Ναι, έχω πιεί άφθονο. Άφθονο τώρα... μη φανταστείς και κανένα γερό ποτήρι. Ξέρεις, δεν είμαι κανάς τύπος του πίνω αρκετά. Γράφω αντικαπνιστικά, ζω αποστειρωμένα. Ε, λοιπόν απόψε κατέρριψα όλους τους πιθανούς μύθους για την ανώδυνη περίπτωση που λέγεται ζωή μου. Με δυό τρία ποτηράκια λευκό κρασί έγινα κιόλας λιάρδα -να ένας λόγος που δεν πίνω: όταν θελήσω να πιώ, γίνομαι εύκολα κομμάτια. Με πέντ' έξι τσιγάρα πιό βαριά έκλεισε γρήγορα η άμαθη στο σέρτικο φωνή μου. Μπήκα στο ταξί, είπα -τρόπος του λέγειν πάντα- βραχνά: "πήγαινε με στο σπίτι". Το χνώτο μου μυρίζει αρκετά, κουβέντα δεν είπε ο ταξιτζής. Εκεί πηγαίνεις, εντάξει, με πήγε. Με έφερε δηλαδή εδώ κι εγώ δεν ξέρω πού είμαι, γιατί μπήκα μέσα εδώ και δεν ξέρω αν αυτό εδώ μέσα είναι σπίτι μου και θέλω πάλι έξω να βγω στο δρόμο, να ουρλιάξω "πήγαινε με, ρε μπάσταρδε, στο σπίτι" σου λέω και να κλάψω που δε φτάνω στο σπίτι μου ποτέ. Περπατώ σ' ένα δρόμο όπως τον είδα παιδί στον πρώτο μου εφιάλτη. Ξωχώραφο. Λασκάρησα και περπατώ συνέχεια σ' αυτό τον ίδιο δρόμο. Ξωχώραφο. Κυπαρίσσια κι από τις δυό μεριές, στη μέση εγώ και παντού τριγύρω η μυρωδιά τους. Άνοιξη βράδυ. Σ' έναν εφιάλτη τόσο γνώριμο σου λέω από παιδί, που μάλλον ασφάλεια θα πρέπει πλέον η επανάληψη και τόσο κλάμα να μου προσφέρει. Κι ίσως ήρθε ο καιρός να σου εξομολογηθώ κι ένα μυστικό -ναι, σε εσένα που μονίμως τρομάζεις όταν σου απευθύνω το λόγο: Ξέρεις γιατί φοβάμαι να οδηγώ; έχω πάρει το δίπλωμα μα όλο διστάζω σε αυτό το παιχνίδι με το φρένο και το γκάζι. Κάνω λάθη διαρκώς. Όταν πατάω φρένο, μετανοώ. Και στο γκάζι καυλώνω. Αλλά ευτυχώς, είπαμε, απόψε πήρα πάλι ταξί κι έτσι θα φτάσουμε όλοι μας ασφαλώς στο σπίτι.
Thursday, April 30, 2009
Monday, April 20, 2009
3:14
Σαν παιδί κι εγώ που ήθελα να γίνω ηθοποιός είχα τους δικούς μου μύθους. Δεν την καταλόγισα ποτέ μέσα σε αυτούς. Ώσπου στο τέλος των πτυχιακών εξετάσεων στο Υπόγειο με πλησίασε - μόνο εμένα από όλους τους συμμαθητές-, με αγκάλιασε και με δάκρυα στα μάτια μου είπε ένα από τα θερμότερα συγχαρητήρια που έχω ακούσει στη ζωή μου -και κάτι ακόμα ψιθυριστά παραλειπόμενα που θα μου επιτρέψετε να μείνουν για πάντα μεταξύ μας. Και είναι τόσο όμορφες κάτι τέτοιες στιγμές που σε αποδέχεται ένα σινάφι που με τη μεγαλύτερη ευκολία διαρκώς απορρίπτει και γίνονται μέρος μιας προσωπικής σου μυθολογίας γιατί είναι οι ώρες που σα μικρούλη παιδί κι εσύ κατορθώνεις και τρυπώνεις για μια φευγαλέα στιγμή στο αγαπημένο σου παραμύθι.
