Thursday, July 01, 2010

Forgotten Horizon


Και να, για παράδειγμα, τούτος ο πίνακας: Forgotten Horizon του Salvador Dali, 1936. Σκέφτομαι τις λέξεις στα ελληνικά. Ξεχασμένος. Ορίζοντας. Από το 1936. Ακόμα τότε δε ζούσα. Στο βάθος φευγαλέα περνάει η σκέψη της αδιέξοδης φιλίας του Λόρκα με το Νταλί που είχα διαβάσει παλιότερα σε μια βιογραφία. Ερωτευμένος Λόρκα. Σνομπαρία γκόμενος Νταλί. Έτσι λέω είναι οι άνθρωποι, και κακοί και καλλιτέχνες.


Αγνοείται

Έφυγε όπως συνηθίζουν να ζουν οι άνθρωποι

άνοιξε την πόρτα του σκηνικού και έφυγε

στο δωμάτιο σκοτείνιαζε καθώς άναβαν γύρω ηλεκτρισμένα τα φώτα

κι έμοιαζε ψεύτικο το απόγευμα που χωρίζει άκαρδα την ημέρα από τη νύχτα

στον ορίζοντα χαμήλωνε φθινοπωρινός ο ήλιος

προχωρά άκαρδα εκείνος μέσα στην πόλη σκυφτός

κι εγώ στο δωμάτιο σκεπασμένος λαίμαργα τα σεντόνια

Χωρίς να αρνιέμαι ότι μπορεί και να γίνομαι κακός, χωρίς να θέλω να νιώσω δειλός και συνεσταλμένος, καλλιτέχνης, θυμάμαι ότι κάποτε έγραψα αυτό. Και δίσταζα έως τώρα να το δημοσιεύσω. Αλλά αν κρίνω από τις εντυπώσεις μου μάλλον βραδιάζει. "Αφού αγνοείται και δε το δημοσιεύεις, φαντάζομαι δε θα βρεθεί ποτέ" λέει σε μια στιγμή παρόρμησης ο δειλός καλλιτέχνης. "Και να το δημοσιεύσεις δε θα βρεθεί ποτέ" λέει ο ριγμένος κακός. Εγώ απλώς σκέφτομαι συνειρμικά ποιά μυστική συγγένεια ενώνει τη λέξη άκαρδα και το νεολογισμό άκαδρα. Αλλά έτσι όπως χώνω αδέξιες πινελιές μέσα στις λέξεις, θαρρώ βγήκα εκτός ειρμού με τους αυτάρεσκους αναγραμματισμούς μου.

Κάθομαι στο μπαλκόνι και κοιτάζω λοιπόν τον ακανόνιστο ουρανό στα μπερδεμένα του χρώματα. Θυμάμαι εσένα. Δεν αναλύω, τα δέχομαι, όλα, σαν ένα πίνακα που τον έχω βιώσει κι έτσι δε χρειάζεται περισσότερο να μιλώ. Σε μια συζήτηση που είχα χτες σε μια φιλολογική συντροφιά θυμήθηκα πάλι ότι η Άλκηστη στο τέλος της τραγωδίας του Ευριπίδη κάτω από τα πέπλα του θανάτου αποκαλύπτεται σιωπηλή. Δε βγάζει άχνα όσο ο μικρόψυχος Άδμητος κερδίζει και χαίρεται τα πάντα, μέσα στην άγνοια, κερδίζει χάνοντας, μη χάνοντας τίποτα. Τι σόι τραγωδία είναι αυτή;

Η συνείδηση στην τέχνη και στη ζωή είναι ίσως η περιπέτεια μιας ανάμνησης. Που δεν το περιμένεις αλλά σε βρίσκει σε μια στιγμή ακαθόριστη εκθέτοντάς σε αντιμέτωπο τόσο ξαφνικά με κάτι εκτυφλωτικά οικείο. Γραμμές πάνω σε ένα πίνακα, σύννεφα σε έναν ουρανό, διακυμάνσεις του μπλε σε παλ χρώματα, το πρόσωπο ενός αγαπημένου. Όσο αντέξει. Ό,τι και όποιος μόλις σου ξέφυγε.

Είναι απόγευμα πια, η μέρα τελειώνει. Κι αυτή η μέρα τέλειωσε σχεδόν, έχεις αναλογιστεί τι σημαίνει ηλιοβασίλεμα πέρα από αυτή τη γλύκα που έχεις στα μάτια; Είχες σκεφτεί ποτέ ότι πέθαινα όταν μου είπες κοίτα τα χρώματα και εγώ σε πίστεψα, γύρισα και σου είπα τούτα τα σύννεφα είναι δικά σου; Εκεί φαινόντουσαν πιό έντονα τα χρώματα, τι να κάνω.

