωπικό μου βίωμα από τη μουσική του να αποτυπώσω, ό,τι καταφέρνω κι όσο αισθάνομαι, κι ας ξέρω ότι μάλλον πρόκειται για φαλτσέτο, εγώ συνεχίζω, χωρίς να έχει καμία ιδιαίτερη σημασία συνεχίζω γιατί δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ όσο ακόμα ακούω το βαλς των χαμένων ονείρων και βουρκώνω, εξακολουθώ να πιστεύω παραδόξως -και μάλιστα έως και ακράδαντα εκείνες τις στιγμές- ότι έχω υποχρέωση να ελπίζω. Καληνύχτα, Κεμαλ, και δε βαριέσαι αυτός ο κόσμος δε πα και να μην αλλάξει ποτέ; Εσύ ό,τι είχες να κάνεις, το έχεις ήδη κάνει... Καληνύχτα...
Thursday, June 11, 2009
Sunday, June 07, 2009
Αποχή (?)
"Μη φοβηθείτε, μη δειλιάσετε, μη σαστίσετε που έτσι άγριμι έγινα, μόνο σπλαχνιστείτε με έτσι δυστυχισμένο, μόνο κι έρημο που στενάζω δίχως φίλο εδώ κι αν είστε φίλοι μου μιλήστε, πείτε κάτι" Σοφοκλή, Φιλοκτήτης, στίχοι 225-230
Και το να μην πας σκέφτομαι είναι εκλογή. Μην αρχίσετε να βαράτε, δεν είναι προτροπή, δεν είναι παρότρυνση, δε αφαιρώ κανένα δικό σας δικαίωμα, δεν το προτείνω καν ως λύση. Αυτό που εκφράζω εδώ είναι μια απόλυτα δική μου προσωπική θέση, μπορεί σωστή, μπορεί και λαθεμένη, διατυπωμένη ευθαρσώς με βαθύτατο και πολιτικότατο κατά την ταπεινότατη μου γνώμη προβληματισμό.
Πάντως αν το καλοσκεφτείτε, αναφαίρετο το δικαίωμα στο λάθος, χρόνια τώρα αυτό επιβεβαιώνει στο χάος η τόση μας αντοχή. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν εγώ γιατί πρέπει κάθε τόσο να ψηφίζω. Γιατί πρέπει εγώ απλά και μόνο με μία ψήφο και καλά να επιβεβαιωθώ μέσα σε ένα ολόκληρο σύστημα που το φτιάξαμε τόσο ασφαλώς ώστε να παραπαίει.
Απλά όλο αυτό το ζήτημα περί της άλλης λεξούλας, της κακιάς, της αποχής από τις εκλογές σας λέω -και εδώ που τα λέμε από εδώ και πέρα της αποχής από τις εκλογές γενικώς-, αυτό το αναφαίρετο και καλά δικαίωμα του ευρώ- πολίτη (όπου ευρώ το νόμισμα και όχι η ήπειρος η γηραιά, αυτή γέρασε αρκετά μάλλον για να αυτοεξυπηρετείται και κουράρισμα πρέπει μόνο να πληρώνει) μου πιπιλίζει τα αυτιά και φαίνεται τόσο στην οθόνη -εκεί δηλαδή που όλοι μα όλοι έχετε μεταθέσει το παιχνίδι- ακόμα μια διαφημιστική καραμέλα παχιά, βουτύρου σα να λέμε ή μάλλον τσιχλόφουσκα big bubble, ναι, με την extra δόση ζάχαρη για να χρυσώνει εν ολίγοις το χάπι και να εκποιεί το ίδιο το αναφαίρετο δικαίωμα μου τελικά ως πολίτη.
Και γενικώς αυτή η τρομολαγνεία του ρήματος "απέχω" που θέλει να κάνει τη συνείδηση μου ακόμα ένα τηλεοπτικό προϊόν που ευχαριστώ αλλά δεν θέλω να το πάρω. Από ξένους η μαμά κι ο μπαμπάς είπαν να μην παίρνω τσίχλες, καραμέλες και τα συναφή οπότε εγώ δε θα πάω αυτούς τους άγνωστους να τους ψηφίσω κιόλας τσίχλα ξαναμασημένη. Άσε που όταν είμαι όχι δυσαρεστημένος απλώς, όταν είμαι βαθιά απογοητευμένος και θλιμένος, εγώ έμαθα να απέχω, να κοιτάζω μέσα μου να δω τι συμβαίνει και φταίει κι όχι να το κάνω προεκλογική καμπάνια. Να αποχωρώ. Σεμνά και ταπεινά μόνο αυτό στα ελληνικά πρέπει να σημαίνει.
Τέλοσπάντων, η αλήθεια είναι ότι έχω νομίζω προβλήματα και χαρίσματα αρκετά για να βάψω όπως όπως τη σκέψη μου ιδιαίτερα όταν τα χρώματα είναι τόσο θαμπά έως, κύριοι πράσινοι, κόκκινοι, βένετοι, έτσι που τα κάνατε σα τα μούτρα σας, συσκατένια. Δε θα κάνετε λοιπόν ιππόδρομο το δικό μου μαγαζάκι, παιδιά, όσο και να αποπατήσετε με τις παχηλές σας φοράδες εδώ μέσα. Όσο να πεις οιστρήλατος ξέρω τι σημαίνει.
Κάνω την τρέλα να μην ψηφίσω λοιπόν εγώ, αλλά έχετε κάνει κι εσείς μια τοσοδούλα μικρή τρέλα: η πραγματική κρίση δεν είναι οικονομική, η πραγματική κρίση είναι στα κεφάλια μας μέσα. Όταν αλλάξετε μυαλά δώστε πίσω την κάλπη για να ψηφίσω.
Wednesday, June 03, 2009
Μέχρι τη φλούδα
Χρώματα. Γεύσεις. Φρούτα. Πέντε σανίδια παραγεμισμένα. Μπορεί να είναι ακριβώς αυτό το φετινό καλοκαιρι; Μόλις έφαγα το πρώτο κομμάτι καρπούζι. Πήρα το μαχαίρι έπειτα και άρχισα να καθαρίζω ό,τι είχε απομείνει στη φλούδα. Στο καρπούζι το λιγότερο που μου αρέσει είναι η καρδιά. Η φλούδα με τρελαίνει. Λοιπόν: μέχρι τη φλούδα, παίδες, μέχρι τη φλούδα.
Subscribe to:
Posts (Atom)