Thursday, November 27, 2008

(Πρόωρο) Γράμμα στον Αη - Βασίλη


Αγαπημένε Άγιε,

Εντάξει... καλά, καλά... ωραία... έχεις δουλειές με φούντες αυτό τον καιρό, ξέρω. Όμως αυτό δεν είναι ακόμα ένα γράμμα μιας παρορμητικής διάθεσης για διέξοδο από την οικονομική παγκόσμια κρίση. Περιγράφει ένα άλλο καθεστώς, την κρίση στην καρδιά μας. Είμαι ένας δουλοπάροικος στο ακατόρθωτο... (ΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨΨ) Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις έτσι στομφώδικα που έμαθα, γαμώτο μου -με όλο το θάρρος- να μιλάω. Κάπου όμως πρέπει να πηγαίνει κι αυτό το έκληθρο που φαίνεται να μη βγάζει πουθενά ενδεχομένως.

Προς το παρόν μόνο θυμός. Υπήρξα φέτος το παραδέχομαι πολύ αστόχαστο παιδάκι. Το πρόβλημα; Η στένωση της καρδιάς μας. Η κεντρική αρτηρία βουλωμένη από τη θλίψη. Μπούκωσαν όλα. Μπούκωσε κι η καρδιά. Το μυαλό προ πολλού σΥ- χαμένο. Μπούχτισε κι αυτό. Ένα μυαλό χειμώνα - καλοκαίρι είναι, τί να σου κάνει; Δεν αποδίδει την προσήκουσα σημασία πιά στα γεγονότα. Ούτε όμως και την καρδιά χορταίνει στα όνειρα να της απαντούν μονίμως και μονάχα με σκέψεις... Θέλει και την απτή πραγματικότητα των ονείρων η καρδιά πότε - πότε.

Και είναι αναρχία η σκέψη των ονείρων μας, άγιε. Κι απέναντι η διάθεση μας μονίμως συγκεντρωτικό καθεστώς. Στη μέση εγώ θυμωμένος μπάτσος απέναντι στον εαυτό μου επαναστάτη. Κουράστηκα... Η καρδιά αν μπορούσε να σκεφτεί θα σταματούσε, ανεπιτυχώς προσπαθεί να με πείσει ο Πεσσόα, τον ξέρεις;... Εκεί πάνω δεξιά σε αυτήν εδώ τη σελίδα, βλέπεις; Το 'κανα για να μη μου ξεφύγει και προμετωπίδα. Όμως μάταια... Νομίζω ότι σου γράφω για την καρδιά, και πάλι, όπως βλέπεις, σκέφτομαι. Μάταια...

Έτσι μάταια και το 2008 λίγο ακόμα γέρικα αργοσβήνει. Το κοιτάζω. Ασθενοφόρο για πάρτη του κάλεσα και προσπέρασε. Η σειρήνα στα μάτια μου λίγο ακόμα αναβοσβήνει. Απομακρύνεται το ασθενοφόρο, κλείνω τα μάτια μου, τα ξανανοίγω και είναι ακόμα 2008. Θέλω να φύγει πρόωρα. Γι' αυτό και πρόωρα σου γράφω αυτό το γράμμα. Από την πρώτη κιόλας στιγμή αδιέξοδο. Σε σκοπιά με βρήκε. Κι ορίστε, ούτε ασθενοφόρο για πάρτη του δε σταμάτησε.

Είμαι τώρα, το ξέρω, αγιάτρευτα τραγελαγραφικός. Ένας "βαθυστόχαστος" ΕΜΟ. Μπροστά στα μάτια σου. Σε παρακαλώ μόνο αυτό: φέτος το έλκηθρο που θα περάσει σε ένα μήνα αν είναι εύκολο ας κοντοσταθεί κάπου που θα ζητήσω όχι μόνο για μενα αλλά για όλους μας.

Μικρά φωτάκια άρχισαν ν' ανάβουν δειλά δειλά δεξιά, αριστερά, τριγύρω. Μπροστά στα μάτια μου. Μάταια τα μάτια μου τα κοιτάζουν. Κάποτε, ξέρεις, άγιε, έβρισκα μια παρηγοριά μέσα σε όλα αυτά. Κάποτε το "έρχονται και Χριστούγεννα" γινόταν η εποχιακή προμετωπίδα. Κάποτε έψαχνα κόκκινες μπάλες για το δέντρο μου. Και πίστευα. Ποτέ δε σταμάτησα να πιστεύω σε Σένα. Ήταν σα να πίστευα και μέσα Μου. Και πέρσι στη σκοπιά την ώρα που άλλαζε ο χρόνος πίστεψα σε πολύ όμορφα πράγματα, άγιε, χάρη σε σένα... Μα έγιναν αλλιώς, δεν πειράζει... έχουμε καιρό...

Τώρα το μόνο που ζητάω είναι μια ζεστή κόκκινη αχνιστή καρδιά μέσα στο κρύο -κι αυτό ακόμα δύσκολα μας παραχωρείται φέτος. Μπας και σταματήσει η προβολή αυτού του άχαρου έργου που παρακολουθούμε όλοι μας σε βουβό και ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Να το πω και χριστιανικά μήπως γίνω και πιό σαφής από τί πάσχω... Καρδίαν καθαράν κτίσον εν ημιν ο θεός και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις ημων...

Με την βέβαιη πίστη ότι υπάρχεις,

Αντώνης

Υ. Γ Ελπίζω τα δικά σου έλκηθρα τουλάχιστον να μην πέσουν φέτος έξω...

Saturday, November 22, 2008

Δευτερόλεπτα



Κάπου βραδιάζει. Και το αξημέρωτο κοιτάζω ρολόι. Δε γνωρίζω ωροδείκτες ή λεπτοδείκτες. Μετρονόμους. Δείχνουν πάντα αδιέξοδο. Κάθε ώρα εκεί μέσα η στιγμή τα καταφέρνει. Περνάει. Τί σημασία έχει να δειξουν αυτά τα κέρατα τί ώρα επακριβώς θα αποπειραθεί μια τελευταία έξοδος κινδύνου απόψε; Πάω πάντα κόντρα σε επιδειξιομανείς με τέτοιες αξιώσεις. Περισσότερο από όλους εκείνα τα νευρόσπαστα: οι πιό ευκίνητες μαριονέττες, όπως καταμετρούν τα δευτερόλεπτα, βγάζουν άσκοπα, σκάρτα τα άνευρα μέλη του σώματος καθώς ξαπλώνει. Ποιό ρεύμα οδηγεί; Σε ποιόν ύπνο παραδίδεις κι απόψε το πνεύμα; Ένας περίεργος μηχανισμός ρολογιού. Πώς λειτουργεί η νύχτα. Κι ο ύπνος. Καμιά ώρα θα τη βγάλω αυτή τη μπαταρία. Να γίνει κάποτε η νύχτα πραγματικά δικιά μου. Κι ο ύπνος. Ξεφεύγω πάντα από την ημέρα, αλλά τη νύχτα... Είμαι πάντα εδώ. Θ' αρπάξει κι απόψε ό,τι προλάβει. Το κέλυφος. Το καβούκι. Επί φυλακής και προστασίας. Μέσα εδώ όλα ένα γίνονται. Ράσο. Δεσμά. Έχω κλείσει την πόρτα στο δωμάτιο. Έχω κλείσει και το φως. Είμαι μέσα σε ακυβέρνητο σκοτάδι. Στο δωμάτιο. Ξαπλωμένος στο χειμαζόμενο κρεβάτι. Ντυμένος το φουσκωμένο πάπλωμα. Κοιτάζω πουθενά. Στο δωμάτιο. Μόνο αυτό εδώ το φωσφορούχο ρολόι αντέχει ακόμα στην πλευρά που πλαγιάζω. Το κόκκινο μικρό φωτάκι της τηλεόρασης στο power απενεργοποιημένο. Περιμένω. Στο δωμάτιο. Τον κλέφτη. Την ώρα.

Monday, November 17, 2008

Εκ του ανεσπέρου φωτός



Διαβάζω σήμερα ξημερώματα παρασκευής για μια βροχή μεγάλη απολέλυσαι της ασθενείας σου. Ποίημα γραμμένο μες το φθινόπωρο του 1953 του Νίκου Καρούζου. Μια προσευχή. Και σκέφτομαι αυτό είναι η ζωή που ζούμε ή μήπως η χώρα που ονειρευόμαστε να φτάσουμε κάποτε. Ποιό απ΄τα δυο, επίμονα κι εσύ με ρωτάς. Το ακαθόριστο ανάμεσα στα δυο είναι η απάντηση σου λέω...

Τί χρώμα έχει εκείνη εκεί η θάλασσα; Τα σύννεφα; Θα αγγίξουνε κάποτε επιτέλους και πού τα νερά τον ορίζοντα; Πώς θα' ναι τα στερεώματα; Πετρώματα; Και με τα ξημερώματα τί σχέση αλήθεια θα έχουν; Ο αέρας θα χάσει την υφή του αν τον γεμίσουνε τ' αστέρια;

Ένα ταξίδι χωρίς προπαρασκευή ιδιαίτερη, προσήλωση κι αρματωσιά για τον πλανήτη των διαστημοπλοίων αρχίζει μες το τρένο. Κι ωστόσο, ούτε καν ανάσταση για το μικρό το δαχτυλάκι απ' τη σελίδα με το ποίημα. Είμαι στοιβασμένος μέσα στο πλήθος σε ένα βαγόνι και χωμένο έχω το κεφάλι μου στο βιβλίο που διαβάζω.

Ωστόσο, μια έγερση πατά γερά στην πραγματικότητα αυτή κι αυτοσυστήνεται ως μόνη λογική μου τρέλα και πλάνη. Ο μικρός πρίγκιπας -καλώ και ένα πρόσωπο ενός άλλου συρμού, απ' το μύθο-, ο μονογενής ομογενής -για να τον απομυθοποιήσω- κυνήγησε ζωή για να φτάσει το δικό μου μικρό κόσμο. Έναν κομήτη. Με δίχτυ. Έπιασε. Κι ύστερα πάλι πίσω. Για ένα και μόνο τριαντάφυλλο. Η σκέψη μου.

Κι ένας παράλληλος ταυτόχρονα στοχασμός, αυθαίρετος και πάλι: απόηχος σήμερα μιάς άλλης εξέγερσης. Όχι η σκέψη μου. Το Πολυτεχνείο. Και να το σύνθημα: "σας μιλά ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων¨. Και να ο "ανέσπερος Έλληνας" - στο βιβλίο πάλι μέσα κοιτάζω ένα στίχο του ποιητή για τον πεζογράφο. Τον ακέραιο κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Κλείνει η παρένθεση. Υποσημείωση: στόχος δεν είναι το ελληνικό. Στόχος είναι το ανέσπερον. Καταχώρηση: θέσφατον της ημέρας. Θέσφατον εν γένει.

Δεν μου αρέσουν οι νοσταλγίες μου. Ούτε τα ηθικοπλαστικά των επετείων. Διδακτισμός. Μόνο που να, καμιά φορά αυτό που μπερδεύω τις λέξεις με τα γεγονότα ίσως να είναι και η πραγματική μνήμη μου. Το κολάζ, το μοντάζ, το ντεκουπάζ μέσα στο μυαλό μου. Γνώση ατόφια. Απροετοίμαστη. Γιατί ο χρόνος είναι το νερό και τα συμβάντα πέτρες. Που αναταράζουνε τη λίμνη. Και την πραγματικότητα. Μέσα σε ένα τρένο. Γυρίζοντας σπίτι μου. Όμως, αλήθεια, πού μένω;

Νίκος Καρούζος, Η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θεμελή, εκδόσεις ύψιλον

Wednesday, November 12, 2008

Πορνογραφία



Λοιπόν το πήρα απόφαση. Επειδή κάθομαι και διαβάζω και διαβάζω και διαβάζω και στο τέλος ούτε που θυμάμαι τίποτα, για κάθετι που θα διαβάζω από δω κι εμπρός ίσως είναι χρήσιμο να κάνω κι ένα μικρό ή και μεγάλο ποστάκι όπου θα εκθέτω -βαθυστόχαστα πάντα- μερικές πρόχειρες και άμεσες σκέψεις σε σχέση με αυτό που διάβασα μόλις προσφάτως. Θες πές το μικρή σοφία που απεκόμησα, θες πες το το μυαλό μου και μια λίρα.

Η μικρή μου πείρα με κάνει να πιστέυω ότι υπάρχουν δύο είδη άνθρωποι: αυτοί που καταλήγουν σε συμπεράσματα και απόψεις για τη ζωή επειδή ρίχνονται γενναία και πολύ πρακτικά στις εμπειρίες και το προσωπικό τους βίωμα οπότε παίρνουν ζεστές απαντήσεις στα καυτά ερωτήματα, και εκείνοι που παιδεύονται -ενδεχομένως και ολίγον χαϊδεύονται- να βρουν μια βαθύτερη -και καλά- αλήθεια που θεωρητικά δεν μπορεί να αποκαλύψει η καθημερινή πρακτική ζωή γιατί δεν δίνει τη μεγάλη απάντηση που κρύβεται στα βιβλία ή τελοσπάντων σε ειδικές περιστάσεις και συνθήκες που ευνοούν του κρυφού και κρυμμένου μυστικού την απρόσκοπτη επώαση. Ξαναζεσταμένο τουτέστιν πότε πότε φαγάκι.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξεύρω αν το περιγράφω πολύ καλά γιατί όπως είναι φυσικό -ή και έτσι πρόχειρα ειπωμένο- προσωπικά δεν ανήκω ούτε στη μία ούτε στην άλλη κατηγορία. Κοινώς δεν είμαι ούτε τόσο γενναίος, ούτε -θέλω να πιστεύω- τόσο δήθεν. Απλώς τις περισσότερες φορές κάθομαι και διαβάζω ο,τιδήποτε σπρωγμένος, πέρα από μια προδιάθεση αισθητική, και από μιάν ανάγκη να δω και μια άλλη οπτική που δεν έχω συνεξετάσει στην "πρακτική "-και στο burda, μη σου πω- της ζωής μου. Με βάση, γνώμονα, πυξίδα και οδηγό τη ζωή κάποιου τρίτου που περιγράφει ένα βιβλίο. Έτσι δηλαδή, μπας και μάθω πλέξιμο, γιατί από μπλέξιμο σε τούτη τη ζωή άλλο τίποτα.

Τις περισσότερες φορές πάντως μεγαλοπρεπέστατα και ηττοπαθέστατα καταλήγω να βγάζω το καπέλο σε αυτούς που απλά δοκίμασαν, έκαναν το σκατό τους παξιμαδάκι και πήραν το δισάκι τους στο δρόμο για το δρόμο για το δρόμο χωρίς τα δικά μου προσχήματα, τους ακκισμούς και τις λοβιτούρες. Σαν πραγματικοί ήρωες στο χαρτί και όχι σαν θρασύδειλοι αναγνώστες ηδονοβλεψίες των περιπετειών αληθινών ηρώων. Οπότε, τώρα που το ξανασκέφτομαι ίσως και να είμαι αρκούντως δήθεν τελικά, δεν ξέρω. Το σιγουράκι πάντως είναι ότι γενναίος δεν υπήρξα, δεν είμαι και μάλλον δε θα γίνω ποτέ. Στην καλύτερη θεωρώ ότι κάπου μέσα στο τσουβαλάκι μου συσσωρεύω δώρα που αποθηκεύονται και μαζεύονται για ένα βράδυ τρελής Πρωτοχρονιάς που επιτέλους εγώ θα γίνω το παιδί, εγώ κι ο Αη Βασίλης.