Διανομή:
Τραγούδι: Σοφία Βέμπο
Κάπου στο πλήθος: Μπεάτα Ασημακοπούλου
Wednesday, April 15, 2009
Το φυλαχτό
Έχω ένα μικρό χριστό φυλαγμένο στην τσέπη. Κάθε τέτοιες ημέρες του δίνω το ελεύθερο να αναπνεύσει πάνω στο μικρό του σταυρό έξω από το μικρό μου τσεπάκι: το παιχνίδι αυτό το λέμε ανάσταση.
Δεν είναι θεός, ούτε υπεράνθρωπος, είναι ένας μικρός άνθρωπος, μινιατούρα, ωστόσο κυκλοφορεί στους δρόμους, δίνει ελεημοσύνη στους περαστικούς, πιάνει κουβέντα με κάτι φίλες πόρνες στην Καποδιστρίου, στενάζει στη μυρωδία μιας και μόνο φρεσκοκομμένης βιολέττας -γι' αυτό δεν θέλει να πατάει επουδενί τέτοιες μέρες σε εκκλησία το πόδι του, χειρότερα κι από τη θάλασσα τη φοβάται-.
Σφίγγει με παιδική ανασφάλεια το χέρι μου μέσα στον κόσμο σαν κάτι να θυμάται, αμέσως τραβιέται, ίσως πονάει -το σταυρωμένο χέρι του μου χει γίνει δεύτερη χούφτα (άστον, καθένας στην ώρα του, θέλει δυό βδομάδες ο δύσπιστος Θωμάς, θα καταλάβει).
Στο άλλο χέρι κρατά φαναράκι κινέζικο, φως άπλετο σε όλα τα σκοτάδια, περιμένει καρτερικά να γίνει και το φανάρι του δρόμου πράσινο σαν αυτό που κρατά στο χέρι για να πάει μαζί μου ένα μεγάλο ταξίδι, όχι μακρινό, μια περιφορά το πολύ πολύ στα δρομάκια του κέντρου.
Κάτι σα τζίνι απλά δεν καταδέχεται ευχές, ιπτάμενα χαλιά και μπακιρένια λυχνάρια.
Δεν ξέρω αν είναι ορθόδοξη η σχέση που έχουμε, αν θα φτάσουμε μαζί μ' αυτή την πίστη κάπως κάπου κάποτε, ας πούμε οι δυό μας στη Βηρυττό ένα βράδυ, αλλά δε βαριέσαι, τι να σου κάνει κι η Βηρυττός η άφταστη όταν έχεις καταφέρει και περπατάς τόσα χρόνια χέρι χέρι μαζί με έναν ανθρώπινο χριστό ολόκληρη την Αθήνα...
Sunday, April 12, 2009
Αυλαία
Έκανα κουίζ στο facebook από εκείνα τα βλαμμένα. Ένα με μεγάλες ηθοποιούς. Έφτιαξα μια πεντάδα και δε σε έβαλα μέσα εκ παραδρομής. Λες και περισσέυουνε ποτέ και πουθενά πέντε μονάχα θέσεις για τα αγαπημένα. Κι έτσι σε έκανα πρωταγωνίστρια ημέρας. Σήμερα που τα θέατρα τα ψεύτικα ρίχνουν τη βελούδινη, ξεφτισμένη τους αυλαία, είναι όμορφο να βρίσκεις κάτι μπροστά σου τόσο αυθεντικό.
Tuesday, April 07, 2009
Ιχνηλασία
Κάθησα να γράψω και ζωγράφισα το σκίτσο που συνήθως κάναμε στο νηπιαγωγείο ή πρώτες τάξεις στο δημοτικό.
