Δεν ξέρω. Φέτος δεν ακολούθησα το τυπικό. Την θεσμοθετημένη τελετουργία για ένα Πάσχα ορθόδοξα χριστιανισμένο. Ίσως γιατί μέσα στα χρόνια μου πέρασα και με το κουταλάκι έφαγα ορθόδοξη τελετουργία. Τα δύο τελευταία απέχω.
Νήστεψα μόνο την Μεγάλη Εβδομάδα. Πάντα νηστεύω την εβδομάδα αυτή. Πάντα υπάρχει ένα κατάλοιπο να σου αρέσει από κάτι που δε σου αρέσει γενικώς και αορίστως. Πήγα λιγάκι εκκλησία ξώφαλτσος.
Μεγάλη Τετάρτη βραδάκι περαστικός μισή ώρα να σκοτώσω.
Μεγάλη Πέμπτη αν σήμερον κρεμάται επι ξύλου δεν άκουσα. Έβλεπα το Matador. Αλμοδοβάρ. Δεν έχω εμπεριστατωμένα επιχειρήματα αλλά από ένστικτο ένιωσα να σιγοντάρει το θείο δράμα η ταινία. Τόσο εύγλωττα. Τόσο μελίρρυτα. Σαν εγκώμιο. Ω, γλυκύ μου έαρ...
Μεγάλη Παρασκευή ακολούθησα τρεις Επιτάφιους στο Θησείο. Συναντήθηκα με παλιούς συμμαθητές από το πρότυπα χριστιανικό σχολείο που φοίτησα. Ένιωσα λιγάκι τουρίστας στην διαδικασία. Και κατά το τυπικό ήμουν. Και στη συνάντηση των συμμαθητών. Και στη συνάντηση των Επιταφίων.
Μεγάλο Σάββατο πρωί είπα να κοινωνήσω. Χωρίς εξόφθαλμη όρεξη. Σπρωγμένος ωστόσο από κάποια παράξενη ανάγκη -γι' αυτό κάνω και αυτήν εδώ την ανάρτηση. Όχι από ψυχαναγκασμό πάντως. Έμαθα πιά τον ψυχαναγκασμό να τον αναγνωρίζω. Ελευθερία ανάστασης απέναντι στον ψυχαναγκασμό πλέον προσδοκώ. "Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών..." να τί σημαίνει μάλλον.
Έκλεισα το ξυπνητήρι δυό φορές πρωινό Μεγάλου Σαββάτου. Δεν άκουσα τον κόκκορα να λαλήσει τρεις. Μισή ώρα μόνο μετά πανικόβλητος πετάχτηκα κι έτρεχα να προλάβω. Οι παπάδες αυτής της ενορίας τα κάνουν όλα νωρίς και στις 08:20 που ξύπνησα ήταν κιόλας αργοπορημένα. Όχι καταστροφικά αργά. Απλά έχασα τα τύμπανα της πρώτης Ανάστασης. Πάντα Μεγάλο Σάββατο πρωί θυμάμαι -και θα θυμάμαι υποθέτω πάντα- τη γιαγία για τα τύμπανα της πρώτης γιορτής. Να σηκωθείς πρωί για να προλάβεις. Είναι πιό όμορφα κι απ΄την Ανάσταση τη Μεγάλη. (Η γιαγιά έχει αρχίσει λίγο να φεύγει. Σε αγαπάω, γιαγία μου -τυχαία μπήκε εκεί ο τόνος, τον αφήνω) Στάθηκα στην ουρά μιας τελετής που τέλειωνε και απλά ο παπάς κοινωνούσε τους καθυστερημένους. Κοινώνησα χωρίς να έχω παρακολουθήσει την τελετή. Κυρίως κρασί. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν ρίχνουν πάντοτε λίγο περισσότερο σώμα στο δισκοπότηρο αυτής της ενορίας. Εκπτώσεις τελετουργίας...
Μεγάλο Σάββατο βράδυ στήθηκα στο συνωστισμό της πλατείας. Δίπλα μου μάνα κι αδελφός. Άναψα τη λαμπάδα με ένα καραβάκι πάνω. Δεν δούλευαν τα μεγάφωνα. Δούλευαν τα βεγγαλικά κάπου πιό δίπλα. Άρχισαν τα φιλιά μιας στιγμιαίας έστω αγάπης. Πάσχισα να ακούσω Χριστός Ανέστη μέσα στη βαβούρα. Οι καμπάνες χτυπούσαν. Τα βεγγαλικά χτύπαγαν. Φιληθήκαμε. Άκουσα Χριστός Ανέστη από τη μάνα και τον αδελφό μου. Γυρίσαμε σπίτι. Πήρα μονάχα ένα τηλέφωνο. Σε έναν μόνο φέτος αληθώς ανέστη ευχήθηκα.
Καθώς γράφω αυτή την ανάρτηση είπα Πάσχισα. Πάσχα σημαίνει λέει πέρασμα και πασχίζω προσπαθώ να περάσω υποθέτω.
Ήρθε η ώρα να διευκρινίσω την παράξενη ανάγκη που επικαλέστηκα πιό πάνω. Την κυρίαρχη σκέψη της εβδομάδας που πέρασε κι εγώ πάσχιζα να την νιώσω, όχι να την καταλάβω. Γι' αυτό νομίζω πως εκφράζομαι έτσι -κάπως περίεργα- στην ανάρτηση αυτή.
Ξεκίνησε με ένα σχόλιο στα επτά δαιμόνια. Έγραψα: "Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτές τις ημέρες τα λόγια στις εκκλησίες ακόμα και τις πιό φωτεινές, και τις πιο κοσμικές, χάνουν τη λογική σημασία και αποκτούν ένα εντελώς άλλο νόημα. Υπερρεαλιστικό. Δηλαδή το κανονικό τους. Δεν ξέρω τότε αν έχει νόημα ο Χριστός ως αυτό που λέμε συνήθως Χριστός. Αποκτά το λόγο νομίζω ο εν δυνάμει Χριστός. Αυτό που μπορεί να γίνει και να είναι Χριστός".
Αυτό πάσχισα όλη αυτήν την εβδομάδα να ζήσω. Εν αρχή λέει είναι ο Λόγος. Προσθέτω "ένας λόγος αναστημένος". Έτσι προέκυψαν οι στίχοι της Ανάστασης που αναρτήθηκε πιό κάτω. Ένα βράδυ μετά από το τελευταίο επεισόδιο σε επανάληψη στον Άλφα από τη ζωή της Λαμπέτη. Και λίγους στίχους από την Τέταρτη Διάσταση του Ρίτσου. Και λίγα δάκρυα ομολογουμένως. Συγκεκριμένα το Όταν έρχεται ο Ξένος του Ρίτσου. Δεν φιλοξένησα καν τον Ιησού από τη Ναζαρέτ του Τζεφιρέλλι πάντως φέτος.
Η Ανάσταση είναι έτσι κι αλλιώς μια υπέρ - πραγματικότητα. Αρκεί να εμπλακείς στη διαδικασία. Όχι πάντα κατά το τυπικό.