Είπα πιό πάνω τους αναγνώστες ηδονοβλεψίες και λέω ότι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι άμεσα σχετικός με το βιβλίο που πρόσφατα διάβασα, για να έρθουμε και στο προκείμενο. Η Πορνογραφία του Βιτολντ Γκομπροβιτς. Χωρίς να πω πολλά πολλά -έχω ήδη φλυαρήσει, να δω ποιός θα διαβάζει- είναι έκδηλη από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου μια πρωτογενής -με την έννοια του πρωτόγονου- δύναμη που ψάχνει απεγνωσμένα για αλήθεια. Το πρωτότυπο είναι ότι αυτή η αναζήτηση δεν γίνεται ευτυχώς με όρους ψυχαναλυτικής ή έστω ηθικής τάξης. Οι ήρωες εδώ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντί- ήρωες γιατί δεν εκδηλώνουν καθόλου συμπεριφορές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν παραδείγματα προς μίμησιν, αντιθέτως έχουν προμετωπίδα την άποψη ότι αν ο άνθρωπος είναι εκ γενετής κακός, οφείλει να ζήσει μέχρι το μεδούλι την κακότητα της φύσης του.

Το κίνητρο της φθοράς και της διαφθοράς εδώ προβάλλει να είναι μια αξία που η ηθική συνήθως δεν διαλέγει να προτάξει. Τα νιάτα και η ομορφιά. Όχι με την έννοια που έχει θεοποιήσει αυτά τα δυό ο σύγχρονος δυτικός "πλαστικοποημένος" πολιτισμός της διαφήμισης και του μπότοξ ωστόσο, αλλά με την έννοια της αδιόρατης -γιατί, όχι- και ¨παρθένας" έλξης που έχουν τη δύναμη να ασκούν τα ίδια τα ανθρώπινα κορμιά, ένας νέος σε μια νέα, η νέα με τη σειρά της στο νέο, αλλά και οι νέοι μαζί στο γεροντότερο με έναν τρόπο που μάλλον σήμερα έχουμε ξεχάσει (όρα και βίντεο άνωθεν για την επιβεβαίωση).

Έτσι αυτό που έχει σημασία τελικά είναι, πέρα από τα πρόσωπα και τις υποθέσεις, τις συνθήκες και τις πράξεις, να γίνει κατανοητός ο τρόπος που η νεότερη γενιά παραδίδεται συνειδητά στη γηραιότερη, ο τρόπος που η γηραιότερη γενιά θέλγεται από την ομορφιά της νεότερης και πώς η νεότερη κι ¨αθώα¨τελικά ενδίδει να πλανιέται και να πλανεύεται μέσα σε ένα κόσμο διαμορφωμένο από ¨αμαρτωλούς¨μεγάλους. Όλα αυτά, πιστέψτε με, χωρίς ούτε ένα άγγιγμα σχεδόν του χεριού σε ένα έργο με τίτλο Η Πορνογραφία και μια Πολωνία υπό Γερμανική κατοχή.

Βίτολντ Γκομπρόβιτς, Η Πορνογραφία, μετ. Δημήτρης Δημητριάδης, εκδόσεις Νεφέλη

Sunday, November 09, 2008

Our time is running out



Ούτε τη σκέψη δεν μπορώ να συμμαζέψω να γράψω δυό γράμματα. Τα μάτια κλείνουν. Δεν κοιμάμαι. Μήπως είναι κι η μόνη προαίρεση που της πηγαίνω κόντρα;

Είπα κάτι να γράψω. Μεγαλεπίβολο, βαθυστόχαστο, από αυτά που συνηθίζω. Τα δήθεν βαρύνουσας σημασίας κι υπαρξιακού αδιεξόδου. Ύστερα, αφού χαμογέλασα με αυτό που μόλις τώρα και πιό πανω είπα ή έγραψα, τρομάρα μου, σκέφτηκα, ούτε η συνήθεια είναι που ενοχλεί ούτε το ασυνήθιστο που τη συνήθεια ιντριγκάρει. Αρκούντως βαρύγδουπο και δαύτο.

Τότε ακαθόριστα, όπως πάντοτε, ήρθε στο στόμα - όχι στο νου- μια φράση: "Κι όσο για μένα αυτά... ενεστώς διαρκείας. Ανέπαφος. Εδώ και τώρα". Δεν βούτηξα τη γλώσσα στο μυαλό, όπως πάντοτε, και μόλις κιόλας την ξεστομίζω. Αστόχαστα. Εδώ και τώρα. Μπορεί να μην πολυκαταλαβαίνεις. Δεν καταφέρνω κι εγώ καλά να επεξηγώ, μην το ψάχνεις.

Το θέμα είναι η σχέση του τώρα με το τώρα. Τα παράλληλα χρονικά επίπεδα. Και η σύγχρονη έννοια της ηρωνίας. Μια καινούργια λέξη εδώ και να, τώρα μπροστά σου ολοκαίνουργιος ήρω(ν)ας. Γιατί ίσως στις μέρες μας η αληθινή αρετή και το αληθινό ναρκωτικό είναι αυτή η υπερπροσπάθεια για επαφή με τον υπερπέραν πραγματικό χρόνο. Όνειρα να έχουμε μεν, πώς να τα υλοποιούμε παράλληλα όμως είναι το θέμα.

Γιατί ο χρόνος είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα που τρέχει ερήμην της βουλής, της απόφασής και της θελήσεως μας, όμως ο χρόνος την ίδια στιγμή είναι και μια άλλη πραγματικότητα που ζητάει παράλληλα και αόριστα και τη γενική κτητική και τη γενική, μη σου πω, υποκειμενική μας, μπας και σταματήσουμε επιτέλους κάποτε γενικά κι αόριστα να τρέχουμε ξοπίσω μερικά από την ογλήγορη άμαξα παρασητεμένα, αχρηστευμένα, λαχανιασμένα παιδαρέλια.

Το βασανιστήριο με τον άτυχο και καβάλα παν στην εκκλησία, καβάλα προσκυνάνε. Θα γυρίσει κι ο τροχός, θα γαμήσει και ο φτωχός. Αλητάκι, μπατηράκι μες τους δρόμους τριγυρνώ και πλείστες όσες κωμωδιογραφικαί της καταστάσεως εκφράσεις. Εδώ το άλογο, εδώ και το χαλινάρι, για να μιλήσω σε μια γλώσσα που φαίνεται πιό θέσφατη, αν εκούρασε η παροιμιώδης.

Κάποιοι λένε πώς είμαστε μια γενιά ανυπόμονη. Εγώ νομίζω ότι για τους περισσότερους εξ ημών είμεθα μια γενιά χαμένη. Βεβαίως βλέπω διάφορους ομήλικους και ομότεχνους να χουνε πιάσει το χρεμετίζον πουλάρι από τα γκέμια και να πηγαίνουνε κατά πως λέμε γαμιώντας. Μακάριοι. Μόνοι. Πρωταγωνιστές. Οι επιβραβευθέντες. Μαγκιά τους... Η μαγκιά - μεταπασοκική αντιμετώπιση του θέματος και εσχάτως και επιχρωματισμένη γαλάζια. Σε δυό τρία σήριαλ... σκανδαλοθηρικά. Σε δυό τρεις παραστάσεις... νίκης. Σε εθνικά θέατρα... σκιών τέως αγαπημένα...

Πάντως εδώ στα απομονωμένα, στα περασμένα - ξεχασμένα, στα αζήτητα και όρθρου βαθέως μετόπισθεν, διαβάζω για να παρηγορηθώ στου Σοφοκλή την Ηλέκτρα: "Ήλαυνε δ' έσχατος μεν, υστέρας έχων πώλους Ορέστης, τωι τελει πίστιν φέρων" και λίγο παρακάτω : "του δε πίπτοντος πέδωι πωλοι διεσπάρησαν ες μέσον δρόμον". Όλα αυτά σε πολυτονικό σύστημα με όλα τα πετσοκομμένα πνεύματα και του ρόγχου της σακατεμένης ελληνικής τις ασθμαίνουσες ανάσες. (Πείτε στους ηθοποιούς να φτύνετε τα λόγια σας...)