Δειλιάζω να μιλάω περισσότερο, ήδη έχω υπερβεί και την ώρα, βασίλεψε. Όσο κι αν απομένει προσωπική υπόθεση η αποτίμηση της τέχνης, της ζωής και της στιγμής σκέφτομαι ότι κανένας στην καλύτερη δε θα συμφωνήσει μαζί μου, στη χειρότερη δε θα καταλάβει παντελώς. Αλλά ποιός θα με άφηνε ύστερα από όλα αυτά να παίξω το φύλακα στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου; Θα τελείωσει άραγε ποτέ ετούτη η φρυκτωρία; Περιμένοντας το Γκοντό. Θέλω να πω φταίω κι εγώ που τα λέω έτσι μπερδεμένα όλα και ακαταλαβίστικα. Ελλειπτικά. Μάλλον ακόμα δεν έχουν ξεκαθαρίσει καλά τα συναισθήματα μπροστά σε τούτο τον πίνακα. Είναι ηλιοβασίλεμα σε έναν χαμένο ορίζοντα; Δεν είναι δικός μου τούτος ο πίνακας. Κάηκαν οι ασφάλειές μου. Δε μου αξίζει κανένας υπερβάλλοντας ζήλος. Μόνο του παρατηρητή. Ελπίζω σε αυτόν τον ρόλο να είμαι καλύτερος απ' όσο θέλω να δείχνω.

Πρέπει να σταματήσω τόσο να απογοητεύω και να απογοητεύομαι, δεν είναι πειστικό στο κάτω κάτω, είναι ρομαντικό, είναι υπερδραματικό, είναι υπερευαίσθητο, φαντάζει σαν κάτι να θέλεις να δείχνεις κι αυτό μοιραία μάλλον σημαίνει για τους περισσότερους ότι δεν είσαι έτσι. Άλλαξε μου τα φώτα. 'Οποιος φωνάζει τη γνώμη του δεν έχει δίκιο. Δεν είναι μοντέρνα πράγματα οι κραυγές. Έχει τέχνη ο τρόπος μου αλλά δεν είναι ζωή μάλλον. Καταντάει παρωδία. Σα να λιώνουν τα ρολόγια για να πω και κάτι πιό επικοινωνιακό. Έχω τόση πλάκα σα να 'χω μπερδέψει στη ζωγραφιά όλα τα παλ χρώματα. Σα να είναι καλοκαίρι και να μη το δέχομαι. Κανένας δε μπορεί να δει το μαύρο λοιπόν όταν έτσι χαμογελώ - κοίτα μπροστά στον πίνακα τις αστείες τούτες χορεύτριες, λες και παίζουν Αριστοφάνη, τι επιμένω λοιπόν, κανένας δε μπορεί να πιστέψει ότι ζούμε σε εποχές που τα πιό χοντρά συναισθήματα έχουν τις πιό λεπτές αποχρώσεις.

Όμως ίσως ακόμα τώρα μιλώ κατά βάθος σα να μη θέλω να μοιραστώ κάτι επειδή απογοητεύτηκα, ίσως επειδή μια στιγμή έλιωσα άκαδρα τον ορίζοντά μου. Ανάμεσα στον παρατηρητή ενός έργου τέχνης και το έργο τέχνης η διαδικασία της παρατήρησης είναι η σιωπή. Με τον ίδιο τρόπο που άφωνο και μαλάκα σε αφήνει η ίδια η ζωή. Με το έργο τέχνης ανθρώπους. Σιωπή λοιπόν. Πατά τη γλώσσα μου μεγάλο βόδι.

1 comment:

"Αισθηματική ηλικία" said...

Ελιωσα
σε καθε πρόταση ελιωνα
ωσπου σα κερι αφέθηκα
να γινω πάλι σκληρο
κι αυτό ηταν η πιο σωστη περιγραφη
στο δρόμο του θανατου μου

που πίστεψα ζωή.

Κι έκλαψα επίσης
πολύ
σα λιμνή που πνίγεται απο τα ιδια τα νερά της
ανήμπορη ενα χαντάκι να βρει
να διαβρώσει
και τρώγεται μόνη της
καθως τη βλέπουν οι κλαίουσες ιτιές της όχθης
ακίνητες.

Και μετά σκέφτηκα
να σου πω
ευχαριστω...