Το πρώτο γράμμα πλαγιαστό παραλληλόγραμμο δήλωσε θέλω να μαι στέγη. Υπάκουσα και κάτω από τα κεραμίδια έριξα με μελάνι τα μπετά και στην εξοχή έγινε τότε σπίτι. Με πόρτα ξύλινη, ένα παράθυρο φωταγωγό, μια μπαλκονόπορτα να βλέπει ακάλυπτο κήπο. Ένας φράχτης πίσω ορίζοντας, ένα μόνο πουλί να πετά για τη μοναξιά μας, ένα γαϊδούρι να βόσκει κάπου τα σανά. Βότσαλα από τη θάλασσα για το δρόμο και στο παρτέρι ένα δέντρο μεγαλωμένο - μια υποψία λεύκας, αλλά κάπως ακόμα κοντόχοντρη.
Ένα δέντρο τελοσπάντων λιγάκι αφύσικο σε σχέση με το σπίτι -απέδωσα στην προοπτική την αδυναμία-, όμορφα πέτυχα ωστόσο τα κλαδιά, σχεδόν νευρικά υποστηρίζουν τα φύλλα και τa φύλλα πέφτουν αχλή πάνω από τα υποστυλώματα, τα κλαριά, υπενθυμίζουν τα βότσαλα και τη θάλασσα στη ρίζα γύρω απ' το παρτέρι. Είναι γενικώς ένα δέντρο περίεργο, θέλω να πω μοιάζει και λίγο φυτρωμένο στη θάλασσα.
Η πρόχειρη ματιά όλα θα τα διάβαζε παιδική φωτογραφία. Ίσως το ευτύχημα που λέει δε μεγάλωσα. Είναι όμως κι αυτός ο ήλιος. Κύκλος φωτίζει μελανός βελονιές της αράχνης πάνω από το σπίτι, το πουλί, το φράχτη, το δέντρο, τα μπετά, το σανό, το γαϊδούρι, τη στέγη, την εξοχή, το παιδί, τη θάλασσα, το ίδιο το φύλλο post it που με απαράμιλλη μαθητική επιμέλεια τώρα ζωγραφίζω.
Το πρώτο γράμμα πλαγιαστό παραλληλόγραμμο δήλωσε θέλω να μαι στέγη. Υπάκουσα και κάτω από τα κεραμίδια έριξα με μελάνι τα μπετά και στην εξοχή έγινε τότε σπίτι. Με πόρτα ξύλινη, ένα παράθυρο φωταγωγό, μια μπαλκονόπορτα να βλέπει ακάλυπτο κήπο. Ένας φράχτης πίσω ορίζοντας, ένα μόνο πουλί να πετά για τη μοναξιά μας, ένα γαϊδούρι να βόσκει κάπου τα σανά. Βότσαλα από τη θάλασσα για το δρόμο και στο παρτέρι ένα δέντρο μεγαλωμένο - μια υποψία λεύκας, αλλά κάπως ακόμα κοντόχοντρη.
Ένα δέντρο τελοσπάντων λιγάκι αφύσικο σε σχέση με το σπίτι -απέδωσα στην προοπτική την αδυναμία-, όμορφα πέτυχα ωστόσο τα κλαδιά, σχεδόν νευρικά υποστηρίζουν τα φύλλα και τa φύλλα πέφτουν αχλή πάνω από τα υποστυλώματα, τα κλαριά, υπενθυμίζουν τα βότσαλα και τη θάλασσα στη ρίζα γύρω απ' το παρτέρι. Είναι γενικώς ένα δέντρο περίεργο, θέλω να πω μοιάζει και λίγο φυτρωμένο στη θάλασσα.
Η πρόχειρη ματιά όλα θα τα διάβαζε παιδική φωτογραφία. Ίσως το ευτύχημα που λέει δε μεγάλωσα. Είναι όμως κι αυτός ο ήλιος. Κύκλος φωτίζει μελανός βελονιές της αράχνης πάνω από το σπίτι, το πουλί, το φράχτη, το δέντρο, τα μπετά, το σανό, το γαϊδούρι, τη στέγη, την εξοχή, το παιδί, τη θάλασσα, το ίδιο το φύλλο post it που με απαράμιλλη μαθητική επιμέλεια τώρα ζωγραφίζω.