Κι ο λόγος του ψευδόμενου παιδαγωγού τελειώνει: "Αυτά που ακούς. Και μόνο που στα λέω πόνεσα. Για κείνους που τα ζουν, για μένα τον ίδιο, συμφορά πιό μεγάλη δεν είδα". Πάντως σκέφτομαι πάλι καλά που εσπούδασα για να χω εμπεριστατωμένη με λόγια τρίτου και μάλιστα Σοφόκλειου παιδαγωγού την παρηγοριά μου... Αρετή που συνεκτιμάται αναμφίβολα και στο όλον βιογραφικό μου τόσον καιρό που ψάχνω εργασίαν...

Υ.Γ. Για την μεταφορά από τα αρχαία ελληνικά ευθύνεται ένα ακόμα από τα άχρηστα ταλέντα...
Υ.Γ.2 Το τραγουδάκι εσχάτως πλην όμως εντόνως εισήλθε στην μόνη οικία που διατηρώ με τα κολλήματά μου...

Wednesday, November 05, 2008

Χτες ακόμα το' χα...



Θέλω να καθήσω να γράψω και να έρθουν τα λόγια μόνα τους. Θέλω να καθήσω να παίξω έναν ολόκληρο αυτοσχεδιασμό με λόγια δικά μου. Μια παρλάτα θέλω έστω θρασύδειλη. Να γεμίσω σελίδες από όλα τα λόγια και επιτέλους ασύστολα να μιλήσω. Να περιγράψω αισθήματα, σκέψεις, να λέω κάθε μικρή στιγμούλα αυτό κι εκείνο και το άλλο και το αποτέτοιο μου. Μόλις πέρασε το μυαλό και την αίσθηση και παρήλθε, μέσα μου θάφτηκε, χωρίς να γίνει φωνούλα -σιγά μη γίνει κραυγή μου.

Τα έχασα. Αυτή η σκέψη κιόλας δεν θα ξανάρθει ποτέ. Και εγώ δεν θα μπόρεσω πάλι να το εκφράσω. Όχι για να το πω. Τουλάχιστον με την τρέχουσα έννοια του όρου. Μιλάμε, αλλά δε μάθαμε ποτέ πώς να μιλάμε ή μάλλον κάποιοι μάθαμε πολύ καλά, πολύ ευγενικά, πολύ αθώα. Μόνο για να θυμάμαι θα ήθελα να εκφραστώ. Σαν τελευταίες ανάσες να γίνουν οι λέξεις κι η άθλια φωνή μου. Πάντα όμως το ξεχνώ.

Όχι δεν είναι ότι ξεχνώ. Είναι ότι είμαι ανέκφραστος πάντα. Πάντοτε λέω να πω κι αυτό κι εκείνο. Όμως δεν βρίσκω τον κατάλληλο τρόπο. Και έτσι δεν μιλάω. Κι όταν πάλι λέω θα μιλήσω, ώσπου να το βρω, το ξεχνάω. Η είναι κι οι φορές που είμαι κάπως θεατράλε και υπερβολικός. Αποτυχία κι αυτό, τρομάρα ψυχή μου. Στην καλύτερη για να λέμε και του μουγγού του δίκιο λέω πάλι τα ίδια και τα ίδια. Τα ανέκφραστα.

