Κάτι ο μήνας που πέρασε, κάτι που δε σταύρωσα λέξη, παρέδωσα το κέφι μου αυθόρμητα στην πλέξη. Αρέσκομαι να συνθέτω υβρίδια παιδιόθεν. Αποκτά μια δύναμη αλλιώτικη και αλλοιωτική ο παιγνιώδης λόγος κι εγώ ξαφνικά εφευρίσκω νόημα στους εκνευριστικούς κατά τα άλλα πεσσούς του χρόνου. Διάγω βίον ιλαρόν. Φιλολογίζω. Αυθορμήτως ωστόσο κι αυτό είναι που μου στερεί την επιστημοσύνη -θέλω να πιστεύω και τη δηθενιά- και κάνει και το εγχείρημα λιγάκι πιο χαριτωμένο. "Σπασικλάκι" και "φυτό" οι ρετσινιές απ' το δημοτικό κι εγώ οχύρωνα στις λέξεις μου την αντεπιθεσή μου. Δεν είχα εξάρσεις από παιδί μικρό, δεν πιάστηκαν ποτέ στα χέρια μου οι συμμαθητές μου. Φοβόμουνα μην λεκιαστώ. Έβριζα με το γάντι. Να δω το βλέμμα τους αφοπλισμένο από τις λέξεις, τις λέξεις "είσαι χαμερπής, χθαμαλός, ποταπός" στο απλοικό και λαικίστικο "τί λέ, ρε μαλάκα!" είχα ανακαλύψει. Και δεν ένιωσα οίκτο για την μήνιν τους ποτέ, και δεν ένιωσα ούτε αφ' υψηλού με κύρος κι ούτε μελαγχολία ένιωσα ποτέ -είχα τους βαθμούς να με τρέφουν και ένα επίπεδο, ρε γαμώτο, επιτέλους στις διαμάχες-. Μια ειρωνεία όμως έμεινε να με τιμά μέσα στην καφρίλα και να με κατωστρέφει (κατά+έσω+στρέφω) στην καρδιά μου πότε - πότε. Άντε κι δύο περιστατικά που μές τα χρόνια έστειλα στο ιατρείο του σχολείου... Δεν θα' θελα και περισσότερα. Ένα χαστούκι μόνο ακόμα και δέκα χρόνια μετά μέσα μου το λαχταράω κάπως.
Tuesday, February 27, 2007
Saturday, February 10, 2007
Ανδρομέδα
Πέρα από τα σύνορα και τις γραμμές είναι γεμάτο πατρίδες που αγαπάω
Μένω με την γυναίκα ψυχή
διάφανη και ανεξήγητη σαν την κρυστάλλινη σφαίρα
διάφανη και ανεξήγητη σαν την κρυστάλλινη σφαίρα
της περδικόστηθης τσιγγάνας
διάφανη και ανεξήγητη όπως τη θάλασσα τη γαλανή
με τ' άχρωμο μέσα νερό της
Δίνω το χέρι μου κάτι να διαβαστεί
κοιτάζω μάλλον έκθαμβος το στήθος της τσιγγάνας
Απλώνω το χέρι μου λίγο να δροσιστεί
ένας ξιφίας μου ματώνει το χέρι
το αίμα μαζεύει γύρω μου ψάρια
..............................................................
Ξέχασα τις εικόνες
σε ύπτια θέση κοντεύω κατά τα βράχια
ν' ακούσω θέλω το νερό
η ακοή εκκενώνει τη σκέψη
- αυτό μάλλον σειρήνα θα πει -
ένα κύμα μου ανοίγει τα μάτια
Ήπια νερό θαλασσινό
η γεύση κοκκίνησε τα βράγχια
πάνω στο βράχο ήχησε ένα κοχύλι πορφυρό
Η γυναίκα σωπαίνει.
Τα βράδια σε μια σκηνή, σ' ένα τσαντήρι πάνω
μέσα στο βράχο βυθισμένη κι αυτή
γυμνή από τη μέση κι απάνω φωνάζει.
Φωνάζω κι εγώ : "Μόνη δεν θα σ'αφήσω ποτέ"
Μου είπε : "Κιόλας μ' έχεις προδώσει μ' ένα δελφίνι"
Monday, February 05, 2007
Carne - vale...
Subscribe to:
Posts (Atom)