Wednesday, April 01, 2009
Fool for April
Ολίβια: (απευθυνόμενη στο Φέστα) - Έλα, έλα, είσαι κρύος τρελός, δε σε θέλω πιά. Κι άρχισες κιόλα να γίνεσαι και παλιάνθρωπος. Δωδέκατη νύχτα, πράξη Α', σκηνή 5. Μετάφραση Βασίλης Ρώτας
Καλά θα ήταν τώρα που με διώχνεις να μπορούσα να γράφω κιόλας, βασιλιά μου. Έστω ένα ψέμα μέσα σε δυό γραμμές. Λόγω της ημέρας. Πώς έλεγα κάποτε τα χωρατά κι εσύ γελούσες; Κοντολογίς κάπως έτσι. Μάλλον όμως συνήθισα να παραμιλώ και ξέχασα πως είμ' αγράμματος και δεν μπορώ να γράφω.
Καταπιεσμένα και ταυτόχρονα ξεθυμασμένα, όλα τα έχω στοιβάξει μέσα μου - αυτά τα δύο μόνον εγώ, ο τρελός, μπορώ να τα συνδυάζω, κανείς λογικός μην επιχειρήσει το πείραμά μου-. Οπότε και οι λέξεις, ακόμα κι οι προφορικές, κι οι γραμμένες κι οι άγραφες, υποχθόνια όλες οι λέξεις τώρα σα ν' αντιστέκονται, μα εμένα το ίδιο μου κάνει -ή μάλλον μου κάνει και το αντίθετο ακριβώς, αυτά τα άγραφα που ποτέ δεν κατάφερα να σου πω, είναι μια τυραννία ανώτερη κι απ' τη δικιά σου, άρχοντά μου! Όχι τόσο για να τα πω σε σένα αλλά για να τα πω στον κόσμο και να λυτρωθώ, να μπορέσω επιτέλους να χαρίσω πέντε ψιλοπράγματα από τη μικρότητά μου, για μια στιγμή μονάχα να καταλάβει, μόνο για μια στιγμή και ύστερα πάλι ελεύθερα η πάσα μεγαλειότης ας με αμφισβητήσει με τη μεγαλειώδη της αμφιβολία και τη δύναμη που ποθεί, με την πιό βαθιά χαρακιά ένα σκήπτρο όλες αυτές τις λέξεις να τις σπάσει -πόσο άστοχες παρομοιώσεις κάνω, πόσα αστεία άκυρα, πόσο είμαι μελό, πόσο γκρινιάρης, πόσο, πόσο, πόσο, άχρηστο τρελό με μια λέξη -ούτε καν διαταγή- να με βγάλει.
Όλα αυτά είμαι εγώ, τόσο εντελώς και απροκάλυπτα εγώ και όλα τα επίθετα που θα βάλεις, δέσποτά μου, δικά σου. Βγήκα στο δρόμο, στέκομαι σ' ένα φανάρι να ανάψει το πράσινο, όλο κάποιος θα περάσει κι απο δώ, μονίμως χάνω το πράσινο επειδή παρακολουθώ εμένα σε σχέση με αυτόν τον τρίτο που θα περάσει, αυτόν τον άγνωστο απέναντι, κι όλο κάποιο κατόρθωμα θα μου θυμίσει το βασιλικό πέρασμα του, αυτός ο άλλος θα καταφέρει κάτι κι εγώ προς ώρας έχω τόσο ξεχαστεί -νομίζω δεν έχω ξεχαστεί περισσότερο στη ζωή μου- και στέκομαι έτσι χάνος, ούτε καν όπως άλλοτε δίπλα σου ευπροσήγορος και κοιτώ και θέλω να σταματήσω αυτόν της ώρας τον ολόφρεσκο που θα περάσει βασιλιά να του πω μονάχα μια λέξη κι εκείνος να καταλάβει ότι τουλάχιστον αυτή τη φορά εγώ ο τρελός δεν λέω για χωρατό ούτε ένα ψέμα κρύο.