Και θέλω έτσι να ξεδιπλώνονται όλα, να τα βγάζω όλα από μέσα μου, σαν την Κλεοπάτρα που ξετυλίγεται μέσα από το χαλί της έτσι να ξεδιπλώνεται η γλώσσα μου θέλω, κι αυτό το πράγμα να ξεκουράζει, να γίνεται πιό αντικειμενικό αυτό που με αφορά, να παίρνει τέλοσπάντων ένα σχήμα κι εγώ να μπορώ κάπως να ανατρέξω σε αυτό, να πω κοίτα, τί σκέφτηκα, κοίτα πώς το ξεστόμισα και να το αναγνωρίσω. Για να το αναγνωρίσει και ο τρίτος που δεν αρκείται στην ευγένεια και θέλει αποδείξεις ή κύρος. Για να πειστεί ότι δεν είμαι το γλυκανάλατο αγοράκι που νόμισε στην επιφυλακτική μου καλημέρα.

Όχι, δεν τα θέλω όλα αυτά για να πετύχω την έπαρση. Ζήτημα επιβίωσης είναι. Να μπορέσω να πάρω αμπάριζα τελικά να εφαρμόσω το ακατόρθωτο και να συμβεί το απίστευτο και όμως αληθινό να θέσω σε εφαρμογή την πολυπόθητη έκφρασή μου. Για να υπερασπιστώ το δίκιο μου. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται αφάνταστα περιττά ή εφηβικά ή ανόητα ή τρυφερά ή ρομαντικά ή εγωκεντρικά ή φίλαυτα ή δεν ξέρω τί στο διάλο άλλο, αλλά τα λέω γιατί κάπου το μπαλάκι μου το 'χασα... το σκέφτηκα... το νιώθω... το λέω... και κάπως πρέπει όλα αυτά να γίνουν η φωνή μου αφενός. Αφετέρου γιατί αισθάνομαι ότι αυτός είναι ο μονόδρομος που επιβάλλουν οι σύγχρονες απρόσωπες κοινωνικές σχέσεις.

Y. Γ. Λατρεύω αυτό το έργο, λατρέυω αυτή την ταινία, λατρεύω αυτούς τους ηθοποιούς, τις ερμηνείες, την εκφραστικότητά τους. Δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Τα βλέπεις... ούτε την οργή μου δεν καταφέρνω να σου πω και να μιλήσω...

Monday, November 03, 2008

Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα



Σήριαλ που έβλεπα φανατικά. Λόγω της ημέρας. Περισσότερο θυμάμαι τον Ξενίδη από ένα παιδικό με παραμύθια της οικογένειας Σοφιανού. Δεν κατάφερα να βρω ωστόσο κάτι σχετικά. Αγαπημένη ατάκα από το συγκεκριμένο επεισόδιο:

Ρίκα Διαλυνά: Ε, και λοιπόν; Κορσέ στα γούστα μου θα σε βάλω;

Ζήτημα διαθέσεων


Δεν έχω πολλά να κάνω. Μπροστά στην οθόνη μου κάθομαι. Χάσκω. Το κενό με δυό λέξεις διαπερνώ. Διάτρητο κάνω το λευκό μπας και καταφέρω να δω πέρα απο άσφαιρες λέξεις. Πού είναι το ευθύβολο; Για να είμαι ειλικρινής ποτέ δεν βρήκα στόχο. Για να είμαι πιό ειλικρινής κάπου κάπου βρίσκω απόκριση, μα το' χω πάλι ξεχάσει. Κάθομαι, όλο και λιγότερο γράφω, όλο και λιγότερο παίζω, όλο περισσότερο μιλώ, όλο περισσότερο τραγουδώ, τραγουδώ μόνος στο δρόμο, παράφωνος, μου κόβουν το τραγούδι οι περαστικοί μου, τί κοιτάνε, παντού παραμιλώ, σκέφτομαι, "δε βαριέσαι", δε βαριέμαι απαντώ, μέσα μου, διαβάζω, ούτε καταλαβαίνω τί διαβάζω, σάμπως καταλαβαίνω τί τραγουδώ, γεμίζει η ζωή ενεργητικές και παθητικές διαθέσεις μου. Λένε ενεργώ και παθαίνω. Οι διαθέσεις μου. Κάποια στιγμή θα εξημερώσω τα τέρατα που περιγράφουν τις μακρυσμένες ενέργειες που παρακολουθούν τη ζωή μου.