Tuesday, December 26, 2006

Μυστική συνταγή για Ευτυχισμένα Χριστούγεννα


Με συντρόφευαν πάντα αρώματα. Η όραση πάντα υπερτάτη αίσθηση του κορμιού μου, αλλά πάντα τα μεγάλα της ζωής μου έμεναν ακαθόριστα στη μνήμη μου από τις μυρωδιές. Διαβρώτικα συντηρούσαν, λυτρωτικά στήλωναν. Ημέρες και άνθρωποι... Η ζωή μου μυρίζει σαν την αγκαλιά της μάνας μου την ημέρα που ο πατέρας έφυγε για μια τελευταία φορά από το σπίτι κι εγώ δεν ήθελα να τον βλέπω στο μαύρο πουκαμισό της. Ήθελα να τον μυρίζω με τα χεράκια μου σφιχτά γύρω της και τα δακρυά και όλα μου τα αναφιλητά επάνω στην κοιλιά της. Εί δυνατόν και κάτω από το ίδιο αυτό μαύρο πουκαμισό που μου στέρησε τη χαρά της. Να βρώ εκείνον μέσα της. Μέσα στη μυρωδιά της να βρώ κι εμένα μέσα. Μαζί τους... Φάτνη...
Σήμερον ημέρα γενέθλιος και λαμπρηνθώμεν λαοί. Σήμερον γεννάται εν φάτνη άλλο παιδί. Κι εγώ μέσα στη χαρά αυτής της γιορτής ξημερώματα και δεν κοιμάμαι. Ποιμένες αγραυλούσι ακαταπαύστως εκεί... Βόσκω κι εγώ λοιπόν τα προβατά μου. Να τα μετρήσω για να κοιμηθώ; Μπά, δύσκολο... Η μυρωδία δεν μ' αφήνει από τα μανουσάκια. Πλαγιαστά μέσα στο βάζο της παραδοσιακά χριστουγεννιάτικης μου θείας που η μάζωξη μας κάθε χρόνο σαν οικογένεια μας τρέφει τις ελπίδες για ευτυχία αρωμάτιζαν το χώρο και φέτος. Φέτος κι εγώ κατάλαβα πώς τα Χριστούγεννα μου μυρίζουν κάθε χρόνο στο ίδιο σπίτι των ελπίδων να ευτυχήσω και ότι μανουσάκια είναι τα άγρια λουλούδια του μικρού Εμμανουήλ... του μικρούλη θεού μεθ' ημών... Κι αυτή η επίγνωση για τα άγια μοιάζει αστέρι λαμπερό... για φέτος έστω.
Υ.Γ. Μανουσάκι: Ανήκει στην οικογένεια των Αμαριλλιδών (Gramineae) και άλλες ονομασίες είναι τσαμπάκι, ζουμπούλι, μυρτολούλουδο.
Φυτρώνει στο τέλος του Φθινοπώρου σε λοφώδη χωράφια, στις πλαγιές των βουνών και σε μέρη βραχώδη. Υπάρχουν δύο είδη. Το άγριο και το ήμερο. Το άγριο είναι διάσπαρτο σε διάφορα σημεία στη Μάνη και στις αρχές Δεκέμβρη κυριαρχεί στη φύση, η οποία είναι κάτασπρη από τα χιονάτα λουλούδια και η ατμόσφαιρα γύρω μεθυστική από το άρωμα του. Είναι βολβόριζη χιτωνοφόρα πόα. Φτάνει τα 25 εκ. ύψος και έχει φύλλα παράριζα, στενά και μακρά με στέλεχος λεπτό και με λευκά άνθη που έχουν έξη ωοειδή ψευδοσέπαλα.
Την εποχή που είναι ανθισμένο, όσοι πηγαίνουν για να μαζέψουν λάχανα, φέρνουν και μια αγκαλιά μανουσάκια για το ανθοδοχείο τους. Εκτός όμως από το άγριο βγαίνει και ήμερο, που τα λουλούδια του είναι διπλά, αλλά λιγότερο εύοσμα από του άγριου. Οι γυναίκες που άναβαν το καντήλι σε κάποιον Άγιο, μάζευαν μανουσάκια και στόλιζαν τις εικόνες για να μυρίζει το εκκλησάκι.

Sunday, December 17, 2006

Takes 2 to Tango



- Χάθηκα...
- Έρχεσαι...

Δυό μέρες τώρα σκέφτομαι διπλά. Όχι, δεν συγκινήθηκα όπως έχω μάθει. Ορίζω αλλιώς πια τη λέξη "συγκινούμαι"... όπως ενδεχομένως είχα ξεχάσει. Μάλλον ορίζω ξανά και πάλι το ρήμα "συγκινούμαι". Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική μα τίποτα ελληνικό δεν μου μάθαν. Σημαίνει "είμαι ακόμα εδώ" όταν έχω εγκαταλείψει τα ιλουστρασιόν θέατρα της πόλης και τα πλήθη των μικροαστών με τα ευρουλάκια τους σε εισιτήρια πληρωμένα. Κι όταν λέγω "εδώ" έχω ένα "εκεί" στο νου μου και σε σκηνή επικληνή που δικαιώθηκαν οι μέρες στα ολυμπιακά αλώνια να έχω ακόμα να θυμάμαι. Και να μιλάω με όσα και όσους μου λείπουν. Είμαι μόνος; Φοβάμαι; Σε έχω ανάγκη; Λυπάμαι; Ποιόν άνθρωπο στα αλήθεια θέλω να ζητάω; Εμένα; Και η ελευθερία τότε τί σημαίνει; Ποιός άλλος; Αμφισβητώ ένα στίχο..."ή κανείς ή κι οι δυό μαζί" γιατί το είδα να συμβαίνει, να υπάρχει σαν τον αέρα ανάμεσα πλατείας και σκηνής. Πάρε ένα "ακόμα εδώ" για ευχαριστώ μου...

Wednesday, December 06, 2006

Ο Θείος...



Οι αναμνήσεις στα υπόγεια συχνάζουν

Σε ένα γίνονται και όνειρα

λέξεις δύο μυστικές να κρατήσω

σου χρωστάω.

Σωπαίνω

πάνω στο πάτωμα

πότισες το ξύλο με ιδρώτα.

Δε τα θυμάσαι πιά. Έχεις φύγει...

Κάπου στις θέσεις κάτω κοιτάζω

να δώ φωτιά και καπνό από ένα τελευταίο

κι ας μην είναι χειροκρότημα

ας είναι το τελευταίο σου τσιγάρο.

Sunday, December 03, 2006

Νατάσσα Μποφίλιου


Φωνές που οι ανάσες τους λυγάνε...
Την νύχτα χτες που μέτρησες φορές χίλιες