Καλά θα ήταν τώρα που με διώχνεις να μπορούσα να γράφω κιόλας, βασιλιά μου. Έστω ένα ψέμα μέσα σε δυό γραμμές. Λόγω της ημέρας. Πώς έλεγα κάποτε τα χωρατά κι εσύ γελούσες; Κοντολογίς κάπως έτσι. Μάλλον όμως συνήθισα να παραμιλώ και ξέχασα πως είμ' αγράμματος και δεν μπορώ να γράφω.
Καταπιεσμένα και ταυτόχρονα ξεθυμασμένα, όλα τα έχω στοιβάξει μέσα μου - αυτά τα δύο μόνον εγώ, ο τρελός, μπορώ να τα συνδυάζω, κανείς λογικός μην επιχειρήσει το πείραμά μου-. Οπότε και οι λέξεις, ακόμα κι οι προφορικές, κι οι γραμμένες κι οι άγραφες, υποχθόνια όλες οι λέξεις τώρα σα ν' αντιστέκονται, μα εμένα το ίδιο μου κάνει -ή μάλλον μου κάνει και το αντίθετο ακριβώς, αυτά τα άγραφα που ποτέ δεν κατάφερα να σου πω, είναι μια τυραννία ανώτερη κι απ' τη δικιά σου, άρχοντά μου! Όχι τόσο για να τα πω σε σένα αλλά για να τα πω στον κόσμο και να λυτρωθώ, να μπορέσω επιτέλους να χαρίσω πέντε ψιλοπράγματα από τη μικρότητά μου, για μια στιγμή μονάχα να καταλάβει, μόνο για μια στιγμή και ύστερα πάλι ελεύθερα η πάσα μεγαλειότης ας με αμφισβητήσει με τη μεγαλειώδη της αμφιβολία και τη δύναμη που ποθεί, με την πιό βαθιά χαρακιά ένα σκήπτρο όλες αυτές τις λέξεις να τις σπάσει -πόσο άστοχες παρομοιώσεις κάνω, πόσα αστεία άκυρα, πόσο είμαι μελό, πόσο γκρινιάρης, πόσο, πόσο, πόσο, άχρηστο τρελό με μια λέξη -ούτε καν διαταγή- να με βγάλει.
Όλα αυτά είμαι εγώ, τόσο εντελώς και απροκάλυπτα εγώ και όλα τα επίθετα που θα βάλεις, δέσποτά μου, δικά σου. Βγήκα στο δρόμο, στέκομαι σ' ένα φανάρι να ανάψει το πράσινο, όλο κάποιος θα περάσει κι απο δώ, μονίμως χάνω το πράσινο επειδή παρακολουθώ εμένα σε σχέση με αυτόν τον τρίτο που θα περάσει, αυτόν τον άγνωστο απέναντι, κι όλο κάποιο κατόρθωμα θα μου θυμίσει το βασιλικό πέρασμα του, αυτός ο άλλος θα καταφέρει κάτι κι εγώ προς ώρας έχω τόσο ξεχαστεί -νομίζω δεν έχω ξεχαστεί περισσότερο στη ζωή μου- και στέκομαι έτσι χάνος, ούτε καν όπως άλλοτε δίπλα σου ευπροσήγορος και κοιτώ και θέλω να σταματήσω αυτόν της ώρας τον ολόφρεσκο που θα περάσει βασιλιά να του πω μονάχα μια λέξη κι εκείνος να καταλάβει ότι τουλάχιστον αυτή τη φορά εγώ ο τρελός δεν λέω για χωρατό ούτε ένα ψέμα κρύο.
Subscribe to:
Posts (Atom)