Sunday, January 23, 2011

Η πόλη



Και στάθηκε στη μέση του δρόμου. Η πράξη αυτή δεν ήταν καθόλου μικρομεσαία ούτε ισορροπημένη, νευραλγική γιατί η μέση του δρόμου δεν ήταν η μέση του κόσμου κι είχε πολύ ταξίδι ακόμα κι από τη μια κι από την άλλη μεριά όσο κι αν ο δρόμος φαινόταν να συνεχίζεται παντού απαράλλαχτος και ίδιος, ένα σκηνικό φτιαγμένο, αποτυπωμένο σε καρμπόν, ψευδεπίγραφο μες στην αυθεντικότητα και την ειλικρίνειά του και προς τα κάτω και προς τα πάνω. Και στάθηκε εκεί και στεκόταν στο κέντρο του κόσμου γιατί συγκεντρώθηκε όπως λέμε και όλως τυχαίως δε διάβαινε από κει την ώρα εκείνη κανένας άλλος περαστικός, κανένας γνωστός φίλος ή ξένος, γι' αυτό ίσως κι εκείνη διάλεξε και στάθηκε ακριβώς εκεί, στη μέση. Οι καιρικές συνθήκες της φάνηκαν ακαθόριστες επίσης γιατί δε μπορούσε να διευκρινίσει αν είχε βρέξει μόλις πριν και τώρα είχε ανοίξει σαν ξέφωτο για λίγο πάλι ο ουρανός ή περίμενε αυτάρεσκα και παθητικά στη θέση του κι εκείνος, στη μέση του δρόμου στη μέση του κόσμου, μια ολοκαίνουργια καταρρακτώδη νεροποντή που δε μπορούσε να την αποφύγει - όχι μπόρα, κάτι περαστικό, αλλά κάτι ακριβώς όπως η νύχτα που ήδη προχωρημένη προχωρούσε κι άλλο στο ανύπαρκτο σώμα του πάνω. Και μόνο εκείνη κι αυτός στεκόταν ακόμα στη μέση της νύχτας και ένιωθε να είναι στη μέση του δρόμου αλλά δεν είχε όνομα ο δρόμος αυτός, ήταν κεντρικός και αγνώστων λοιπών στοιχείων, στις σπασμένες πλάκες και στις λακούβες καθρεφτιζόταν κομμάτια ο ουρανός. Κι έτσι όπως ήταν υγρός την ηρεμούσε σαν κάποιος ανήμπορος κατουρημένος θεός ζητιάνος να της ικέτευε από ψηλά τη συμπόνια ενώ την προστάτευε ταυτόχρονα από την εκδικητική μανία της βροχής που μόλις πριν λίγη ώρα είχε εξαντλήσει και τον ίδιο. Έτσι κέρδιζε την εμπιστοσύνη της κι ο δρόμος, με την άχραντη, θεϊκή, την παράξενη, ανεστραμένη επιβολή που έστελνε κάτω ο ουρανός, όπως άγιαζε δέντρα και φύλλα, κάτω ριγμένα από έναν αέρα υπόκωφο που είχε περάσει πριν ακόμα κι απ΄τη βροχή και τώρα, ύστερα από εκείνη την βαθιά ανάσα όλα ηρεμούσαν πεσμένα χάμω, φύλλα, σκουπίδια, σπασμένα κλαδιά έλαμπαν αντί για κίτρινα κεριά αναμμένα τρέμοντας σε υποφωτισμένα μανουάλια, προορισμένα για προσευχές μέσα σε αυτή την αλλόκοτη δημόσια τελετουργία που δεν είχε ώρα ούτε άλλη πηγή φωτός ή αχλή και ανατολής σημάδια. Αλλά μια επαπειλούμενη άχρονη συνθήκη είχε συντελεστεί, μόλις τελείωσε και ζούσε κι η ίδια κι ο ουρανός τον απόηχό της, όχι ακόμα το τέλος της, μόνη εκείνη στο κέντρο της γης σα να είχε κλείσει ένα πολύβουο λουναπαρκ με τερατικούς διασώστες ζογκλέρ και στρατιώτες κλόουν ή πυροσβέστες, μια ειδική ομάδα ανθρώπων της δράσης τελοσπάντων που αντίθετα από αυτήν φαντάστηκε ότι ξεπετάχτηκαν πανέτοιμοι την κατάλληλη στιγμή, πριν, την ώρα της κρίσης, στον ίδιο δρόμο που τώρα στεκόταν κι αυτή μέσα από τα παράθυρα των γύρω πολυκατοικιών, μέσα απ' τους υπόνομους και από τους σκουπινοτενεκέδες σαν χελωνονιτζάκια, ένα τρομαχτικό και φαντασμαγορικό, πανικόβλητο, κοσμοσωτήριο λεφούσι, μια μονότονη στρατιωτική διχρωμία που θα μπορούσε κανείς και θεατρικότατη να την πει αλλά όχι με το δικό της τρόπο. Ένας λαγός της φάνηκε τότε πέρασε τελευταίος κυνηγημένος αλλά έτσι όπως πήγαινε ξεχασμένος κι αυτός από κάποιο άλλο παραμύθι αναρωτήθηκε τι γύρευε μέσα σε όλη αυτή την παραλλαγή κι έτσι ούτε με εκείνον τρόμαξε γιατί σκέφτηκε τι θέλει ένας κυνηγημένος ξεχασμένος λαγός μέσα στο δικό μου ζωτικό παραμύθι. Και από αυτό κατάλαβε ότι είχε σώας τας φρένας και ότι κάτι δικό της κυνηγημένο πέρα από τη λογική είχε συντελεστεί, ακαθόριστο και πιστευτό στην εντέλεια και τη συντέλεια της στιγμής, αλλά δεν περνούσε κανένας για να το μοιραστεί μαζί του ή που θα μπορούσε να την πιστέψει, ούτε οι κλόουν στρατιώτες πυροσβέστες ήταν πιά εκεί για να χασκογελούσαν πνιγμένοι στα φρικτά γέλια καπνού, κρυμμένοι μέσα στα σβησμένα κουτιά παράθυρα και τους επτασφράγιστος υπονόμους και οι κάδοι ήταν άδειοι για να την εκπλήξουν με ένα περιττό γυαλιστερό σκουπίδι που θα μπορούσε να την ξεγελάσει παίζοντας στο σκοτάδι. Ήταν όλα μια σκέψη που κράτησε ένα λεπτό, όσο κρατήθηκε λαμπερός στο δρόμο σε πλάκες και λακούβες κομματιασμένος ο ουρανός, όσο γύρισε κι εκείνη από τις δυό πλευρές το κεφάλι και δε πρόλαβε τίποτα να δει να τη συγκλονίσει πέρα από όλο αυτό το μεγάλο που ένιωθε μέσα της ακατανόητο, γυαλιστερό σκοτάδι.

No comments: